Το τέταρτο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow

Henry_Wadsworth_Longfellow,_photographed_by_Julia_Margaret_Cameron_in_1868 24γραμματα24grammata.com/ ιστορία της Λογοτεχνίας

Μια, ακόμη,   αξιόλογη μεταφραστική δοκιμή μας έστειλε  ο ποιητής Γιώργος Πρίμπας. Τούτη τη φορά καταπιάνεται με την ποίηση του Λονγκφελόου (Henry W. Longfellow, 1807-1882), ενός από τους σημαντικότερους αμερικανούς ποιητές του 19ου αιώνα. Συγκεκριμένα, επιχειρεί να αποδώσει στην ελληνική “Το τραγούδι του Χιαγουάθα” (The Song of Hiawatha) στηριζόμενος περισσότερο στην ποιητική του διαίσθηση και όχι στη λεξιλογική πιστότητα. Σε αυτή τη ποιητική συλλογή, 644 σελίδων, ο Λονγκφελόου καταπιάνεται με τη λογοτεχνική παρουσίαση της καθημερινής ζωής των Ινδιανικών φυλών και αν και γράφτηκε στα 1855 καταδικάζει με προφητικό τρόπο τη σχιζοφρένεια του σημερινού Δυτικού ανθρώπου με τις πολλαπλές ηθικές του -στη δουλειά, στο σπίτι, στους φίλους του, στην ιδιωτική ζωή- σε αντίθεση με τους ινδιάνους της Αμερικής ή των ιθαγενών της Ταϊτή, οι οποίοι είχαν μόνο ένα ηθικό κώδικα.  απόλυτα ταιριαστό με το φυσικό τους περιβάλλον. Η μετάφραση του Γ. Πρίμπα βρίσκεται εν προόδω και προδημοσιεύεται  από το 24grammata.com. Όταν ολοκληρωθεί θα παρουσιαστεί με τη μορφή ebook από τις ηλ εκδόσεις του 24grammata.com (εντελώς δωρεάν)

The Song of Hiawatha. Το ποίημα στο πρωτότυπο Free ebook- 24grammata.com [κατέβασέτο]

by Henry W. Longfellow, Χένρι Ουάντσγουερθ Λονγκφέλοου
απόδοση στα ελληνικά: Γιώργος Πρίμπας. Διαβάστε όλη την εργογραφία (άρθρα, επιφυλλίδες, επιμέλεια ebook) του Γιώργου Πρίμπα στο 24grammata.com κλικ εδώ

Για την  εισαγωγή και το πρώτο μέρος από “Το τραγούδι του Hiawatha” του Henry W. Longfellow κλικ εδώ

Το δεύτερο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το τρίτο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

4. Ο Hiawatha και ο Mudjekeewis

Μετά την παιδική προς την αντρική ηλικία
Ο Hiawatha μου είχε τώρα αναπτυχθεί,
Σ’ όλες τις τέχνες του κυνηγιού εξειδικεύτηκε,
Όλες τις παραδόσεις απ’ τους γέροντες έμαθε,
Σ’ όλα τα νεανικά αθλήματα και χόμπι,
Σ’ όλες τι αντρικές τις τέχνες και τις εργασίες μυήθηκε.

Ταχύτατος στο τρέξιμο ο Hiawatha ήταν·
Να εξακοντίσει ένα βέλος μπορούσε,
Και με τόση γρηγοράδα προς τα μπρος να τρέξει,
Ώστε το βέλος πίσω του να πέσει!
Πολύ δυνατός στα μπράτσα ο Hiawatha ήταν·
Να εξακοντίσει δέκα βέλη προς τα πάνω μπορούσε,
Με τέτοια δύναμη και σβελτάδα να τα εξακοντίσει,
Ώστε το δέκατο να ‘χει τη χορδή του τόξου αφήσει
Προτού στη γη το πρώτο να ‘χει πέσει!

Τα Minjekahwun τα ψευτογάντια * διέθετε
Ψευτογάντια μαγικά από δέρμα ελαφιού φτιαγμένα·
Όταν στα χέρια του τα φορούσε,
Τους βράχους χτυπώντας να σπάσει στα δυο μπορούσε,
Να τους αλέσει σε σκόνη μπορούσε.
Μοκασίνια μαγικά διέθετε,
Μικασίνια μαγικά από δέρμα ελαφιού·
Όταν γύρω απ’ τους αστραγάλους του τα ‘δενε,
Όταν στα πόδια του τα ‘σφιγγε,
Με κάθε δρασκελιά ένα μίλι διένυε!

