Το τρίτο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow

Henry_Wadsworth_Longfellow,_photographed_by_Julia_Margaret_Cameron_in_1868 24γραμματα24grammata.com/ ιστορία της Λογοτεχνίας

Μια, ακόμη,   αξιόλογη μεταφραστική δοκιμή μας έστειλε  ο ποιητής Γιώργος Πρίμπας. Τούτη τη φορά καταπιάνεται με την ποίηση του Λονγκφελόου (Henry W. Longfellow, 1807-1882), ενός από τους σημαντικότερους αμερικανούς ποιητές του 19ου αιώνα. Συγκεκριμένα, επιχειρεί να αποδώσει στην ελληνική “Το τραγούδι του Χιαγουάθα” (The Song of Hiawatha) στηριζόμενος περισσότερο στην ποιητική του διαίσθηση και όχι στη λεξιλογική πιστότητα. Σε αυτή τη ποιητική συλλογή, 644 σελίδων, ο Λονγκφελόου καταπιάνεται με τη λογοτεχνική παρουσίαση της καθημερινής ζωής των Ινδιανικών φυλών και αν και γράφτηκε στα 1855 καταδικάζει με προφητικό τρόπο τη σχιζοφρένεια του σημερινού Δυτικού ανθρώπου με τις πολλαπλές ηθικές του -στη δουλειά, στο σπίτι, στους φίλους του, στην ιδιωτική ζωή- σε αντίθεση με τους ινδιάνους της Αμερικής ή των ιθαγενών της Ταϊτή, οι οποίοι είχαν μόνο ένα ηθικό κώδικα.  απόλυτα ταιριαστό με το φυσικό τους περιβάλλον. Η μετάφραση του Γ. Πρίμπα βρίσκεται εν προόδω και προδημοσιεύεται  από το 24grammata.com. Όταν ολοκληρωθεί θα παρουσιαστεί με τη μορφή ebook από τις ηλ εκδόσεις του 24grammata.com (εντελώς δωρεάν)

The Song of Hiawatha. Το ποίημα στο πρωτότυπο Free ebook- 24grammata.com [κατέβασέτο]

by Henry W. Longfellow, Χένρι Ουάντσγουερθ Λονγκφέλοου
απόδοση στα ελληνικά: Γιώργος Πρίμπας. Διαβάστε όλη την εργογραφία (άρθρα, επιφυλλίδες, επιμέλεια ebook) του Γιώργου Πρίμπα στο 24grammata.com κλικ εδώ

Για την  εισαγωγή και το πρώτο μέρος από “Το τραγούδι του Hiawatha” του Henry W. Longfellow κλικ εδώ

Το δεύτερο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

3. Τα Παιδικά Χρόνια του Hiawatha

Προς τα κάτω την ώρα του εσπερινού λυκόφωτος,
Στις μέρες που ξεχασμένες είναι,
Στις εποχές που στη λήθη έχουνε πέσει,
Απ’ την πανσέληνο η Nokomis έπεσε,
Η όμορφη Nokomis έπεσε,
Μια γυναίκα αυτή, αλλά μητέρα όχι.

Αυτή με τις γυναίκες της έπαιζε,
Σε μια από κλαδιά αμπελιών κούνια αιωρούνταν,
Όταν η ανταγωνίστριά της που είχε απορριφθεί,
Με ζήλια και εμπάθεια γεμάτη
Τη φυλλώδη κούνια στα δύο έκοψε
Τα περιπλεγμένα κλαδιά των αμπελιών στα δύο έκοψε,
Και η Nokomis έντρομη έπεσε
Προς τα κάτω την ώρα του εσπερινού λυκόφωτος,
Στο Muskoday, το λιβάδι,
Στον ανθοφορία γεμάτο το λειμώνα.
“Κοιτάξτε! Ένα πεφταστέρι!” οι άνθρωποι είπαν˙
“Από τον ουρανό έν’ αστέρι πέφτει!”

