Το ενδέκατο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow

Henry_Wadsworth_Longfellow,_photographed_by_Julia_Margaret_Cameron_in_1868 24γραμματα24grammata.com/ ιστορία της λογοτεχνίας

Το παρόν αποτελεί μέρος μιας μεταφραστικής δοκιμής, του υπογράφοντος, με την  οποία επιχειρείται να αποδοθεί στην ελληνική “Το τραγούδι του Χιαγουάθα” (The Song of Hiawatha) του κορυφαίου αμερικάνου ποιητή του 19ου αιώνα  Henry W. Longfellow (1807-1882). Στο κορυφαίο αυτό ποίημα των 631 στροφών, ο Longfellow μας μεταφέρει, μες απ’ τη πορεία της ζωής του ινδιάνου ήρωα Hiawatha, λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής των Ινδιάνικων φυλών πριν την οριστική τους γενοκτονία από τους ευρωπαίους έποικους και γράφτηκε στα 1855. Το ποίημα αυτό συνιστά έναν ύμνο στο φυσικό τρόπο ζωής, τον οποίο βίωναν οι ινδιάνοι της Αμερικής ή οι ιθαγενείς της Ταϊτή (όπως χαρακτηριστικά μας μεταφέρει ο Denis Diderot στο έργο του “Άγριοι και Πολιτισμένοι”(1), προτού και αυτοί γνωρίσουν τον ευρωπαίο κατακτητή). Θα πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι γενικά όλοι οι άνθρωποι κάποτε ζούσαν ένα φυσικό τρόπο ζωής, αλλά η εφεύρεση της μη αναστρέψιμης (κατά πως δείχνουν τα πράγματα σήμερα στον πλανήτη) κρατικής δομής όπως αναλύει στο σημαντικότατό του έργο: “Περί Εθελοδουλείας” ο Étienne  De La Boétie, τον οδήγησε μακριά από τη φύση, και ό,τι αναμένεται να σημάνει για αυτόν, και επίσης στο σχιζοφρενικό τρόπο ζωής του σημερινού “Δυτικού ανθρώπου” (που δεν περιορίζεται βέβαια στην Ευρώπη, την Αυστραλία και την Αμερική) με τις πολλαπλές ηθικές του -στη δουλειά, στο σπίτι, στους φίλους του, στην ιδιωτική ζωή- σε αντίθεση δηλαδή, με τους ινδιάνους της Αμερικής, οι οποίοι είχαν μόνο ένα ηθικό κώδικα. Κώδικα απόλυτα ταιριαστό με το φυσικό τους περιβάλλον.
Η παρούσα μετάφραση, η τρίτη που γίνεται στην ελληνική γλώσσα (2), γίνεται εν προόδω, δηλαδή αποτυπώνει την ανάγνωση καθώς αυτή προχωράει, θα προδημοσιεύεται από το 24grammata.com. και όταν ολοκληρωθεί θα παρουσιαστεί, με τη μορφή ebook από την ηλεκτρονική εκδοτική παρέμβαση του 24grammata.com στα πλαίσια της  σειράς “εν καινώ”.
Ιδιαίτερες ευχαριστίες στο, φίλο παν’ απ’ όλα, Μπάμπη Χαραλαμπόπουλο για το έργο της επιμέλειας και διόρθωσης του κειμένου του τελικού έργου που θα παρουσιαστεί ως ebook.
Γιώργος Πρίμπας.

(1) το εν λόγω βιβλίο κυκλοφόρησε στα ελληνικά το 1993 από τον εκδοτικό οίκο Βανιάς σε μετάφραση Ζήση Σαρίκα, αλλά μελλοντικά θα επιχειρηθεί μία νέα απόδοσή του στα ελληνικά στα πλαίσια της σειράς εν καινώ του 24grammata.com.

