Το δέκατο έκτο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow

Henry_Wadsworth_Longfellow,_photographed_by_Julia_Margaret_Cameron_in_1868 24γραμματα24grammata.com/ ιστορία της λογοτεχνίας

Το παρόν αποτελεί μέρος μιας μεταφραστικής δοκιμής, του υπογράφοντος, με την  οποία επιχειρείται να αποδοθεί στην ελληνική “Το τραγούδι του Χιαγουάθα” (The Song of Hiawatha) του κορυφαίου αμερικάνου ποιητή του 19ου αιώνα  Henry W. Longfellow (1807-1882). Στο κορυφαίο αυτό ποίημα των 631 στροφών, ο Longfellow μας μεταφέρει, μες απ’ τη πορεία της ζωής του ινδιάνου ήρωα Hiawatha, λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής των Ινδιάνικων φυλών πριν την οριστική τους γενοκτονία από τους ευρωπαίους έποικους και γράφτηκε στα 1855. Το ποίημα αυτό συνιστά έναν ύμνο στο φυσικό τρόπο ζωής, τον οποίο βίωναν οι ινδιάνοι της Αμερικής ή οι ιθαγενείς της Ταϊτή (όπως χαρακτηριστικά μας μεταφέρει ο Denis Diderot στο έργο του “Άγριοι και Πολιτισμένοι”(1), προτού και αυτοί γνωρίσουν τον ευρωπαίο κατακτητή). Θα πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι γενικά όλοι οι άνθρωποι κάποτε ζούσαν ένα φυσικό τρόπο ζωής, αλλά η εφεύρεση της μη αναστρέψιμης (κατά πως δείχνουν τα πράγματα σήμερα στον πλανήτη) κρατικής δομής όπως αναλύει στο σημαντικότατό του έργο: “Περί Εθελοδουλείας” ο Étienne  De La Boétie, τον οδήγησε μακριά από τη φύση, και ό,τι αναμένεται να σημάνει για αυτόν, και επίσης στο σχιζοφρενικό τρόπο ζωής του σημερινού “Δυτικού ανθρώπου” (που δεν περιορίζεται βέβαια στην Ευρώπη, την Αυστραλία και την Αμερική) με τις πολλαπλές ηθικές του -στη δουλειά, στο σπίτι, στους φίλους του, στην ιδιωτική ζωή- σε αντίθεση δηλαδή, με τους ινδιάνους της Αμερικής, οι οποίοι είχαν μόνο ένα ηθικό κώδικα. Κώδικα απόλυτα ταιριαστό με το φυσικό τους περιβάλλον.
Η παρούσα μετάφραση, η τρίτη που γίνεται στην ελληνική γλώσσα (2), γίνεται εν προόδω, δηλαδή αποτυπώνει την ανάγνωση καθώς αυτή προχωράει, θα προδημοσιεύεται από το 24grammata.com. και όταν ολοκληρωθεί θα παρουσιαστεί, με τη μορφή ebook από την ηλεκτρονική εκδοτική παρέμβαση του 24grammata.com στα πλαίσια της  σειράς “εν καινώ”.
Ιδιαίτερες ευχαριστίες στο, φίλο παν’ απ’ όλα, Μπάμπη Χαραλαμπόπουλο για το έργο της επιμέλειας και διόρθωσης του κειμένου του τελικού έργου που θα παρουσιαστεί ως ebook.
Γιώργος Πρίμπας.

(1) το εν λόγω βιβλίο κυκλοφόρησε στα ελληνικά το 1993 από τον εκδοτικό οίκο Βανιάς σε μετάφραση Ζήση Σαρίκα, αλλά μελλοντικά θα επιχειρηθεί μία νέα απόδοσή του στα ελληνικά στα πλαίσια της σειράς εν καινώ του 24grammata.com.