Εκεί, ανάμεσα στις φτέρες και τα βρύα,
Εκεί, ανάμεσα στων λειμώνων τα κρίνα,
Στο Muskoday, το λιβάδι,
Υπό του φεγγαριού και των άστρων το φως,
Η ξανθή Nokomis μια κόρη έφερε στον κόσμο.
Και Wenonah τ’ όνομα που της έδωσε,
Ως την πρώτη απ’ τις κόρες που γέννησε.
Και της Nokomis η κόρη
Σαν των λειμώνων τα κρίνα μεγάλωσε,
Κι έγινε μια ψηλή και καλλίγραμμη κόρη,
Με του φεγγαρόφωτος την ομορφιά,
Με του φωτός των άστρων την ομορφιά.

Και συχνά η Nokomis την προειδοποιούσε,
Διαρκώς λέγοντάς της και επαναλαμβάνοντας:
“Ω, τον Mudjekeewis να προσέχεις,
Τον Mudjekeewis το Δυτικό Άνεμο˙
Τι σου λέει να μην τ’ ακούς˙
Στο λιβάδι επάνω να μην ξαπλώνεις,
Στα κρίνα ανάμεσα να μη σκύβεις,
Για το φόβο, ο Δυτικός Άνεμος, να ‘ρθει να σε βλάψει!”

Αλλά την προειδοποίηση δεν την πρόσεξε,
Τα λόγια αυτά της σοφίας δεν τα πρόσεξε,
Και τ’ απόγευμα ο Δυτικός Άνεμος ήρθε,
Ανάλαφρα κινούμενος στο λειμώνα επάνω,
Στα φύλλα ψιθυρίζοντας και στ’ άνθη,
Τα λουλούδια χαμηλά κάμπτοντας και τα χορτάρια,
Την όμορφη ανακάλυψε τη Wenonah,
Εκεί, ανάμεσα στα κρίνα, να κείτεται,
Με τα λόγια του την κορτάρισε τα ολόγλυκα,
Με τ’ απαλά του τα χάδια μαζί της ερωτοτρόπησε,
Μέχρι που εκείνη ένα γιο μέσα σε θλίψη γέννησε,
Ένα γιο από αγάπη και θλίψη γέννησε.

Έτσι ο Hiawatha μου γεννήθηκε,
Έτσι το θαυμαστό παιδί γεννήθηκε˙
Αλλά της Nokomis η κόρη,
Του Hiawatha η ευγενική μητέρα,
Μες σε οδύνες έρημη πέθανε
Απ’ τον ψεύτη κι άπιστο Δυτικό Άνεμο,
Απ’ τον άκαρδο Mudjekeewis.

Επί μακρόν και δυνατά για την κόρη της
Θρηνούσε η πικραμένη Nokomis και έκλαιγε˙
“Αχ, να ήμουνα νεκρή!” αυτή γόγγυζε,
“Αχ, να ήμουνα νεκρή, όπως εσύ είσαι!
Ούτε δουλειά ούτε και κλάμα,
Θρηνολογώ! Θρηνολογώ!”

Στις ακτές της Gitche Gumee δίπλα,
Στη λαμπερή Μεγάλη Λίμνη δίπλα,
Η Nokomis το καλύβι της έστησε,
Η Nokomis, του φεγγαριού η κόρη.
Το δάσος πίσω του σκούρο υψώθηκε,
Τα πεύκα τα ζοφερά και μαύρα υψώθηκαν,
Τα έλατα τα κωνοφόρα υψώθηκαν˙
Λαμπρό μπροστά του θάμβωνε το νερό,
Το νερό το καθαρό και ηλιόλουστο θάμβωνε,
Η λαμπερή Μεγάλη Λίμνη θάμβωνε.

