Το πέμπτο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow

 

Henry_Wadsworth_Longfellow,_photographed_by_Julia_Margaret_Cameron_in_1868 24γραμματα24grammata.com/ ιστορία της Λογοτεχνίας

Μια, ακόμη,   αξιόλογη μεταφραστική δοκιμή μας έστειλε  ο ποιητής Γιώργος Πρίμπας. Τούτη τη φορά καταπιάνεται με την ποίηση του Λονγκφελόου (Henry W. Longfellow, 1807-1882), ενός από τους σημαντικότερους αμερικανούς ποιητές του 19ου αιώνα. Συγκεκριμένα, επιχειρεί να αποδώσει στην ελληνική “Το τραγούδι του Χιαγουάθα” (The Song of Hiawatha) στηριζόμενος περισσότερο στην ποιητική του διαίσθηση και όχι στη λεξιλογική πιστότητα. Σε αυτή τη ποιητική συλλογή, 644 σελίδων, ο Λονγκφελόου καταπιάνεται με τη λογοτεχνική παρουσίαση της καθημερινής ζωής των Ινδιανικών φυλών και αν και γράφτηκε στα 1855 καταδικάζει με προφητικό τρόπο τη σχιζοφρένεια του σημερινού Δυτικού ανθρώπου με τις πολλαπλές ηθικές του -στη δουλειά, στο σπίτι, στους φίλους του, στην ιδιωτική ζωή- σε αντίθεση με τους ινδιάνους της Αμερικής ή των ιθαγενών της Ταϊτή, οι οποίοι είχαν μόνο ένα ηθικό κώδικα.  απόλυτα ταιριαστό με το φυσικό τους περιβάλλον. Η μετάφραση του Γ. Πρίμπα βρίσκεται εν προόδω και προδημοσιεύεται  από το 24grammata.com. Όταν ολοκληρωθεί θα παρουσιαστεί με τη μορφή ebook από τις ηλ εκδόσεις του 24grammata.com (εντελώς δωρεάν)

The Song of Hiawatha. Το ποίημα στο πρωτότυπο Free ebook- 24grammata.com [κατέβασέτο]

by Henry W. Longfellow, Χένρι Ουάντσγουερθ Λονγκφέλοου
απόδοση στα ελληνικά: Γιώργος Πρίμπας.

Διαβάστε όλη την εργογραφία (άρθρα, επιφυλλίδες, επιμέλεια ebook) του Γιώργου Πρίμπα στο 24grammata.com κλικ εδώ

Για την  εισαγωγή και το πρώτο μέρος από “Το τραγούδι του Hiawatha” του Henry W. Longfellow κλικ εδώ

Το δεύτερο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το τρίτο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το τέταρτο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

γλώσσα: ελληνική / αγγλική

5. Η νηστεία του Hiawatha

Πώς ο Hiawatha θ’ ακούσεις τώρα
Στο δάσος νήστεψε και προσευχήθηκε,
Για καλύτερος κυνηγός όχι,
Για καλύτερος στο ψάρεμα όχι,
Για στις μάχες θριάμβους όχι,
Και για μεταξύ των πολεμιστών τη δόξα όχι,
Αλλά προς των ανθρώπων τ’ όφελος,
Για των εθνών το καλυτέρεμα.

Πρώτα ένα κατάλυμα για να νηστέψει έχτισε,
Ένα καλύβι στο δάσος έχτισε,
Στη λαμπερή Μεγάλη Λίμνη δίπλα,
Στη διάρκεια ανέμελων κι ευχάριστων Ανοιξιάτικων στιγμών
Στη διάρκεια του Φεγγαριού των νέων φύλλων το ‘χτισε,
Και ονείρων και οραμάτων πλήρης,
Για επτά ολάκερα μερόνυχτα αυτός νήστεψε.