(2) οι δύο προηγούμενες είναι:
-του Ιωάννη Περβανόπουλου. Εκδόθηκε το 1888 υπό τον τίτλο “Το άσμα του Χιαβάθα”. Και
-της Γεωργίας Παπαγεωργίου. Εκδόθηκε το 2007 από τις εκδόσεις Ηριδανός υπό τον τίτλο “Το τραγούδι του Χιαγουάθα”,

Για την  εισαγωγή και το πρώτο μέρος από “Το τραγούδι του Hiawatha” του Henry W. Longfellow κλικ εδώ

Το δεύτερο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το τρίτο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το τέταρτο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το πέμπτο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το έκτο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το έβδομο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το όγδοο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το ένατο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το δέκατο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το ενδέκατο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το δωδέκατο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το δέκατο τρίτο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το δέκατο τέταρτο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το δέκατο πέμπτο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

 

The Song of Hiawatha. Το ποίημα στο πρωτότυπο Free ebook- 24grammata.com [κατέβασέτο]

γλώσσα: ελληνική / αγγλική

16.   Ο Pau-Puk-Keewis 

Πώς ο Pau-Puk-Keewis θ’ ακούσεις τώρα,
Αυτός, ο όμορφος Γόης,
Τον οποίο οι άνθρωποι Ανόητη Καταιγίδα ονομάζανε,
Διαταράσσοντας το χωριό, τους κατοίκους του εξόργισε˙
Όλες τις σκανδαλιές του θ’ ακούσεις,
Και το διώξιμο του απ’ τον Hiawatha,
Και την εκπληκτική του μετανάστευση,
Και των περιπετειών του το τέλος.

Στις όχθες της Gitche Gumee,
Στους Nagow Wudjoo, στους αμμόλοφους των οχθών της Μεγάλης Λίμνης,
Στη λαμπερή Μεγάλη Λίμνη δίπλα
Το κατάλυμα του Pau-Puk-Keewis στεκότανε.
Αυτός που με τους παροξυσμούς του ήτανε,
Που στροβιλίζοντας την άμμο, την παρέσυρε και τη σώρευσε,
Στους αμμόλοφους των οχθών της Μεγάλης Λίμνης,
Όταν, μεταξύ των μαζεμένων καλεσμένων,
Αυτός τόσο χαρούμενα και τρελά
Στο γάμο του Hiawatha είχε χορέψει,
Το Χορό του Ζητιάνου είχε χορέψει να τους ευχαριστήσει.

Τώρα, σε αναζήτηση νέων περιπετειών,
Απ’ το κατάλυμά του ο Pau-Puk-Keewis βγήκε,
Στο χωριό με φούρια ήρθε,
Τους νέους άντρες όλους συγκεντρωμένους,
Στο κατάλυμα του γέρου Iagoo, τους βρήκε,
Τις τερατώδεις ιστορίες του,
Για τις υπέροχες περιπέτειες του, ν’ ακούνε.

Αυτός την ιστορία,
Του Ojeeg, του Ιδρυτή του Καλοκαιριού, τους έλεγε,
Πώς στους ουρανούς μια τρύπα έκανε,
Πώς μες στους ουρανούς σκαρφάλωσε,
Και τον καλοκαιρινό καιρό,
Το διαρκές ευχάριστο καλοκαίρι, λευτέρωσε˙
Πώς η Ενυδρίδα πρώτη το δοκίμασε˙
Πώς ο Κάστορας, ο Λύγκας και το Κουνάβι
Το μεγάλο επίτευγμα με τη σειρά τους προσπαθήσανε,
Από βουνοκορφή απόκρημνη
Τις γροθιές τους ενάντια στους ουρανούς χτυπήσανε,
Τα μέτωπά τους ενάντια στον ουρανό χτυπήσανε,
Τον ουρανό ραγίσανε, αλλά δε μπορέσανε να τον σπάσουνε˙
Πώς η Νυφίτσα του Βορρά ξεσηκώθηκε,
Πώς για την αναμέτρηση ετοιμάστηκε:
Σα το σκίουρο τα γόνατά της προς τα κάτω λύγισε,
Σαν το τριζόνι τα χέρια της προς τα πίσω τράβηξε.

