Το δέκατο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow

Henry_Wadsworth_Longfellow,_photographed_by_Julia_Margaret_Cameron_in_1868 24γραμματα24grammata.com/ ιστορία της λογοτεχνίας

Το παρόν αποτελεί μέρος μιας μεταφραστικής δοκιμής, του υπογράφοντος, με την  οποία επιχειρείται να αποδοθεί στην ελληνική “Το τραγούδι του Χιαγουάθα” (The Song of Hiawatha) του κορυφαίου αμερικάνου ποιητή του 19ου αιώνα  Henry W. Longfellow (1807-1882). Στο κορυφαίο αυτό ποίημα των 631 στροφών, ο Longfellow μας μεταφέρει, μες απ’ τη πορεία της ζωής του ινδιάνου ήρωα Hiawatha, λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής των Ινδιάνικων φυλών πριν την οριστική τους γενοκτονία από τους ευρωπαίους έποικους και γράφτηκε στα 1855. Το ποίημα αυτό συνιστά έναν ύμνο στο φυσικό τρόπο ζωής, τον οποίο βίωναν οι ινδιάνοι της Αμερικής ή οι ιθαγενείς της Ταϊτή (όπως χαρακτηριστικά μας μεταφέρει ο Denis Diderot στο έργο του “Άγριοι και Πολιτισμένοι”(1), προτού και αυτοί γνωρίσουν τον ευρωπαίο κατακτητή). Θα πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι γενικά όλοι οι άνθρωποι κάποτε ζούσαν ένα φυσικό τρόπο ζωής, αλλά η εφεύρεση της μη αναστρέψιμης (κατά πως δείχνουν τα πράγματα σήμερα στον πλανήτη) κρατικής δομής όπως αναλύει στο σημαντικότατό του έργο: “Περί Εθελοδουλείας” ο Étienne  De La Boétie, τον οδήγησε μακριά από τη φύση, και ό,τι αναμένεται να σημάνει για αυτόν, και επίσης στο σχιζοφρενικό τρόπο ζωής του σημερινού “Δυτικού ανθρώπου” (που δεν περιορίζεται βέβαια στην Ευρώπη, την Αυστραλία και την Αμερική) με τις πολλαπλές ηθικές του -στη δουλειά, στο σπίτι, στους φίλους του, στην ιδιωτική ζωή- σε αντίθεση δηλαδή, με τους ινδιάνους της Αμερικής, οι οποίοι είχαν μόνο ένα ηθικό κώδικα. Κώδικα απόλυτα ταιριαστό με το φυσικό τους περιβάλλον.
Η παρούσα μετάφραση, η τρίτη που γίνεται στην ελληνική γλώσσα (2), γίνεται εν προόδω, δηλαδή αποτυπώνει την ανάγνωση καθώς αυτή προχωράει, θα προδημοσιεύεται από το 24grammata.com. και όταν ολοκληρωθεί θα παρουσιαστεί, με τη μορφή ebook από την ηλεκτρονική εκδοτική παρέμβαση του 24grammata.com στα πλαίσια της  σειράς “εν καινώ”.
Ιδιαίτερες ευχαριστίες στο, φίλο παν’ απ’ όλα, Μπάμπη Χαραλαμπόπουλο για το έργο της επιμέλειας και διόρθωσης του κειμένου του τελικού έργου που θα παρουσιαστεί ως ebook.
Γιώργος Πρίμπας.

(1) το εν λόγω βιβλίο κυκλοφόρησε στα ελληνικά το 1993 από τον εκδοτικό οίκο Βανιάς σε μετάφραση Ζήση Σαρίκα, αλλά μελλοντικά θα επιχειρηθεί μία νέα απόδοσή του στα ελληνικά στα πλαίσια της σειράς εν καινώ του 24grammata.com.

