Το όγδοο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow

Henry_Wadsworth_Longfellow,_photographed_by_Julia_Margaret_Cameron_in_1868 24γραμματα24grammata.com/ ιστορια της λογοτεχνίας

Το παρόν αποτελεί μέρος μιας μεταφραστικής δοκιμής, του υπογράφοντος, με την  οποία επιχειρείται να αποδοθεί στην ελληνική “Το τραγούδι του Χιαγουάθα” (The Song of Hiawatha) του κορυφαίου αμερικάνου ποιητή του 19ου αιώνα  Henry W. Longfellow (1807-1882). Στο κορυφαίο αυτό ποίημα των 631 στροφών, ο Longfellow μας μεταφέρει, μες απ’ τη πορεία της ζωής του ινδιάνου ήρωα Hiawatha, λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής των Ινδιάνικων φυλών πριν την οριστική τους γενοκτονία από τους ευρωπαίους έποικους και γράφτηκε στα 1855. Το ποίημα αυτό συνιστά έναν ύμνο στο φυσικό τρόπο ζωής, τον οποίο βίωναν οι ινδιάνοι της Αμερικής ή οι ιθαγενείς της Ταϊτή (όπως χαρακτηριστικά μας μεταφέρει ο Denis Diderot στο έργο του “Άγριοι και Πολιτισμένοι”(1), προτού και αυτοί γνωρίσουν τον ευρωπαίο κατακτητή). Θα πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι γενικά όλοι οι άνθρωποι κάποτε ζούσαν ένα φυσικό τρόπο ζωής, αλλά η εφεύρεση της μη αναστρέψιμης (κατά πως δείχνουν τα πράγματα σήμερα στον πλανήτη) κρατικής δομής όπως αναλύει στο σημαντικότατό του έργο: “Περί Εθελοδουλείας” ο Étienne  De La Boétie, τον οδήγησε μακριά από τη φύση, και ό,τι αναμένεται να σημάνει για αυτόν, και επίσης στο σχιζοφρενικό τρόπο ζωής του σημερινού “Δυτικού ανθρώπου” (που δεν περιορίζεται βέβαια στην Ευρώπη, την Αυστραλία και την Αμερική) με τις πολλαπλές ηθικές του -στη δουλειά, στο σπίτι, στους φίλους του, στην ιδιωτική ζωή- σε αντίθεση δηλαδή, με τους ινδιάνους της Αμερικής, οι οποίοι είχαν μόνο ένα ηθικό κώδικα. Κώδικα απόλυτα ταιριαστό με το φυσικό τους περιβάλλον.
Η παρούσα μετάφραση, η τρίτη που γίνεται στην ελληνική γλώσσα (2), γίνεται εν προόδω, δηλαδή αποτυπώνει την ανάγνωση καθώς αυτή προχωράει, θα προδημοσιεύεται από το 24grammata.com. και όταν ολοκληρωθεί θα παρουσιαστεί, με τη μορφή ebook από την ηλεκτρονική εκδοτική παρέμβαση του 24grammata.com στα πλαίσια της  σειράς “εν καινώ”.
Ιδιαίτερες ευχαριστίες στο, φίλο παν’ απ’ όλα, Μπάμπη Χαραλαμπόπουλο για το έργο της επιμέλειας και διόρθωσης του κειμένου του τελικού έργου που θα παρουσιαστεί ως ebook.
Γιώργος Πρίμπας.

(1) το εν λόγω βιβλίο κυκλοφόρησε στα ελληνικά το 1993 από τον εκδοτικό οίκο Βανιάς σε μετάφραση Ζήση Σαρίκα, αλλά μελλοντικά θα επιχειρηθεί μία νέα απόδοσή του στα ελληνικά στα πλαίσια της σειράς εν καινώ του 24grammata.com.