(2) οι δύο προηγούμενες είναι:
-του Ιωάννη Περβανόπουλου. Εκδόθηκε το 1888 υπό τον τίτλο “Το άσμα του Χιαβάθα”. Και
-της Γεωργίας Παπαγεωργίου. Εκδόθηκε το 2007 από τις εκδόσεις Ηριδανός υπό τον τίτλο “Το τραγούδι του Χιαγουάθα”,

Για την  εισαγωγή και το πρώτο μέρος από “Το τραγούδι του Hiawatha” του Henry W. Longfellow κλικ εδώ

Το δεύτερο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το τρίτο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το τέταρτο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το πέμπτο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το έκτο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το έβδομο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το όγδοο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το ένατο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το δέκατο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

 

The Song of Hiawatha. Το ποίημα στο πρωτότυπο Free ebook- 24grammata.com [κατέβασέτο]

γλώσσα: ελληνική / αγγλική

11. Η Γαμήλια Γιορτή του Hiawatha

Πώς ο Pau-Puk-Keewis θα πρέπει τώρα ν’ ακούσεις,
Πώς ο όμορφος Γόης
Στου Hiawatha το γάμο χόρεψε·
Πώς ο ευγενής Chibiabos,
Αυτός απ’ τους μουσικούς ο γλυκύτερος,
Το τραγούδι του για την αγάπη και τον πόθο τραγούδησε·
Πώς ο Iagoo, ο μεγάλος καυχησιάρης,
Αυτός ο θαυμάσιος αφηγητής,
Για μια παράξενη περιπέτεια το μύθο του είπε
Ώστε η γιορτή πιο χαρούμενη να ‘ναι,
Ώστε ο χρόνος πιο εύθυμα να περνάει,
Και οι επισκέπτες πιο ευχαριστημένοι να ‘ναι.

Πολυτελής η γιορτή ήτανε, την οποία η Nokomis,
Στο γάμο του Hiawatha, ετοίμασε·
Όλα τα κύπελλα από φιλύρα ήτανε φτιαγμένα,
Λευκά και πολύ λεία γυαλισμένα,
Όλα τα κουτάλια από κέρατο βίσονα,
Μαύρα και πολύ λεία γυαλισμένα.

Πέρα ως πέρα σ’ όλο το χωριό αυτή
Αγγελιοφόρους με ραβδιά ιτιάς είχε στείλει,
Ως ένα σημάδι της πρόσκλησης,
Ως ένα τεκμήριο της γιορτής·
Και οι καλεσμένοι του γάμου μαζευτήκανε,
Με τα πιο πλούσιά τους τα ενδύματα ενδεδυμένοι,
Με χιτώνες από γούνες και ζώνες με χάντρες,
Έξοχοι στα χρώματά και τα φτερά τους φαντάζανε,
Όμορφοι με τα σφαιρίδια (των χαντρών) και τις φούντες ήτανε.

Στην αρχή το Nahma, τον οξύρρυγχο,
Και το Maskenozha, το λούτσο, φάγανε,
Απ’ τη γριά Nokomis πιασμένα και μαγειρεμένα·
Κατόπιν μ’ αποξηραμένο κρέας* αυτοί γιορτάσανε,
Με κρέας και μυελό βουβαλίσιο,
Με ισχίο ελαφιού και αυχένα βίσονα,
Με κίτρινα καλαμποκίσια κέικ
Και μ’ άγριο ρύζι απ’ το ποτάμι.

* το pemican ή pemmican ήταν ένα τρόφιμο, το οποίο οι ινδιάνοι των βόρειων περιοχών της Αμερικής το παρασκευάζανε από άπαχο αποξηραμένο κρέας (συνήθως ελαφιού ή βίσονα), αναμεμειγμένο με λίπος και μούρα και λιανισμένο σε πάστα. Το τρώγανε σε μικρά κομμάτια.