(2) οι δύο προηγούμενες είναι:
-του Ιωάννη Περβανόπουλου. Εκδόθηκε το 1888 υπό τον τίτλο “Το άσμα του Χιαβάθα”. Και
-της Γεωργίας Παπαγεωργίου. Εκδόθηκε το 2007 από τις εκδόσεις Ηριδανός υπό τον τίτλο “Το τραγούδι του Χιαγουάθα”,

Για την  εισαγωγή και το πρώτο μέρος από “Το τραγούδι του Hiawatha” του Henry W. Longfellow κλικ εδώ

Το δεύτερο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το τρίτο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το τέταρτο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το πέμπτο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το έκτο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το έβδομο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το όγδοο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το ένατο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

The Song of Hiawatha. Το ποίημα στο πρωτότυπο Free ebook- 24grammata.com [κατέβασέτο]

γλώσσα: ελληνική / αγγλική

10. Ο Έρωτας του Hiawatha

“Όπως η χορδή για το τόξο είναι,
Έτσι και η γυναίκα για τον άντρα είναι·
Αν και τον κάμπτει, αυτή τον υπακούει,
Αν και τον έλκει, όμως αυτή τον ακολουθεί·
Άχρηστος ο ένας χωρίς τον άλλο είναι!”

Έτσι, ο νεαρός Hiawatha
Μέσα του έλεγε κι αναλογιζότανε,
Από διάφορα συναισθήματα σε μεγάλη αμηχανία είχε μπει,
Αδιαφορίας, λαχτάρας, ελπίδας, φόβου,
Τη Minnehaha ακόμη ονειρευότανε,
Την ωραία Γελαστό Νερό
Στων Dacotahs τη χώρα.

“Μια κόρη απ’ το λαό σου να νυμφευτείς,”
Την προειδοποίηση αυτή η γριά Nokomis του ‘λεγε·
“Μήτε ανατολικά να πας μήτε δυτικά να πας,
Για μια ξένη, για την οποία τίποτα δε θα ξέρουμε!
Όπως η φωτιά στο τζάκι
Η κόρη απ’ το σπίτι του γείτονα είναι,
Όπως η αστροφεγγιά ή το φεγγαρόφωτο
Τα πιο όμορφα απ’ τις άγνωστες πηγές φωτός και ζέστης είναι!”

Έτσι, αποτρεπτικά, η Nokomis μίλησε
Και ο Hiawatha μου, μόνον αυτό, απάντησε:
“Αγαπημένη μου γριά Nokomis,
Το φως της φωτιάς στο τζάκι πολύ ευχάριστο είναι,
Αλλά την αστροφεγγιά προτιμώ,
Και ακόμα καλύτερα το φεγγαρόφωτο μ’ αρέσει!”

Με σοβαρότητα, τότε, η γριά Nokomis είπε:
“Μια κόρη τεμπέλα εδώ να μη φέρεις,
Μια άχρηστη γυναίκα εδώ να μη φέρεις.
Με χέρια αδέξια, με πόδια απρόθυμα·
Μια σύζυγο με σβελτάδα στα δάχτυλα φέρε,
Με την καρδιά και τα χέρια της μαζί να κινούνται,
Με τα πόδια της πρόθυμα στα θελήματα να τρέχουνε!”

Χαμογελώντας ο Hiawatha απάντησε:
“Στων Dacotahs τη χώρα
Η κόρη του Κατασκευαστή Βελών ζει,
Η Minnehaha, η Γελαστό Νερό,
Όλων των γυναικών η ομορφότερη.
Αυτήν στο καλύβι σου θα φέρω,
Αυτή για τα θελήματά σου θα τρέχει,
Η αστροφεγγιά ,το φεγγαρόφωτο και η φωτιά στο τζάκι να σου είναι,
Το ηλιόφως των ανθρώπων μου αυτή να είναι!”

Σταθερά να τον αποτρέψει η Nokomis είπε:
“Μια ξένη, στο κατάλυμά μου,
Απ’ των Dacotahs τη χώρα να μη φέρεις!
Οι Dacotahs πολύ άγριοι είναι,
Συχνά πόλεμος μεταξύ μας υπάρχει,
Έριδες νωπές ακόμα υπάρχουνε,
Πληγές που πονάνε και ν’ αφορμίσουνε και πάλι μπορεί!”

Γελώντας ο Hiawatha απάντησε:
“Για το λόγο αυτό, αν κάτι άλλο δεν υπάρχει,
Την καλή κόρη των Dacotahs θα παντρευτώ,
Ώστε οι φυλές μας να ενωθούνε,
Ώστε οι παλιές έριδες να ξεχαστούνε,
Και οι παλιές πληγές για πάντα να επουλωθούνε!”