Την πρώτη μέρα της νηστείας του
Μες στα φυλλώδη δάση αυτός περιπλανήθηκε˙
Του ελαφιού, μες απ’ τη λόχμη, την αναχώρηση είδε
Το κουνέλι στο λαγούμι του είδε,
Του Bena, του φασιανού, το ευχάριστο ρυθμικό φτερούγισμα άκουσε,
Το Adjidaumo, το σκίουρο, άκουσε
Στων βελανιδιών του το θησαύρισμα να κροταλίζει,
Το Omeme, το περιστέρι, είδε,
Φωλιές στα πεύκα ανάμεσα να χτίζει,
Και του Wawa, της άγριας χήνας, τα σμήνη,
Προς τους βάλτους του νότου να πετούν
Στριφογυρίζοντας και θρηνώντας από πάνω του ψηλά.
“Κύριε της Ζωής!” απελπισμένα φώναξε,
“Πρέπει οι ζωές μας απ’ τις υπάρξεις αυτές να κρέμονται;”

Την επόμενη μέρα της νηστείας του
Στου ποταμού τις όχθες αυτός περιπλανήθηκε,
Το Muskoday, το λιβάδι, διασχίζοντας,
Το Mahnomonee, το άγριο ρύζι, είδε
Το Meenahga, το μύρτιλλο, είδε,
Και το Odahmin, τη φράουλα,
Και το Shahbomin, το φραγκοστάφυλο,
Και το Bemahgut, τ’ αμπέλι,
Κλαδιά των σκλήθρων πίσω του σούρνοντας,
Κι όλον τον αγέρα ευωδιάζοντας!
“Κύριε της Ζωής!” απελπισμένα φώναξε,
“Πρέπει οι ζωές μας απ’ τις υπάρξεις αυτές να κρέμονται;”

Την τρίτη μέρα της νηστείας του
Παρά τη λίμνη κάθισε κι αναλογίστηκε,
Παρά τ’ ατάραχα διάφανα νερά˙
Το Nahma, τον οξύρρυγχο, να πηδάει είδε,
Σταγόνες σαν τα σφαιρίδια των χαντρών διασκορπίζοντας,
Το Sahwa, την κίτρινη πέρκα, είδε,
Σα μια ηλιαχτίδα στο νερό,
Το Maskenozha, το λούτσο, είδε
Και το Okahahwis, τη ρέγγα,
Και το Shawgashee, την καραβίδα!
“Κύριε της Ζωής!” απελπισμένα φώναξε,
“Πρέπει οι ζωές μας απ’ τις υπάρξεις αυτές να κρέμονται;”

Την τέταρτη μέρα της νηστείας του
Στο κατάλυμά του κείτονταν εξαντλημένος˙
Απ’ την από φύλλα και κλαδιά την κλίνη του
Με βλέφαρα μισάνοιχτ’ ατενίζονοντας,
Σκοτεινών ονείρων και οραμάτων πλήρης,
Στο πού ζαλίζει το κυματιστό τοπίο,
Στο λαμπερό του νερού,
Στο μεγαλείο του ηλιοβασιλέματος.

Κι ένα νέο αυτός είδε να πλησιάζει,
Σ’ ενδύματα πράσινα και κίτρινα ντυμένο,
Μες απ’ το πορφυρό λυκόφως να ‘ρχεται,
Μες απ’ του ηλιοβασιλέματος το μεγαλείο˙
Με πράσινα φτερά πάν’ απ’ το μέτωπό του να λυγίζουνε,
Και μ’ απαλά χρυσά στο κεφάλι του μαλλιά.

Στην ανοιχτή την πόρτα εισόδου στάθηκε,
Επί μακρόν τον Hiawatha κοίταξε,
Με έλεος κι ευσπλαχνία τον κοίταξε
Στη σπαταλημένη του μορφή και χαρακτηριστικά,
Και σε τόνο παρόμοιο
Με του Νοτιά στων δέντρων τις κορφές,
Αυτός είπε: “Ω! Ο Hiawatha μου!
Οι προσευχές σου όλες έχουνε στον ουρανό ακουστεί,
Γιατί εσύ απ’ τους άλλους διαφορετικά προσεύχεσαι˙
Για καλύτερος κυνηγός όχι,
Για καλύτερος στο ψάρεμα όχι,
Για στις μάχες θριάμβους όχι,
Ούτε για μεταξύ των πολεμιστών τη δόξα,
Αλλά προς των ανθρώπων τ’ όφελος,
Για των εθνών το καλυτέρεμα.

