Το δωδέκατο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow

Henry_Wadsworth_Longfellow,_photographed_by_Julia_Margaret_Cameron_in_1868 24γραμματα24grammata.com/ ιστορία της λογοτεχνίας

Το παρόν αποτελεί μέρος μιας μεταφραστικής δοκιμής, του υπογράφοντος, με την  οποία επιχειρείται να αποδοθεί στην ελληνική “Το τραγούδι του Χιαγουάθα” (The Song of Hiawatha) του κορυφαίου αμερικάνου ποιητή του 19ου αιώνα  Henry W. Longfellow (1807-1882). Στο κορυφαίο αυτό ποίημα των 631 στροφών, ο Longfellow μας μεταφέρει, μες απ’ τη πορεία της ζωής του ινδιάνου ήρωα Hiawatha, λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής των Ινδιάνικων φυλών πριν την οριστική τους γενοκτονία από τους ευρωπαίους έποικους και γράφτηκε στα 1855. Το ποίημα αυτό συνιστά έναν ύμνο στο φυσικό τρόπο ζωής, τον οποίο βίωναν οι ινδιάνοι της Αμερικής ή οι ιθαγενείς της Ταϊτή (όπως χαρακτηριστικά μας μεταφέρει ο Denis Diderot στο έργο του “Άγριοι και Πολιτισμένοι”(1), προτού και αυτοί γνωρίσουν τον ευρωπαίο κατακτητή). Θα πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι γενικά όλοι οι άνθρωποι κάποτε ζούσαν ένα φυσικό τρόπο ζωής, αλλά η εφεύρεση της μη αναστρέψιμης (κατά πως δείχνουν τα πράγματα σήμερα στον πλανήτη) κρατικής δομής όπως αναλύει στο σημαντικότατό του έργο: “Περί Εθελοδουλείας” ο Étienne  De La Boétie, τον οδήγησε μακριά από τη φύση, και ό,τι αναμένεται να σημάνει για αυτόν, και επίσης στο σχιζοφρενικό τρόπο ζωής του σημερινού “Δυτικού ανθρώπου” (που δεν περιορίζεται βέβαια στην Ευρώπη, την Αυστραλία και την Αμερική) με τις πολλαπλές ηθικές του -στη δουλειά, στο σπίτι, στους φίλους του, στην ιδιωτική ζωή- σε αντίθεση δηλαδή, με τους ινδιάνους της Αμερικής, οι οποίοι είχαν μόνο ένα ηθικό κώδικα. Κώδικα απόλυτα ταιριαστό με το φυσικό τους περιβάλλον.
Η παρούσα μετάφραση, η τρίτη που γίνεται στην ελληνική γλώσσα (2), γίνεται εν προόδω, δηλαδή αποτυπώνει την ανάγνωση καθώς αυτή προχωράει, θα προδημοσιεύεται από το 24grammata.com. και όταν ολοκληρωθεί θα παρουσιαστεί, με τη μορφή ebook από την ηλεκτρονική εκδοτική παρέμβαση του 24grammata.com στα πλαίσια της  σειράς “εν καινώ”.
Ιδιαίτερες ευχαριστίες στο, φίλο παν’ απ’ όλα, Μπάμπη Χαραλαμπόπουλο για το έργο της επιμέλειας και διόρθωσης του κειμένου του τελικού έργου που θα παρουσιαστεί ως ebook.
Γιώργος Πρίμπας.

(1) το εν λόγω βιβλίο κυκλοφόρησε στα ελληνικά το 1993 από τον εκδοτικό οίκο Βανιάς σε μετάφραση Ζήση Σαρίκα, αλλά μελλοντικά θα επιχειρηθεί μία νέα απόδοσή του στα ελληνικά στα πλαίσια της σειράς εν καινώ του 24grammata.com.