Έτσι ο Hiawatha αναχώρησε
Για των Dacotahs τη χώρα
Για τη χώρα με τις όμορφες γυναίκες·
Πάνω από τυρφώνες και λιβάδια διασκελίζοντας,
Μέσ’ από δάση ατέλειωτα,
Μέσ’ από σιωπές αδιάλειπτες.

Με τα μαγικά του τα μοκασίνια,
Με κάθε του βήμα ένα μίλι αυτός μετρούσε·
Εν τούτοις ατέλειωτος ο δρόμος μπροστά του φάνταζε,
Και η καρδιά του τα βήματά του ξεπερνούσε·
Και χωρίς στάσεις για αναπαμούς αυτός ταξίδεψε,
Μέχρι το γέλιο του καταρράκτη αυτός άκουσε,
Τους καταρράκτες του Minnehaha αυτός άκουσε
Μέσ’ απ’ τη σιωπή να τον καλούνε.
“Ευχάριστος ο ήχος είναι!” αυτός μουρμούρισε,
“Ευχάριστη είν’ η φωνή που με καλεί!”

Στις παρυφές των δασών,
Μεταξύ σκιάς και ηλιόφωτος
Αγέλες από κιτρινωπά ελάφια τρέφονταν,
Αλλά τον Hiawatha δεν τον είδανε˙
Προς το τόξο του αυτός ψιθύρισε: “Μην αποτύχεις!”
Προς το βέλος του αυτός ψιθύρισε: “Μην εκτραπείς!”
Να τραγουδήσει την αποστολή του το ‘στειλε,
Για την κόκκινη καρδιά ενός αρσενικού ελαφιού˙
Το ελάφι κάθετα στους ώμους του έριξε
Και προς τα μπρος, χωρίς διακοπή, επιτάχυνε.

Στην είσοδο του καλυβιού του
Ο παλιός Κατασκευαστής Βελών καθότανε,
Στων Dacotahs τη χώρα,
Μύτες βελών από ίασπη φτιάχνοντας,
Μύτες βελών από χαλκηδόνιο λίθο,
Δίπλα του, μ’ όλη της την ομορφιά,
Η ωραία Minnehaha καθότανε
Η κόρη του, η Γελαστό Νερό, καθότανε
Από τύφες και βούρλα ψάθες πλέκοντας.
Μ’ εικόνες του παρελθόντος οι σκέψεις του γέρου άντρα ήτανε,
Μ’ εικόνες του μέλλοντος οι σκέψεις της κόρης ήτανε.

Καθώς αυτός, εκεί στεκότανε, σκεφτότανε
Τις ημέρες όταν με βέλη όπως αυτό
Το ελάφι και το βίσονα
Στο Muskoday, το λιβάδι, χτυπούσε˙
Το Wawa, την άγρια χήνα, που προς το νότο με θόρυβο πετούσε,
Στα φτερά της τη σκόπευε˙
Τους αντιμαχόμενους στο μεγάλο πόλεμο σκεφτότανε,
Πώς για ν’ αγοράσουνε τα βέλη του ήρθανε,
Δε μπορούσανε, χωρίς τα βέλη του, ν’ αγωνιστούνε.
Αχ… τέτοιοι ευγενείς πολεμιστές,
όπως εκείνοι, δε μπορούσανε πλέον στη γη να βρεθούνε!
Τώρα όλοι οι άντρες όπως οι γυναίκες είναι:
Αντί για τα όπλα τη γλώσσα τους χρησιμοποιούνε!

Αυτή πάλι έναν κυνηγό σκεφτότανε,
Από άλλη φυλή και από άλλη χώρα,
Νέος, ψηλός και όμορφος πολύ,
Ο οποίος έν’ ανοιξιάτικο πρωινό
Στον πατέρα της, για ν’ αγοράσει βέλη, ήρθε,
Στο καλύβι (τους) κάθισε κι αναπαύτηκε,
Για ώρα, στην πόρτα εισόδου, αργοπόρησε,
Προς τα πίσω κοίταξε καθώς αναχωρούσε.
Τον πατέρα της να τον παινεύει είχε ακούσει,
Για το θάρρος του και τη σοφία του να τον παινεύει˙
Για βέλη, στους Καταρράκτες του Minnehaha,
Θα ξανάρθει;
Στην ψάθα τα χέρια της τεμπέλικα ακουμπούσανε
Και τα μάτια της απλανή σ’ όνειρα βρισκόντουσαν.