“Απ’ τον Κύριο της Ζωής κατέβηκα,
Εγώ, ο Mondamin, ο φίλος του ανθρώπου,
Να σε προειδοποιήσω και να σε καθοδηγήσω έλα,
Πώς με τον αγώνα και το μόχθο
Εσύ, αυτά για τα οποία προσευχήθηκες θ’ αποκτήσεις
Σήκω απ’ το κλαδένιο το κρεβάτι σου επάνω!
Σήκω, ω νέε, και μαζί μου πάλεψε!”

Ο Hiawatha, απ’ την  πείνα σβησμένος
Απ’ το κλαδένιο του το κρεβάτι ξεκίνησε,
Απ’ το λυκόφως του καλυβιού του
Μπροστά στου ηλιοβασιλέματος την ερυθρότητα ήρθε
Και με τον Mondamin πάλεψε·
Στο άγγισμα του αυτός νέο κουράγιο ένιωσε
Στο μυαλό και το στήθος του να πάλλεται,
Νέα ζωή, ελπίδα και σθένος ένιωσε
Το κάθε νεύρο και την κάθε του ίνα να διατρέχουν.

Έτσι εκεί μαζί παλέψανε
Υπό του ηλιοβασιλέματος τη δόξα,
Και το πιότερο πάσχιζαν και αγωνίζονταν,
Ακόμα δυνατότερος ο Hiawatha γινότανε·
Μέχρι που το σκοτάδι ολόγυρα τους έπεσε,
Και ο Shuh-shuh-gah, ο ερωδιός,
Απ’ τη φωλιά του στα πεύκα ανάμεσα,
Ένα θρηνώδες ουρλιαχτό έβγαλε,
Μια κραυγή από πόνο και πείνα.

Ο Mondamin τότε αναφώνησε: “Φτάνει!”,
Προς τον Hiawatha χαμογελώντας,
“Αλλά αύριο, με του ήλιου τη δύση,
Και πάλι θα ‘ρθω να σε δοκιμάσω.”
Κι αυτός εξαφανίστηκε, και δε φαινόντανε·
Είτε καταποντίστηκε όπως η βροχή βουλιάζει,
Είτε ανυψώθηκε όπως οι αντάρες υψώνονται,
Ο Hiawatha ούτε είδε, ούτ’ αναγνώρισε,
Μόνον ότι είχε εξαφανιστεί κατάλαβε,
Μόνον αφήνοντάς τον λιποθυμισμένο,
Μ’ από κάτω του την ομιχλώδη λίμνη,
Μ’ από πάνω του τ’ αστέρια να τρεμοπαίζουν.

Το επόμενο πρωινό την επόμενη μέρα,
Όταν μες απ’ τον ουρανό ο ήλιος κατέβαινε,
Σαν την κόκκινη θράκα την πυρωμένη
Απ’ του Μεγάλου Πνεύματος την εστία,
Στο δυτικό μέρος των νερών έπεσε,
Ο Mondamin για τη δοκιμασία ήρθε,
Για τον αγώνα του με τον Hiawatha·
Σιωπηλός ήρθε όπως η δροσιά πέφτει,
Απ’ το διάφανο αέρα εμφανιζόμενος,
Στο διάφανο αέρα επιστρέφοντας,
Σχήμα παίρνοντας όταν τη γη άγγιζε,
Αλλά σ’ όλους τους ανθρώπους αόρατη ήταν
Η έλευση του και η αποχώρησή του.

Τρεις φορές εκεί μαζί παλέψανε
Υπό του ηλιοβασιλέματος τη δόξα,
Μέχρι που το σκοτάδι ολόγυρα τους έπεσε,
Μέχρι που ο Shuh-shuh-gah, ο ερωδιός,
Απ’ τη φωλιά του στα πεύκα ανάμεσα,
Το δυνατό του το ουρλιαχτό απ’ την πείνα άρθρωσε,
Και ο Mondamin σταμάτησε για ν’ ακούσει.