Εκεί η ρυτιδιασμένη γριά Nokomis
Το μικρό Hiawatha ανάθρεψε,
Σε κούνια από φλαμουριά τον νανούριζε,
Σε βρύα και βούρλα μαλακά τον κοίμιζε,
Από τένοντες ταράνδου με ασφάλεια δεμένα˙
Το νευρικό του το κλάμα καθησύχαζε λέγοντας:
“Σιωπή! Η Γυμνή Αρκούδα θα σ’ ακούσει!”
Σε ύπνο ανάλαφρο τον αποκοίμιζε τραγουδώντας:
“Νάνι-νάνι, μικρή μου κουκουβάγια!
Ποιος να ‘ναι αυτός που του ερυθρόδερμου φωτίζει το καλύβι;
Με μεγάλα του τα μάτια του ερυθρόδερμου φωτίζει το καλύβι;
Νάνι-νάνι, μικρή μου κουκουβάγια!”

Πολλά τον δίδαξε πράγματα η Nokomis
Για τ’ αστέρια που στον ουρανό λάμπουνε˙
Τον Ishkoodah, τον κομήτη, του ‘δειξε,
Τον Ishkoodah με τις πύρινες κορσίδες˙
Το Χορό του Θανάτου των πνευμάτων του ‘δειξε,
Τους πολεμιστές με τα φτερά και του πολέμου τα ρόπαλα,
Προς το βορρά μακριά να λάμπουν
Στου Χειμώνα τις νύχτες τις παγωμένες˙
Τον πλατύ λευκό δρόμο στον ουρανό του ‘δειξε,
Των σκιών, των φαντασμάτων το δρόμο,
Απ’ το ‘να στ’ άλλο άκρο τους ουρανούς να διατρέχει,
Με τα φαντάσματα, τις σκιές, γεμάτο.

Τ’ απογεύματα τα καλοκαιρινά, στην πόρτα
Ο μικρός Hiawatha καθότανε˙
Το θρόισμα των πεύκων άκουσε,
Το νερό το πώς λειαίνει άκουσε,
Ήχοι μουσικής, λέξεις θαυμασμού˙
“Θρόισμα!” είπε στα πεύκα,
“Παφλασμός!” είπε στο νερό.

Την Wah-wah-taysee, την πυγολαμπίδα, είδε,
Στ’ απογεύματος το σούρουπο, μακριά να πετά,
Με του κεριού της το σπινθήρισμα
Στις φτέρες επάνω και τους θάμνους να φωτίζει,
Και το παιδικό τραγούδι τραγούδησε,
Το τραγούδι που η Nokomis τον δίδαξε τραγούδησε:
“Wah-wah-taysee, μικρή πυγολαμπίδα,
Που μακριά πετάς, της λευκής φωτιάς έντομο, μικρό,
Που χορεύεις, της λευκής φωτιάς πλάσμα, μικρό,
Με του κεριού σου φέξε μου το σπινθήρισμα,
Στο κρεβάτι μου επάνω με ξαπλώσω προτού,
Τα βλέφαρά μου να κλείσω προτού!”

Την ανατολή, μες απ’ το νερό, του φεγγαριού είδε
Κυματίζοντας καθώς απ’ το νερό περιτριγυρισμένο,
Τις κηλίδες είδε και τις σκιές σ’ αυτό,
Ψιθύρισε: ” Nokomis, τι είναι αυτό;”
Και η καλή Nokomis απάντησε:
“Ένας πολεμιστής, κάποτε, πολύ θυμωμένος,
Τη γιαγιά του άρπαξε και ψηλά την πέταξε
Ένα μεσονύχτι προς τον ουρανό˙
Κατευθείαν προς το φεγγάρι την πέταξε˙
Το σώμα της είναι αυτό που εκεί βλέπεις.”

Το ουράνιο τόξο στον ουρανό είδε,
Την ίριδα, στην ανατολική τ’ ουρανού πλευρά,
Ψιθύρισε: ” Nokomis, τι είναι αυτό;”
Και η καλή Nokomis απάντησε:
“Ο παράδεισος των λουλουδιών είναι αυτό που εκεί βλέπεις˙
Όλα του δάσους τ’ αγριολούλουδα,
Όλα των λειμώνων τα κρίνα,
Όταν μαραίνονται στη γη και χάνονται,
Σ’ αυτόν, πάνω από μας, ανθίζουνε τον ουρανό.”