(2) οι δύο προηγούμενες είναι:
-του Ιωάννη Περβανόπουλου. Εκδόθηκε το 1888 υπό τον τίτλο “Το άσμα του Χιαβάθα”. Και
-της Γεωργίας Παπαγεωργίου. Εκδόθηκε το 2007 από τις εκδόσεις Ηριδανός υπό τον τίτλο “Το τραγούδι του Χιαγουάθα”,

Για την  εισαγωγή και το πρώτο μέρος από “Το τραγούδι του Hiawatha” του Henry W. Longfellow κλικ εδώ

Το δεύτερο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το τρίτο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το τέταρτο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το πέμπτο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το έκτο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το έβδομο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το όγδοο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το ένατο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το δέκατο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το ενδέκατο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

 

The Song of Hiawatha. Το ποίημα στο πρωτότυπο Free ebook- 24grammata.com [κατέβασέτο]

γλώσσα: ελληνική / αγγλική

12. Ο Γιός του Αποσπερίτη

Εξ αιτίας του κατερχόμενου ήλιου,
Πάνω απ’ το επίπεδο του νερού, θα μπορούσε να οφείλεται;
Ή η Κόκκινη Κύκνος* καθώς έπλεε και πετούσε,
Από το μαγικό βέλος πληγωμένη,
Τα κύματα όλα με βαθύ κόκκινο χρώμα έβαφε,
Με το βαθύ κόκκινο χρώμα του αίματός της,
Tον αέρα ολάκερο με λαμπρότητα πληρώνοντας:
Με τη λαμπρότητα των φτερών της.

*Η Red Swan είναι πρόσωπο της ινδιάνικης μυθολογίας.

Αν το πρώτο είναι, τότε στον κατερχόμενο ήλιο,
Καθώς κάτω μες στο νερό βυθίζεται, θα μπορούσε να οφείλεται;
Όλο το μωβ που ο ουρανός βάφτηκε,
Όλο το βυσσινί που το νερό ερυθρύνθηκε!
Αν το δεύτερο είναι, τότε στης Κόκκινης Κύκνου την πλεύση,
Καθώς κάτω απ’ το νερό καταδύεται, θα μπορούσε να οφείλεται;
Και στον ουρανό τα (ματωμένα) φτερά της σηκώνονται,
Και με το αίμα της τα κύματα βάφονται!

Ο Αποσπερίτης από πάνω
Μες στο πορφυρό έλιωνε κι έτρεμε,
Κρεμασμένος στο λυκόφως αιωρούνταν.
Όχι; Μήπως τα σφαιρίδια των χαντρών,
Σους χιτώνες του Μεγάλου Πνεύματος ήτανε
Καθώς Αυτό μέσ’ από λυκόφως περνούσε
Και σιωπηρά κατά μήκος των ουρανών βάδιζε;

Τον Αποσπερίτη με χαρά ο Iagoo είδε
Και με σπουδή είπε: “Ιδού!
Τον ιερό Αποσπερίτη δείτε!
Μια θαυμαστή ιστορία πρόκειται ν’ ακούσετε,
Του Osseo την ιστορία ακούστε,
Του Osseo, του γιού του Αποσπερίτη!

“Κάποτε, σε μέρες στη λήθη πια χαμένες,
Σ’ εποχές κοντά στου κόσμου την αρχή,
Όταν οι ουρανοί πιο κοντά μας ήτανε,
Και οι Θεοί πιο οικείοι ήτανε,
Ένας κυνηγός στη χώρα του βορρά,
Με τις δέκα νέες και χαριτωμένες του κόρες, ζούσε.
Ψηλές κι ευκίνητες, αυτές, σαν ραβδιά ιτιάς ήτανε˙
Η ασύγκριτη Oweenee, η πιο νέα,
Αυτή η δύστροπη πεισματάρα,
Αυτή η ολιγόλογη ονειρική κόρη,
Η ωραιότερη απ’ όλες τις αδελφές ήτανε.

“Όλες αυτές οι γυναίκες πολεμιστές παντρευτήκανε,
Γενναίους και αγέρωχους συζύγους παντρευτήκανε·
Μόνον η Oweenee, η πιο νέα,
Μ’ όλους αυτούς που την αγαπούσανε, όλους τους νέους κι όμορφους μνηστήρες της,
Αυτή γελούσε και τους αψηφούσε,
Κι έπειτα αυτή το γέρο Osseo παντρεύτηκε,
Το γέρο Osseo, το φτωχό και άσχημο,
Απ’ τα χρόνια εξαντλημένο, ασθενικό με βήχα,
Σαν τον σκίουρο πάντα βήχοντας.