(2) οι δύο προηγούμενες είναι:
-του Ιωάννη Περβανόπουλου. Εκδόθηκε το 1888 υπό τον τίτλο “Το άσμα του Χιαβάθα”. Και
-της Γεωργίας Παπαγεωργίου. Εκδόθηκε το 2007 από τις εκδόσεις Ηριδανός υπό τον τίτλο “Το τραγούδι του Χιαγουάθα”,

Για την  εισαγωγή και το πρώτο μέρος από “Το τραγούδι του Hiawatha” του Henry W. Longfellow κλικ εδώ

Το δεύτερο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το τρίτο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το τέταρτο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το πέμπτο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το έκτο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το έβδομο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

The Song of Hiawatha. Το ποίημα στο πρωτότυπο Free ebook- 24grammata.com [κατέβασέτο]

γλώσσα: ελληνική / αγγλική

8. Το Ψάρεμα του Hiawatha

Κατευθείαν στη Gitche Gumee,
Στη λαμπερή Μεγάλη Λίμνη,
Με την από κέδρο πετονιά του,
Απ’ το στριμμένο φλοιό του κέδρου,
Κατευθείαν το Nahma, τον οξύρρυγχο, να πιάσει,
Το Mishe-Nahma, το μεγάλο οξύρρυγχο, το Βασιλιά των Ψαριών,
Στο από σημύδα κανό του θριαμβολογώντας
Ολομόναχος ο Hiawatha πήγε.

Μες απ’ τα καθαρά, διάφανα νερά
Αυτός μπορούσε να δει τα ψάρια να κολυμπούνε
Ως βαθιά κάτω από κάτω του˙
Το Sahwa, την κίτρινη πέρκα, να δει,
Σαν την ηλιαχτίδα στο νερό,
Το Shawgashee, την καραβίδα, να δει,
Σα μια αράχνη στο βυθό,
Στο λευκό και αμμώδη βυθό.

Στην πρύμνη ο Hiawatha κάθισε,
Με την από κέδρο πετονιά του˙
Με τα φτερά του η πρωινή αύρα
Όπως και με του κώνειου τα κλαδιά έπαιζε˙
Στα τόξα επάνω, με την ουρά του σηκωμένη,
Το Adjidaumo, ο σκίουρος, καθότανε˙
Με τη γούνα του η πρωινή αύρα
Όπως και με τα χορτάρια του λειμώνα έπαιζε.

Στο λευκό και αμμώδη βυθό επάνω
Το τέρας, το Mishe-Nahma, κείτονταν,
Ο μεγάλος οξύρρυγχος, ο Βασιλιάς των Ψαριών, κείτονταν˙
Μες απ’ τα βράγχια του το νερό φυσούσε,
Με τα πτερύγια του αναρρίπιζε κι ανέμιζε,
Με την ουρά του τον αμμώδη πυθμένα σάρωνε.

Εκεί μ’ όλη του την πανοπλία κείτονταν˙
Σε κάθε του πλευρά μια ασπίδα να τον προστατεύει,
Οστέινες πλάκες στο μέτωπό του επάνω,
Κάτω στα πλευρά του στην πλάτη και τους ώμους του
Οστέινες πλάκες μ’ αγκάθια να προεξέχουνε
Που με τα χρώματά του του πολέμου βαμμένες ήτανε,
Κίτρινες ρίγες, κόκκινες και γαλανές,
Καφέ κηλίδες και μαυροκαφέ κηλίδες˙
Εκεί στο βυθό κείτονταν,
Με τα πορφυρά του τα πτερύγια αναρριπίζοντας,
Καθώς ο Hiawatha από πάνω του
Στο από σημύδα κανό του για ψάρεμα είχε έρθει
Με την από κέδρο πετονιά του.

“Το δόλωμά μου πάρε”,o Hiawatha φώναξε,
Προς τα βάθη από κάτω του,
“Το δόλωμά μου πάρε”, Ω! Nahma, οξύρρυγχε εσύ!
“Και πάνω από τα βαθιά ανέβα,
Ποιος είν’ ο δυνατότερος να δούμε!”
Και την από κέδρο πετονιά του αυτός έριξε
Μες στα καθαρά, διάφανα νερά,
Μάταια μιαν απόκριση περιμένοντας,
Επί μακρόν καθόταν για μιαν απόκριση περιμένοντας,
Κι όλο και πιο δυνατά επαναλαμβάνοντας:
“Το δόλωμά μου, ω! Βασιλιά των Ψαριών, πάρε!”