* γάντια σε δυο μέρη όπου τα τέσσερα δάκτυλα – όλα πλην του αντίχειρα – βρίσκονται μαζί .

Η γριά Nokomis πολύ του αμφισβήτησε
Τον Mudjekeewis, τον πατέρα του·
Απ’ αυτήν το μοιραίο μυστικό έμαθε
Για της μητέρας του την ομορφιά,
Για του πατέρα του τα ψέματα·
Και μέσα του η καρδιά του έκαιγε,
Η καρδιά του σαν πυρωμένος άνθρακας ήτανε.

Τότε αυτός στη γριά Nokomis είπε:
“Στον Mudjekeewis θα πάω,
Να δω πως με τον πατέρα μου θα τα περάσω,
Στου Δυτικού Ανέμου τις πόρτες εισόδου,
Στου ηλιοβασιλέματος της πύλες!”

Και ο Hiawatha απ΄ το κατάλυμά του ξεκίνησε,
Για ταξίδι ντυμένος, για κυνήγι οπλισμένος·
Μ’ ελάφινο πουκάμισο ντυμένος και με περικνημίδες,
Με φτερά και χάντρες πλούσια περιεργασμένα·
Με τα φτερά του στο κεφάλι του αετού,
Απ’ τη μέση του γύρω τη ζώνη με τις ιερές τις Χάντρες,
Στο χέρι του το τόξο από φλαμουριάς ξύλο.
Από τένοντες ταράνδου χορδές·
Βέλη στη φαρέτρα του δρύινα,
Με ίασπη σμιλευμένα, με φτερά να πετούν·
Με τα Minjekahwun, τα ψευτογάντια του
Με τα μαγεμένα του μοκασίνια.

“Πρόσεχε!” η γριά Nokomis είπε,
“Να μην, ω! Hiawatha!, πας
Στου Δυτικού Ανέμου το βασίλειο,
Στου Mudjekeewis τα μέρη,
Μήπως και αυτός με τη μαγεία του σε βλάψει,
Μήπως και αυτός με την πονηριά του σε σκοτώσει!”

Αλλά ο ατρόμητος Hiawatha
Της γυναίκα την προειδοποίηση δεν πρόσεξε˙
Στο δάσος αυτός μέσα μπήκε
Και με κάθε δρασκελιά ένα μίλι διένυε˙
Μακάβριος ο ουρανός απ’ αυτόν επάνω φαινότανε,
Μακάβρια η γη απ’ αυτόν(ε) κάτω φαινότανε,
Ζεστός και πνιγερός ο αέρας γύρω του,
Με καπνούς και φλογερούς ατμούς γεμάτος,
Όπως απ’ των ξύλων και των λειμώνων το κάψιμο,
Για χάρη της καρδιάς του που μέσα του έκαιγε,
Που σαν πυρωμένος άνθρακας η καρδιά του ήτανε.

Έτσι λοιπόν προς τα δυτικά ταξίδεψε, προς τα δυτικά,
Το γρήγορο ελάφι πίσω του άφησε,
Την αντιλόπη και το βίσωνα πίσω του άφησε˙
Τον ορμητικό Esconaba* διέσχισε
Τον ισχυρό Μισισιπή διέσχισε,
Τα βουνά των λειμώνων πέρασε,
Των κορακιών και των αλεπούδων τα μέρη πέρασε
Τις κατοικίες της φυλής των Μαυροπόδαρων πέρασε,
Στα Βραχώδη Όρη έφτασε,
Στου Δυτικού Ανέμου το βασίλειο,
Όπου στις απόκρημνες βουνοκορφές των ανέμων με  τις έντονες ριπές επάνω,
Ο αρχαίος Mudjekeewis καθόταν,
Των ανέμων τ’ ουρανού ο Νομοθέτης.

* o Esconaba είναι ποταμός που εκβάλει στο βόρειο μέρος της λίμνης Michigan.