Των κουκουβαγιών, τα μεσάνυχτα, όταν άκουσε,
Τη στριγκή τους τη φωνή και το γέλιο τους στο δάσος
Με τρόμο φώναξε: “Τι είναι αυτό;”
“Nokomis”, είπε, “τι είναι αυτό;”
Και η καλή Nokomis απάντησε:
“Μια κουκουβάγια με το μικρό της είναι,
Που στην έμφυτή τους τη γλώσσα μιλάνε,
Μιλάνε και η μια μαλώνει με την άλλη”
Ο μικρός Hiawatha τότε
Του κάθε πουλιού τη γλώσσα έμαθε,
Τα ονόματά τους έμαθε και τα μυστικά τους όλα,
Πώς τις φωλιές τους το καλοκαίρι χτίζουνε,
Πού το χειμώνα τρυπώνουνε,
Και οσάκις τα συναντούσε μαζί τους μιλούσε,
Ονομάζοντάς τα: “του Hiawatha τα Πτηνά.”

Όλων των θηρίων τη γλώσσα έμαθε,
Τα ονόματά τους έμαθε και τα μυστικά τους όλα,
Πώς οι κάστορες τα ξυλόσπιτά τους χτίζουνε,
Πού οι σκίουροι τα βελανίδια τους κρύβουνε,
Πώς οι τάρανδοι τόσο γρήγορα τρέχουνε,
Γιατί το κουνέλι τόσο δειλό είναι,
Και οσάκις τα συναντούσε μαζί τους μιλούσε,
Ονομάζοντάς τα: “του Hiawatha τ’ Αδέλφια.”

Ο Iagoo κατόπιν, ο μεγάλος καυχησιάρης,
Αυτός ο θαυμάσιος αφηγητής,
Αυτός ο ταξιδευτής και ο ομιλητής,
Αυτός της γριάς Nokomis ο φίλος,
Για τον Hiawatha ένα τόξο έκανε˙
Από ένα κλαδί φλαμουριάς το έκανε,
Από βελανιδιάς κλωνάρι τα βέλη έκανε,
Με πυρόλιθο σμιλεμένο και με φτερά να πετά,
Κι από δέρμα ελαφιού τη χορδή.

Αυτός κατόπιν στον Hiawatha είπε:
“Στο δάσος, αγόρι μου, πήγαινε,
Στου κόκκινου ελαφιού την αγέλη,
Κι ένα ελάφι αρσενικό για μας σκότωσε,
Για μας ένα ελάφι με κέρατα σκότωσε.”

Αμέσως  προς το δάσος κινήθηκε
Ολομόναχος ο Hiawatha περπάτησε
Περήφανος, με το τόξο και τα βέλη του˙
Και ολόγυρά του, τα πουλιά, του τραγουδούσαν:
“Hiawatha!, μην εναντίον μας εξακοντίσεις”
Το Opechee, ο κοκκινολαίμης, τραγούδησε,
Το Owaissa, το γαλαζοπούλι, τραγούδησε,
“Hiawatha!, μην εναντίον μας εξακοντίσεις.”

Στη βελανιδιά επάνω, δίπλα του,
Το Adjidaumo, ο σκίουρος, ξεπήδησε,
Μεταξύ των κλαδιών μπαινοβγαίνοντας
Απ’ τη βελανιδιά βήχοντας και τα δόντια χτυπώντας
Και γελώντας μεταξύ των γέλιων του είπε:
“Hiawatha!, μην εναντίον μου εξακοντίσεις.”

