Το δέκατο έβδομο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow

Henry_Wadsworth_Longfellow,_photographed_by_Julia_Margaret_Cameron_in_1868 24γραμματα24grammata.com/ ιστορία της λογοτεχνίας

Το παρόν αποτελεί μέρος μιας μεταφραστικής δοκιμής, του υπογράφοντος, με την  οποία επιχειρείται να αποδοθεί στην ελληνική “Το τραγούδι του Χιαγουάθα” (The Song of Hiawatha) του κορυφαίου αμερικάνου ποιητή του 19ου αιώνα  Henry W. Longfellow (1807-1882). Στο κορυφαίο αυτό ποίημα των 631 στροφών, ο Longfellow μας μεταφέρει, μες απ’ τη πορεία της ζωής του ινδιάνου ήρωα Hiawatha, λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής των Ινδιάνικων φυλών πριν την οριστική τους γενοκτονία από τους ευρωπαίους έποικους και γράφτηκε στα 1855. Το ποίημα αυτό συνιστά έναν ύμνο στο φυσικό τρόπο ζωής, τον οποίο βίωναν οι ινδιάνοι της Αμερικής ή οι ιθαγενείς της Ταϊτή (όπως χαρακτηριστικά μας μεταφέρει ο Denis Diderot στο έργο του “Άγριοι και Πολιτισμένοι”(1), προτού και αυτοί γνωρίσουν τον ευρωπαίο κατακτητή). Θα πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι γενικά όλοι οι άνθρωποι κάποτε ζούσαν ένα φυσικό τρόπο ζωής, αλλά η εφεύρεση της μη αναστρέψιμης (κατά πως δείχνουν τα πράγματα σήμερα στον πλανήτη) κρατικής δομής όπως αναλύει στο σημαντικότατό του έργο: “Περί Εθελοδουλείας” ο Étienne  De La Boétie, τον οδήγησε μακριά από τη φύση, και ό,τι αναμένεται να σημάνει για αυτόν, και επίσης στο σχιζοφρενικό τρόπο ζωής του σημερινού “Δυτικού ανθρώπου” (που δεν περιορίζεται βέβαια στην Ευρώπη, την Αυστραλία και την Αμερική) με τις πολλαπλές ηθικές του -στη δουλειά, στο σπίτι, στους φίλους του, στην ιδιωτική ζωή- σε αντίθεση δηλαδή, με τους ινδιάνους της Αμερικής, οι οποίοι είχαν μόνο ένα ηθικό κώδικα. Κώδικα απόλυτα ταιριαστό με το φυσικό τους περιβάλλον.
Η παρούσα μετάφραση, η τρίτη που γίνεται στην ελληνική γλώσσα (2), γίνεται εν προόδω, δηλαδή αποτυπώνει την ανάγνωση καθώς αυτή προχωράει, θα προδημοσιεύεται από το 24grammata.com. και όταν ολοκληρωθεί θα παρουσιαστεί, με τη μορφή ebook από την ηλεκτρονική εκδοτική παρέμβαση του 24grammata.com στα πλαίσια της  σειράς “εν καινώ”.
Ιδιαίτερες ευχαριστίες στο, φίλο παν’ απ’ όλα, Μπάμπη Χαραλαμπόπουλο για το έργο της επιμέλειας και διόρθωσης του κειμένου του τελικού έργου που θα παρουσιαστεί ως ebook.
Γιώργος Πρίμπας.

(1) το εν λόγω βιβλίο κυκλοφόρησε στα ελληνικά το 1993 από τον εκδοτικό οίκο Βανιάς σε μετάφραση Ζήση Σαρίκα, αλλά μελλοντικά θα επιχειρηθεί μία νέα απόδοσή του στα ελληνικά στα πλαίσια της σειράς εν καινώ του 24grammata.com.

(2) οι δύο προηγούμενες είναι:
-του Ιωάννη Περβανόπουλου. Εκδόθηκε το 1888 υπό τον τίτλο “Το άσμα του Χιαβάθα”. Και
-της Γεωργίας Παπαγεωργίου. Εκδόθηκε το 2007 από τις εκδόσεις Ηριδανός υπό τον τίτλο “Το τραγούδι του Χιαγουάθα”,

Για την  εισαγωγή και το πρώτο μέρος από “Το τραγούδι του Hiawatha” του Henry W. Longfellow κλικ εδώ

Το δεύτερο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το τρίτο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το τέταρτο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το πέμπτο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το έκτο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το έβδομο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το όγδοο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το ένατο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το δέκατο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το ενδέκατο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το δωδέκατο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το δέκατο τρίτο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το δέκατο τέταρτο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το δέκατο πέμπτο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το δέκατο έκτο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

 

The Song of Hiawatha. Το ποίημα στο πρωτότυπο Free ebook- 24grammata.com [κατέβασέτο]

γλώσσα: ελληνική / αγγλική

17.   Το Κυνηγητό του Pau-Puk-Keewis 

Με οργή ο Hiawatha γέμισε
Όταν στο χωριό γύρισε
Και τους ανθρώπους σε μεγάλη σύγχυση βρήκε,
Για όλη την κακή συμπεριφορά,
Για όλη την κακεντρέχεια και τις σκανδαλιές,
Του πονηρού Pau-Puk-Keew αυτός άκουσε.