Ανάμεσα στις σκέψεις τους, αυτοί, ένα πάτημα ακούσανε,
Ένα θρόισμα στα κλαδιά ακούσανε,
Και με μάγουλα και μέτωπο να λάμπουνε,
Με το ελάφι στους ώμους του,
Απ’ την πλευρά του δάσους ξαφνικά βγήκε
Ο Hiawatha και μπροστά τους στάθηκε.

Παρευθύς ο παλιός Κατασκευαστής Βελών
Άφησε την εργασία του και σοβαρά προς τα πάνω κοίταξε,
Το μισοτελειωμένο βέλος παραδίπλα άφησε,
Να περάσει την πόρτα εισόδου τον πρόσταξε,
Και καθώς να τον συναντήσει σηκώθηκε, του είπε:
“Hiawatha, είσαι ευπρόσδεκτος!”

Στης Γελαστό Νερό  τα πόδια
Ο Hiawatha το φορτίο του απόθεσε,
Το κόκκινο ελάφι απ’ τους ώμους του έριξε·
Και η κόρη αυτόν προς τα πάνω κοίταξε,
Απ’ την από βούρλα ψάθα της προς τα πάνω κοίταξε,
Και με ευγενές βλέμμα και τόνο φωνής, του είπε:
“Είσαι ευπρόσδεκτος, Hiawatha!”

Πολύ ευρύχωρο το καλύβι ήτανε,
Φτιαγμένο από δέρματα ελαφιών και ασπρισμένο,
Με των Dacotahs τους Θεούς
Στα παραπετάσματα σχεδιασμένους και ζωγραφισμένους,
Και η πόρτα εισόδου, τόσο ψηλή ήτανε
Ώστε ο Hiawatha μόλις που ‘σκυψε να περάσει,
Μόλις που τα φτερά του αετού, την πόρτα εισόδου ακουμπήσανε
Καθώς αυτός, στο καλύβι, εισερχότανε.

Κατόπιν η καλή Minnehaha, η Γελαστό Νερό,
Απ’ το έδαφος σηκώθηκε,
Την από βούρλα ψάθα της παραδίπλα ανολοκλήρωτη άφησε,
Φαγητό πήγε κι έφερε και μπροστά τους τ’ απόθεσε,
Νερό απ’ το ρυάκι τους έφερε,
Να φάνε σε πήλινα πιάτα τους έδωσε,
Να πιούνε σε κύπελλα από φιλύρα τους έδωσε,
Άκουγε ενώ ο φιλοξενούμενος μιλούσε,
Άκουγε ενώ ο πατέρας της απαντούσε,
Αλλά ούτε μια φορά τα χείλη της δεν άνοιξε,
Ούτε λέξη δεν άρθρωσε.

Ναι, όπως σ’ ένα όνειρο αυτή άκουγε
Του Hiawatha τα λόγια,
Καθώς αυτός για τη γριά Nokomis μιλούσε,
Η οποία στην παιδική του ηλικία τον είχε φροντίσει,
Καθώς αυτός για τους συντρόφους του διηγούνταν,
Τον Chibiabos, το μουσικό
Και τον Kwasind, τον πολύ δυνατό άντρα,
Και για την ευτυχία και την αφθονία
Στων Ojibways τη χώρα,
Στην ευχάριστη και ειρηνική χώρα.

“Μετά από πολλά χρόνια πολεμικών επιχειρήσεων,
Πολλά χρόνια διαμάχης και αιματοχυσίας,
Μεταξύ των Ojibways και της φυλής των Dacotahs
Ειρήνη υπάρχει.”
Έτσι ο Hiawatha συνέχισε,
Και στη συνέχεια, αργά μιλώντας, πρόσθεσε:
“Ότι η ειρήνη αυτή να διαρκέσει για πάντα μπορεί,
Και τα χέρια μας πιο στενά να σφίξουμε,
Και οι καρδιές μας πιότερο ενωμένες να ‘ναι,
Την κόρη αυτή ως γυναίκα μου δώσε μου,
Τη Minnehaha, τη Γελαστό Νερό,
Απ’ όλες των Dacotahs τις γυναίκες την ωραιότερη!”