“Κάποια στιγμή πήδηξε”, ο γέρος Iagoo είπε,
“Κάποια στιγμή πήδηξε και να!,
Από πάνω της ο ουρανός, όπως ο πάγος στα ποτάμια
Όταν τα νερά φουσκώσουνε από κάτω, κάμφθηκε˙
Για δεύτερη φορά πήδηξε και να!,
Από πάνω της ο ουρανός, όπως ο πάγος στα ποτάμια
Όταν τα νερά πλημμυρίσουνε από κάτω, ράγισε!
Για τρίτη φορά πήδησε και να!,
Από πάνω της ο θρυμματισμένος ουρανός, στα δύο έσπασε,
Και μέσα του αυτή χάθηκε,
Κι έτσι το Ojeeg, η Νυφίτσα Ψαράς,
Μ’ ένα πήδημα, ξοπίσω της ακολούθησε!”

“Σ’ ακούω!” ο Pau-Puk-Keewis κραύγασε,
Καθώς απ’ την πόρτα εισόδου έμπαινε·
“Απ’ όλες αυτές τις διηγήσεις κουράστηκα,
Απ’ τις ιστορίες του γέρου Iagoo κουράστηκα,
Απ’ τη σοφία του Hiawatha κουράστηκα.
Να κάτι,
Που, απ’ τις ακατάπαυστες διηγήσεις, πιο καλά θα σας διασκεδάσει.”

Κατόπιν, έξω απ’ το δέρματος λύκου θηκάρι του,
Με σοβαρότητα,  αυτός,
Tο παιχνίδι με το κύπελλο και τα πιόνια μπροστά τους έσυρε.
Tο Pugasaing, μ’ όλα του τα δεκατρία κομμάτια.
Η ζωγραφισμένη τους πλευρά λευκή ήτανε,
Και σαν κιννάβαρι κόκκινα απ’ την άλλη ήτανε·
Δυο Kenabeeks ή μεγάλα φίδια,
Δυο Ininewug ή πιόνια ανθρώπινων φιγούρων σε σχήμα σφήνας,
Ένα Pugamaugun ή πολεμικό ρόπαλο,
Ένα Keego ή λεπτό ψάρι,
Τέσσερα Ozawabeeks ή στρογγυλά κομμάτια
Και τρία Sheshebwug ή πιόνια σχήματος πάπιας.
Όλα φτιαγμένα από κόκκαλα ήτανε και ζωγραφισμένα,
Όλα εκτός απ’ τα Ozawabeeks·
Αυτά ορειχάλκινα ήτανε,
Στη μια πλευρά τους στιλβωμένα και στην άλλη βαμμένα μαύρα ήτανε.

Σ’ ένα ξύλινο κύπελλο αυτός τα τοποθέτησε
Και καλά τ’ ανακάτεψε,
Στο έδαφος μπροστά του τα ‘ριξε,
Αναφωνώντας: έτσι έκανε κι εξήγησε:
“Όλα τα κομμάτια με την κόκκινη πλευρά τους προς τα πάνω σταθήκανε,
Κι ένα μεγάλο Kenabeek,
Πάνω στη λαμπερή πλευρά ενός ορειχάλκινου κομματιού,
Πάνω σ’ ένα στιλβωμένο ορειχάλκινο κομμάτι, στάθηκε·
Δεκατρείς δεκάδες και οκτώ μετράνε.”

Στη συνέχεια και πάλι τα κομμάτια ανακάτεψε,
Και καλά τ’ ανακάτεψε,
Στο έδαφος μπροστά του τα ‘ριξε,
Ακόμη αναφωνώντας κι εξηγώντας:
“Αμφότερα τα μεγάλα Kenabeeks με το λευκό πέσανε,
Όπως και τα Ininewug με το λευκό πέσανε,
Όλα τ’ άλλα κομμάτια με το κόκκινο πέσανε·
Πέντε δεκάδες και οκτώ μετράνε.”

Έτσι αυτός το παιχνίδι του ρίσκου τους έμαθε,
Έτσι το παρουσίασε και το εξήγησε,
Μέσ’ απ’ όλες τις δυνατές περιπτώσεις,
Δυνατές παραλλαγές και δυνατές σημασίες το ‘τρεξε.
Είκοσι περίεργα μάτια τον προσέχανε,
Γεμάτα προθυμία τον προσέχανε.