“Αχ, αλλά όμορφο μέσα του
Το πνεύμα του Osseo ήτανε,
Απ’ τον Αποσπερίτη κατέβηκε,
T’ Αστέρι του Δειλινού, τ’ Αστέρι των Γυναικών,
T’ αστέρι της τρυφερότητας και του πάθους!
Η φωτιά του όλη στο στήθος του ήτανε,
Η ομορφιά του όλη στο πνεύμα του ήτανε,
Το μυστήριό του όλο στην ύπαρξή του ήτανε,
Η λάμψη του όλη στη γλώσσα του ήτανε!

“Κι όλοι όσοι την είχανε αγαπήσει και τους είχε απορρίψει,
Άντρες όμορφοι με ζώνες με χάντρες,
Άντρες όμορφοι με χρώματα βαμμένοι και με φτερά ήτανε.
Δεικτικά για την απόφασή της μιλούσανε,
Ο περίγελός τους και το γέλιο τους την ακολουθούσανε.
Αλλά αυτή έλεγε: ‘Για σας δε με νοιάζει,
Για τις ζώνες σας με τις χάντρες δε με νοιάζει,
Για τα χρώματα που βαμμένοι είστε και τα φτερά σας δε με νοιάζει,
Για τους περίγελούς σας και τα γέλια σας αδιαφορώ·
Με τον Osseo ευτυχισμένη είμαι!’

“Κάποτε σε μια μεγάλη γιορτή καλεσμένοι ήτανε,
Μέσ’ απ’ την υγρασία και τη θολούρα του σούρουπου,
Οι δέκα αδελφές μαζί περπατούσανε,
Μαζί με τους άντρες τους περπατούσανε·
Αργά-αργά και ο γέρος Osseo,
Με την ωραία Oweenee δίπλα του, ακολουθούσε·
Όλοι οι άλλοι εύθυμα συνομιλούσανε,
Αυτοί οι δυο σιωπηρά περπατούσανε.

“Δυτικά στον ουρανό ο Osseo, σαν εκλιπαρώντας
Με προσήλωση κοιτούσε,
Σταματούσε συχνά και ικετεύοντας
Και προς τον τρεμάμενο Αποσπερίτη κοιτούσε,
Προς το τρυφερό Αστέρι των Γυναικών·
Και τον ακούσανε απαλά να μουρμουράει:
‘Αχ, Πατέρα, τη θεία δίκη εξέφρασε!
Έλεος πατέρα μου, σε μένα το έλεος σου δείξε!’

“Και η μεγαλύτερη απ’ τις αδερφές είπε: ‘Ακούστε!
Στον πατέρα του προσεύχεται!
Τι κρίμα που ο γέρος
Στο δρόμο να μη σκοντάφτει,
Το λαιμό του να μη σπάει πέφτοντας!’
Και γέλασαν τόσο μέχρι π’ όλο το δάσος,
Με το απρεπές γέλιο τους, αντήχησε.

“Στη διαδρομή τους μέσ’ απ’ τα δάση
Μια βελανιδιά, από καταιγίδες ξεριζωμένη, πεσμένη κείτονταν,
Ο μεγάλος κορμός μιας βελανιδιάς πεσμένος κείτονταν,
Κατά το ήμισυ στα φύλλα και στα βρύα θαμμένος,
Σαπισμένος, θρυμματισμένος, τεράστιος και κούφιος.
Και ο Osseo, όταν τον είδε,
Μια κραυγή, μια κραυγή αγωνίας, έβγαλε,
Μες στο σπήλαιό της, που έχασκε, αυτός πήδησε,
Απ’ το ‘να το άκρο ένας γέρος άντρας,
Σπαταλημένος, ρυτιδιασμένος, γερασμένος κι άσχημος εισήλθε·
Κι απ’ τ’ άλλο τ’ άκρο ένας νέος άντρας,
Ψηλός, ευθυτενής, δυνατός και όμορφος εξήλθε.