Και ο παλιός Κατασκευαστής Βελών
Για μια στιγμή σταμάτησε προτού αυτός απαντήσει,
Σιωπηλός παραμένοντας για λίγο κάπνισε,
Τον Hiawatha με περηφάνια κοίταξε,
Τη Γελαστό Νερό στοργικά κοίταξε,
Και πολύ σοβαρά ως εξής απάντησε:
“Ναι, αν η Minnehaha το επιθυμεί·
Την καρδιά σου, Minnehaha, να μιλήσει άφησε!”

Και η ωραία Γελαστό Νερό
Ωραιότερη φάνταζε καθώς εκεί αυτή στεκότανε,
Ούτε πρόθυμα ούτε απρόθυμα,
Καθώς αυτή στο Hiawatha πήγε
Μαλακά τη θέση δίπλα του πήρε,
Ενώ, κοκκινίζοντας να το πει, είπε:
“Εγώ εσένα, Ω! σύζυγέ μου, θ’ ακολουθήσω!”

Αυτός του Hiawatha ο Έρωτας ήτανε!
Έτσι αυτός την κόρη
Του παλιού Κατασκευαστή Βελών κέρδισε,
Στων Dacotahs τη χώρα!

Απ’ το καλύβι αυτός αναχώρησε,
Τη Γελαστό Νερό μαζί του οδηγώντας·
Χέρι με χέρι μαζί αυτοί φύγανε,
Μέσ’ απ’ το δάσος και το λιβάδι,
Το γέρο άντρα μοναχικό να στέκεται
Μπροστά στην πόρτα εισόδου του καλυβιού του αφήσανε,
Τους Καταρράκτες του Minnehaha ακούσανε
Από μακριά προς αυτούς να φωνάζουνε,
Από πολύ μακριά προς αυτούς να κραυγάζουνε:
“Ω! Minnehaha!, όλα καλά να σου πάνε!”

Και ο παλιός Κατασκευαστής Βελών
Προς την εργασία του και πάλι στράφηκε,
Παρά την ηλιόλουστη πόρτα εισόδου του κάτω κάθισε,
Προς τον εαυτό του μουρμουρίζοντας, έλεγε:
“Έτσι οι κόρες μας, μας αφήνουνε,
Εκείνες που αγαπάμε κι εκείνες που μας αγαπάνε!
Μόλις όταν αυτές έχουνε μάθει να μας βοηθάνε,
Όταν γεράσουμε και απ’ αυτές εξαρτόμαστε,
Ένας νέος με καμαρωτά φτερά έρχεται,
Με τον καλαμένιο του αυλό, ένας ξένος
Μες στο χωριό περιπλανιέται τον αυλό του παίζοντας,
Προς την ωραιότερη κόρη γνέφει,
Και αυτή ακολουθεί όπου αυτός την οδηγεί,
Τα πάντα για τον ξένο αφήνοντας!”

Ευχάριστο το ταξίδι της επιστροφής ήτανε,
Μέσ’ από δάση ατέλειωτα,
Πάνω από λιβάδια, πάνω από βουνά,
Πάνω από ποτάμια, λόφους και βυθίσματα,
Στον Hiawatha σύντομο φάνηκε,
Αν και με αργούς ρυθμούς ταξίδευε,
Αν και το βηματισμό του αυτός διαρκώς έλεγχε και
Με της Γελαστό Νερό τα βήματα βράδυνε.

Πάνω από πλατιά κι ορμητικά ποτάμια
Στα χέρια του αυτός την κόρη μετέφερε·
Σα φτερό αυτός ελαφριά τη νόμιζε,
Όσο κι η από φτερά εξάρτυσή του πάνω στο κεφάλι του ήτανε·
Απ’ τα μπερδεμένα κλαδιά, το μονοπάτι, γι’ αυτήν καθάρισε,
Στην άκρη λύγισε τα κλαδιά που ταλαντεύονταν,
Για τη νύχτα ένα κατάλυμα από κλαδιά έφτιαξε,
Κι ένα κρεβάτι με του κώνειου τα κλαδιά,
Και μια φωτιά μπροστά στην πόρτα
Με τα ξεραμένα κουκουνάρια του πεύκου άναψε.