Ψηλός φάνταζε και όμορφος όπως εκεί στάθηκε,
Μες στην πράσινη και κίτρινη ενδυμασία του·
Πέρα δώθε από πάνω του τα λοφία του
-Καθώς ανασαίνοντας κουνούσε το κεφάλι του- κυμάτιζαν,
Κι ο ιδρώτας απ’ τη συμπλοκή
Σα σταγόνες δροσιάς επάνω του στάθηκε.

Και αυτός φώναξε: “Ω! Hiawatha!
Με γενναιότητα μαζί μου πάλεψες,
Τρεις φορές αποφασιστικά μαζί μου πάλεψες,
Και ο Κύριος της Ζωής, που μας βλέπει,
Το θρίαμβο Αυτός θα σου προσφέρει!”

Κατόπιν αυτός χαμογέλασε και είπε: “Αύριο
Της διαμάχης η τελευταία ημέρα είναι,
Της νηστείας σου η τελευταία ημέρα είναι.
Θα κυριαρχήσεις και θα με καταβάλεις˙
Ένα κρεβάτι για μένα προετοίμασε να ξαπλώσω,
Όπου η βροχή να μπορεί επάνω μου να πέσει,
Όπου ο ήλιος να μπορεί να ‘ρθει να με ζεστάνει˙
Την πράσινη και κίτρινη αυτή ενδυμασία από μένα αφαίρεσε,
Τα λοφία αυτά που πέρα δώθε κινούνται από μένα αφαίρεσε,
Στο χώμα μέσα τοποθέτησέ με και κάνε το
Μαλακό, χαλαρό κι ελαφρύ από πάνω μου να ‘ναι.

“Είθε χέρι κανένα τον ελαφρύ μου ύπνο διαταράξει,
Είθε αγριόχορτο κανένα μήτε σκουλήκι με παρενοχλήσει,
Είθε μήτε το Kahgahgee, το κοράκι,
Στο χώρο μου συχνάζει και με παρενοχλήσει,
Εσύ ο ίδιος μονάχα να ‘ρχεσαι να με βλέπεις
Μέχρι να σηκωθώ, να ξεκινήσω και να ζωογονηθώ,
Μέχρι στο ηλιόφως μέσα να πηδήσω.”

Και αφού έτσι αυτός μίλησε, αναχώρησε˙
Ο Hiawatha ειρηνικά κοιμήθηκε,
Αλλά το Wawonaissa αυτός άκουσε,
Το νυχτοπούλι να διαμαρτύρεται άκουσε,
Στο μοναχικό του καλύβι επάνω κουρνιασμένο˙
Τον ορμητικό Sebowisha* άκουσε
To κελαριστό ποτάμι κοντά του άκουσε,
Στο σκοτεινό και μελαγχολικό δάσος να μιλάει˙
Των κλαδιών τον αναστεναγμό άκουσε,
Καθώς σηκωνόντουσαν και υποχωρούσαν
Στου νυχτερινού ανέμου το πέρασμα,
Όπως κάποιος σε νάρκη τ’ άκουγε
Απόμακρα μουρμουρίσματα, ψίθυροι ονειρικοί:
O Hiawatha ειρηνικά κοιμότανε.

* ο Sebowisha είναι ποταμός στο Tennessee.

Την επόμενη μέρα η Nokomis ήρθε,
Την έβδομη μέρα της νηστείας του,
Με τρόφιμα για τον Hiawatha ήρθε,
Ικετεύοντας και θρηνώντας ήρθε,
Μήπως η πείνα του τον καταβάλει,
Μήπως η νηστεία του μοιραία αποβεί.

Αλλά αυτός ούτε δεν δοκίμασε ούτε άγγιξε,
Μονάχα αυτός σ’ αυτήν είπε: “Nokomis,
Μέχρι ο ήλιος να δύσει περίμενε,
Μέχρι το σκοτάδι γύρω μας να πέσει,
Μέχρι που το Shuh-shuh-gah, ο ερωδιός,
Με το κλάμα του απ’ τις έρημες ελώδεις εκτάσεις,
Το τέλος της μέρας μας ανακοινώσει.”