Με σκληρότητα η αναπνοή του, μέσ’ απ’ τα ρουθούνια του, έβγαινε,
Μέσ’ απ’ τα δόντια του δυνατά θορυβούσε και μουρμούριζε:
Λόγια οργής και δυσαρέσκειας,
Λόγια εν θερμώ, σα σφήκα βούιζε κι έλεγε:
“Εγώ αυτόν τον Pau-Puk-Keewis θα τον σκοτώσω,
Αυτόν τον δημιουργό σκανδαλιών θα τον σκοτώσω!
Ο κόσμος μικρός είναι
Και η αγένεια με τη βαναυσότητα τρόποι αποδεκτοί δεν πρέπει να ‘ναι
Ώστε η οργή μου να μην τον πετύχει,
Ώστε η εκδίκησή μου να μην τον φτάσει!”

Εσπευσμένα στη συνέχεια,
Ο Hiawatha και οι κυνηγοί, για την καταδίωξη αναχωρήσανε,
Για τα ίχνη του Pau-Puk-Keewis,
Μες στο δάσος απ’ όπου αυτός πέρασε,
Για τ’ ακρωτήρια όπου αυτός αναπαύτηκε˙
Αλλά ο Pau-Puk-Keewis δε βρέθηκε,
Μονάχα στα ποδοπατημένα χορτάρια,
Στους θάμνους από μύρτιλλο,
Την κλίνη που αυτός είχε ξεκουραστεί βρήκανε,
Τ’ αποτύπωμα του σώματός του βρήκανε.

Απ’ τα πεδινά πολύ κάτω απ’ αυτούς,
Απ’ το Muskoday, το λιβάδι,
O Pau-Puk-Keewis, προς τα πίσω γυρίζοντας,
Mια χειρονομία περιφρόνησης έκανε,
Μια χειρονομία χλευασμού έκανε˙
Και δυνατά o Hiawatha,
Απ’ τις απόκρημνες βουνοκορφές, κραύγασε:
“Ο κόσμος μικρός είναι
Και η αγένεια με τη βαναυσότητα τρόποι αποδεκτοί δεν πρέπει να ‘ναι,
Αλλά η οργή μου θα σε προφθάσει,
Και η εκδίκησή μου θα σε πετύχει!”

Πάνω από βράχια και ποτάμια,
Μέσ’ από θάμνους, φτέρες και δάση
Ο πονηρός Pau-Puk-Keewis έτρεξε˙
Όπως μια αντιλόπη που αναπηδά,
Μέχρι που σ’ ένα ρυάκι,
Στη μέση του δάσους, έφτασε,
Σ’ ένα ήρεμο και γαλήνιο ρυάκι,
Που στις όχθες του είχε ξεχειλίσει,
Σ’ ένα φράγμα από κάστορες φτιαγμένο,
Σε μια λιμνούλα με ήσυχα νερά,
Όπου στο μισό μέτρο τα δέντρα στεκόντουσαν,
Όπου τα νερόκρινα επιπλέανε,
Όπου τα βούρλα κυματίζανε και ψιθυρίζανε.

Στο φράγμα ο Pau-Puk-Keewis στάθηκε,
Στο από κορμούς και κλαδιά φράγμα,
Απ’ τις χαραμάδες του οποίου το νερό εκχυνότανε,
Πάνω απ’ το οποίο βουνοκορφές, απ’ τις οποίες το ρυάκι έρεε.
Απ’ το βυθό ο κάστορας σηκώθηκε,
Με δυο μεγάλα μάτια έκπληξης κοίταξε,
Μάτια που φαίνονταν,
Στον ξένο, τον Pau-Puk-Keewis, ερώτημα να θέτουνε.

Στο φράγμα ο Pau-Puk-Keewis στάθηκε,
Το ρυάκι πάνω απ’ τους αστραγάλους του κυλούσε,
Λαμπερό και ασημί το νερό έρεε,
Και αυτός προς τον κάστορα μίλησε,
Χαμογελώντας αυτός με τέτοιο τρόπο μίλησε:

“Ω!  φίλε μου Ahmeek, εσύ ο κάστορας,
Το νερό δροσερό κι ευχάριστο είναι·
Επίτρεψε μου στο νερό να βουτήξω,
Επίτρεψέ μου στα καταλύματά σας να ξεκουραστώ·
Σε κάστορα επίσης, μεταμόρφωσέ με!”

Συγκρατημένα ο κάστορας απάντησε,
Επιφυλακτικά αυτός, έτσι την απάντησή του έδωσε:
“Επίτρεψέ μου πρώτα με τους άλλους να συσκεφτώ,
Επίτρεψέ μου τους άλλους κάστορες να ρωτήσω.”
Κάτω στο νερό αυτός βυθίστηκε,
Βαριά, όπως η πέτρα βυθίζεται, αυτός βυθίστηκε,
Κάτω μεταξύ των φύλλων και των κλαδιών,
Κάτω στο βυθό, όπως ήτανε μελαμψός και μπερδεμένος, αυτός βυθίστηκε.

Στο φράγμα ο Pau-Puk-Keewis στεκότανε,
Το ρυάκι πάνω απ’ τους αστραγάλους του κυλούσε,
Απ’ τις χαραμάδες, κάτω απ’ αυτόν, το νερό εκχυνότανε,
Πάνω στις πέτρες, κάτω από αυτόν, τιναζότανε,
Γαλήνια και ήρεμα μπροστά του απλωνότανε,
Και το ηλιόφως και οι σκιές
Στίγματα και λάμψεις που πάνω του πέφτανε,
Μικρά φωτεινά μπαλώματα (που πάνω του) πέφτανε,
Μέσ’ απ’ τα κυματίζοντα κλαδιά που θροΐζανε.