Αλλά ο ευγενής Hiawatha,
Και η ωραία Γελαστό Νερό,
Και η προσεκτική γριά Nokomis,
Μπροστά τους το φαγητό δεν το δοκιμάσανε,
Τους άλλους μοναχά περιμένανε
Τους φιλοξενούμενους τους μοναχά σιωπηρά σερβίρανε.

Κι όταν όλοι οι καλεσμένοι είχανε τελειώσει,
Η γριά Nokomis, ζωηρή και πολυάσχολη,
Από μια μεγάλη θήκη από ενυδρίδα,
Την από κόκκινη πέτρα πίπα για κάπνισμα
Με καπνό απ’ τις χώρες του Νότου γέμισε,
Τον με κομμάτια φλοιού κόκκινης ιτιάς,
Βότανα και αρωματικά φύλλα αναμεμειγμένο.

Κατόπιν αυτή είπε: “Ω! Pau-Puk-Keewis,
Τους κεφάτους σου χορούς, για εμάς, χόρεψε,
Το Χορό του Ζητιάνου να μας ευχαριστήσεις χόρεψε,
Ώστε η γιορτή πιο χαρωπή να γίνει,
Ώστε η ώρα πιο εύθυμα να περάσει,
Και οι φιλοξενούμενοί μας πιο ευχαριστημένοι να ‘ναι!”

Στη συνέχεια, ο όμορφος Pau-Puk-Keewis,
Αυτός ο τεμπέλης Γόης,
Αυτός ο εύθυμος δημιουργός σκανδαλιών,
Τον οποίον, οι άνθρωποι, Ανόητη Καταιγίδα ονομάζανε,
Μεταξύ των μαζεμένων φιλοξενούμενων σηκώθηκε.

Σ’ όλα τα αθλήματα και τα χόμπι αυτός επιδέξιος ήτανε,
Στων χιονοπέδιλων τον κεφάτο χορό,
Στα παιχνίδια των κρίκων και της μπάλας˙
Στα παιχνίδια ρίσκου  επιδέξιος ήτανε,
Σ’ όλα τα παιχνίδια ικανοτήτων και ρίσκου,
Στο Pugasaing, το παιχνίδι με το κύπελλο και τα πιόνια,
Στο Kuntassoo, το παιχνίδι με των δαμάσκηνων τα κουκούτσια,
Αν και οι πολεμιστές λιπόψυχο τον καλούσανε,
Shaugodaya. δειλό τον καλούσανε,
Τεμπέλη, τζογαδόρο, Γόη,
Λίγο αυτός τους περίγελούς τους πρόσεχε,
Λίγο αυτός για τις προσβολές τους νοιαζότανε,
Γιατί οι γυναίκες και οι κόρες
Τον όμορφο Pau-Puk-Keewis αγαπούσανε.

Ντυμένος μ’ άσπρη και μαλακή, μπλούζα καστόρινη,
Με κρόσσια από ερμίνα, ήτανε,
Ολόκληρη, με σφαιρίδια χαντρών, κεντημένη˙
Ελάφινες περικνημίδες αυτός φορούσε,
Με αγκάθια σκαντζόχοιρου και κομμάτια ερμίνας κεντημένες,
Και μοκασίνια από χοντρό δέρμα ελαφιού,
Μ’ αγκάθια και χάντρες κεντημένα.
Στο κεφάλι του λοφίο από πούπουλα κύκνου υπήρχε,
Στις φτέρνες του ουρές από αλεπούδες υπήρχανε,
Μια βεντάλια από φτερά στο ‘να το χέρι
Και μια πίπα στ’ άλλο υπήρχανε.