Το Nahma, o οξύρρυγχος, ήσυχα κείτονταν,
Σιγανά μες στο νερό αναρριπίζοντας
Τον Hiawatha προς τα πάνω κοιτώντας
Το κάλεσμα και την βοή του ακούγοντας,
Τον περιττό του σάλο,
Μέχρι που απ’ τις κραυγές κουράστηκε˙
Και στο Kenozha, το λούτσο,
Στο Maskenozha, το λούτσο, είπε:
“Tο δόλωμα απ’ αυτόν τον αγενή σύντροφο πάρε,
Του Hiawatha την πετονιά σπάσε!”

Στα δάχτυλα του ο Hiawatha
Τη χαλαρή πετονιά να τινάσσεται και να σφίγγει ένιωσε,
Καθώς λοιπόν αυτός αντιδρώντας την τράβηξε
Όρθιο το από σημύδα κανό στο ‘να του τ’ άκρο σηκώθηκε
Σαν ένα κούτσουρο σημύδας στο νερό,
Με  το Adjidaumo, το σκίουρο
Στην κορφή σκαρφαλωμένο να παιχνιδίζει.

Πλήρης περιφρόνησης ο Hiawatha έγινε
Όταν είδε το ψάρι που προς τα πάνω ανέβαζε,
Το Maskenozha, το λούτσο, είδε
Όλο και πιο κοντά του να ‘ρχεται,
Και τότε αυτός, με φωνή που διαπέρασε το νερό, ούρλιαξε:
“Ντροπή! Ντροπή! Ντροπή σου!
Δεν είσαι παρά ο Kenozha, ο λούτσος
Δεν είσαι το ψάρι που ‘θελα,
Δεν είσαι ο Βασιλιάς των Ψαριών!”

Προς το βυθό την πετονιά ξετύλιξε
Το λούτσο σε μεγάλη σύγχυση βυθίζοντας,
Και τo Nahma ο δυνατός οξύρρυγχος,
Στο Ugudwash, τον ορθαγορίσκο είπε
Στον κυπρίνο, τον χρωματισμένο με τις διαβαθμίσεις του βυσσινί, είπε:
“Tο δόλωμα απ’ αυτόν τον μεγάλο καυχησιάρη πάρε,
Του Hiawatha την πετονιά σπάσε!”

Σιγά-σιγά προς τα πάνω, αμφιταλαντευόμενος και λάμποντας,
Το Ugudwash, ο ορθαγορίσκος, σηκωνότανε,
Την πετονιά του Hiawatha έχοντας αρπάξει,
Μ’ όλο το βάρος του πάνω της αιωρούνταν,
Δίνες μες στο νερό δημιουργώντας,
Κυκλικά γύρω απ’ το σημύδας κανό γύριζε,
Γύρω-γύρω με δίνες κελαρίζοντας,
Μέχρι που οι κυκλικοί κυματισμοί στο νερό
Στις απόμακρες αμμώδεις ακτές έφταναν,
Μέχρι που τ’ αγριόκρινα και τα βούρλα
Στις μακρινές τις όχθες ένευαν.

Αλλά όταν ο Hiawatha το ψάρι είδε
Που σιγά μες στο νερό προς τα πάνω ανέβαζε,
Το στρογγυλόσχημο λαμπρό ψάρι που ανύψωνε,
Αυτός τότε χλευάζοντας ούρλιαξε:
“Ντροπή! Ντροπή! Ντροπή σου!
Το Ugudwash, ο ορθαγορίσκος, εσύ είσαι
Δεν είσαι το ψάρι που ‘θελα,
Δεν είσαι ο Βασιλιάς των Ψαριών!”

Σιγά-σιγά προς τα κάτω, αμφιταλαντευόμενος και λάμποντας,
Το Ugudwash, ο ορθαγορίσκος, βυθιζότανε,
Και πάλι το Nahma, ο οξύρρυγχος,
Το ουρλιαχτό του Hiawatha άκουσε
Την πρόκλησή του που τον περιφρονεί,
Τον περιττό σάλο,
Στο νερό πέρα ως πέρα να κουδουνίζει.