Όλοι οι άνεμοι των οδοιπόρων μαζί τους πηγαίνανε,
Πάνω απ’ τα λιβάδια, μέσ’ από τα δάση·
Όλα τ’ αστέρια της νύχτας τους κοιτούσανε,
Μ’ άγρυπνο μάτι, τον ελαφρύ τους τον ύπνο, παρακολουθούσανε·
Απ’ την ενέδρα του στη βελανιδιά
Το Adjidaumo, ο σκίουρος, κρυφοκοίταζε,
Με τα πρόθυμά του τα μάτια τους εραστές επιτηρώντας·
Και το Wabasso, το κουνέλι,
Πότε απ’ το δρόμο μπροστά τους τρέχοντας έφευγε,
Πότε απ’ το λαγούμι του ξεπροβάλλοντας και κρυφοκοιτάζοντας,
Πάνω στους μηρούς του όρθιο σηκώνονταν
Και με τα περίεργά του τα μάτια τους εραστές κοιτούσε.

Ευχάριστο το ταξίδι της επιστροφής ήτανε!
Όλα τα πουλιά δυνατά και γλυκά
Τραγούδια ευτυχίας και ηρεμίας τραγουδούσανε·
Το Owaissa, το γαλαζοπούλι, τραγούδησε:
“Ευτυχισμένος, Hiawatha, είσαι,
Να ‘χεις μια τέτοια σύζυγο να σ’ αγαπά!”
Το Opechee, ο κοκκινολαίμης, τραγούδησε:
“Ευτυχισμένη, Γελαστό Νερό, είσαι,
Έναν τέτοιο ευγενή σύζυγο να ‘χεις!”

Απ’ τον ουρανό καλοκάγαθα ο ήλιος
Μέσ’ απ’ τα κλαδιά επάνω τους κοίταξε,
Σ’ αυτούς λέγοντας: “Ω!, παιδιά μου,
Ηλιοφάνεια η αγάπη είναι, σκιά το μίσος είναι,
Περιπετειώδης σκιά και ηλιοφάνεια η ζωή είναι,
Απ’ την αγάπη, Ω! Hiawatha, να κυβερνάσαι!”

Απ’ τον ουρανό το φεγγάρι τους κοίταξε,
Το κατάλυμα με μυστικιστικό μεγαλείο πληρώνοντας,
Σ’ αυτούς ψιθύρισε: “Ω!, παιδιά μου,
Η μέρα ανήσυχη είναι, η νύχτα ήσυχη είναι,
Ο άντρας αγέρωχος, η γυναίκα αδύνατη·
Το μισό μου ανήκει, αν και ακολουθώ·
Απ’ την υπομονή, Γελαστό Νερό, να κυβερνάσαι!”

Έτσι το ταξίδι της επιστροφής τους ήτανε·
Έτσι λοιπόν ο Hiawatha,
Στο κατάλυμα της γριάς Nokomis,
Την αστροφεγγιά, το φεγγαρόφωτο και το φως της φωτιάς στο τζάκι έφερε,
Το ηλιόφως στο λαό του έφερε,
Τη Minnehaha, τη Γελαστό Νερό,
Την ομορφότερη,  απ’ όλες τις γυναίκες,
Στων Dacotahs τη χώρα,
Στων όμορφων γυναικών τη χώρα.

X.  Hiawatha’s Wooing

“As unto the bow the cord is,
So unto the man is woman;
Though she bends him, she obeys him,
Though she draws him, yet she follows;
Useless each without the other!”

Thus the youthful Hiawatha
Said within himself and pondered,
Much perplexed by various feelings,
Listless, longing, hoping, fearing,
Dreaming still of Minnehaha,
Of the lovely Laughing Water,
In the land of the Dacotahs.

“Wed a maiden of your people,”
Warning said the old Nokomis;
“Go not eastward, go not westward,
For a stranger, whom we know not!
Like a fire upon the hearth-stone
Is a neighbor’s homely daughter,
Like the starlight or the moonlight
Is the handsomest of strangers!”

Thus dissuading spake Nokomis,
And my Hiawatha answered
Only this: “Dear old Nokomis,
Very pleasant is the firelight,
But I like the starlight better,
Better do I like the moonlight!”