“Πολλά παιχνίδια”, ο γέρος Iagoo είπε,
“Πολλά παιχνίδια δεξιοτήτων και ρίσκου
Σε διαφορετικά έθνη εγώ έχω δει
Και σε διαφορετικές χώρες έχω παίξει.
Αυτός που με το γέρο Iagoo θα παίξει
Πολύ σβελτάδα στα δάχτυλα του θα πρέπει να ‘χει·
Αν νομίζεις ότι τόσο επιδέξιος είσαι,
Pau-Puk-Keewis, εγώ μπορώ να σε νικήσω,
Και στο παιχνίδι σου: το κύπελλο και τα πιόνια,
Να σου δώσω μαθήματα εγώ μπορώ!”

Έτσι λοιπόν μαζί καθίσανε και παίξανε,
Οι γέροι άντρες όλοι και οι νέοι άνδρες όλοι,
Για ρούχα, όπλα και χάντρες παίξανε,
Ίσαμε τα μεσάνυχτα παίζανε, ίσαμε το πρωί παίζανε,
Παίζανε μέχρι που ο Γόης,
Μέχρι που ο πονηρός Pau-Puk-Keewis,
Απ’ τους θησαυρούς τους αυτός τους απογύμνωσε,
Απ’ τα καλύτερα των ρούχων τους:
Ελαφήσιες μπλούζες,  χιτώνες από ερμίνα,
Ζώνες με χάντρες, λοφία από φτερά,
Κι απ’ τα πολεμοχαρή τους όπλα, τις πίπες και τα θηκάρια τους, αυτός τους απογύμνωσε.
Είκοσι μάτια αυτόν αγριοκοιτάζανε,
Με σαν του λύκου τα μάτια αυτόν αγριοκοιτάζανε.

O τυχερός Pau-Puk-Keewis, είπε:
“Στο καλύβι μου μοναχικός είμαι,
Στις περιπλανήσεις και τις περιπέτειες μου
Ενός συντρόφου την ανάγκη έχω,
Με χαρά μου το Meshinauwa,
Συνοδό μου και κομιστή της πίπας μου θα ‘χω.
Όλ’ αυτά τα κέρδη μου θα τα ρισκάρω,
Όλ’ αυτά τα ενδύματα που γύρω μου σωρευτήκανε,
Όλες αυτές τις χάντρες, όλ’ αυτά τα φτερά,
Όλα σε μια ζαριά,
Για κείνον το νεαρό άντρα εκεί πέρα, θα τα ρισκάρω!”
Ένας νεαρός άντρας δεκάξι καλοκαιριών ήτανε,
Ένας ανεψιός του Iagoo ήτανε˙
Πρόσωπο στην Ομίχλη, οι άνθρωποι τoν ονομάζανε.

Όπως η φωτιά μες σ’ ένα σωλήνα πίπας καίει,
Σε σκούρο κόκκινο κάτω απ’ τις στάχτες λάμποντας,
Έτσι, κάτω απ’ τα δασύτριχα φρύδια του
Τα μάτια του γέρου Iagoo λάμπανε.
“Ουγκ!”, πολύ άγρια αυτός απάντησε˙
“Ουγκ!”, όλοι μαζί και ο καθένας τους απαντήσανε.

Το ξύλινο κύπελλο ο γέρος άντρας,
Σφιχτά με τα κοκκαλιάρικα χέρια του, άρπαξε,
Το Onagon, το μοιραίο κύπελλο, κρατούσε,
Άγρια και με οργή το τίναξε
Κάνοντας τα κομμάτια, τα πιόνια του Pugasaing, όλα μαζί να κουδουνίζουνε
Καθώς αυτός κάτω μπροστά του τα ‘ριξε.

Αμφότερα τα μεγάλα Kenabeeks με το κόκκινο πέσανε,
Και τα Ininewug με το κόκκινο πέσανε,
Και τα Sheshebwug με το κόκκινο πέσανε,
Τα τέσσερα ορειχάλκινα Ozawabeeks με το μαύρο πέσανε,
Και μονάχα το Keego, το λεπτό ψάρι, με το λευκό έπεσε˙
Μόνον πέντε να μετράνε!