Απ’ το βυθό οι κάστορες σηκώνονταν
Σιωπηλά πάνω απ’ την επιφάνεια,
Ένα-ένα τα κεφάλια των καστόρων σηκώνονταν,
Μέχρι που η λιμνούλα γεμάτη από κάστορες,
Γεμάτη με μαύρα και λαμπερά πρόσωπα, φαινότανε.

Προς τους κάστορες, ο Pau-Puk-Keewis, ικετευτικά μίλησε,
Με αυτόν τον τόπο μίλησε:
“Πολύ ευχάριστη η κατοικία σας είναι,
Ω! φίλοι μου! και απ’ τον κίνδυνο ασφαλής είναι·
Δε μπορείτε, μ’ όλη σας την πονηριά,
Όλη σας τη σοφία και την επινοητικότητα,
Σε κάστορα, επίσης, να με μεταμορφώσετε;”

“Ναι!” ο Ahmeek, ο κάστορας,
Αυτός, ο Βασιλιάς όλων των καστόρων, απάντησε,
“Άφησε τον εαυτό σου μαζί μας,
Κάτω, μες στο γαλήνιο νερό, γρήγορα να βυθιστεί.”

Κάτω, μες στη λιμνούλα, μαζί τους,
Σιωπηλά ο Pau-Puk-Keewis βυθίστηκε·
Μαύρη η ελαφήσια μπλούζα του έγινε,
Μαύρα τα μοκασίνια του και οι περικνημίδες του γίνανε,
Και σε μια φαρδιά μαύρη ουρά πίσω του
Η αλεπουδίσια, με τα κρόσσια της, ουρά του απλωνότανε·
Σε κάστορα είχε μεταμορφωθεί.

“Μεγάλο κάνε με”, ο Pau-Puk-Keewis είπε,
“Πολύ μεγάλο κάνε με,
Μεγαλύτερο απ’ ό, τι οι άλλοι κάστορες, κάνε με.”
“Ναι,” ο αρχηγός των καστόρων, απάντησε,
” Όταν στο κατάλυμά μας κάτω θα μπεις,
Μες στο καλύβι μας, εμείς,
Δέκα φορές πιο μεγάλο απ’ τους υπόλοιπους κάστορες θα σε κάνουμε.”

Έτσι, μες στο διάφανο σκούρο νερό,
Ο Pau-Puk-Keewis, σιωπηλά βυθίστηκε:
Το βυθό σκεπασμένο,
Με κορμούς και κλαδιά δέντρων, βρήκε,
Αποθέματα τροφής για το χειμώνα,
Στοίβες και για περίοδο λιμού σωρευμένα·
Το κατάλυμα με θολωτή πόρτα εισόδου βρήκε,
Σε ευρύχωρους θαλάμους να οδηγεί.

Εδώ πολύ μεγάλο τον κάνανε,
Τον μεγαλύτερο απ’ τους κάστορες τον κάνανε,
Δέκα φορές πιο μεγάλο απ’ τους υπόλοιπους κάστορες τον κάνανε.
“Θα πρέπει ο νομοθέτης και κυβερνήτης μας να ‘σαι”, αυτοί είπανε·
“Ο Αρχηγός και ο Βασιλιάς όλων των καστόρων να ‘σαι.”

Αλλά δεν είχε πολύς καιρό περάσει,
Από τότε που ο Pau-Puk-Keewis μεταξύ των καστόρων βρισκότανε,
Όταν μια φωνή, μια προειδοποίηση,
Απ’ το φυλάκιο του φύλακα,
Μες στα κρίνα και τ’ αγριόκρινα, ακούστηκε να λέει:
“O Hiawatha εδώ είναι!
Ο Hiawatha με τους κυνηγούς του!”

Κατόπιν μια κραυγή από πάνω τους ακούσανε,
Φωνές και βήματα ακούσανε,
Σπασίματα και βία ακούσανε,
Και το νερό, ολόγυρά τους κι από πάνω τους,
Σε δίνες βούλιαζε και μακριά απορροφιότανε,
Και πως το φράγμα είχε σπάσει ξέρανε.

Πάνω στη στέγη του καταλύματος οι κυνηγοί πηδήσανε
Και στα δύο τη χωρίσανε·
Το ηλιόφως, μέσ’ απ’ τη χαραμάδα, έρεε,
Μέσ’ απ’ την πόρτα εισόδου οι κάστορες βγαίνανε,
Σε πιο βαθιά νερά,
Στο κανάλι του ρυακιού, να κρυφτούνε·
Αλλά ο δυνατός Pau-Puk-Keewis
Κάτω απ’ την πόρτα εισόδου δε χωρούσε να περάσει·
Απ’ την υπεροψία του και τη διατροφή του,
Σαν κύστη αυτός, είχε πρηστεί.

Μέσ’ απ’ την οροφή ο Hiawatha κοίταξε
Και δυνατά κραύγασε: “Ω! Pau-Puk-Keewis,
Όλ΄ η τέχνη και η πονηριά σου,
Όλες οι πολλαπλές σου μεταμφιέσεις, μάταιες αποδειχτήκανε!
Λοιπόν εγώ, Pau-Puk-Keewis, σ’ αναγνωρίζω!”
Με τα ρόπαλά τους αυτοί τον χτυπήσανε και τον μωλωπίσανε,
Μέχρι θανάτου τον Pau-Puk-Keewis χτυπήσανε,
Τον κοπανίσανε όπως το αραποσίτι κοπανάνε,
Μέχρι που το κρανίο του σε κομμάτια συνθλίφτηκε.