Προς το σπίτι κλαίγοντας η Nokomis πήγε,
Λύπη για τον Hiawatha της νιώθοντας,
Φοβούμενη μήπως η δύναμή του σε αποτυχία τον οδηγήσει,
Μήπως η νηστεία του μοιραία αποβεί.
Εν τω μεταξύ αυτός περίμενε σε βαρετή αναμονή
Του Mondamin τον ερχομό,
Μέχρι οι σκιές, που προς τ’ ανατολικά έδειχναν,
Στα χωράφια και στα δάση πέρα να επιμηκυνθούν,
Μέχρι που ο ήλιος απ’ τον ουρανό έπεσε,
Στα νερά επάνω προς τα δυτικά επιπλέοντας,
Όπως ένα κόκκινο φύλλο το φθινόπωρο,
Πέφτει κι επάνω στο νερό πλέει,
Πέφτει και στους κόλπους του βυθίζεται.

Και να! ο νεαρός Mondamin,
Με τις απαλές και λαμπερές του κοτσίδες,
Με τα πράσινα και κίτρινα του τα ενδύματα,
Με τα μακριά και γυαλιστερά του λοφία,
Στην πόρτα εισόδου αυτός στάθηκε κι έγνεψε.
Και σαν κάποιον σε νάρκη βαδίζοντας,
Χλωμός και καταβεβλημένος, αλλ’ απτόητος,
Απ’ το καλύβι του, ο Hiawatha,
Ήρθε και με τον Mondamin πάλεψε.

Γύρω του το τοπίο περιστρέφονταν,
Ο ουρανός και το δάσος μαζί τυλίγονταν,
Και η δυνατή του η καρδιά μέσα του αναπηδούσε,
Όπως ο οξύρρυγχος πηδά και αγωνίζεται
Σ’ ένα δίχτυ το πλέγμα να σπάσει.
Όπως ένα δαχτυλίδι φωτιάς γύρω του
Ο κόκκινος ορίζοντας φλεγόταν κι έλαμπε,
Και γεμάτος μ’ εκατό ήλιους έμοιαζε
Στη μάχη των παλαιστών.

Ξαφνικά στο πράσινο του εδάφους επάνω
Ολομόναχος ο Hiawatha στέκονταν,
Απ’ τη σκληρή προσπάθεια λαχανιασμένος,
Απ’ τον αγώνα συνταραγμένος˙
Και ενώπιον του με ανάσα χωρίς, με ζωή χωρίς,
Ο νέος αναμαλλιασμένος κείτονταν,
Με τα φτερά σκισμένα και τα ενδύματα κουρελιασμένα,
Στο ηλιοβασίλεμα εκεί νεκρός να κείτεται.

Και ο Hiawatha ο θριαμβευτής
Τον τάφο έχτισε όπως του είχε παραγγελθεί,
Τον Mondamin των ενδυμάτων του απογύμνωσε,
Των κουρελιασμένων του φτερών αυτόν απογύμνωσε,
Στο χώμα μέσα τον τοποθέτησε και το ‘κανε
Μαλακό, χαλαρό κι ελαφρύ από πάνω του να ‘ναι˙
Και ο Shuh-shuh-gah, ο ερωδιός,
Απ’ τους μελαγχολικούς βαλτότοπους,
Ένα θρηνώδες ουρλιαχτό έβγαλε,
Μια κραυγή από πόνο και οδύνη!

Κατόπιν προς το σπίτι ο  Hiawatha πήγε
Στης γριάς Nokomis το κατάλυμα,
Και της νηστείας του οι επτά ημέρες
Είχαν επιτευχθεί και ολοκληρωθεί.
Αλλά ο τόπος δεν ξεχάστηκε
Όπου αυτός με τον Mondamin πάλεψε˙
Ούτε ξεχάστηκε ούτε παραμελήθηκε
Ο τάφος όπου ο Mondamin κείτονταν,
Υπό τη βροχή και το ηλιόφως κοιμώμενος,
Όπου τα διάσπαρτά του φτερά κι ενδύματα
Υπό τη βροχή και το ηλιόφως ξεθώριαζαν.