Με κόκκινες και κίτρινες ραβδώσεις,
Με μπλε και φωτεινού σαν κιννάβαρι χρώματος ραβδώσεις,
Του Πο-Puk-Keewis το πρόσωπο έλαμπε.
Απ’ το μέτωπό του οι κοτσίδες του πέφτανε,
Λείες κι όπως των γυναικών χωρισμένες,
Λάμπανε με λάδι περασμένες και πλεγμένες,
Με πλεξούδες από χόρτα αρωματικά κρεμόντουσαν,
Καθώς μεταξύ των μαζεμένων φιλοξενούμενων βρισκότανε,
Με τον ήχο των αυλών και των τραγουδιών,
Με τον ήχο των κρουστών και των φωνών,
Ο όμορφος Pau-Puk-Keewis σηκώθηκε
Και τους μυστικιστικούς του χορούς ξεκίνησε.

Στο ξεκίνημα αυτός σ’ ένα σοβαρό ρυθμό χόρεψε
Με πολύ αργά τα βήματα και τις κινήσεις των χεριών,
Μπρος και πίσω μεταξύ των πεύκων,
Μέσ’ απ’ τις σκιές και το ηλιόφως,
Απαλά σαν του πάνθηρα το πάτημα.
Στη συνέχεια επιτάχυνε και κατόπιν ακόμα περισσότερο,
Στροβιλιζόμενος και κυκλικά περιστρεφόμενος,
Πάνω απ’ τους μαζεμένους φιλοξενούμενους πηδώντας,
Γύρω απ’ το καλύβι διαρκώς περιδινούμενος,
Μέχρι που τα φύλλα τον ακολουθούσανε, μαζί του στροβιλιζόμενα,
Μέχρι που η σκόνη και ο άνεμος μαζί
Σε δίνες, ολόγυρά του, σαρώνανε.

Κατόπιν, κατά μήκος της αμμώδους όχθης
Της Μεγάλης Λίμνης,
(Πάνω στην άμμο) Αυτός με φρενήρεις κινήσεις των χεριών επιτάχυνε,
Πάνω στην άμμο τα πόδια του δυνατά κτυπώντας
Και άγρια, στον αέρα ολόγυρά του, άμμο εκτινάσσοντας˙
Μέχρι που ο άνεμος ανεμοστρόβιλος έγινε,
Μέχρι που η άμμος εμφυσούταν
Και σαν τη μεγάλη χιονοστιβάδα πάνω στο τοπίο κοσκίνιζε,
Των αμμόλοφων όλων, των ακτών της Μεγάλης Λίμνης, την άμμο
Σ’ άλλους λόφους σωρεύοντας!

Έτσι, o εύθυμος Pau-Puk-Keewis,
Το Χορό του Ζητιάνου χόρεψε να τους ευχαριστήσει,
Κι επιστρέφοντας, γελούσε
Κι εκεί, ανάμεσα στους μαζεμένους φιλοξενούμενους, ήρθε και κάθισε,
Κάθισε και αυτός ο ίδιος τον εαυτό του ήρεμα,
Με την από γαλοπούλας φτερά βεντάλια του, ανέμιζε.

Στη συνέχεια στον Chibiabos,
Στο φίλο του Hiawatha,
Στο γλυκύτερο απ’ όλους τους τραγουδιστές,
Στον καλύτερο απ’ όλους τους μουσικούς,
Αυτή είπε: “Ω! Chibiabos, για εμάς τραγούδησε
Της αγάπης τραγούδια, του πόθου τραγούδια,
Ώστε η γιορτή πιο χαρωπή να γίνει,
Ώστε η ώρα πιο εύθυμα να περάσει,
Και οι φιλοξενούμενοί μας πιο ευχαριστημένοι να ‘ναι!”

Και ο ευγενής Chibiabos
Σε τόνους γλυκούς και τρυφερούς τραγούδησε,
Μελωδίες έντονα συγκινητικές τραγούδησε,
Της αγάπης τραγούδια και του πόθου τραγούδια˙
Ήρεμα τον Hiawatha κοιτώντας,
Την καλή Γελαστό Νερό κοιτώντας,
Με τέτοιο τρόπο αυτός, απαλά τραγούδησε:

“Ω! Onaway! Αγαπημένη εσύ, αφυπνίσου!
Εσύ τ’ άγριο του δάσους λουλούδι!
Εσύ τ’ άγριο των λειμώνων πουλί!
Εσύ μ’ όπως ενός μικρού ελαφιού μάτια μαλακά!