Απ’ τη λευκή άμμο του βυθού
Με θυμωμένες κινήσεις προς τα πάνω αυτό σηκώθηκε,
Με το κάθε του νεύρο και ίνα να τρέμουνε,
Μ’ όλες τις πλάκες της πανοπλίας του να κροτούν,
Μ’ όλα του τα χρώματα του πολέμου να λάμπουνε φωτεινά˙
Πλήρες οργής προς τα  πάνω όρμησε,
Αστράφτοντας προς το ηλιόφως ανέβηκε,
Τα τεράστια του τα σαγόνια άνοιξε του, και κατάπιε
Αμφότερους τον Hiawatha και το κανό.

Κάτω, σ’ αυτό το κατάμαυρο και ζοφερό σπήλαιο
Ο απερίσκεπτος Hiawatha καταδύθηκε,
Σαν ένα κούτσουρο σε κάποιο βαθύ ποτάμι
Που ο καταρράκτης εξακοντίζει και καταβυθίζει,
Σ’ απόλυτο σκοτάδι αυτός βρέθηκε,
Αβοήθητος για ένα θαύμα ψηλαφούσε,
Μέχρι που τον κτύπο μιας τεράστιας καρδιάς αυτός ένιωσε,
Σ’ αυτό το απόλυτο σκοτάδι να πάλλεται.

Και θυμωμένα αυτός, με τη γροθιά του,
Την καρδιά του Nahma κτύπησε,
Του δυνατού Βασιλιά των Ψαριών αυτός ένιωσε,
Μέσω του κάθε του νεύρου και ίνας, τ’ ανατρίχιασμα,
Του νερού το κελάρυσμα γύρω του άκουσε
Καθώς εξ αιτίας του αναπηδούσε και κλονιζότανε,
Μ’ άρρωστη καρδιά, λιπόθυμο και κουρασμένο.

Ο Hiawatha τότε, γι’ ασφάλεια, διαγώνια
Το από σημύδα κανό του έσυρε,
Μήπως, μες στην αναταραχή και τη σύγχυση,
Έξω απ’ του Nahma τα σαγόνια
Θα μπορούσε  να ριχτεί και να χαθεί.
Και το Adjidaumo, ο σκίουρος,
Πολύ εύθυμα παιχνίδιζε και κουβέντιαζε,
Με τον Hiawatha κόπιαζε και δυνατά τραβούσε
Μέχρι που η εργασία ολοκληρώθηκε.

Ο Hiawatha τότε του είπε:
“Ω! Σκίουρε, μικρέ μου φίλε εσύ,
Με γενναιότητα εσύ να με βοηθήσεις μόχθησες˙
Του Hiawatha τις ευχαριστίες πάρε,
Και τ’ όνομα που τώρα αυτός σου δίνει˙
Στο εξής και για πάντα
Adjidaumo τ’ αγόρια θα σ’ ονομάζουν,
Το “Η ουρά στον αέρα” τ’ αγόρια θα σ’ ονομάζουν!”

Και ξανά το Nahma, ο οξύρρυγχος,
Λαχάνιασε στο νερό κι έτρεμε,
Στη συνέχεια ηρέμησε και προς την ξηρά παρασύρθηκε
Μέχρι που στα βότσαλα πάνω σούρθηκε
Μέχρι που ο Hiawatha που αφουγκραζότανε
Να σούρνεται πάνω στην όχθη τ’ άκουσε,
Να κείται πάνω στα βότσαλα αυτός τον ένιωσε,
Πως το Nahma, ο Βασιλιάς των Ψαριών,
Κείτονταν νεκρός πάνω στην όχθη, ήξερε.

Τότε μια κλαγγή κι ένα φτερούγισμα αυτός άκουσε,
Ως ένα σύνολο πουλιών μαζί να φτερουγίζουνε,
Μια κραυγή και μια σύγχυση άκουσε,
Ως τ’ αρπακτικά πουλιά που τη λεία τους απολαμβάνουνε,
Μι’ αχτίδα φωτός από πάνω του αυτός είδε,
Μες απ’ του Nahma τα παΐδια να λάμπει,
Τα σπινθηροβόλα μάτια των γλάρων είδε,
Των Kayoshk, των γλάρων, να περιεργάζονται,
Μες απ’ το άνοιγμα αυτόν ατενίζοντας,
Ο ένας  στον άλλο τους άκουσε να λένε:
“Ο Hiawatha!, ο αδελφός μας είναι!”