Κατόπιν ο Pau-Puk-Keewis γελώντας,
Το κύπελλο τίναξε και τα κομμάτια πέταξε˙
Μαλακά στον αέρα αυτός τα ‘ριξε,
Και γύρω του διασκορπιστήκανε μόλις πέσανε˙
Κάποια Ozawabeeks με το λευκό και τα υπόλοιπα με το μαύρο πέσανε,
Κάποια απ’ τ’ άλλα με το λευκό και κάποια με το κόκκινο πέσανε,
Και όρθιο μεταξύ των άλλων
Ένα Ininewug στεκότανε,
Και ταυτόχρονα, ο πανούργος Pau-Puk-Keewis,
Που μόνος του στεκότανε μεταξύ των παικτών, είπε:
“Πέντε δεκάδες! Δικό μου το παιχνίδι είναι,”

Είκοσι μάτια αυτόν αγριοκοιτάζανε,
Με σαν του λύκου τα μάτια αυτόν αγριοκοιτάζανε,
Καθώς αυτός γύρισε κι απ΄ το καλύβι έφυγε,
Απ’ τον Meshinauwa ακολουθούμενος,
Απ’ του Iagoo τον ανεψιό,
Απ’ τον ψηλό και κομψό έφηβο,
Στα χέρια του, τα κέρδη, κουβαλώντας,
Ελαφήσιες μπλούζες,  χιτώνες από ερμίνα,
Ζώνες με χάντρες, πίπες και λοφία από φτερά.

“Μετάφερέ τα”, ο Pau-Puk-Keewis είπε,
Και με την από φτερά βεντάλια του δείχνοντας, συνέχισε:
“Για το καλύβι μου μακριά προς την ανατολή,
Στους Nagow Wudjoo, στους αμμόλοφους των οχθών της Μεγάλης Λίμνης!”

Ζεστά και κόκκινα, απ’ τον καπνό και τα τυχερά παιχνίδια,
Τα μάτια του Pau-Puk-Keewis ήτανε,
Όταν μπροστά,
Στη φρεσκάδα του ευχάριστου Καλοκαιρινού πρωινού, εμφανίστηκε.
Όλα τα πουλιά εύθυμα τραγουδούσανε,
Όλα τα ρυάκια γρήγορα ρέανε,
Και του Pau-Puk-Keewis η καρδιά
Όπως τα πουλιά τραγουδάνε, ευχάριστα τραγουδούσε,
Όπως τα ρυάκια, θριαμβευτικά χτυπούσε,
Καθώς αυτός μες στο χωριό περιπλανιότανε,
Πολύ νωρίς το πρωί,
Με την από φτερά γαλοπούλας βεντάλια του,
Με το λοφίο του και τις τούφες του από πούπουλα κύκνου,
Ώσπου στο απώτατο καλύβι έφτασε,
Στου Hiawatha το κατάλυμα έφτασε.

Ερημιά και ησυχία επικρατούσανε·
Με κανέναν, στην πόρτα εισόδου, δε συναντήθηκε,
Κανένας, να του προσφέρει καλωσόρισμα, δεν ήρθε·
Αλλά μονάχα τα πουλιά γύρω απ’ το καλύβι τραγουδούσανε,
Μέσα κι έξω και γύρω από την πόρτα εισόδου,
Χοροπηδούσανε, τραγουδούσανε, φτερουγίζανε, τσιμπολογούσανε,
Και ψηλά, πάνω στο δοκάρι της κορφής,
Το Kahgahgee, ο Βασιλιάς των Κορακιών,
Με φλογισμένα μάτια και ουρλιάζοντας καθότανε,
Τα φτερά του στον Pau-Puk-Keewis φτερουγίζοντας.

“Όλοι έχουνε φύγει! Άδειο το κατάλυμα είναι!”
Έτσι αυτό στον Pau-Puk-Keewis μίλησε,
Στην καρδιά του το κακό αποφασιζότανε,
“O προσεκτικός Hiawatha έχει φύγει,
Η ανόητη Γελαστό Νερό έχει φύγει,
Η Nokomis, η γριά γυναίκα, έχει φύγει
Και το κατάλυμα απροστάτευτο αφέθηκε!”

Απ’ το λαιμό αυτός το κοράκι άρπαξε,
Σαν κρόταλο γύρω του το στροβίλισε,
Σαν θηκάρι με θεραπευτικά αυτός το τίναξε,
Και το Kahgahgee, το κοράκι, αυτός στραγγάλισε,
Απ’ το δοκάρι της κορφής του καλυβιού,
Τ’ άψυχό του σώμα τ’ άφησε,
Ως προσβολή προς τον αφέντη του,
Ως χλευασμός προς τον Hiawatha, να κρέμεται.