Με δέος ο Hiawatha γέμισε
Στη θέα του πατέρα του.
Άγρια στον ολόγυρά του τον αγέρα
Τινάσσονταν οι νεφελώδεις του κοτσίδες και κυμάτιζαν,
Σαν των χιονοπτώσεων τη λάμψη οι κοτσίδες του φωτοβολούσανε,
Σαν τον Ishkoodah τον κομήτη λάμπανε,
Σαν τ’ αστέρι με τις πύρινες κοτσίδες.

Με χαρά ο Mudjekeewis γέμισε
Όταν τον Hiawatha κοίταξε,
Τα νιάτα του μπροστά του να εμφανίζονται είδε
Στου Hiawatha το πρόσωπο,
Της Wenonah την ομορφιά είδε
Από τον τάφο μπροστά του να εμφανίζεται είδε.
“Καλώς όρισες!” αυτός είπε, “Hiawatha,
Στου Δυτικού Ανέμου το βασίλειο
Πολύ καιρό τώρα σε περίμενα
Ωραία η νεότητα είναι, μοναχικά τα γηρατειά είναι,
Φλογερή η νεότητα είναι, παγερά τα γηρατειά είναι˙
Τις μέρες που πέρασαν μου θύμησες,
Τη νεότητα μου του πάθους μου θύμησες,
Και την όμορφη Wenonah!”

Για μέρες πολλές μαζί μιλούσανε
Πλήθος ερωταποκρίσεων, αναμονών και απαντήσεων˙
Περί πολλού ο δυνατός Mudjekeewis
Για την αρχαία του την ανδρεία καυχιότανε
Για τις επικίνδυνες τις περιπέτειές του,
Το ακατάβλητο θάρρος του,
Τ’ άτρωτο σώμα του.

Υπομονετικά ο Hiawatha καθόταν,
Του πατέρα του τις καυχησιές ακούγοντας˙
Μ’ ένα χαμόγελο καθότανε κι άκουγε,
Μήτε απειλή μήτε φοβέρα άρθρωσε,
Μήτε λέξη μήτε ματιά να τον προδώσει,
Αλλά η καρδιά του μέσα του έκαιγε,
Σαν πυρωμένος άνθρακας η καρδιά του ήτανε.

Κατόπιν αυτός είπε: “Ω! Mudjekeewis,
Που μπορεί να σε βλάψει υπάρχει τίποτα;
Που να φοβάσαι υπάρχει τίποτα;”
Και ο δυνατός Mudjekeewis,
Μεγάλος κι ευγενής στην έπαρση του,
Απάντησε λέγοντας: “Τίποτα δεν υπάρχει,
Τίποτα πλην του μαύρου εκείνου βράχου,
Τίποτα πλην του μοιραίου Wawbeek!”

Και αυτός τον Hiawatha κοίταξε
Με μια σοφή ματιά και καλοκάγαθη,
Με μια όψη πατρική,
Με την περηφάνια κοίταξε την απ’ την ωραιότητα
Λόγω του ύψους του και της κομψότητας της μορφής του,
Και είπε: “Ω! Hiawatha μου,
Που μπορεί να σε βλάψει υπάρχει κάτι;
Που να φοβάσαι υπάρχει κάτι;”

Αλλά ο προσεκτικός Hiawatha
Ως αν αβέβαιος για λίγο σιωπηλός έμεινε,
Ως αν ν’ ανάλυε σιωπηλός έμεινε,
Και κατόπιν απάντησε: “Τίποτα δεν υπάρχει,
Τίποτα πέρα απ’ το βούρλο εκείνο,
Τίποτα πέρα απ’ το μεγάλο Apukwa!”

Και όπως ο Mudjekeewis, εγειρόμενος,
Το χέρι του άπλωσε το βούρλο να κόψει,
Ο Hiawatha με τρόμο κραύγασε,
Υποκρινόμενος τέλεια τον τρομαγμένο κραύγασε:
“Μη! Μη! Μην το αγγίξεις!”
“Αχ, πραγματικά όχι!” ο Mudjekeewis είπε,
“Πραγματικά όχι, εγώ δε θα το αγγίξω!”