Κι από κάτω τους αυτός κραύγασε,
Μες απ’ το σπήλαιο θριαμβολογώντας φώναξε:
“Ω! γλάροι εσείς! Ω! αδέλφια μου!
Το Nahma, τον οξύρρυγχο, έχω σκοτώσει˙
Τα ρήγματα στις σάρκες του λιγάκι ακόμα μεγαλώστε,
Με τα νύχια σας τ’ ανοίγματα διευρύνετε,
Τόσο, ώστε λεύτερος απ’ τη σκοτεινή τη φυλακή να βγω,
Και στο εξής και για πάντα
Οι άνθρωποι για τα κατορθώματά σας θα μιλούνε,
Κι εσάς τους γλάρους, Kayoshk θα καλούνε,
Ναι, Kayoshk, οι Ευγενείς Ξύστες!”

Και οι άγριοι ​​και θορυβώδης γλάροι
Με ράμφη και νύχια μαζί κοπιάσανε,
Τα ρήγματα στις σάρκες του μεγαλώσανε,
Στου Nahma τα δυνατά παΐδια,
Και απ’ τον κίνδυνο και απ’ τη φυλακή,
Απ’ του οξύρρυγχου το σώμα,
Απ’ τον κίνδυνο του νερού,
Τον Hiawatha μου λευτερώσανε.

Δίπλα στο καλύβι του αυτός στεκότανε,
Στις όχθες του νερού,
Και τη γριά Nokomis αυτός κάλεσε,
Στη Nokomis φώναξε κι έγνεψε,
Το Nahma, τον οξύρρυγχο, έδειξε,
Άψυχο στα βότσαλα να κείτεται,
Με τους γλάρους με τις σάρκες του να τρέφονται.

“Το Mishe-Nahma έχω σκοτώσει,
Σκότωσα το Βασιλιά των Ψαριών!”, αυτός είπε·
“Κοίτα! Οι γλάροι με τις σάρκες του τρέφονται,
Ναι, οι φίλοι μου, τα Kayoshk, οι γλάροι·
Nokomis: μην τους διώξεις,
Από τεράστιο κίνδυνο με σώσανε
Μες στου οξύρρυγχου το σώμα,
Μέχρι να τελειώσουνε το γεύμα τους περίμενε,
Μέχρι οι πρόλοβοί τους απ’ το πλούσιο γεύμα να γεμίσουνε,
Μέχρι, κατά το ηλιοβασίλεμα, προς τις φωλιές τους να πετάξουνε,
Προς τις φωλιές τους που μεταξύ των ελωδών εκτάσεων βρίσκονται·
Και μετά, όλες σου τις κατσαρόλες και όλους σου τους βραστήρες φέρε,
Το λάδι μας για το χειμώνα να ετοιμάσουμε.”

Και μέχρι να δύσει ο ήλιος αυτή περίμενε,
Μέχρι που ο νυχτερινός ήλιος: τ’ ωχρό φεγγάρι,
Πάνω απ’ το γαλήνιο νερό ανέτειλε,
Μέχρι που τα Kayoshk, οι χορτασμένοι γλάροι,
Απ’ το συμπόσιό τους με βουητό σηκώθηκαν,
Και δια μέσου του φλογερού ηλιοβασιλέματος
Στο δρόμο προς τα μακρινά τους νησιά πετάξανε,
Προς τις φωλιές τους που μεταξύ των βούρλων βρίσκονται.

Για ύπνο ο Hiawatha πήγε
Και η Nokomis στη δουλειά της,
Υπομονετικά υπό το σεληνόφως μόχθησε,
Μέχρι που ο ήλιος με το φεγγάρι τις θέσεις τους αλλάξανε,
Μέχρι που ο ουρανός, με την ανατολή του ηλίου, κοκκίνισε,
Και τα Kayoshk, οι πεινασμένοι γλάροι,
Απ’ τα καλαμοειδή νησιά επέστρεψαν,
Για το πρωινό τους συμπόσιο, θορυβώντας.