Με λαθραίο βήμα αυτός εισήλθε,
Ολόγυρα στο κατάλυμα,
Τα πράγματα που αυτός είχε πρόσβαση, άτακτα όπως να ‘ναι, κάτω τα ‘ριχνε,
Και σε στοίβες ανάκατα,
Τα ξύλινα κύπελλα και τους πήλινους βραστήρες,
Τους βουβαλίσιους και καστόρινους χιτώνες,
Τ’ από ενυδρίδα, λύγκα κι ερμίνα δέρματα,
Ως προσβολή προς τη Nokomis,
Ως χλευασμός προς τη Minnehaha, σώρευσε.

Στη συνέχεια ο Pau-Puk-Keewis αναχώρησε,
Μέσ’ απ’ το δάσος σφυρίζοντας και τραγουδώντας,
Εύθυμα στους σκίουρους αυτός σφύριζε,
Που, απ’ τα κούφια από πάνω του κλαδιά,
Επάνω του των βελανιδιών τα τσόφλια ρίχνανε,
Εύθυμα στα πουλιά του δάσους αυτός τραγουδούσε,
Που έξω απ’ το φυλλώδες σκοτάδι
Μ’ έναν εύθυμο σκοπό απαντούσανε.

Μετά αυτός στα βραχώδη ακρωτήρια σκαρφάλωσε,
Πέρα απ’ τη Gitche Gumee, τη Μεγάλη Λίμνη, κοιτάζοντας,
Πάνω στην κορφή τους σκαρφαλωμένος,
Με κέφι και σκανδαλιά γεμάτος
Την επιστροφή του Hiawatha περιμένοντας.

Κι εκεί, με τεντωμένη την πλάτη του καθότανε˙
Μακριά, κάτω απ’ αυτόν, του φαινότανε πως στα νερά πιτσιλιζότανε,
Πως στα ονειρικά νερά ραντιζότανε και πλενότανε˙
Μακριά, πάνω απ’ αυτόν, του φαινότανε πως στους ουρανούς κολυμπούσε,
Πως στους ιλιγγιώδεις κι ονειρικούς ουρανούς κολυμπούσε˙
Γύρω του όμως,
Του Hiawatha τα βουνίσια κοτόπουλα, αιωρούνταν, φτερουγίζανε και σιγοτρίζανε,
Και ο σχηματισμός της αγέλης τους γύρω του γύριζε και σάρωνε,
Σχεδόν, με τα μικρά τους τα φτερά, τον βουρτσίζανε.

Και αυτός, όπως εκεί καθότανε, τα σκότωσε,
Κατά δεκάδες και εικοσάδες τα ‘σφαξε,
Τα σώματά τους κάτω στ’ ακρωτήρι πέταξε,
Στην όχθη, κάτω απ’ αυτόν, τα ‘ριξε,
Μέχρι που κάποτε ο Kayoshk, ο γλάρος,
Σ’ ένα βράχο από πάνω τους σκαρφαλωμένος, κραύγασε:
“O Pau-Puk-Keewis είναι!
Αυτός που κατά εκατοντάδες μας σκοτώνει, είναι!
Στον αδελφό μας μήνυμα στείλτε,
Στον Hiawatha τα νέα στείλτε!”

XVI. Pau-Puk-Keewis

You shall hear how Pau-Puk-Keewis,
He, the handsome Yenadizze,
Whom the people called the Storm-Fool,
Vexed the village with disturbance;
You shall hear of all his mischief,
And his flight from Hiawatha,
And his wondrous transmigrations,
And the end of his adventures.

On the shores of Gitche Gumee,
On the dunes of Nagow Wudjoo,
By the shining Big-Sea-Water
Stood the lodge of Pau-Puk-Keewis.
It was he who in his frenzy
Whirled these drifting sands together,
On the dunes of Nagow Wudjoo,
When, among the guests assembled,
He so merrily and madly
Danced at Hiawatha’s wedding,
Danced the Beggar’s Dance to please them.