Κατόπιν για άλλα θέματα μιλήσανε˙
Κατά πρώτον για του Hiawatha τ’ αδέλφια,
Για το Wabun πρώτα, τον Ανατολικό Άνεμο,
Το Shawondasee, ύστερα,, το Νοτιά,
Τον Kabibonokka, κατόπιν, το Βόρειο Άνεμο˙
Και μετά για του Hiawatha τη μητέρα,
Για την όμορφη Wenonah,
Για τη γέννησή της στο λιβάδι επάνω,
Για το θάνατό της, σύμφωνα με όσα η γριά Nokomis
Θυμότανε και συσχέτιζε.

Και κραύγασε: “Ω! Mudjekeewis,
Αυτός που τη Wenonah σκότωσε ήσουν εσύ,
Τα νιάτα της και την ομορφιά της πήρε,
Το κρίνο των λειμώνων έσπασε,
Απ’ τα βήματά του κάτω ποδοπατώντας το˙
Παραδέξου το! Ομολόγησέ το!”
Και ο Mudjekeewis ο δυνατός
Στον άνεμο τις κοτσίδες του τίναξε,
Και το γηραιό του το κεφάλι σε αγωνία υποκλίθηκε,
Και μ’ ένα σιωπηλό νεύμα συναίνεσε.

Κατόπιν από όρθιος ο Hiawatha ξεκίνησε,
Και με βλέμμα και χειρονομίες απειλητικές
Το χέρι του πάνω στο μαύρο βράχο ακούμπησε,
Πάνω στο Wawbeek το μοιραίο τ’ ακούμπησε,
Με το Minjekahwun, το ψευτογάντι του, ακούμπησε
Το κομμάτι του κατσάβραχου που προεξείχε στα δύο τ’ ‘σκισε,
Κτυπώντας το και τσακίζοντάς το σε θραύσματα,
Με μανία προς τον πατέρα του εκσφενδονίζοντάς τα,
Τον πλήρη τύψεων Mudjekeewis,
Για χάρη της καρδιάς του που μέσα του έκαιγε,
Που σαν πυρωμένος άνθρακας η καρδιά του ήτανε.

Όμως, τ’ Ανατολικού Ανέμου ο Νομοθέτης
Τα θραύσματα προς τα πίσω επέστρεψε φυσώντας,
Με των ρουθουνιών του την ανάσα,
Με του θυμού του τη θύελλα,
Στον επιτιθέμενό του προς τα πίσω τα επέστρεψε φυσώντας˙
Το Apukwa, το βούρλο, άρπαξε,
Με τις ρίζες του και τις ίνες του το ‘συρε
Από του λιβαδιού την όχθη,
Απ΄ τις λάσπες του το γιγαντιαίο βούρλο έσυρε˙
Επί μακρόν και δυνατά ο Hiawatha γέλασε!

Κατόπιν η φονική σύγκρουση ξεκίνησε,
Χέρι με χέρι στα βουνά ανάμεσα˙
Απ’ την αετοφωλιά του ο αετός φώναξε,
Ο Keneu, ο μεγάλος αετός του πολέμου,
Που στα κατσάβραχα γύρω τους καθόταν,
Που από πάνω τους περιστροφικά γυρίζοντας φτερούγιζε.

Όπως ένα ψηλό δέντρο στη θύελλα
Το γιγαντιαίο βούρλο καμπτότανε κι έδερνε˙
Και σε τεράστια και βαριά κομμάτια
Που συντρίβονταν το μοιραίο το Wawbeek έπεσε˙
Μέχρι που η γη τραντάχτηκε απ’ το σάλο
Και της μάχης τη σύγχυση,
Και κραυγές ο αγέρας γέμισε,
Και των βουνών ξεκινώντας η βροντή,
Αποκρίθηκε: “Μπαμ!”

Ο Mudjekeewis προς τα πίσω υποχώρησε,
Με βιασύνη προς τα δυτικά απ’ τα βουνά πέρα,
Κάτω και προς τα δυτικά των βουνών σκουντουφλώντας,
Για τρεις ολόκληρες ημέρες της μάχης αποσύρθηκε,
Ακόμα όμως απ’ τον Hiawatha καταδιωκόμενος
Προς του Δυτικού Ανέμου τις πόρτες εισόδου,
Προς του ηλιοβασιλέματος της πύλες,
Προς της γης τ’ απώτατα σύνορα,
Όπου στους άδειους χώρους
Ο ήλιος, σα φλαμίνγκο, βυθίζεται
Στη φωλιά του τού σούρουπου πέφτοντας
Στων βάλτων τη μελαγχολία.