Ο Hiawatha μέρα με τη μέρα
Πήγαινε και περίμενε δίπλα επιτηρώντας˙
Στο πάνω μέρος του, το σκοτεινό καλούπι, απαλό κράτησε,
Από αγριόχορτα κι έντομα καθαρό κράτησε,
Χλευάζοντας και φωνάζοντας μακριά έδιωξε,
Το Kahgahgee, το βασιλιά των κορακιών.

Μέχρι που κάποια στιγμή ένα μικρό πράσινο φτερό
Απ’ το χώμα προς τα πάνω σιγά-σιγά φύτρωσε,
Ένα άλλο κατόπιν κι ένα άλλο,
Και προτού το καλοκαίρι τελειώσει
Το αραποσίτι μ’ όλη του την ομορφιά  στεκότανε,
Με το λαμπερό του γύρω του το χιτώνα,
Και τις μακριές, απαλές, κίτρινες τρίχες του˙
Και ο Hiawatha εκστασιασμένος
Δυνατά ούρλιαξε: “Ο Mondamin είναι!
Ναι, ο Mondamin, ο φίλος του ανθρώπου!”

Κατόπιν τη γριά Nokomis αυτός κάλεσε
Και τον Iagoo, το μεγάλος καυχησιάρη,
Πού τ’ αραποσίτι αναπτύσσεται τους έδειξε,
Για το θαυμαστό του τ’όραμα τους είπε,
Για την πάλη του και για το θρίαμβό του,
Γι’ αυτό το νέο στα έθνη δώρο,
Που η τροφή τους για πάντα θα πρέπει να ‘ναι.

Κι αργότερα ακόμα, όταν το φθινόπωρο
Τα μακριά πράσινα φύλλα στο κίτρινο άλλαξε,
Και τις μαλακές και ζουμερές ψίχες
Σε σκληρές και κίτρινες σαν τις χάντρες ανάπτυξε,
Τότε τα ώριμα τους τα στάχυα αυτός μάζεψε,
Απ’ τις μαραμένες φλούδες από πάνω τους τ’ απογύμνωσε,
Όπως κάποτε τον παλαιστή είχε απογυμνώσει,
Την πρώτη γιορτή προς τιμήν του Mondamin οργάνωσε,
Και στους ανθρώπους γνώρισε
Αυτό το νέο δώρο του Μεγάλου Πνεύματος.

V. Hiawatha’s Fasting

You shall hear how Hiawatha
Prayed and fasted in the forest,
Not for greater skill in hunting,
Not for greater craft in fishing,
Not for triumphs in the battle,
And renown among the warriors,
But for profit of the people,
For advantage of the nations.

First he built a lodge for fasting,
Built a wigwam in the forest,
By the shining Big-Sea-Water,
In the blithe and pleasant Spring-time,
In the Moon of Leaves he built it,
And, with dreams and visions many,
Seven whole days and nights he fasted.

On the first day of his fasting
Through the leafy woods he wandered;
Saw the deer start from the thicket,
Saw the rabbit in his burrow,
Heard the pheasant, Bena, drumming,
Heard the squirrel, Adjidaumo,
Rattling in his hoard of acorns,
Saw the pigeon, the Omeme,
Building nests among the pinetrees,
And in flocks the wild-goose, Wawa,
Flying to the fen-lands northward,
Whirring, wailing far above him.
“Master of Life!” he cried, desponding,
“Must our lives depend on these things?”

On the next day of his fasting
By the river’s brink he wandered,
Through the Muskoday, the meadow,
Saw the wild rice, Mahnomonee,
Saw the blueberry, Meenahga,
And the strawberry, Odahmin,
And the gooseberry, Shahbomin,
And the grape-vine, the Bemahgut,
Trailing o’er the alder-branches,
Filling all the air with fragrance!
“Master of Life!” he cried, desponding,
“Must our lives depend on these things?”