“Αν εσύ μια μονάχα ματιά μου ρίξεις,
Θα ‘μαι ευτυχισμένος, θα ‘μαι ευτυχισμένος,
Όπως των λειμώνων τα κρίνα
Όταν τη δροσιά επάνω τους νιώσουνε!

“Η γλυκιά σου η ανάσα σαν τ’ άρωμα
Των πρωινών αγριολούλουδων είναι,
Όπως τ’ άρωμά τους τ’ απόγευμα είναι,
Όταν τα φύλλα πέφτουνε, υπό το Φεγγάρι.

“Δεν είν’ που όλο το αίμα, μέσα μου,
Να σε συναντήσει ανασκιρτά,
Όπως οι πηγές το ηλιόφως να συναντήσουνε,
Όταν οι νύχτες λαμπερότερες είναι, υπό το Φεγγάρι;

“Ω! Onaway! Η καρδιά μου για σένα τραγουδά,
Όταν κοντά μου είσαι με χαρά τραγουδά,
Όπως ο στεναγμός των παραπόταμων που τραγουδάνε
Υπό την ευχάριστο Πανσέληνο του Ιούνη!

“Όταν εσύ αγαπημένη, ευχαριστημένη δεν είσαι,
η καρδιά μου τότε, λυπημένη και σκοτεινή είναι,
Όπως το λαμπερό ποτάμι σκουραίνει
Όταν τα σύννεφα το σκιάζουνε!

“Όταν εσύ, αγαπημένη μου, σε μένα χαμογελάς
Τότε η ταραγμένη μου καρδιά λαμπρότερη γίνεται
Όπως, υπό το ηλιόφως, οι κυματισμοί,
Που στα ποτάμια ο παγωμένος αέρας δημιουργεί, αστράφτουνε.

“Κι αν η γη χαμογελά , κι αν τα νερά χαμογελούν,
Κι αν από επάνω μας ο καταγάλανος ουρανός χαμογελά,
Εγώ ξεχνώ τον τρόπο να χαμογελώ
Όταν εσύ ‘σαι μακριά μου!

“Ιδού λοιπόν, εγώ!
Της παλλόμενης καρδιά μου αίμα, ιδού!
Ω! αφυπνίσου, Αγαπημένη εσύ!
Ω! Onaway! Αγαπημένη εσύ, αφυπνίσου!”

Έτσι λοιπόν ο ευγενής Chibiabos
Το τραγούδι του της αγάπης και του πόθου τραγούδησε˙
Και ο Iagoo, ο μεγάλος καυχησιάρης,
Αυτός ο θαυμάσιος αφηγητής,
Αυτός της γριάς Nokomis ο φίλος,
Το γλυκό μουσικό ζήλεψε,
Τα χειροκροτήματα που εισέπραξε ζήλεψε,
Σ’ όλων τα μάτια ολόγυρά του αυτός είδε,
Σ’ όλα τα βλέμματα και τις χειρονομίες αυτός είδε,
Πως οι μαζεμένοι φιλοξενούμενοι του γάμου
Τις ευχάριστες ιστορίες του: τα χωρίς μέτρο ψέματά του
Ν’ ακούσουνε ποθούσανε.

Πολύ κομπαστικός ο Iagoo ήτανε˙
Για τις περιπέτειες που μόνον είχε ακούσει
Αυτός ο ίδιος μεγαλύτερη είχε ζήσει˙
Για τους άθλους που μόνον είχε ακούσει
Αυτός ο ίδιος μεγαλύτερο είχε κατορθώσει˙
Για τις θαυμαστές ιστορίες που μόνον είχε ακούσει
Αυτός ο ίδιος μια πιο παράξενη είχε να πει.