“Βάστα!” με δυνατή φωνή ο Mudjekeewis φώναξε,
“Βάστα!”, Hiawatha μου, γιέ μου εσύ!
Αδύνατο να με σκοτώσεις είναι,
Γιατί δε σου ‘ναι μπορετό τον αθάνατο να σκοτώσεις.
Εγώ σ’ αυτήν τη δοκιμασία σ’ έχω βάλει,
Αλλά για να μάθεις και το θάρρος σου ν’ αποδείξεις˙
Τώρα το βραβείο της ανδρεία σου δέξου!

“Στο σπίτι σου και στους ανθρώπους πίσω πήγαινε,
Ανάμεσά τους ζήσε, ανάμεσά τους μόχθησε,
Τη γη απ’ όλα που τη βλάπτουν καθαρίστε,
Τα προς αλιεία μέρη και τα ποτάμια καθαρίστε,
Τα τέρατα όλα και τους θαυματοποιούς όλους σκοτώστε,
Τα Wendigoes* όλα, τα γιγαντιαία,
Τα Kenabeeks όλα, τα φίδια,
Έτσι όπως εγώ το Mishe-Mokwa σκότωσα,
Τη Μεγάλη των βουνών Αρκούδα σκότωσα.

* τα Wendigoes είναι μυθικά πλάσματα των ιθαγενών των περιοχών των βόρειων ΗΠΑ και του Καναδά, τα οποία απέναντι στους ανθρώπους είναι κακόβουλα, τους τρώνε ή τους μετατρέπουν σε δούλους τους.

“Κι όταν επιτέλους ο θάνατός σου θα πλησιάζει,
Όταν του Pauguk τ’ απαίσια μάτια
Στο σκοτάδι πάνω σου θ’ αγριοκοιτάζουνε,
Το βασίλειό μου μαζί σου θα μοιραστώ,
Ο Νομοθέτης εφεξής του Βορειοδυτικού Ανέμου θα ‘σαι
Ο Keewaydin, ο Βορειοδυτικός Άνεμος,
Ο Keewaydin, των Ανέμων το Σπίτι.”

Έτσι στην περίφημη εκείνη μάχη πολεμήσανε
Στις φοβερές του πάλαι ποτέ τις μέρες,
Στις ημέρες που μακράν έχουν παρέλθει,
Στου Δυτικού Ανέμου το βασίλειο.
Ο κυνηγός ακόμα τα ίχνη της βλέπει
Σε πλήθος λόφων και κοιλάδων διάσπαρτα˙
Το γιγαντιαίο βούρλο ν’ αναπτύσσεται βλέπει
Παρά τις λιμνούλες και παρά των νερών τους δρόμους,
Του Wawbeek τα κομμάτια βλέπει
Σε κάθε να κείτονται κοιλάδα.

Προς το σπίτι τώρα ο Hiawatha επέστρεφε˙
Ολόγυρά του το τοπίο ευχάριστο του ‘τανε,
Από πάνω του ο αέρας ευχάριστος του ‘τανε
Γιατί απ’ αυτόν ολοκληρωτικά είχανε φύγει:
Του θυμού του η πικράδα,
Απ’ το μυαλό του της εκδίκησης η σκέψη,
Απ’ την καρδιά του ο πυρετός που ‘καιγε.

Μόνο μια φορά το ρυθμό του χαλάρωσε,
Μόνο μια φορά δίστασε ή σταμάτησε,
Για ν’ αγοράσει των βελών τις μύτες σταμάτησε
Απ’ τους αρχαίους κατασκευαστές βελών,
Στων Dacotahs τη χώρα
Όπου του Minnehaha οι καταρράκτες
Μεταξύ των βελανιδιών αστράφτουνε και λάμπουνε,
Προς την κοιλάδα γελούνε και ανασκιρτούνε.