Και το κουνέλι, απ’ το δρόμο του,
Στην άκρη έκανε και αφού σε απόσταση στάθηκε
Όρθιο στους μηρούς του επάνω,
Κατά το μισό με φόβο και κατά τ’ άλλο μισό σε ευθυμία,
Στο μικρό κυνηγό, είπε:
“Hiawatha!, μην εναντίον μου εξακοντίσεις.”

Αλλά μήτε πρόσεχε μήτε τους άκουσε,
Γιατί στο κόκκινο ελάφι οι σκέψεις του ήτανε˙
Τα μάτια του στις πατημασιές τους καρφωμένα ήτανε,
Που κάτω  στο ποτάμι οδηγούσαν,
Προς του ποταμού το πέρασμα,
Ώστε σαν κάποιον σε νάρκη βάδιζε.

Στους θάμνους των σκλήθρων κρυμμένος,
Εκεί μέχρι να ‘ρθει το κόκκινο ελάφι περίμενε,
Μέχρι που δυο κέρατα ελαφιού σηκωμένα είδε
Μες απ’ τη λόχμη δυο μάτια να φαίνονται είδε,
Προς την πλευρά τ’ ανέμου στραμμένα δύο ρουθούνια είδε,
Κι ένα ελάφι το μονοπάτι να κατεβαίνει,
Γεμάτο ανοιχτές και σκούρες σα φύλλα κηλίδες.
Και η καρδιά του μέσα του φτερούγισε,
Σαν τα φύλλα από πάνω του έτρεμε,
Σαν τα φύλλα της σημύδας παλλότανε,
Καθώς το ελάφι το μονοπάτι κατέβαινε.

Κατόπιν, πάνω στο ‘να του το γόνα στάθηκε,
Ο Hiawatha μ’ ένα βέλος στόχο έβαλε˙
Τυχαία: ένα κλαδί με την κίνησή του κούνησε,
Τυχαία: ένα φύλλο τάραξε που θρόισε,
Αλλά το αρσενικό το ελάφι προσεκτικά ξεκίνησε,
Όλες του μαζί τις οπλές κτυπώντας,
Με το ‘να πόδι σηκωμένο άκουσε,
Σα να ‘θελε το βέλος να συναντήσει πήδησε˙
Αχ! το μοιραίο το βέλος σφυρίζοντας,
Όπως μια σφήκα που βομβίζει το κέντρισε!

Νεκρό αυτό εκεί στο δάσος κείτεται,
Δίπλα στου ποταμού το πέρασμα˙
Η δειλή του καρδιά πλέον δεν κτυπά,
Αλλά του Hiawatha η καρδιά
Παλλότανε και φώναζε και θριαμβολογούσε,
Καθώς το κόκκινο ελάφι προς το σπίτι έφερνε,
Και ο Iagoo με τη Nokomis
Τον ερχομό του με χειροκροτήματα χαιρέτιζαν

Η Nokomis  απ’ του κόκκινου ελαφιού το δέρμα
Ένα μανδύα για τον Hiawatha έφτιαξε,
Η Nokomis  απ’ του κόκκινου ελαφιού τη σάρκα
Ένα συμπόσιο προς τιμή του έκανε.
Όλο το χωριό ήρθε και γιόρτασε,
Όλ’ οι καλεσμένοι τον Hiawatha εγκωμιάσανε,
Soan-ge-taha, τον άντρα με τη δυνατή καρδιά, τον ονομάσανε!
Mahn-go-taysee, τον άντρα με του παγοβουτιού την καρδιά, τον ονομάσανε!
III. Hiawatha’s Childhood

Downward through the evening twilight,
In the days that are forgotten,
In the unremembered ages,
From the full moon fell Nokomis,
Fell the beautiful Nokomis,
She a wife, but not a mother.

She was sporting with her women,
Swinging in a swing of grape-vines,
When her rival the rejected,
Full of jealousy and hatred,
Cut the leafy swing asunder,
Cut in twain the twisted grape-vines,
And Nokomis fell affrighted
Downward through the evening twilight,
On the Muskoday, the meadow,
On the prairie full of blossoms.
“See! a star falls!” said the people;
“From the sky a star is falling!”