Για τρία ολόκληρα μερόνυχτα
Η γριά Nokomis και οι γλάροι εναλλάσσονταν
Απ’ την ελαιώδη του τη σάρκα, τον Nahma, απογυμνώνοντας,
Μέχρι που τα κύματα τα γυμνά του παΐδια ξέπλυναν,
Μέχρι που οι γλάροι δεν ξανάρθανε,
Και, πάνω στην άμμο, τίποτα παρεκτός
Του Nahma ο σκελετός κείτονταν.
VIII.  Hiawatha’s Fishing

Forth upon the Gitche Gumee,
On the shining Big-Sea-Water,
With his fishing-line of cedar,
Of the twisted bark of cedar,
Forth to catch the sturgeon Nahma,
Mishe-Nahma, King of Fishes,
In his birch canoe exulting
All alone went Hiawatha.

Through the clear, transparent water
He could see the fishes swimming
Far down in the depths below him;
See the yellow perch, the Sahwa,
Like a sunbeam in the water,
See the Shawgashee, the craw-fish,
Like a spider on the bottom,
On the white and sandy bottom.

At the stern sat Hiawatha,
With his fishing-line of cedar;
In his plumes the breeze of morning
Played as in the hemlock branches;
On the bows, with tail erected,
Sat the squirrel, Adjidaumo;
In his fur the breeze of morning
Played as in the prairie grasses.

On the white sand of the bottom
Lay the monster Mishe-Nahma,
Lay the sturgeon, King of Fishes;
Through his gills he breathed the water,
With his fins he fanned and winnowed,
With his tail he swept the sand-floor.

There he lay in all his armor;
On each side a shield to guard him,
Plates of bone upon his forehead,
Down his sides and back and shoulders
Plates of bone with spines projecting
Painted was he with his war-paints,
Stripes of yellow, red, and azure,
Spots of brown and spots of sable;
And he lay there on the bottom,
Fanning with his fins of purple,
As above him Hiawatha
In his birch canoe came sailing,
With his fishing-line of cedar.

“Take my bait,” cried Hiawatha,
Dawn into the depths beneath him,
“Take my bait, O Sturgeon, Nahma!
Come up from below the water,
Let us see which is the stronger!”
And he dropped his line of cedar
Through the clear, transparent water,
Waited vainly for an answer,
Long sat waiting for an answer,
And repeating loud and louder,
“Take my bait, O King of Fishes!”

Quiet lay the sturgeon, Nahma,
Fanning slowly in the water,
Looking up at Hiawatha,
Listening to his call and clamor,
His unnecessary tumult,
Till he wearied of the shouting;
And he said to the Kenozha,
To the pike, the Maskenozha,
“Take the bait of this rude fellow,
Break the line of Hiawatha!”

In his fingers Hiawatha
Felt the loose line jerk and tighten,
As he drew it in, it tugged so
That the birch canoe stood endwise,
Like a birch log in the water,
With the squirrel, Adjidaumo,
Perched and frisking on the summit.

Full of scorn was Hiawatha
When he saw the fish rise upward,
Saw the pike, the Maskenozha,
Coming nearer, nearer to him,
And he shouted through the water,
“Esa! esa! shame upon you!
You are but the pike, Kenozha,
You are not the fish I wanted,
You are not the King of Fishes!”

Reeling downward to the bottom
Sank the pike in great confusion,
And the mighty sturgeon, Nahma,
Said to Ugudwash, the sun-fish,
To the bream, with scales of crimson,
“Take the bait of this great boaster,
Break the line of Hiawatha!”

Slowly upward, wavering, gleaming,
Rose the Ugudwash, the sun-fish,
Seized the line of Hiawatha,
Swung with all his weight upon it,
Made a whirlpool in the water,
Whirled the birch canoe in circles,
Round and round in gurgling eddies,
Till the circles in the water
Reached the far-off sandy beaches,
Till the water-flags and rushes
Nodded on the distant margins.

But when Hiawatha saw him
Slowly rising through the water,
Lifting up his disk refulgent,
Loud he shouted in derision,
“Esa! esa! shame upon you!
You are Ugudwash, the sun-fish,
You are not the fish I wanted,
You are not the King of Fishes!”

Slowly downward, wavering, gleaming,
Sank the Ugudwash, the sun-fish,
And again the sturgeon, Nahma,
Heard the shout of Hiawatha,
Heard his challenge of defiance,
The unnecessary tumult,
Ringing far across the water.