Θα τον ακούσετε να επαίρεται,
Θα πρέπει μονάχα να τον πιστέψετε,
Βέλος, ποτέ του κανείς,
Στο μισό μέτρο και ψηλά όσο το μπόι του δεν εκτόξευσε˙
Ποτέ του κανείς, τόσα πολλά ψάρια δεν αλίευσε,
Ποτέ του κανείς, τόσους πολλούς ταράνδους δεν έχει σκοτώσει,
Ποτέ του κανείς, τόσους πολλούς κάστορες δεν έχει παγιδέψει!

Κανένας δε μπορούσε τόσο γρήγορα, όσο αυτός, να τρέξει,
Κανένας δε μπορούσε τόσο βαθιά, όσο αυτός, να βουτήξει,
Κανένας δε μπορούσε τόσο μακριά, όσο αυτός, να κολυμπήσει,
Τόσα ταξίδια κανένας δεν είχε πάει,
Τόσα πολλά θαυμαστά πράγματα κανένας δεν είχε δει,
Όσα αυτός ο αξιοθαύμαστος Iagoo,
Όσα αυτός ο θαυμάσιος αφηγητής!
Έτσι, σλόγκαν τ’ όνομά του έγινε
Και ανέκδοτο μεταξύ των ανθρώπων˙
Κι οσάκις ένας κομπαστικός κυνηγός
Τις δικές του ικανότητες υπερβολικά εξήρε,
Ή όταν ένας πολεμιστής, στη χώρα του επιστρέφοντας,
Υπερβολικά για τα κατορθώματά του μιλούσε,
Οι ακροατές όλοι του φώναζαν: “Iagoo!
Να εδώ, ένας Iagoo ανάμεσά μας βρίσκεται!”

Αυτός που του μικρού Hiawatha ήτανε
Που την κούνια του σμίλεψε,
Τον από φιλύρα σκελετό της σμίλεψε
Με τένοντες ταράνδου σφιχτά τον έδεσε˙
Αυτός ήταν που αργότερα τον δίδαξε
Πώς τα βέλη και τα τόξα του να φτιάχνει,
Πώς τα από δέντρο φλαμουριάς τόξα του,
Και τα βέλη του από βελανιδιά να φτιάχνει.
Έτσι λοιπόν, στου Hiawatha μου το γάμο,
Μεταξύ των μαζεμένων φιλοξενούμενων,
Ο Iagoo, γέρος κι άσχημος, καθότανε,
Αυτός ο θαυμάσιος αφηγητής καθότανε.

Και αυτοί* είπανε: “Ω! καλέ Iagoo,
Τώρα σ’ εμάς, μια θαυμαστή ιστορία, διηγήσου,
Κάποια παράξενη περιπέτεια διηγήσου,
Ώστε η γιορτή πιο χαρωπή να γίνει,
Ώστε η ώρα πιο εύθυμα να περάσει,
Και οι φιλοξενούμενοί μας πιο ευχαριστημένοι να ‘ναι!”

*προφανώς εννοεί τον Hiawatha και τη Nokomis.

Και o Iagoo αμέσως απάντησε:
“Μια θαυμαστή ιστορία πρόκειται ν’ ακούσετε,
Για τις παράξενες περιπέτειες του Osseo, του Μάγου,
Πρόκειται ν’ ακούσετε,
Αυτού που απ’ τον Αποσπερίτη* κατέβηκε.”

* Evening Star είναι ο Αποσπερίτης, δηλαδή ο πλανήτης Αφροδίτη ή πιο σπάνια ο πλανήτης Ερμής.
XI.  Hiawatha’s Wedding-Feast

You shall hear how Pau-Puk-Keewis,
How the handsome Yenadizze
Danced at Hiawatha’s wedding;
How the gentle Chibiabos,
He the sweetest of musicians,
Sang his songs of love and longing;
How Iagoo, the great boaster,
He the marvellous story-teller,
Told his tales of strange adventure,
That the feast might be more joyous,
That the time might pass more gayly,
And the guests be more contented.