There among the ferns and mosses,
There among the prairie lilies,
On the Muskoday, the meadow,
In the moonlight and the starlight,
Fair Nokomis bore a daughter.
And she called her name Wenonah,
As the first-born of her daughters.
And the daughter of Nokomis
Grew up like the prairie lilies,
Grew a tall and slender maiden,
With the beauty of the moonlight,
With the beauty of the starlight.

And Nokomis warned her often,
Saying oft, and oft repeating,
“Oh, beware of Mudjekeewis,
Of the West-Wind, Mudjekeewis;
Listen not to what he tells you;
Lie not down upon the meadow,
Stoop not down among the lilies,
Lest the West-Wind come and harm you!”

But she heeded not the warning,
Heeded not those words of wisdom,
And the West-Wind came at evening,
Walking lightly o’er the prairie,
Whispering to the leaves and blossoms,
Bending low the flowers and grasses,
Found the beautiful Wenonah,
Lying there among the lilies,
Wooed her with his words of sweetness,
Wooed her with his soft caresses,
Till she bore a son in sorrow,
Bore a son of love and sorrow.

Thus was born my Hiawatha,
Thus was born the child of wonder;
But the daughter of Nokomis,
Hiawatha’s gentle mother,
In her anguish died deserted
By the West-Wind, false and faithless,
By the heartless Mudjekeewis.

For her daughter long and loudly
Wailed and wept the sad Nokomis;
“Oh that I were dead!” she murmured,
“Oh that I were dead, as thou art!
No more work, and no more weeping,
Wahonowin! Wahonowin!”

By the shores of Gitche Gumee,
By the shining Big-Sea-Water,
Stood the wigwam of Nokomis,
Daughter of the Moon, Nokomis.
Dark behind it rose the forest,
Rose the black and gloomy pine-trees,
Rose the firs with cones upon them;
Bright before it beat the water,
Beat the clear and sunny water,
Beat the shining Big-Sea-Water.

There the wrinkled old Nokomis
Nursed the little Hiawatha,
Rocked him in his linden cradle,
Bedded soft in moss and rushes,
Safely bound with reindeer sinews;
Stilled his fretful wail by saying,
“Hush! the Naked Bear will hear thee!”
Lulled him into slumber, singing,
“Ewa-yea! my little owlet!
Who is this, that lights the wigwam?
With his great eyes lights the wigwam?
Ewa-yea! my little owlet!”

Many things Nokomis taught him
Of the stars that shine in heaven;
Showed him Ishkoodah, the comet,
Ishkoodah, with fiery tresses;
Showed the Death-Dance of the spirits,
Warriors with their plumes and war-clubs,
Flaring far away to northward
In the frosty nights of Winter;
Showed the broad white road in heaven,
Pathway of the ghosts, the shadows,
Running straight across the heavens,
Crowded with the ghosts, the shadows.

At the door on summer evenings
Sat the little Hiawatha;
Heard the whispering of the pine-trees,
Heard the lapping of the waters,
Sounds of music, words of wonder;
“Minne-wawa!” said the Pine-trees,
“Mudway-aushka!” said the water.

Saw the fire-fly, Wah-wah-taysee,
Flitting through the dusk of evening,
With the twinkle of its candle
Lighting up the brakes and bushes,
And he sang the song of children,
Sang the song Nokomis taught him:
“Wah-wah-taysee, little fire-fly,
Little, flitting, white-fire insect,
Little, dancing, white-fire creature,
Light me with your little candle,
Ere upon my bed I lay me,
Ere in sleep I close my eyelids!”

Saw the moon rise from the water
Rippling, rounding from the water,
Saw the flecks and shadows on it,
Whispered, “What is that, Nokomis?”
And the good Nokomis answered:
“Once a warrior, very angry,
Seized his grandmother, and threw her
Up into the sky at midnight;
Right against the moon he threw her;
‘T is her body that you see there.”