From the white sand of the bottom
Up he rose with angry gesture,
Quivering in each nerve and fibre,
Clashing all his plates of armor,
Gleaming bright with all his war-paint;
In his wrath he darted upward,
Flashing leaped into the sunshine,
Opened his great jaws, and swallowed
Both canoe and Hiawatha.

Down into that darksome cavern
Plunged the headlong Hiawatha,
As a log on some black river
Shoots and plunges down the rapids,
Found himself in utter darkness,
Groped about in helpless wonder,
Till he felt a great heart beating,
Throbbing in that utter darkness.

And he smote it in his anger,
With his fist, the heart of Nahma,
Felt the mighty King of Fishes
Shudder through each nerve and fibre,
Heard the water gurgle round him
As he leaped and staggered through it,
Sick at heart, and faint and weary.

Crosswise then did Hiawatha
Drag his birch-canoe for safety,
Lest from out the jaws of Nahma,
In the turmoil and confusion,
Forth he might be hurled and perish.
And the squirrel, Adjidaumo,
Frisked and chatted very gayly,
Toiled and tugged with Hiawatha
Till the labor was completed.

Then said Hiawatha to him,
“O my little friend, the squirrel,
Bravely have you toiled to help me;
Take the thanks of Hiawatha,
And the name which now he gives you;
For hereafter and forever
Boys shall call you Adjidaumo,
Tail-in-air the boys shall call you!”

And again the sturgeon, Nahma,
Gasped and quivered in the water,
Then was still, and drifted landward
Till he grated on the pebbles,
Till the listening Hiawatha
Heard him grate upon the margin,
Felt him strand upon the pebbles,
Knew that Nahma, King of Fishes,
Lay there dead upon the margin.

Then he heard a clang and flapping,
As of many wings assembling,
Heard a screaming and confusion,
As of birds of prey contending,
Saw a gleam of light above him,
Shining through the ribs of Nahma,
Saw the glittering eyes of sea-gulls,
Of Kayoshk, the sea-gulls, peering,
Gazing at him through the opening,
Heard them saying to each other,
“‘T is our brother, Hiawatha!”

And he shouted from below them,
Cried exulting from the caverns:
“O ye sea-gulls! O my brothers!
I have slain the sturgeon, Nahma;
Make the rifts a little larger,
With your claws the openings widen,
Set me free from this dark prison,
And henceforward and forever
Men shall speak of your achievements,
Calling you Kayoshk, the sea-gulls,
Yes, Kayoshk, the Noble Scratchers!”

And the wild and clamorous sea-gulls
Toiled with beak and claws together,
Made the rifts and openings wider
In the mighty ribs of Nahma,
And from peril and from prison,
From the body of the sturgeon,
From the peril of the water,
They released my Hiawatha.

He was standing near his wigwam,
On the margin of the water,
And he called to old Nokomis,
Called and beckoned to Nokomis,
Pointed to the sturgeon, Nahma,
Lying lifeless on the pebbles,
With the sea-gulls feeding on him.

“I have slain the Mishe-Nahma,
Slain the King of Fishes!” said he;
“Look! the sea-gulls feed upon him,
Yes, my friends Kayoshk, the sea-gulls;
Drive them not away, Nokomis,
They have saved me from great peril
In the body of the sturgeon,
Wait until their meal is ended,
Till their craws are full with feasting,
Till they homeward fly, at sunset,
To their nests among the marshes;
Then bring all your pots and kettles,
And make oil for us in Winter.”

And she waited till the sun set,
Till the pallid moon, the Night-sun,
Rose above the tranquil water,
Till Kayoshk, the sated sea-gulls,
From their banquet rose with clamor,
And across the fiery sunset
Winged their way to far-off islands,
To their nests among the rushes.

To his sleep went Hiawatha,
And Nokomis to her labor,
Toiling patient in the moonlight,
Till the sun and moon changed places,
Till the sky was red with sunrise,
And Kayoshk, the hungry sea-gulls,
Came back from the reedy islands,
Clamorous for their morning banquet.

Three whole days and nights alternate
Old Nokomis and the sea-gulls
Stripped the oily flesh of Nahma,
Till the waves washed through the rib-bones,
Till the sea-gulls came no longer,
And upon the sands lay nothing
But the skeleton of Nahma.