“Έτσι ο Osseo μεταμορφώθηκε,
Έτσι τα νιάτα του και η ομορφιά του αποκαταστάθηκαν·
Αλλά, για τον καλό Osseo και την πιστή Oweenee,
Αλίμονο!, και αυτή επίσης,
Το ίδιο περίεργα, μεταμορφώθηκε,
Αλλά σε μια γριά αδύναμη γυναίκα,
Με το σώμα της προς τα μέσα να ‘χει καταρρεύσει,
Σπαταλημένο, ρυτιδιασμένο, γερασμένο κι άσχημο!
Και οι αδελφές της με τους άντρες τους
Γέλασαν μέχρι π’ όλο το δάσος,
Με το απρεπές γέλιο τους, αντήχησε.

“Αλλά απ’ αυτήν ο Osseo δεν απομακρύνθηκε,
Με πιο αργά βήματα δίπλα της περπάτησε,
Το χέρι της, σκούρο και μαραμένο
Σαν ένα φύλλο βελανιδιάς το Χειμώνα, πήρε,
Nenemoosha, τη γλυκιά του (αγαπημένη), την ονόμασε
Με μαλακά λόγια καλοσύνης τον πόνο της απάλυνε,
Μέχρι στο κατάλυμα που γινότανε η γιορτή να φτάσουνε,
Μέχρι το καλύβι αυτοί να καθίσουνε,
Στου Αποσπερίτη τη λατρεία ιερή αφιέρωση
Στου Αστεριού της Γυναίκας προσφορά.

“Σ’ οράματα τυλιγμένος, σ’ όνειρα χαμένος,
Ο Osseo στο συμπόσιο καθότανε·
Όλοι κεφάτοι ήτανε, όλοι ευχαριστημένοι ήτανε,
Όλοι, πλην του Osseo, χαρούμενοι ήτανε.
Μήτε φαγητό μήτε ποτό αυτός δοκίμασε,
Μήτε να μιλήσει μήτε ν’ ακούσει·
Αλλά ως σαστισμένος αυτός καθότανε,
Ονειρικά και λυπημένα κοιτώντας:
Αρχικά την Oweenee και κατόπιν άνωθεν
Στο λαμπερό από πάνω τους ουρανό.

“Τότε μια φωνή, έναν ψίθυρο, αυτός άκουσε,
Απ’ το έναστρο τρισμακρινό να ‘ρχεται,
Απ’ το αχανές κενό να ‘ρχεται,
Σιγανή, μουσική και τρυφερή·
Και η φωνή είπε: ‘Ω! Osseo!
Ω γιέ μου, ο πιο πολυαγαπημένος μου!
Τα ξόρκια που σε δεσμεύανε,
Όλες των μάγων οι μαγείες,
Όλες οι μαγικές δυνάμεις του κακού, σπασμένα είναι·
Σε μένα έλα· Osseo ανέβα!

“’Το φαγητό δοκίμασε που μπροστά σου βρίσκεται:
Ευλογημένο και μαγεμένο είναι,
Μαγικές δυνάμεις περιέχει,
Σε πνεύμα θα σ’ αλλάξει.
Όλα τα κύπελλα κι όλοι οι βραστήρες σας
Ξύλινα και πήλινα πλέον δε θα ‘ναι·
Αλλά τα κύπελλα σ’ άλλα απ’ το υλικό των χαντρών να τ’ αλλάξετε,
Και οι βραστήρες από ασήμι θα πρέπει να ‘ναι·
Σαν  άλικα κοχύλια θα πρέπει να λάμπουνε,
Σαν τη φωτιά θα πρέπει να λάμπουνε και να φέγγουνε.