Saw the rainbow in the heaven,
In the eastern sky, the rainbow,
Whispered, “What is that, Nokomis?”
And the good Nokomis answered:
“‘T is the heaven of flowers you see there;
All the wild-flowers of the forest,
All the lilies of the prairie,
When on earth they fade and perish,
Blossom in that heaven above us.”

When he heard the owls at midnight,
Hooting, laughing in the forest,
“What is that?” he cried in terror,
“What is that,” he said, “Nokomis?”
And the good Nokomis answered:
“That is but the owl and owlet,
Talking in their native language,
Talking, scolding at each other.”

Then the little Hiawatha
Learned of every bird its language,
Learned their names and all their secrets,
How they built their nests in Summer,
Where they hid themselves in Winter,
Talked with them whene’er he met them,
Called them “Hiawatha’s Chickens.”

Of all beasts he learned the language,
Learned their names and all their secrets,
How the beavers built their lodges,
Where the squirrels hid their acorns,
How the reindeer ran so swiftly,
Why the rabbit was so timid,
Talked with them whene’er he met them,
Called them “Hiawatha’s Brothers.”

Then Iagoo, the great boaster,
He the marvellous story-teller,
He the traveller and the talker,
He the friend of old Nokomis,
Made a bow for Hiawatha;
From a branch of ash he made it,
From an oak-bough made the arrows,
Tipped with flint, and winged with feathers,
And the cord he made of deer-skin.

Then he said to Hiawatha:
“Go, my son, into the forest,
Where the red deer herd together,
Kill for us a famous roebuck,
Kill for us a deer with antlers!”

Forth into the forest straightway
All alone walked Hiawatha
Proudly, with his bow and arrows;
And the birds sang round him, o’er him,
“Do not shoot us, Hiawatha!”
Sang the robin, the Opechee,
Sang the bluebird, the Owaissa,
“Do not shoot us, Hiawatha!”

Up the oak-tree, close beside him,
Sprang the squirrel, Adjidaumo,
In and out among the branches,
Coughed and chattered from the oak-tree,
Laughed, and said between his laughing,
“Do not shoot me, Hiawatha!”

And the rabbit from his pathway
Leaped aside, and at a distance
Sat erect upon his haunches,
Half in fear and half in frolic,
Saying to the little hunter,
“Do not shoot me, Hiawatha!”

But he heeded not, nor heard them,
For his thoughts were with the red deer;
On their tracks his eyes were fastened,
Leading downward to the river,
To the ford across the river,
And as one in slumber walked he.

Hidden in the alder-bushes,
There he waited till the deer came,
Till he saw two antlers lifted,
Saw two eyes look from the thicket,
Saw two nostrils point to windward,
And a deer came down the pathway,
Flecked with leafy light and shadow.
And his heart within him fluttered,
Trembled like the leaves above him,
Like the birch-leaf palpitated,
As the deer came down the pathway.

Then, upon one knee uprising,
Hiawatha aimed an arrow;
Scarce a twig moved with his motion,
Scarce a leaf was stirred or rustled,
But the wary roebuck started,
Stamped with all his hoofs together,
Listened with one foot uplifted,
Leaped as if to meet the arrow;
Ah! the singing, fatal arrow,
Like a wasp it buzzed and stung him!

Dead he lay there in the forest,
By the ford across the river;
Beat his timid heart no longer,
But the heart of Hiawatha
Throbbed and shouted and exulted,
As he bore the red deer homeward,
And Iagoo and Nokomis
Hailed his coming with applauses.

From the red deer’s hide Nokomis
Made a cloak for Hiawatha,
From the red deer’s flesh Nokomis
Made a banquet to his honor.
All the village came and feasted,
All the guests praised Hiawatha,
Called him Strong-Heart, Soan-ge-taha!
Called him Loon-Heart, Mahn-go-taysee!