Έξι ψηλοί κυνηγοί, ευκίνητοι και ευλύγιστοι,
Πάνω σε κοντάρια και κλαδιά πίσω στο χωριό τον φέρανε,
Το σώμα του κάστορα φέρανε·
Αλλά το Jeebi, το Πνεύμα-φάντασμα, μέσα του
Ως Pau-Puk-Keewis σκεφτότανε κι ένιωθε,
Εξακολουθούσε ως Pau-Puk-Keewis να ζει.

Και φτερούγισε, πάσχισε κι αγωνίστηκε,
Σείοντας προς τα δω, σείοντας προς τα κει,
Όπως τα παραπετάσματα στα καλύβια,
Με τα από ελαφήσιο δέρμα λουριά τους παλεύουνε,
Όταν ο χειμωνιάτικος αέρας φυσάει·
Μέχρι που μόνο του μαζί με το νεκρό σώμα σύρθηκε,
Μέχρι που απ΄ το νεκρό σώμα σηκώθηκε,
Μέχρι που του πονηρού Pau-Puk-Keewis,
Τη μορφή και χαρακτηριστικά παίρνοντας,
Μες στο δάσος εξαφανίστηκε.

Αλλά ο προσεκτικός Hiawatha
Τη μορφή, προτού εξαφανιστεί, είδε,
Τη μορφή του Pau-Puk-Keewis,
Μες στων πεύκων του δάσους
Στις απαλές μπλε σκιές, να γλιστράει, είδε·
Προς τα πέρα φωτεινά ξέφωτα,
Προς κάποιο άνοιγμα του δάσους.
Σαν τον άνεμο (η μορφή) όρμησε και ξεφυσώντας
Όλα τα μπροστά της κλαδιά έκαμπτε,
Και ξοπίσω της, όπως η βροχή έρχεται,
Τα βήματα του Hiawatha ακολουθούσανε.

Σε μια λίμνη με πολλά νησιά
Ο ξέπνοος Pau-Puk-Keewis έφτασε,
Όπου ανάμεσα στ’ αγριόκρινα
Το Pishnekuh, η γκρι χήνα, έπλεε·
Μέσ’ από τις τούφες των βούρλων που επιπλέανε,
Μέσ’ απ’ τα καλαμοειδή νησιά αυτές, κατευθυνόντουσαν.
Πότε αυτές, τα πλατιά μαύρα τους ράμφη σηκώνανε,
Πότε αυτές, κάτω απ’ το νερό καταδυόντουσαν,
Πότε αυτές, στη σκιά σκουρότερες δείχνανε,
Πότε αυτές, στο ηλιόφως λαμπερότερες δείχνανε.

“Pishnekuh!” ο Pau-Puk-Keewis κραύγασε,
“Pishnekuh! Αδέλφια μου!” αυτός είπε,
“Σε χήνα με φτερά μεταμορφώστε με,
Μ’ ένα λαμπερό λαιμό και φτερά,
Πολύ μεγάλη κάντε με,
Δέκα φορές πιο μεγάλη απ’ τις υπόλοιπες χήνες κάντε με.”

Αμέσως αυτές σε χήνα τον μεταμορφώσανε,
Με δυο τεράστια και σκοτεινά φτερά,
Με λείο και στρογγυλεμένο στέρνο,
Με ράμφος σα δυο μεγάλα κουπιά, τον κάνανε,
Πιο μεγάλη απ’ τις υπόλοιπες χήνες τον κάνανε,
Δέκα φορές πιο μεγάλη απ’ την πιο μεγάλη απ’ τις υπόλοιπες χήνες τον κάνανε,
Τη στιγμή ακριβώς που απ ‘το δάσος φωνές ερχόντουσαν
Και στην όχθη ο Hiawatha στεκότανε.

Με κραυγές και βουητό αυτές ψηλά πετάξανε,
Με τα μικρά τους φτερά σβουρίζοντας και χτυπώντας,
Απ’ τα καλαμοειδή νησιά,
Απ’ τα κρίνα και τ’ αγριόκρινα, ψηλά πετάξανε.
Και στον Pau-Puk-Keewis είπανε:
“Κατά τη διάρκεια της πτήσης σου κάτω να μην κοιτάς,
Να ‘χεις το νου σου αλλά κάτω να μην κοιτάς,
Μήπως και κάποια παράξενη κακοτυχία σου συμβεί,
Μήπως και κάποιο μεγάλο ατύχημα σου συμβεί!”

Γρήγορα και μακριά προς το βορρά σε φυγή τραπήκανε,
Γρήγορα και μακριά μέσ’ απ’ την αντάρα και το ηλιόφως σε φυγή τραπήκανε,
Στους τυρφώνες και τους βάλτους τρεφόντουσαν,
Στα καλάμια και στα βούρλα κοιμόντουσαν.

Την επόμενη ημέρα, καθώς ταξιδεύανε,
Απ’ το Νοτιά πετούσανε και ύψος παίρνανε,
Απ’ το Νοτιά προς τα μπρος ταξιδεύανε,
(Καθώς) Πίσω τους φρέσκος και δυνατός φυσούσε,
Ένας ήχος ανθρώπινων φωνών σηκωνότανε,
Ένα βουητό από κάτω σηκωνότανε,
Απ’ τα καταλύματα ενός χωριού,
Απ’ τους ανθρώπους μίλια κάτω απ’ αυτές, σηκωνότανε.

Γιατί οι άνθρωποι του χωριού
Τo σμήνος με τις χήνες με θαυμασμό είδανε,
Τα φτερά του Pau-Puk-Keewis είδανε,
Μακριά ψηλά στον αιθέρα να φτερουγίζουνε,
Απ’ τα παραπετάσματα δύο πορτών εισόδου πλατύτερα.