On the third day of his fasting
By the lake he sat and pondered,
By the still, transparent water;
Saw the sturgeon, Nahma, leaping,
Scattering drops like beads of wampum,
Saw the yellow perch, the Sahwa,
Like a sunbeam in the water,
Saw the pike, the Maskenozha,
And the herring, Okahahwis,
And the Shawgashee, the crawfish!
“Master of Life!” he cried, desponding,
“Must our lives depend on these things?”

On the fourth day of his fasting
In his lodge he lay exhausted;
From his couch of leaves and branches
Gazing with half-open eyelids,
Full of shadowy dreams and visions,
On the dizzy, swimming landscape,
On the gleaming of the water,
On the splendor of the sunset.

And he saw a youth approaching,
Dressed in garments green and yellow,
Coming through the purple twilight,
Through the splendor of the sunset;
Plumes of green bent o’er his forehead,
And his hair was soft and golden.

Standing at the open doorway,
Long he looked at Hiawatha,
Looked with pity and compassion
On his wasted form and features,
And, in accents like the sighing
Of the South-Wind in the tree-tops,
Said he, “O my Hiawatha!
All your prayers are heard in heaven,
For you pray not like the others;
Not for greater skill in hunting,
Not for greater craft in fishing,
Not for triumph in the battle,
Nor renown among the warriors,
But for profit of the people,
For advantage of the nations.

“From the Master of Life descending,
I, the friend of man, Mondamin,
Come to warn you and instruct you,
How by struggle and by labor
You shall gain what you have prayed for.
Rise up from your bed of branches,
Rise, O youth, and wrestle with me!”

Faint with famine, Hiawatha
Started from his bed of branches,
From the twilight of his wigwam
Forth into the flush of sunset
Came, and wrestled with Mondamin;
At his touch he felt new courage
Throbbing in his brain and bosom,
Felt new life and hope and vigor
Run through every nerve and fibre.

So they wrestled there together
In the glory of the sunset,
And the more they strove and struggled,
Stronger still grew Hiawatha;
Till the darkness fell around them,
And the heron, the Shuh-shuh-gah,
From her nest among the pine-trees,
Gave a cry of lamentation,
Gave a scream of pain and famine.

“‘T is enough!” then said Mondamin,
Smiling upon Hiawatha,
“But tomorrow, when the sun sets,
I will come again to try you.”
And he vanished, and was seen not;
Whether sinking as the rain sinks,
Whether rising as the mists rise,
Hiawatha saw not, knew not,
Only saw that he had vanished,
Leaving him alone and fainting,
With the misty lake below him,
And the reeling stars above him.

On the morrow and the next day,
When the sun through heaven descending,
Like a red and burning cinder
From the hearth of the Great Spirit,
Fell into the western waters,
Came Mondamin for the trial,
For the strife with Hiawatha;
Came as silent as the dew comes,
From the empty air appearing,
Into empty air returning,
Taking shape when earth it touches,
But invisible to all men
In its coming and its going.

Thrice they wrestled there together
In the glory of the sunset,
Till the darkness fell around them,
Till the heron, the Shuh-shuh-gah,
From her nest among the pine-trees,
Uttered her loud cry of famine,
And Mondamin paused to listen.

Tall and beautiful he stood there,
In his garments green and yellow;
To and fro his plumes above him,
Waved and nodded with his breathing,
And the sweat of the encounter
Stood like drops of dew upon him.

And he cried, “O Hiawatha!
Bravely have you wrestled with me,
Thrice have wrestled stoutly with me,
And the Master of Life, who sees us,
He will give to you the triumph!”

Then he smiled, and said: “Tomorrow
Is the last day of your conflict,
Is the last day of your fasting.
You will conquer and o’ercome me;
Make a bed for me to lie in,
Where the rain may fall upon me,
Where the sun may come and warm me;
Strip these garments, green and yellow,
Strip this nodding plumage from me,
Lay me in the earth, and make it
Soft and loose and light above me.