Now, in search of new adventures,
From his lodge went Pau-Puk-Keewis,
Came with speed into the village,
Found the young men all assembled
In the lodge of old Iagoo,
Listening to his monstrous stories,
To his wonderful adventures.

He was telling them the story
Of Ojeeg, the Summer-Maker,
How he made a hole in heaven,
How he climbed up into heaven,
And let out the summer-weather,
The perpetual, pleasant Summer;
How the Otter first essayed it;
How the Beaver, Lynx, and Badger
Tried in turn the great achievement,
From the summit of the mountain
Smote their fists against the heavens,
Smote against the sky their foreheads,
Cracked the sky, but could not break it;
How the Wolverine, uprising,
Made him ready for the encounter,
Bent his knees down, like a squirrel,
Drew his arms back, like a cricket.

“Once he leaped,” said old Iagoo,
“Once he leaped, and lo! above him
Bent the sky, as ice in rivers
When the waters rise beneath it;
Twice he leaped, and lo! above him
Cracked the sky, as ice in rivers
When the freshet is at highest!
Thrice he leaped, and lo! above him
Broke the shattered sky asunder,
And he disappeared within it,
And Ojeeg, the Fisher Weasel,
With a bound went in behind him!”

“Hark you!” shouted Pau-Puk-Keewis
As he entered at the doorway;
“I am tired of all this talking,
Tired of old Iagoo’s stories,
Tired of Hiawatha’s wisdom.
Here is something to amuse you,
Better than this endless talking.”

Then from out his pouch of wolf-skin
Forth he drew, with solemn manner,
All the game of Bowl and Counters,
Pugasaing, with thirteen pieces.
White on one side were they painted,
And vermilion on the other;
Two Kenabeeks or great serpents,
Two Ininewug or wedge-men,
One great war-club, Pugamaugun,
And one slender fish, the Keego,
Four round pieces, Ozawabeeks,
And three Sheshebwug or ducklings.
All were made of bone and painted,
All except the Ozawabeeks;
These were brass, on one side burnished,
And were black upon the other.

In a wooden bowl he placed them,
Shook and jostled them together,
Threw them on the ground before him,
Thus exclaiming and explaining:
“Red side up are all the pieces,
And one great Kenabeek standing
On the bright side of a brass piece,
On a burnished Ozawabeek;
Thirteen tens and eight are counted.”

Then again he shook the pieces,
Shook and jostled them together,
Threw them on the ground before him,
Still exclaiming and explaining:
“White are both the great Kenabeeks,
White the Ininewug, the wedge-men,
Red are all the other pieces;
Five tens and an eight are counted.”

Thus he taught the game of hazard,
Thus displayed it and explained it,
Running through its various chances,
Various changes, various meanings:
Twenty curious eyes stared at him,
Full of eagerness stared at him.

“Many games,” said old Iagoo,
“Many games of skill and hazard
Have I seen in different nations,
Have I played in different countries.
He who plays with old Iagoo
Must have very nimble fingers;
Though you think yourself so skilful,
I can beat you, Pau-Puk-Keewis,
I can even give you lessons
In your game of Bowl and Counters!”

So they sat and played together,
All the old men and the young men,
Played for dresses, weapons, wampum,
Played till midnight, played till morning,
Played until the Yenadizze,
Till the cunning Pau-Puk-Keewis,
Of their treasures had despoiled them,
Of the best of all their dresses,
Shirts of deer-skin, robes of ermine,
Belts of wampum, crests of feathers,
Warlike weapons, pipes and pouches.
Twenty eyes glared wildly at him,
Like the eyes of wolves glared at him.

Said the lucky Pau-Puk-Keewis:
“In my wigwam I am lonely,
In my wanderings and adventures
I have need of a companion,
Fain would have a Meshinauwa,
An attendant and pipe-bearer.
I will venture all these winnings,
All these garments heaped about me,
All this wampum, all these feathers,
On a single throw will venture
All against the young man yonder!”
`T was a youth of sixteen summers,
`T was a nephew of Iagoo;
Face-in-a-Mist, the people called him.

As the fire burns in a pipe-head
Dusky red beneath the ashes,
So beneath his shaggy eyebrows
Glowed the eyes of old Iagoo.
“Ugh!” he answered very fiercely;
“Ugh!” they answered all and each one.