Ο Pau-Puk-Keewis τις φωνές άκουσε,
Τη φωνή του Hiawatha αναγνώρισε,
Την κατακραυγή του Iagoo αναγνώρισε,
Και, ξεχνώντας την προειδοποίηση,
Το λαιμό του μέσα τράβηξε και προς τα κάτω κοίταξε,
Και ο άνεμος που πίσω του φυσούσε
Τα δυνατά του σα βεντάλια φτερά παγίδεψε,
Περιστροφικά στροβιλιζόμενο προς τα κάτω τον έστειλε!

Τελείως μάταια ο Pau-Puk-Keewis
Την ισορροπία του να επανακτήσει αγωνίστηκε!
Γύρω-γύρω προς τα κάτω στροβιλιζότανε,
Μια το χωριό αυτός έβλεπε
Και μια το σμήνος από πάνω του έβλεπε
Το χωριό όλο να πλησιάζει έβλεπε
Και το σμήνος όλο και μακρύτερα ν’ αποσύρεται,
Τις φωνές όλο να δυναμώνουνε άκουγε,
Τις κραυγές και τα γέλια άκουγε·
To σμήνος από πάνω του πλέον δεν το ‘βλεπε,
Μοναχά τη γη από κάτω του έβλεπε·
Νεκρή απ’ τους άδειους ουρανούς προερχόμενη,
Νεκρή μεταξύ των ανθρώπων που κραυγάζανε,
Μ’ ένα βαρύ ήχο και σκυθρωπή,
Η χήνα με σπασμένα φτερά έπεσε.

Αλλά η ψυχή του, το Πνεύμα-φάντασμα του, η σκιά του,
Εξακολουθούσε ως Pau-Puk-Keewis να επιζεί,
Και πάλι τη μορφή και τα χαρακτηριστικά,
Του όμορφου Γόη, πήρε,
Και πάλι προς τα μπρος έκανε να ορμήσει,
Απ’ το γρήγορο Hiawatha ακολουθούμενος,
Που κραύγασε: “Ο κόσμος μικρός είναι
Και για λίγο μόνο, μπορεί κάποιος, βάναυσα να φέρεται,
Αλλά η οργή μου θα σε προφθάσει,
Αλλά η εκδίκησή μου θα σε πετύχει!”

Και τόσο πολύ κοντά του αυτός ήρθε,
Που το χέρι τεντώθηκε να τον αρπάξει,
Με το δεξί του χέρι να τον αρπάξει και να τον κρατήσει,
Όταν ο πονηρός Pau-Puk-Keewis
Να περιστρέφεται σε κύκλους άρχισε και να στροβιλίζεται,
Τον αέρα σ’ ανεμοστρόβιλο αναρριπίζοντας,
Γύρω του η σκόνη και τα φύλλα χορεύανε,
Κι εν μέσω των στροβιλιζόμενων δινών
Σε μια κούφια βελανιδιά αυτός πήδησε,
Σε φίδι αυτός μεταμορφώθηκε,
Μέσω ριζών και σκουπιδιών γλιστρώντας.

Με το δεξί του χέρι ο Hiawatha
Με σφοδρότητα την κούφια βελανιδιά χτύπησε,
Σε τρίμματα και σκλήθρα την έσκισε,
Εκεί σε θραύσματα αφημένη να κείτεται.
Αλλά μάταια˙ Γιατί ο Pau-Puk-Keewis,
Και πάλι μορφή ανθρώπου πήρε,,
Στο βάθος του ορίζοντα μπροστά του έτρεχε,
Μες σε ριπές ανέμου κι ανεμοστρόβιλο μακριά επιτάχυνε,
Στις όχθες της Gitche Gumee,
Στα δυτικά της Μεγάλης Λίμνης,
Μέχρι τα βραχώδη ακρωτήρια έφτασε,
Στα Πολύχρωμα Βράχια* από ψαμμίτη έφτασε,
Πέρα, πάνω απ’ τη λίμνη και το τοπίο, κοιτάζοντας.

perioxi vraxon

 

*η περιοχή των Πολύχρωμων Βράχων, σήμερα καλείται: Pictured Rocks National Lakeshore, βρίσκεται σε μια περιοχή που απλώνεται σε 67 χιλιόμετρα κατά μήκος της όχθης στο νοτιοανατολικό μέρος της Μεγάλης Λίμνης. Καλύπτει μια έκταση 300 περίπου τετραγωνικών χιλιομέτρων, στην οποία κυριαρχούν πολύχρωμοι βράχοι ηλικίας άνω των 500 εκ. ετών. Οι βράχοι αυτοί οφείλουνε τους χρωματισμούς τους σε γεωλογικά φαινόμενα και στην ποικιλία των μετάλλων των ορυκτών της περιοχής.

 

 

 

Και ο Γέρος Άντρας του Βουνού,
Αυτός το Πνεύμα των Βουνών,
Τις βραχώδεις πόρτες εισόδου διάπλατα άνοιξε,
Τη βαθιά του άβυσσο διάπλατα άνοιξε,
Καταφύγιο, στον Pau-Puk-Keewis,
Στις σκοτεινές και θλιβερές σπηλιές του, προσφέροντας,
Στον Pau-Puk-Keewis,
Στο ζοφερό του από ψαμμίτη κατάλυμα, καλωσόρισμα προσφέροντας.

Ο Hiawatha εκεί χωρίς σταματημό έφτασε,
Αυτός όμως, για τον ίδιο, τις πόρτες εισόδου κλειστές βρήκε,
Με τα Minjekahwun, τα ψευτογάντια του,
Τις μεγάλες από ψαμμίτη σπηλιές χτύπησε,
Δυνατά σαν κεραυνός κραύγασε:
“Ανοίξτε! Ο Hiawatha είμαι!”
Αλλά, ο Γέρος του Βουνού,
Ούτε άνοιξε ούτε απάντηση,
Απ’ τα σιωπηλά από ψαμμίτη κατσάβραχα,
Απ’ τα ζοφερά  βράχια της αβύσσου, έδωσε.