Sumptuous was the feast Nokomis
Made at Hiawatha’s wedding;
All the bowls were made of bass-wood,
White and polished very smoothly,
All the spoons of horn of bison,
Black and polished very smoothly.

She had sent through all the village
Messengers with wands of willow,
As a sign of invitation,
As a token of the feasting;
And the wedding guests assembled,
Clad in all their richest raiment,
Robes of fur and belts of wampum,
Splendid with their paint and plumage,
Beautiful with beads and tassels.

First they ate the sturgeon, Nahma,
And the pike, the Maskenozha,
Caught and cooked by old Nokomis;
Then on pemican they feasted,
Pemican and buffalo marrow,
Haunch of deer and hump of bison,
Yellow cakes of the Mondamin,
And the wild rice of the river.

But the gracious Hiawatha,
And the lovely Laughing Water,
And the careful old Nokomis,
Tasted not the food before them,
Only waited on the others
Only served their guests in silence.

And when all the guests had finished,
Old Nokomis, brisk and busy,
From an ample pouch of otter,
Filled the red-stone pipes for smoking
With tobacco from the South-land,
Mixed with bark of the red willow,
And with herbs and leaves of fragrance.

Then she said, “O Pau-Puk-Keewis,
Dance for us your merry dances,
Dance the Beggar’s Dance to please us,
That the feast may be more joyous,
That the time may pass more gayly,
And our guests be more contented!”

Then the handsome Pau-Puk-Keewis,
He the idle Yenadizze,
He the merry mischief-maker,
Whom the people called the Storm-Fool,
Rose among the guests assembled.

Skilled was he in sports and pastimes,
In the merry dance of snow-shoes,
In the play of quoits and ball-play;
Skilled was he in games of hazard,
In all games of skill and hazard,
Pugasaing, the Bowl and Counters,
Kuntassoo, the Game of Plum-stones.
Though the warriors called him Faint-Heart,
Called him coward, Shaugodaya,
Idler, gambler, Yenadizze,
Little heeded he their jesting,
Little cared he for their insults,
For the women and the maidens
Loved the handsome Pau-Puk-Keewis.

He was dressed in shirt of doeskin,
White and soft, and fringed with ermine,
All inwrought with beads of wampum;
He was dressed in deer-skin leggings,
Fringed with hedgehog quills and ermine,
And in moccasins of buck-skin,
Thick with quills and beads embroidered.
On his head were plumes of swan’s down,
On his heels were tails of foxes,
In one hand a fan of feathers,
And a pipe was in the other.

Barred with streaks of red and yellow,
Streaks of blue and bright vermilion,
Shone the face of Pau-Puk-Keewis.
From his forehead fell his tresses,
Smooth, and parted like a woman’s,
Shining bright with oil, and plaited,
Hung with braids of scented grasses,
As among the guests assembled,
To the sound of flutes and singing,
To the sound of drums and voices,
Rose the handsome Pau-Puk-Keewis,
And began his mystic dances.

First he danced a solemn measure,
Very slow in step and gesture,
In and out among the pine-trees,
Through the shadows and the sunshine,
Treading softly like a panther.
Then more swiftly and still swifter,
Whirling, spinning round in circles,
Leaping o’er the guests assembled,
Eddying round and round the wigwam,
Till the leaves went whirling with him,
Till the dust and wind together
Swept in eddies round about him.

Then along the sandy margin
Of the lake, the Big-Sea-Water,
On he sped with frenzied gestures,
Stamped upon the sand, and tossed it
Wildly in the air around him;
Till the wind became a whirlwind,
Till the sand was blown and sifted
Like great snowdrifts o’er the landscape,
Heaping all the shores with Sand Dunes,
Sand Hills of the Nagow Wudjoo!