Seized the wooden bowl the old man,
Closely in his bony fingers
Clutched the fatal bowl, Onagon,
Shook it fiercely and with fury,
Made the pieces ring together
As he threw them down before him.

Red were both the great Kenabeeks,
Red the Ininewug, the wedge-men,
Red the Sheshebwug, the ducklings,
Black the four brass Ozawabeeks,
White alone the fish, the Keego;
Only five the pieces counted!

Then the smiling Pau-Puk-Keewis
Shook the bowl and threw the pieces;
Lightly in the air he tossed them,
And they fell about him scattered;
Dark and bright the Ozawabeeks,
Red and white the other pieces,
And upright among the others
One Ininewug was standing,
Even as crafty Pau-Puk-Keewis
Stood alone among the players,
Saying, “Five tens! mine the game is,”

Twenty eyes glared at him fiercely,
Like the eyes of wolves glared at him,
As he turned and left the wigwam,
Followed by his Meshinauwa,
By the nephew of Iagoo,
By the tall and graceful stripling,
Bearing in his arms the winnings,
Shirts of deer-skin, robes of ermine,
Belts of wampum, pipes and weapons.

“Carry them,” said Pau-Puk-Keewis,
Pointing with his fan of feathers,
“To my wigwam far to eastward,
On the dunes of Nagow Wudjoo!”

Hot and red with smoke and gambling
Were the eyes of Pau-Puk-Keewis
As he came forth to the freshness
Of the pleasant Summer morning.
All the birds were singing gayly,
All the streamlets flowing swiftly,
And the heart of Pau-Puk-Keewis
Sang with pleasure as the birds sing,
Beat with triumph like the streamlets,
As he wandered through the village,
In the early gray of morning,
With his fan of turkey-feathers,
With his plumes and tufts of swan’s down,
Till he reached the farthest wigwam,
Reached the lodge of Hiawatha.

Silent was it and deserted;
No one met him at the doorway,
No one came to bid him welcome;
But the birds were singing round it,
In and out and round the doorway,
Hopping, singing, fluttering, feeding,
And aloft upon the ridge-pole
Kahgahgee, the King of Ravens,
Sat with fiery eyes, and, screaming,
Flapped his wings at Pau-Puk-Keewis.

“All are gone! the lodge is empty!”
Thus it was spake Pau-Puk-Keewis,
In his heart resolving mischief
“Gone is wary Hiawatha,
Gone the silly Laughing Water,
Gone Nokomis, the old woman,
And the lodge is left unguarded!”

By the neck he seized the raven,
Whirled it round him like a rattle,
Like a medicine-pouch he shook it,
Strangled Kahgahgee, the raven,
From the ridge-pole of the wigwam
Left its lifeless body hanging,
As an insult to its master,
As a taunt to Hiawatha.

With a stealthy step he entered,
Round the lodge in wild disorder
Threw the household things about him,
Piled together in confusion
Bowls of wood and earthen kettles,
Robes of buffalo and beaver,
Skins of otter, lynx, and ermine,
As an insult to Nokomis,
As a taunt to Minnehaha.

Then departed Pau-Puk-Keewis,
Whistling, singing through the forest,
Whistling gayly to the squirrels,
Who from hollow boughs above him
Dropped their acorn-shells upon him,
Singing gayly to the wood birds,
Who from out the leafy darkness
Answered with a song as merry.

Then he climbed the rocky headlands,
Looking o’er the Gitche Gumee,
Perched himself upon their summit,
Waiting full of mirth and mischief
The return of Hiawatha.

Stretched upon his back he lay there;
Far below him splashed the waters,
Plashed and washed the dreamy waters;
Far above him swam the heavens,
Swam the dizzy, dreamy heavens;
Round him hovered, fluttered, rustled
Hiawatha’s mountain chickens,
Flock-wise swept and wheeled about him,
Almost brushed him with their pinions.

And he killed them as he lay there,
Slaughtered them by tens and twenties,
Threw their bodies down the headland,
Threw them on the beach below him,
Till at length Kayoshk, the sea-gull,
Perched upon a crag above them,
Shouted: “It is Pau-Puk-Keewis!
He is slaying us by hundreds!
Send a message to our brother,
Tidings send to Hiawatha!”