Τότε αυτός τα χέρια του στους ουρανούς σήκωσε,
Τη θύελλα ικετεύοντας κάλεσε,
To Waywassimo, τον κεραυνό, κάλεσε,
Και τον Annemeekee, τη βροντή, κάλεσε˙
Και τη νύχτα στο σκοτάδι αυτά ήρθανε,
Απ’ τα απόμακρα Βουνά της Βροντής ήρθανε,
Κάτω τη Μεγάλη Λίμνη σαρώνοντας˙
Και ο Pau-Puk-Keewis τρέμοντας
Τα βήματα της βροντής άκουσε,
Τα κόκκινα μάτια του κεραυνού είδε,
Φοβήθηκε και τρεμάμενος μαζεύτηκε.

Στη συνέχεια Ο Waywassimo, ο κεραυνός,
Τις πόρτες εισόδου των σπηλιών χτύπησε,
Με το πολεμικό του ρόπαλο τις πόρτες εισόδου χτύπησε,
Τ’ από ψαμμίτη κατσάβραχα που προεξείχανε χτύπησε,
Και ο Annemeekee, η βροντή,
Κάτω βαθιά στα σπήλαια αλάλαξε, λέγοντας:
“Πού! ο Pau-Puk-Keewis είναι;”
Και τα κατσάβραχα πέσανε,
Και κάτω απ’ αυτά, ανάμεσα στα ερείπια των βράχων,
Ο πονηρός Pau-Puk-Keewis νεκρός κείτονταν,
Ο όμορφος Γόης,
Στην ανθρώπινή του μορφή, σκοτωμένος κείτονταν.

Οι άγριες περιπέτειές του τελειώσανε,
Τα κόλπα του και ο τζόγοι του τελειώσανε,
Όλες του οι τέχνες και οι πονηριές του τελειώσανε,
Όλες οι σκανδαλιές που δημιουργούσε,
Όλα του τα τυχερά παιχνίδια και οι χοροί του,
Όλοι του οι έρωτες με τις κόρες, τελειώσανε.

Κατόπιν ο ευγενής Hiawatha
Την ψυχή του, το Πνεύμα-φάντασμα του, τη σκιά του πήρε,
Μίλησε και είπε: “Ω! Pau-Puk-Keewis,
Ποτέ πια, ως ανθρώπινη μορφή,
Για νέες περιπέτειες θ’ αναζητήσεις˙
Ποτέ πια, μ’ αστεία και γέλια,
Τη σκόνη και τα φύλλα σ’ ανεμοστρόβιλους θα χορέψεις˙
Αλλά πάνω κει στους ουρανούς
Θα ίπτασαι και σε κύκλους θα πλέεις˙
Σ’ αετό εγώ θα σε μεταμορφώσω,
Στον Keneu, το μεγάλο αετό του πολέμου,
Τον αρχηγό όλων των πτηνών με φτερά,
Και αρχηγό των κοτόπουλων του Hiawatha.”

Και του Pau-Puk-Keewis τ’ όνομα,
Ακόμη, μεταξύ των ανθρώπων, ζωντανό παραμένει,
Ακόμη, μεταξύ των τραγουδιστών, ζωντανό παραμένει,
(Όπως) Και μεταξύ των αφηγητών, ζωντανό παραμένει˙
Και το χειμώνα, όταν οι νιφάδες του χιονιού
Σε δίνες, γύρω απ’ τα καταλύματα, στροβιλίζονται,
Όταν τ’ ανέμου ο θυελλώδης σάλος
Πάνω απ’ τα μπουριά των καπνοδόχων σφυρίζει,
Φωνάζουνε: “Εκεί, ο Pau-Puk-Keewis έρχεται,
Μες στο χωριό αυτός χορεύει,
Και τη συγκομιδή του μαζεύει!”
XVII. The Hunting of Pau-Puk-Keewis

Full of wrath was Hiawatha
When he came into the village,
Found the people in confusion,
Heard of all the misdemeanors,
All the malice and the mischief,
Of the cunning Pau-Puk-Keewis.

Hard his breath came through his nostrils,
Through his teeth he buzzed and muttered
Words of anger and resentment,
Hot and humming, like a hornet.
“I will slay this Pau-Puk-Keewis,
Slay this mischief-maker!” said he.
“Not so long and wide the world is,
Not so rude and rough the way is,
That my wrath shall not attain him,
That my vengeance shall not reach him!”

Then in swift pursuit departed
Hiawatha and the hunters
On the trail of Pau-Puk-Keewis,
Through the forest, where he passed it,
To the headlands where he rested;
But they found not Pau-Puk-Keewis,
Only in the trampled grasses,
In the whortleberry-bushes,
Found the couch where he had rested,
Found the impress of his body.

From the lowlands far beneath them,
From the Muskoday, the meadow,
Pau-Puk-Keewis, turning backward,
Made a gesture of defiance,
Made a gesture of derision;
And aloud cried Hiawatha,
From the summit of the mountains:
“Not so long and wide the world is,
Not so rude and rough the way is,
But my wrath shall overtake you,
And my vengeance shall attain you!”