Οι αρχαίοι κατασκευαστές βελών εκεί
Από ψαμμίτη των βελών τις μύτες φτιάχνουνε,
Μύτες βελών από χαλκηδόνιο λίθο,
Μύτες βελών από πυρόλιθο και ίασπη,
Λειασμένες στ’ άκρα κι ακονισμένες,
Σκληρές και γυαλισμένες, οξείες και δαπανηρές.

Μαζί του η μαυρομάτα η κόρη κατοίκησε,
Όπως ο Minnehaha δύστροπη,
Με τις από σκιά και ηλιόφως διαθέσεις της,
Με στα μάτια το χαμόγελο και το συνοφρύωμα να εναλλάσσονται,
Με πόδια τόσο γρήγορα όσο το ποτάμι,
Με κοτσίδες όπως το νερό να ρέουνε,
Και με το μουσικό της το γέλιο:
Και απ’ του ποταμού τ’ όνομα την ονόμασε,
Απ’ των καταρρακτών τ’ όνομα την ονόμασε,
Η Minnehaha, το Γελαστό Νερό.

Τότε ήτανε για των βελών τις μύτες,
Μύτες βελών από χαλκηδόνιο λίθο,
Μύτες βελών από πυρόλιθο και ίασπη,
Που ο Hiawatha μου σταμάτησε
Στων Dacotahs τη χώρα;

Δεν ήταν για να δει την κόρη,
Το πρόσωπο του Γελαστού Νερού να δει
Πίσω απ’ την κουρτίνα να κρυφοκοιτάζει,
Των ενδυμάτων της το θρόισμα ν’ ακούσει
Πίσω απ’ την κουρτίνα που κυμάτιζε,
Όπως κάποιος το Minnehaha βλέπει
Μες απ τα κλαδιά να λάμπει και ν’ αστράφτει,
Όπως κάποιος τον καταρράκτη ακούει
Πίσω από των κλαδιών το παραπέτασμα;

Ποιος, τις σκέψεις και τα οράματα θα πει
Που τα φλογερά μυαλά των νέων ανδρών πλημμυρίζουνε;
Ποιος, τις ομορφιάς τα όνειρα θα πει
Που την καρδιά του Hiawatha πλημμυρίζανε;
Όλα αυτός στη γριά Nokomis τα είπε,
Όταν στο κατάλυμά του την ώρα της δύσης έφτασε,
Όλα για τη συνάντηση με τον πατέρα του,
Όλα για την πάλη του με τον Mudjekeewis˙
Μα ούτε λέξη για τα βέλη,
Μα ούτε λέξη για το Γελαστό Νερό δεν είπε.

IV. Hiawatha and Mudjekeewis

Out of childhood into manhood
Now had grown my Hiawatha,
Skilled in all the craft of hunters,
Learned in all the lore of old men,
In all youthful sports and pastimes,
In all manly arts and labors.

Swift of foot was Hiawatha;
He could shoot an arrow from him,
And run forward with such fleetness,
That the arrow fell behind him!
Strong of arm was Hiawatha;
He could shoot ten arrows upward,
Shoot them with such strength and swiftness,
That the tenth had left the bow-string
Ere the first to earth had fallen!

He had mittens, Minjekahwun,
Magic mittens made of deer-skin;
When upon his hands he wore them,
He could smite the rocks asunder,
He could grind them into powder.
He had moccasins enchanted,
Magic moccasins of deer-skin;
When he bound them round his ankles,
When upon his feet he tied them,
At each stride a mile he measured!

Much he questioned old Nokomis
Of his father Mudjekeewis;
Learned from her the fatal secret
Of the beauty of his mother,
Of the falsehood of his father;
And his heart was hot within him,
Like a living coal his heart was.

Then he said to old Nokomis,
“I will go to Mudjekeewis,
See how fares it with my father,
At the doorways of the West-Wind,
At the portals of the Sunset!”

From his lodge went Hiawatha,
Dressed for travel, armed for hunting;
Dressed in deer-skin shirt and leggings,
Richly wrought with quills and wampum;
On his head his eagle-feathers,
Round his waist his belt of wampum,
In his hand his bow of ash-wood,
Strung with sinews of the reindeer;
In his quiver oaken arrows,
Tipped with jasper, winged with feathers;
With his mittens, Minjekahwun,
With his moccasins enchanted.