“’Και οι γυναίκες πλέον,
Τη θλιβερή μοίρα του μόχθου, δε θα την υποφέρουνε,
Αλλά θ’ αλλάξουνε σε πουλιά
Και με την ομορφιά της αστροφεγγιάς θ’ ακτινοβολούνε,
Με το σκοτεινό μεγαλείο
Των βραδινών ουρανών και νεφών τη νύχτα βαμμένες!’

“Ό,τι ο Osseo ως ψιθύρους άκουσε,
Ό,τι ως λέξεις κατανόησε,
Στους υπόλοιπους σα μουσική ακουγότανε,
Σα μουσική απόμακρων πουλιών,
Απ’ το απόμακρο νυχτοπούλι,
Απ’ το μοναχικό Wawonaissa
Στο σκοτεινό και μελαγχολικό δάσος να τραγουδά.

“Και τότε το κατάλυμα άρχισε να τρέμει,
Αμέσως άρχισε να σειέται και να τρέμει,
Κι όλο να υψώνεται αυτοί το νοιώθανε,
Σιγά-σιγά μέσ’ στον αέρα ν’ ανυψώνεται,
Απ’ των κορφών των δέντρων τη σκοτεινιά
Προς τη δροσόλουστη αστροφεγγιά,
Μέχρι που τα ψηλότερα των κλαδιών αυτό τα πέρασε·
Και ιδού! Όλα τα ξύλινα πιάτα
Σε κόκκινα κελύφη (από υλικό χαντρών) είχανε αλλάξει!
Και ιδού! Όλοι οι πήλινοι βραστήρες
Σε ασημί δοχεία είχανε αλλάξει!
Και του καλυβιού τα δοκάρια οροφής
Σαν ασημένιες ράβδοι ακτινοβολούσανε,
Και η από πάνω τους στέγη από φλοιούς
Σαν το κάλυμμα των πτερυγίων των σκαθαριών έλαμπε.

“Τότε ο Osseo γύρω του κοίταξε,
Και τις εννέα ωραίες αδελφές αυτός είδε,
Όλες τους με τους άντρες τους αυτός είδε:
Σε πουλιά με ποικίλα φτερώματα ν’ αλλάζουνε.
Μερικοί κοράκια και μερικοί καρακάξες γίνανε,
Άλλοι τσίχλες και άλλοι κοτσύφια γίνανε˙
Και αυτά χοροπηδούσανε, τραγουδούσανε και τιτιβίζανε,
Όλα το φτέρωμά τους ορθώνοντας και φτερουγίζοντας,
Στα λαμπερά τους φτερώματα και τις ουρές τους
Σα βεντάλιες ξεδιπλωμένες. να κορδώνονται.

“Μόνον η Oweenee, η πιο νέα,
Δεν είχε αλλάξει, αλλά σιωπηλή καθότανε,
Σπαταλημένη, ρυτιδιασμένη, γερασμένη κι άσχημη,
Λυπημένα τους άλλους κοιτώντας˙
Μέχρι που ο Osseo, προς τα πάνω ατενίζοντας,
Μιαν άλλη κραυγή αγωνίας έβγαλε,
Ίδια με την κραυγή
Που αυτός δίπλα στον πεσμένο κορμό της βελανιδιάς είχε αρθρώσει.

“Κατόπιν η νεότητα και η ομορφιά της επιστράφηκαν,
Και τα λερωμένα και κουρελιασμένα ρούχα της
Σε χιτώνα από ερμίνα μετατραπήκανε,
Και το σώμα της πουπουλένιο έγινε,
Ναι, ένα λαμπερό ασημένιο πούπουλο έγινε!

“Και πάλι το καλύβι άρχισε να τρέμει,
Με ορμή, μέσω ρευμάτων του αέρα, ταλαντευότανε,
Μέσω διάφανων ατμών και σύννεφων,
Εν μέσω τ’ ουράνιου μεγαλείου
Στην ντελικάτη, στην επιφάνεια του Αποσπερίτη, κάθοδο,
Όπως η νιφάδα χιονιού στη νιφάδα χιονιού πέφτει
Όπως το φύλλο στο ποτάμι πέφτει
Όπως ο ανθός του γαϊδουράγκαθου στο νερό πέφτει.