Over rock and over river,
Through bush, and brake, and forest,
Ran the cunning Pau-Puk-Keewis;
Like an antelope he bounded,
Till he came unto a streamlet
In the middle of the forest,
To a streamlet still and tranquil,
That had overflowed its margin,
To a dam made by the beavers,
To a pond of quiet water,
Where knee-deep the trees were standing,
Where the water lilies floated,
Where the rushes waved and whispered.

On the dam stood Pau-Puk-Keewis,
On the dam of trunks and branches,
Through whose chinks the water spouted,
O’er whose summit flowed the streamlet.
From the bottom rose the beaver,
Looked with two great eyes of wonder,
Eyes that seemed to ask a question,
At the stranger, Pau-Puk-Keewis.

On the dam stood Pau-Puk-Keewis,
O’er his ankles flowed the streamlet,
Flowed the bright and silvery water,
And he spake unto the beaver,
With a smile he spake in this wise:

“O my friend Ahmeek, the beaver,
Cool and pleasant is the water;
Let me dive into the water,
Let me rest there in your lodges;
Change me, too, into a beaver!”

Cautiously replied the beaver,
With reserve he thus made answer:
“Let me first consult the others,
Let me ask the other beavers.”
Down he sank into the water,
Heavily sank he, as a stone sinks,
Down among the leaves and branches,
Brown and matted at the bottom.

On the dam stood Pau-Puk-Keewis,
O’er his ankles flowed the streamlet,
Spouted through the chinks below him,
Dashed upon the stones beneath him,
Spread serene and calm before him,
And the sunshine and the shadows
Fell in flecks and gleams upon him,
Fell in little shining patches,
Through the waving, rustling branches.

From the bottom rose the beavers,
Silently above the surface
Rose one head and then another,
Till the pond seemed full of beavers,
Full of black and shining faces.

To the beavers Pau-Puk-Keewis
Spake entreating, said in this wise:
“Very pleasant is your dwelling,
O my friends! and safe from danger;
Can you not, with all your cunning,
All your wisdom and contrivance,
Change me, too, into a beaver?”

“Yes!” replied Ahmeek, the beaver,
He the King of all the beavers,
“Let yourself slide down among us,
Down into the tranquil water.”

Down into the pond among them
Silently sank Pau-Puk-Keewis;
Black became his shirt of deer-skin,
Black his moccasins and leggings,
In a broad black tail behind him
Spread his fox-tails and his fringes;
He was changed into a beaver.

“Make me large,” said Pau-Puk-Keewis,
“Make me large and make me larger,
Larger than the other beavers.”
“Yes,” the beaver chief responded,
“When our lodge below you enter,
In our wigwam we will make you
Ten times larger than the others.”

Thus into the clear, brown water
Silently sank Pau-Puk-Keewis:
Found the bottom covered over
With the trunks of trees and branches,
Hoards of food against the winter,
Piles and heaps against the famine;
Found the lodge with arching doorway,
Leading into spacious chambers.

Here they made him large and larger,
Made him largest of the beavers,
Ten times larger than the others.
“You shall be our ruler,” said they;
“Chief and King of all the beavers.”

But not long had Pau-Puk-Keewis
Sat in state among the beavers,
When there came a voice, of warning
From the watchman at his station
In the water-flags and lilies,
Saying, “Here is Hiawatha!
Hiawatha with his hunters!”

Then they heard a cry above them,
Heard a shouting and a tramping,
Heard a crashing and a rushing,
And the water round and o’er them
Sank and sucked away in eddies,
And they knew their dam was broken.

On the lodge’s roof the hunters
Leaped, and broke it all asunder;
Streamed the sunshine through the crevice,
Sprang the beavers through the doorway,
Hid themselves in deeper water,
In the channel of the streamlet;
But the mighty Pau-Puk-Keewis
Could not pass beneath the doorway;
He was puffed with pride and feeding,
He was swollen like a bladder.

Through the roof looked Hiawatha,
Cried aloud, “O Pau-Puk-Keewis
Vain are all your craft and cunning,
Vain your manifold disguises!
Well I know you, Pau-Puk-Keewis!”
With their clubs they beat and bruised him,
Beat to death poor Pau-Puk-Keewis,
Pounded him as maize is pounded,
Till his skull was crushed to pieces.

Six tall hunters, lithe and limber,
Bore him home on poles and branches,
Bore the body of the beaver;
But the ghost, the Jeebi in him,
Thought and felt as Pau-Puk-Keewis,
Still lived on as Pau-Puk-Keewis.

And it fluttered, strove, and struggled,
Waving hither, waving thither,
As the curtains of a wigwam
Struggle with their thongs of deer-skin,
When the wintry wind is blowing;
Till it drew itself together,
Till it rose up from the body,
Till it took the form and features
Of the cunning Pau-Puk-Keewis
Vanishing into the forest.

But the wary Hiawatha
Saw the figure ere it vanished,
Saw the form of Pau-Puk-Keewis
Glide into the soft blue shadow
Of the pine-trees of the forest;
Toward the squares of white beyond it,
Toward an opening in the forest.
Like a wind it rushed and panted,
Bending all the boughs before it,
And behind it, as the rain comes,
Came the steps of Hiawatha.

To a lake with many islands
Came the breathless Pau-Puk-Keewis,
Where among the water-lilies
Pishnekuh, the brant, were sailing;
Through the tufts of rushes floating,
Steering through the reedy Islands.
Now their broad black beaks they lifted,
Now they plunged beneath the water,
Now they darkened in the shadow,
Now they brightened in the sunshine.

“Pishnekuh!” cried Pau-Puk-Keewis,
“Pishnekuh! my brothers!” said he,
“Change me to a brant with plumage,
With a shining neck and feathers,
Make me large, and make me larger,
Ten times larger than the others.”