Warning said the old Nokomis,
“Go not forth, O Hiawatha!
To the kingdom of the West-Wind,
To the realms of Mudjekeewis,
Lest he harm you with his magic,
Lest he kill you with his cunning!”

But the fearless Hiawatha
Heeded not her woman’s warning;
Forth he strode into the forest,
At each stride a mile he measured;
Lurid seemed the sky above him,
Lurid seemed the earth beneath him,
Hot and close the air around him,
Filled with smoke and fiery vapors,
As of burning woods and prairies,
For his heart was hot within him,
Like a living coal his heart was.

So he journeyed westward, westward,
Left the fleetest deer behind him,
Left the antelope and bison;
Crossed the rushing Esconaba,
Crossed the mighty Mississippi,
Passed the Mountains of the Prairie,
Passed the land of Crows and Foxes,
Passed the dwellings of the Blackfeet,
Came unto the Rocky Mountains,
To the kingdom of the West-Wind,
Where upon the gusty summits
Sat the ancient Mudjekeewis,
Ruler of the winds of heaven.

Filled with awe was Hiawatha
At the aspect of his father.
On the air about him wildly
Tossed and streamed his cloudy tresses,
Gleamed like drifting snow his tresses,
Glared like Ishkoodah, the comet,
Like the star with fiery tresses.

Filled with joy was Mudjekeewis
When he looked on Hiawatha,
Saw his youth rise up before him
In the face of Hiawatha,
Saw the beauty of Wenonah
From the grave rise up before him.

“Welcome!” said he, “Hiawatha,
To the kingdom of the West-Wind
Long have I been waiting for you
Youth is lovely, age is lonely,
Youth is fiery, age is frosty;
You bring back the days departed,
You bring back my youth of passion,
And the beautiful Wenonah!”

Many days they talked together,
Questioned, listened, waited, answered;
Much the mighty Mudjekeewis
Boasted of his ancient prowess,
Of his perilous adventures,
His indomitable courage,
His invulnerable body.

Patiently sat Hiawatha,
Listening to his father’s boasting;
With a smile he sat and listened,
Uttered neither threat nor menace,
Neither word nor look betrayed him,
But his heart was hot within him,
Like a living coal his heart was.

Then he said, “O Mudjekeewis,
Is there nothing that can harm you?
Nothing that you are afraid of?”
And the mighty Mudjekeewis,
Grand and gracious in his boasting,
Answered, saying, “There is nothing,
Nothing but the black rock yonder,
Nothing but the fatal Wawbeek!”

And he looked at Hiawatha
With a wise look and benignant,
With a countenance paternal,
Looked with pride upon the beauty
Of his tall and graceful figure,
Saying, “O my Hiawatha!
Is there anything can harm you?
Anything you are afraid of?”

But the wary Hiawatha
Paused awhile, as if uncertain,
Held his peace, as if resolving,
And then answered, “There is nothing,
Nothing but the bulrush yonder,
Nothing but the great Apukwa!”

And as Mudjekeewis, rising,
Stretched his hand to pluck the bulrush,
Hiawatha cried in terror,
Cried in well-dissembled terror,
“Kago! kago! do not touch it!”
“Ah, kaween!” said Mudjekeewis,
“No indeed, I will not touch it!”

Then they talked of other matters;
First of Hiawatha’s brothers,
First of Wabun, of the East-Wind,
Of the South-Wind, Shawondasee,
Of the North, Kabibonokka;
Then of Hiawatha’s mother,
Of the beautiful Wenonah,
Of her birth upon the meadow,
Of her death, as old Nokomis
Had remembered and related.

And he cried, “O Mudjekeewis,
It was you who killed Wenonah,
Took her young life and her beauty,
Broke the Lily of the Prairie,
Trampled it beneath your footsteps;
You confess it! you confess it!”
And the mighty Mudjekeewis
Tossed upon the wind his tresses,
Bowed his hoary head in anguish,
With a silent nod assented.

Then up started Hiawatha,
And with threatening look and gesture
Laid his hand upon the black rock,
On the fatal Wawbeek laid it,
With his mittens, Minjekahwun,
Rent the jutting crag asunder,
Smote and crushed it into fragments,
Hurled them madly at his father,
The remorseful Mudjekeewis,
For his heart was hot within him,
Like a living coal his heart was.