Εμπρός του με χαρούμενα λόγια καλωσορίσματος
Ο πατέρας του Osseo ήρθε,
Αυτός με τις ακτινοβόλες ασημένιες του κοτσίδες,
Αυτός με τα γαλήνιο και τρυφερά του μάτια,
Και είπε: ‘Οsseo, γιέ μου,
Το κλουβί για τα πουλιά που εσύ έφερες να κρεμάσεις,
Τ’ ασημένιο κλουβί να κρεμάσεις,
Και τα πουλιά με τα φτερά π’ ακτινοβολούνε,
Στου καλυβιού την πόρτα να κρεμάσεις.’

“Στην πόρτα το κλουβί με τα πουλιά αυτός κρέμασε,
Κι αυτοί μετά, με χαρά (στο καλύβι) εισήλθανε
Τον πατέρα του Osseo ακούγοντας,
Του Αποσπερίτη το Νομοθέτη,
Καθώς αυτός έλεγε: ‘Ω! Osseo μου!
Την ευσπλαχνία μου σε σένα έδειξα,
Τα νιάτα και την ομορφιά σου δίνοντάς σου πίσω,
Σε πουλιά με ποικίλα φτερώματα
Τις κουνιάδες σου με τους άντρες τους μεταμόρφωσα˙
Τους μεταμόρφωσα επειδή,
Λόγω της γέρικης σου της φιγούρας, σε ενέπαιζαν
Και όπως λυπημένος και ρυτιδιασμένος ήσουνα,
Της καρδιάς σου το πάθος δε μπορούσανε να δούνε,
Την αιώνια νιότη σου δε μπορούσανε να δούνε˙
Και μοναχά η πιστή Oweenee
Γυμνή την καρδιά σου έβλεπε και σ’ αγαπούσε.

“‘Στο κατάλυμα που εκεί πέρα φέγγει,
Στο μικρό αστέρι που σπινθηρίζει
Μέσ’ απ’ τους ατμούς, στο αριστερό σου χέρι,
Το φθονερό Κακό Πνεύμα ζει,
Ο Wabeno, ο μάγος,
Ο οποίος σε γέρο άντρα σ’ είχε μετατρέψει.
Να προσέχεις μήπως οι ακτίνες του πάνω σου πέσουνε,
Γιατί οι ακτίνες που αυτός ολόγυρά του εξακοντίζει
Της μαγείας του η δύναμη είναι,
Τα βέλη που χρησιμοποιεί είναι.’

“Για πολλά χρόνια, με ειρήνη και ησυχία,
Στον ειρηνικό Αποσπερίτη,
Ο Osseo με τον πατέρα του κατοικήσανε˙
Για πολλά χρόνια, με τραγούδι και ενθουσιασμό,
Στου καλυβιού την πόρτα εισόδου,
Τ’ ασημένιο κλουβί κρεμότανε,
Και η ωραία Oweenee, η πιστή,
Ένα γιο στον Osseo γέννησε,
Με της μητέρας του την ομορφιά,
Με του πατέρα του το θάρρος.

“Και τ’ αγόρι μεγάλωσε κι ευημερούσε ,
Και ο Osseo, για να τον ευχαριστήσει,
Μικρά τόξα και βέλη του ‘φτιαξε,
Το μεγάλο ασημένιο κλουβί άνοιξε
Και του παιδιού τους θείους και τις θείες λυτούς άφησε,
Όλα εκείνα τα πουλιά με τα γυαλιστερά φτερώματα,
Για το μικρό του γιο να τα κυνηγήσει.

“Γύρω-γύρω αυτά γυρίζανε και ξεπετάγονταν,
Τον Αποσπερίτη με μουσική πληρώνανε,
Με τα τραγούδια τους, από χαρά κι ελευθερία,
Τον Αποσπερίτη με λάμψη πληρώνανε,
Με τα φτερά τους φτερουγίζοντας˙
Μέχρι που τ’ αγόρι, ο μικρός κυνηγός,
Το τόξο του λύγισε κι ένα βέλος εκτόξευσε,
Ένα γρήγορο και θανατηφόρο βέλος εκτόξευσε,
Κι ένα πουλί, με λαμπερά φτερά,
Στα πόδια του σοβαρά τραυματισμένο, το ‘νοιωσε.