Gravely then said old Nokomis:
“Bring not here an idle maiden,
Bring not here a useless woman,
Hands unskilful, feet unwilling;
Bring a wife with nimble fingers,
Heart and hand that move together,
Feet that run on willing errands!”

Smiling answered Hiawatha:
“In the land of the Dacotahs
Lives the Arrow-maker’s daughter,
Minnehaha, Laughing Water,
Handsomest of all the women.
I will bring her to your wigwam,
She shall run upon your errands,
Be your starlight, moonlight, firelight,
Be the sunlight of my people!”

Still dissuading said Nokomis:
“Bring not to my lodge a stranger
From the land of the Dacotahs!
Very fierce are the Dacotahs,
Often is there war between us,
There are feuds yet unforgotten,
Wounds that ache and still may open!”

Laughing answered Hiawatha:
“For that reason, if no other,
Would I wed the fair Dacotah,
That our tribes might be united,
That old feuds might be forgotten,
And old wounds be healed forever!”

Thus departed Hiawatha
To the land of the Dacotahs,
To the land of handsome women;
Striding over moor and meadow,
Through interminable forests,
Through uninterrupted silence.

With his moccasins of magic,
At each stride a mile he measured;
Yet the way seemed long before him,
And his heart outran his footsteps;
And he journeyed without resting,
Till he heard the cataract’s laughter,
Heard the Falls of Minnehaha
Calling to him through the silence.
“Pleasant is the sound!” he murmured,
“Pleasant is the voice that calls me!”

On the outskirts of the forests,
‘Twixt the shadow and the sunshine,
Herds of fallow deer were feeding,
But they saw not Hiawatha;
To his bow he whispered, “Fail not!”
To his arrow whispered, “Swerve not!”
Sent it singing on its errand,
To the red heart of the roebuck;
Threw the deer across his shoulder,
And sped forward without pausing.

At the doorway of his wigwam
Sat the ancient Arrow-maker,
In the land of the Dacotahs,
Making arrow-heads of jasper,
Arrow-heads of chalcedony.
At his side, in all her beauty,
Sat the lovely Minnehaha,
Sat his daughter, Laughing Water,
Plaiting mats of flags and rushes
Of the past the old man’s thoughts were,
And the maiden’s of the future.

He was thinking, as he sat there,
Of the days when with such arrows
He had struck the deer and bison,
On the Muskoday, the meadow;
Shot the wild goose, flying southward
On the wing, the clamorous Wawa;
Thinking of the great war-parties,
How they came to buy his arrows,
Could not fight without his arrows.
Ah, no more such noble warriors
Could be found on earth as they were!
Now the men were all like women,
Only used their tongues for weapons!

She was thinking of a hunter,
From another tribe and country,
Young and tall and very handsome,
Who one morning, in the Spring-time,
Came to buy her father’s arrows,
Sat and rested in the wigwam,
Lingered long about the doorway,
Looking back as he departed.
She had heard her father praise him,
Praise his courage and his wisdom;
Would he come again for arrows
To the Falls of Minnehaha?
On the mat her hands lay idle,
And her eyes were very dreamy.

Through their thoughts they heard a footstep,
Heard a rustling in the branches,
And with glowing cheek and forehead,
With the deer upon his shoulders,
Suddenly from out the woodlands
Hiawatha stood before them.

Straight the ancient Arrow-maker
Looked up gravely from his labor,
Laid aside the unfinished arrow,
Bade him enter at the doorway,
Saying, as he rose to meet him,
“Hiawatha, you are welcome!”

At the feet of Laughing Water
Hiawatha laid his burden,
Threw the red deer from his shoulders;
And the maiden looked up at him,
Looked up from her mat of rushes,
Said with gentle look and accent,
“You are welcome, Hiawatha!”

Very spacious was the wigwam,
Made of deer-skins dressed and whitened,
With the Gods of the Dacotahs
Drawn and painted on its curtains,
And so tall the doorway, hardly
Hiawatha stooped to enter,
Hardly touched his eagle-feathers
As he entered at the doorway.

Then uprose the Laughing Water,
From the ground fair Minnehaha,
Laid aside her mat unfinished,
Brought forth food and set before them,
Water brought them from the brooklet,
Gave them food in earthen vessels,
Gave them drink in bowls of bass-wood,
Listened while the guest was speaking,
Listened while her father answered,
But not once her lips she opened,
Not a single word she uttered.