But the ruler of the West-Wind
Blew the fragments backward from him,
With the breathing of his nostrils,
With the tempest of his anger,
Blew them back at his assailant;
Seized the bulrush, the Apukwa,
Dragged it with its roots and fibres
From the margin of the meadow,
From its ooze the giant bulrush;
Long and loud laughed Hiawatha!

Then began the deadly conflict,
Hand to hand among the mountains;
From his eyry screamed the eagle,
The Keneu, the great war-eagle,
Sat upon the crags around them,
Wheeling flapped his wings above them.

Like a tall tree in the tempest
Bent and lashed the giant bulrush;
And in masses huge and heavy
Crashing fell the fatal Wawbeek;
Till the earth shook with the tumult
And confusion of the battle,
And the air was full of shoutings,
And the thunder of the mountains,
Starting, answered, “Baim-wawa!”

Back retreated Mudjekeewis,
Rushing westward o’er the mountains,
Stumbling westward down the mountains,
Three whole days retreated fighting,
Still pursued by Hiawatha
To the doorways of the West-Wind,
To the portals of the Sunset,
To the earth’s remotest border,
Where into the empty spaces
Sinks the sun, as a flamingo
Drops into her nest at nightfall
In the melancholy marshes.

“Hold!” at length cried Mudjekeewis,
“Hold, my son, my Hiawatha!
‘T is impossible to kill me,
For you cannot kill the immortal
I have put you to this trial,
But to know and prove your courage;
Now receive the prize of valor!

“Go back to your home and people,
Live among them, toil among them,
Cleanse the earth from all that harms it,
Clear the fishing-grounds and rivers,
Slay all monsters and magicians,
All the Wendigoes, the giants,
All the serpents, the Kenabeeks,
As I slew the Mishe-Mokwa,
Slew the Great Bear of the mountains.

“And at last when Death draws near you,
When the awful eyes of Pauguk
Glare upon you in the darkness,
I will share my kingdom with you,
Ruler shall you be thenceforward
Of the Northwest-Wind, Keewaydin,
Of the home-wind, the Keewaydin.”

Thus was fought that famous battle
In the dreadful days of Shah-shah,
In the days long since departed,
In the kingdom of the West-Wind.
Still the hunter sees its traces
Scattered far o’er hill and valley;
Sees the giant bulrush growing
By the ponds and water-courses,
Sees the masses of the Wawbeek
Lying still in every valley.

Homeward now went Hiawatha;
Pleasant was the landscape round him,
Pleasant was the air above him,
For the bitterness of anger
Had departed wholly from him,
From his brain the thought of vengeance,
From his heart the burning fever.

Only once his pace he slackened,
Only once he paused or halted,
Paused to purchase heads of arrows
Of the ancient Arrow-maker,
In the land of the Dacotahs,
Where the Falls of Minnehaha
Flash and gleam among the oak-trees,
Laugh and leap into the valley.

There the ancient Arrow-maker
Made his arrow-heads of sandstone,
Arrow-heads of chalcedony,
Arrow-heads of flint and jasper,
Smoothed and sharpened at the edges,
Hard and polished, keen and costly.

With him dwelt his dark-eyed daughter,
Wayward as the Minnehaha,
With her moods of shade and sunshine,
Eyes that smiled and frowned alternate,
Feet as rapid as the river,
Tresses flowing like the water,
And as musical a laughter:
And he named her from the river,
From the water-fall he named her,
Minnehaha, Laughing Water.

Was it then for heads of arrows,
Arrow-heads of chalcedony,
Arrow-heads of flint and jasper,
That my Hiawatha halted
In the land of the Dacotahs?

Was it not to see the maiden,
See the face of Laughing Water
Peeping from behind the curtain,
Hear the rustling of her garments
From behind the waving curtain,
As one sees the Minnehaha
Gleaming, glancing through the branches,
As one hears the Laughing Water
From behind its screen of branches?

Who shall say what thoughts and visions
Fill the fiery brains of young men?
Who shall say what dreams of beauty
Filled the heart of Hiawatha?
All he told to old Nokomis,
When he reached the lodge at sunset,
Was the meeting with his father,
Was his fight with Mudjekeewis;
Not a word he said of arrows,
Not a word of Laughing Water.