Thus the merry Pau-Puk-Keewis
Danced his Beggar’s Dance to please them,
And, returning, sat down laughing
There among the guests assembled,
Sat and fanned himself serenely
With his fan of turkey-feathers.

Then they said to Chibiabos,
To the friend of Hiawatha,
To the sweetest of all singers,
To the best of all musicians,
“Sing to us, O Chibiabos!
Songs of love and songs of longing,
That the feast may be more joyous,
That the time may pass more gayly,
And our guests be more contented!”

And the gentle Chibiabos
Sang in accents sweet and tender,
Sang in tones of deep emotion,
Songs of love and songs of longing;
Looking still at Hiawatha,
Looking at fair Laughing Water,
Sang he softly, sang in this wise:

“Onaway! Awake, beloved!
Thou the wild-flower of the forest!
Thou the wild-bird of the prairie!
Thou with eyes so soft and fawn-like!

“If thou only lookest at me,
I am happy, I am happy,
As the lilies of the prairie,
When they feel the dew upon them!

“Sweet thy breath is as the fragrance
Of the wild-flowers in the morning,
As their fragrance is at evening,
In the Moon when leaves are falling.

“Does not all the blood within me
Leap to meet thee, leap to meet thee,
As the springs to meet the sunshine,
In the Moon when nights are brightest?

“Onaway! my heart sings to thee,
Sings with joy when thou art near me,
As the sighing, singing branches
In the pleasant Moon of Strawberries!

“When thou art not pleased, beloved,
Then my heart is sad and darkened,
As the shining river darkens
When the clouds drop shadows on it!

“When thou smilest, my beloved,
Then my troubled heart is brightened,
As in sunshine gleam the ripples
That the cold wind makes in rivers.

“Smiles the earth, and smile the waters,
Smile the cloudless skies above us,
But I lose the way of smiling
When thou art no longer near me!

“I myself, myself! behold me!
Blood of my beating heart, behold me!
Oh awake, awake, beloved!
Onaway! awake, beloved!”

Thus the gentle Chibiabos
Sang his song of love and longing;
And Iagoo, the great boaster,
He the marvellous story-teller,
He the friend of old Nokomis,
Jealous of the sweet musician,
Jealous of the applause they gave him,
Saw in all the eyes around him,
Saw in all their looks and gestures,
That the wedding guests assembled
Longed to hear his pleasant stories,
His immeasurable falsehoods.

Very boastful was Iagoo;
Never heard he an adventure
But himself had met a greater;
Never any deed of daring
But himself had done a bolder;
Never any marvellous story
But himself could tell a stranger.

Would you listen to his boasting,
Would you only give him credence,
No one ever shot an arrow
Half so far and high as he had;
Ever caught so many fishes,
Ever killed so many reindeer,
Ever trapped so many beaver!

None could run so fast as he could,
None could dive so deep as he could,
None could swim so far as he could;
None had made so many journeys,
None had seen so many wonders,
As this wonderful Iagoo,
As this marvellous story-teller!
Thus his name became a by-word
And a jest among the people;
And whene’er a boastful hunter
Praised his own address too highly,
Or a warrior, home returning,
Talked too much of his achievements,
All his hearers cried, “Iagoo!
Here’s Iagoo come among us!”

He it was who carved the cradle
Of the little Hiawatha,
Carved its framework out of linden,
Bound it strong with reindeer sinews;
He it was who taught him later
How to make his bows and arrows,
How to make the bows of ash-tree,
And the arrows of the oak-tree.
So among the guests assembled
At my Hiawatha’s wedding
Sat Iagoo, old and ugly,
Sat the marvellous story-teller.

And they said, “O good Iagoo,
Tell us now a tale of wonder,
Tell us of some strange adventure,
That the feast may be more joyous,
That the time may pass more gayly,
And our guests be more contented!”

And Iagoo answered straightway,
“You shall hear a tale of wonder,
You shall hear the strange adventures
Of Osseo, the Magician,
From the Evening Star descending.”