Straightway to a brant they changed him,
With two huge and dusky pinions,
With a bosom smooth and rounded,
With a bill like two great paddles,
Made him larger than the others,
Ten times larger than the largest,
Just as, shouting from the forest,
On the shore stood Hiawatha.

Up they rose with cry and clamor,
With a whir and beat of pinions,
Rose up from the reedy Islands,
From the water-flags and lilies.
And they said to Pau-Puk-Keewis:
“In your flying, look not downward,
Take good heed and look not downward,
Lest some strange mischance should happen,
Lest some great mishap befall you!”

Fast and far they fled to northward,
Fast and far through mist and sunshine,
Fed among the moors and fen-lands,
Slept among the reeds and rushes.

On the morrow as they journeyed,
Buoyed and lifted by the South-wind,
Wafted onward by the South-wind,
Blowing fresh and strong behind them,
Rose a sound of human voices,
Rose a clamor from beneath them,
From the lodges of a village,
From the people miles beneath them.

For the people of the village
Saw the flock of brant with wonder,
Saw the wings of Pau-Puk-Keewis
Flapping far up in the ether,
Broader than two doorway curtains.

Pau-Puk-Keewis heard the shouting,
Knew the voice of Hiawatha,
Knew the outcry of Iagoo,
And, forgetful of the warning,
Drew his neck in, and looked downward,
And the wind that blew behind him
Caught his mighty fan of feathers,
Sent him wheeling, whirling downward!

All in vain did Pau-Puk-Keewis
Struggle to regain his balance!
Whirling round and round and downward,
He beheld in turn the village
And in turn the flock above him,
Saw the village coming nearer,
And the flock receding farther,
Heard the voices growing louder,
Heard the shouting and the laughter;
Saw no more the flocks above him,
Only saw the earth beneath him;
Dead out of the empty heaven,
Dead among the shouting people,
With a heavy sound and sullen,
Fell the brant with broken pinions.

But his soul, his ghost, his shadow,
Still survived as Pau-Puk-Keewis,
Took again the form and features
Of the handsome Yenadizze,
And again went rushing onward,
Followed fast by Hiawatha,
Crying: “Not so wide the world is,
Not so long and rough the way is,
But my wrath shall overtake you,
But my vengeance shall attain you!”

And so near he came, so near him,
That his hand was stretched to seize him,
His right hand to seize and hold him,
When the cunning Pau-Puk-Keewis
Whirled and spun about in circles,
Fanned the air into a whirlwind,
Danced the dust and leaves about him,
And amid the whirling eddies
Sprang into a hollow oak-tree,
Changed himself into a serpent,
Gliding out through root and rubbish.

With his right hand Hiawatha
Smote amain the hollow oak-tree,
Rent it into shreds and splinters,
Left it lying there in fragments.
But in vain; for Pau-Puk-Keewis,
Once again in human figure,
Full in sight ran on before him,
Sped away in gust and whirlwind,
On the shores of Gitche Gumee,
Westward by the Big-Sea-Water,
Came unto the rocky headlands,
To the Pictured Rocks of sandstone,
Looking over lake and landscape.

And the Old Man of the Mountain,
He the Manito of Mountains,
Opened wide his rocky doorways,
Opened wide his deep abysses,
Giving Pau-Puk-Keewis shelter
In his caverns dark and dreary,
Bidding Pau-Puk-Keewis welcome
To his gloomy lodge of sandstone.

There without stood Hiawatha,
Found the doorways closed against him,
With his mittens, Minjekahwun,
Smote great caverns in the sandstone,
Cried aloud in tones of thunder,
“Open! I am Hiawatha!”
But the Old Man of the Mountain
Opened not, and made no answer
From the silent crags of sandstone,
From the gloomy rock abysses.

Then he raised his hands to heaven,
Called imploring on the tempest,
Called Waywassimo, the lightning,
And the thunder, Annemeekee;
And they came with night and darkness,
Sweeping down the Big-Sea-Water
From the distant Thunder Mountains;
And the trembling Pau-Puk-Keewis
Heard the footsteps of the thunder,
Saw the red eyes of the lightning,
Was afraid, and crouched and trembled.

Then Waywassimo, the lightning,
Smote the doorways of the caverns,
With his war-club smote the doorways,
Smote the jutting crags of sandstone,
And the thunder, Annemeekee,
Shouted down into the caverns,
Saying, “Where is Pau-Puk-Keewis!”
And the crags fell, and beneath them
Dead among the rocky ruins
Lay the cunning Pau-Puk-Keewis,
Lay the handsome Yenadizze,
Slain in his own human figure.

Ended were his wild adventures,
Ended were his tricks and gambols,
Ended all his craft and cunning,
Ended all his mischief-making,
All his gambling and his dancing,
All his wooing of the maidens.

Then the noble Hiawatha
Took his soul, his ghost, his shadow,
Spake and said: “O Pau-Puk-Keewis,
Never more in human figure
Shall you search for new adventures;
Never more with jest and laughter
Dance the dust and leaves in whirlwinds;
But above there in the heavens
You shall soar and sail in circles;
I will change you to an eagle,
To Keneu, the great war-eagle,
Chief of all the fowls with feathers,
Chief of Hiawatha’s chickens.”

And the name of Pau-Puk-Keewis
Lingers still among the people,
Lingers still among the singers,
And among the story-tellers;
And in Winter, when the snow-flakes
Whirl in eddies round the lodges,
When the wind in gusty tumult
O’er the smoke-flue pipes and whistles,
“There,” they cry, “comes Pau-Puk-Keewis,
He is dancing through the village,
He is gathering in his harvest!”