Yes, as in a dream she listened
To the words of Hiawatha,
As he talked of old Nokomis,
Who had nursed him in his childhood,
As he told of his companions,
Chibiabos, the musician,
And the very strong man, Kwasind,
And of happiness and plenty
In the land of the Ojibways,
In the pleasant land and peaceful.

“After many years of warfare,
Many years of strife and bloodshed,
There is peace between the Ojibways
And the tribe of the Dacotahs.”
Thus continued Hiawatha,
And then added, speaking slowly,
“That this peace may last forever,
And our hands be clasped more closely,
And our hearts be more united,
Give me as my wife this maiden,
Minnehaha, Laughing Water,
Loveliest of Dacotah women!”

And the ancient Arrow-maker
Paused a moment ere he answered,
Smoked a little while in silence,
Looked at Hiawatha proudly,
Fondly looked at Laughing Water,
And made answer very gravely:
“Yes, if Minnehaha wishes;
Let your heart speak, Minnehaha!”

And the lovely Laughing Water
Seemed more lovely as she stood there,
Neither willing nor reluctant,
As she went to Hiawatha,
Softly took the seat beside him,
While she said, and blushed to say it,
“I will follow you, my husband!”

This was Hiawatha’s wooing!
Thus it was he won the daughter
Of the ancient Arrow-maker,
In the land of the Dacotahs!

From the wigwam he departed,
Leading with him Laughing Water;
Hand in hand they went together,
Through the woodland and the meadow,
Left the old man standing lonely
At the doorway of his wigwam,
Heard the Falls of Minnehaha
Calling to them from the distance,
Crying to them from afar off,
“Fare thee well, O Minnehaha!”

And the ancient Arrow-maker
Turned again unto his labor,
Sat down by his sunny doorway,
Murmuring to himself, and saying:
“Thus it is our daughters leave us,
Those we love, and those who love us!
Just when they have learned to help us,
When we are old and lean upon them,
Comes a youth with flaunting feathers,
With his flute of reeds, a stranger
Wanders piping through the village,
Beckons to the fairest maiden,
And she follows where he leads her,
Leaving all things for the stranger!”

Pleasant was the journey homeward,
Through interminable forests,
Over meadow, over mountain,
Over river, hill, and hollow.
Short it seemed to Hiawatha,
Though they journeyed very slowly,
Though his pace he checked and slackened
To the steps of Laughing Water.

Over wide and rushing rivers
In his arms he bore the maiden;
Light he thought her as a feather,
As the plume upon his head-gear;
Cleared the tangled pathway for her,
Bent aside the swaying branches,
Made at night a lodge of branches,
And a bed with boughs of hemlock,
And a fire before the doorway
With the dry cones of the pine-tree.

All the travelling winds went with them,
O’er the meadows, through the forest;
All the stars of night looked at them,
Watched with sleepless eyes their slumber;
From his ambush in the oak-tree
Peeped the squirrel, Adjidaumo,
Watched with eager eyes the lovers;
And the rabbit, the Wabasso,
Scampered from the path before them,
Peering, peeping from his burrow,
Sat erect upon his haunches,
Watched with curious eyes the lovers.

Pleasant was the journey homeward!
All the birds sang loud and sweetly
Songs of happiness and heart’s-ease;
Sang the bluebird, the Owaissa,
“Happy are you, Hiawatha,
Having such a wife to love you!”
Sang the robin, the Opechee,
“Happy are you, Laughing Water,
Having such a noble husband!”

From the sky the sun benignant
Looked upon them through the branches,
Saying to them, “O my children,
Love is sunshine, hate is shadow,
Life is checkered shade and sunshine,
Rule by love, O Hiawatha!”

From the sky the moon looked at them,
Filled the lodge with mystic splendors,
Whispered to them, “O my children,
Day is restless, night is quiet,
Man imperious, woman feeble;
Half is mine, although I follow;
Rule by patience, Laughing Water!”

Thus it was they journeyed homeward;
Thus it was that Hiawatha
To the lodge of old Nokomis
Brought the moonlight, starlight, firelight,
Brought the sunshine of his people,
Minnehaha, Laughing Water,
Handsomest of all the women
In the land of the Dacotahs,
In the land of handsome women.