“Let no hand disturb my slumber,
Let no weed nor worm molest me,
Let not Kahgahgee, the raven,
Come to haunt me and molest me,
Only come yourself to watch me,
Till I wake, and start, and quicken,
Till I leap into the sunshine”

And thus saying, he departed;
Peacefully slept Hiawatha,
But he heard the Wawonaissa,
Heard the whippoorwill complaining,
Perched upon his lonely wigwam;
Heard the rushing Sebowisha,
Heard the rivulet rippling near him,
Talking to the darksome forest;
Heard the sighing of the branches,
As they lifted and subsided
At the passing of the night-wind,
Heard them, as one hears in slumber
Far-off murmurs, dreamy whispers:
Peacefully slept Hiawatha.

On the morrow came Nokomis,
On the seventh day of his fasting,
Came with food for Hiawatha,
Came imploring and bewailing,
Lest his hunger should o’ercome him,
Lest his fasting should be fatal.

But he tasted not, and touched not,
Only said to her, “Nokomis,
Wait until the sun is setting,
Till the darkness falls around us,
Till the heron, the Shuh-shuh-gah,
Crying from the desolate marshes,
Tells us that the day is ended.”

Homeward weeping went Nokomis,
Sorrowing for her Hiawatha,
Fearing lest his strength should fail him,
Lest his fasting should be fatal.
He meanwhile sat weary waiting
For the coming of Mondamin,
Till the shadows, pointing eastward,
Lengthened over field and forest,
Till the sun dropped from the heaven,
Floating on the waters westward,
As a red leaf in the Autumn
Falls and floats upon the water,
Falls and sinks into its bosom.

And behold! the young Mondamin,
With his soft and shining tresses,
With his garments green and yellow,
With his long and glossy plumage,
Stood and beckoned at the doorway.
And as one in slumber walking,
Pale and haggard, but undaunted,
From the wigwam Hiawatha
Came and wrestled with Mondamin.

Round about him spun the landscape,
Sky and forest reeled together,
And his strong heart leaped within him,
As the sturgeon leaps and struggles
In a net to break its meshes.
Like a ring of fire around him
Blazed and flared the red horizon,
And a hundred suns seemed looking
At the combat of the wrestlers.

Suddenly upon the greensward
All alone stood Hiawatha,
Panting with his wild exertion,
Palpitating with the struggle;
And before him breathless, lifeless,
Lay the youth, with hair dishevelled,
Plumage torn, and garments tattered,
Dead he lay there in the sunset.

And victorious Hiawatha
Made the grave as he commanded,
Stripped the garments from Mondamin,
Stripped his tattered plumage from him,
Laid him in the earth, and made it
Soft and loose and light above him;
And the heron, the Shuh-shuh-gah,
From the melancholy moorlands,
Gave a cry of lamentation,
Gave a cry of pain and anguish!

Homeward then went Hiawatha
To the lodge of old Nokomis,
And the seven days of his fasting
Were accomplished and completed.
But the place was not forgotten
Where he wrestled with Mondamin;
Nor forgotten nor neglected
Was the grave where lay Mondamin,
Sleeping in the rain and sunshine,
Where his scattered plumes and garments
Faded in the rain and sunshine.

Day by day did Hiawatha
Go to wait and watch beside it;
Kept the dark mould soft above it,
Kept it clean from weeds and insects,
Drove away, with scoffs and shoutings,
Kahgahgee, the king of ravens.

Till at length a small green feather
From the earth shot slowly upward,
Then another and another,
And before the Summer ended
Stood the maize in all its beauty,
With its shining robes about it,
And its long, soft, yellow tresses;
And in rapture Hiawatha
Cried aloud, “It is Mondamin!
Yes, the friend of man, Mondamin!”

Then he called to old Nokomis
And Iagoo, the great boaster,
Showed them where the maize was growing,
Told them of his wondrous vision,
Of his wrestling and his triumph,
Of this new gift to the nations,
Which should be their food forever.

And still later, when the Autumn
Changed the long, green leaves to yellow,
And the soft and juicy kernels
Grew like wampum hard and yellow,
Then the ripened ears he gathered,
Stripped the withered husks from off them,
As he once had stripped the wrestler,
Gave the first Feast of Mondamin,
And made known unto the people
This new gift of the Great Spirit.