“Αλλά, Ω! θαυμάσια μεταμόρφωση!
Μπροστά του πουλί δεν υπήρχε,
Μπροστά του μια όμορφη νέα γυναίκα,
Με το βέλος στο στήθος της, υπήρχε!

“Όταν το αίμα της στον πλανήτη έπεσε,
Στον ιερό Αποσπερίτη επάνω,
Τα μαγικά ξόρκια σπάσανε,
Η παράξενη μαγεία τους αδύναμη αποδείχτηκε,
Και ο νέος, ο ατρόμητος τοξότης,
Ένιωσε ξαφνικά να κατέρχεται,
Από αόρατα χέρια κρατιότανε, αλλά βυθιζόμενος
Προς τα κάτω μέσ’ απ’ τον άδειο χώρο,
Προς τα κάτω μέσ’ από σύννεφα και ατμούς, βυθιζόμενος
Μέχρι που πάνω σ’ ένα νησί,
Σ’ ένα καταπράσινο νησί,
Εκεί πέρα, στη Μεγάλη Λίμνη, κατερχόμενος σταμάτησε.

“Μετά απ’ αυτόν, αυτός, να κατέρχονται
Όλα τα πουλιά με τα λαμπερά φτερά, είδε
Φτερουγίζοντας, πέφτοντας, μέσω του αέρα προς τα κάτω να ‘ρχονται
Σαν τα πολύχρωμα τα φθινοπωρινά φύλλα, τα είδε˙
Και το κατάλυμα με τ’ ασημένια δοκάρια
Με τη σαν τα πτερύγια των σκαθαριών οροφή,
Τη σαν τα λαμπερά καλύμματα των πτερυγίων των σκαθαριών την οροφή,
Απ’ τους ανέμους τ’ ουρανού ανυψωμένο
Σιγά-σιγά επάνω στο νησί κατάπεσε,
Πίσω, τον καλό Osseo φέρνοντας,
Πίσω, την πιστή Oweenee φέρνοντας.

“Στη συνέχεια, τα πουλιά, και πάλι μεταμορφωθήκανε,
Των θνητών τη μορφή ανακτώντας,
Τη μορφή τους, αλλά όχι το ανάστημά τους, πήρανε˙
Ως οι Puk-Wudjies, ως Μικροί Άνθρωποι,
Οι σαν τους Πυγμαίους, παραμείνανε,
Και τις ευχάριστες νύχτες του Καλοκαιριού,
Όταν ο Αποσπερίτης έλαμπε,
Χέρι με χέρι μαζί,
Στου νησιού στων ακρωτηρίων τα κατσάβραχα,
Κάτω στις αμμώδεις παραλίες χορεύανε.

“Και σήμερα ακόμα, το κατάλυμά τους εκεί φαίνεται
Όταν τα γαλήνια καλοκαιρινά δειλινά ακτινοβολεί,
Και κάποιες φορές ακόμα, κάποιος ψαράς μπορεί,
Τις χαρούμενες φωνές τους απ’ τις ακτές του νησιού επάνω, ν’ ακούσει,
Και υπό το φως των αστεριών να τους δει να χορεύουνε!”

Όταν η ιστορία ολοκληρώθηκε,
Όταν η θαυμαστή διήγηση τελείωσε,
Στους ακροατές του, γύρω του, κοιτώντας
Με σοβαρότητα ο Iagoo πρόσθεσε:
“Υπάρχουν μεγάλοι άνδρες, εγώ έχω γνωρίσει τέτοιους,
Τους οποίους ο λαός τους δεν τους καταλαβαίνει,
Τους οποίους επιπλέον περίγελο τους έχει κάνει,
Καθώς τους εμπαίζει, τους γιουχαΐζει και τους χλευάζει.
Απ’ του Osseo την ιστορία
Την τύχη όσων αρέσκονται να χλευάζουνε ας μάθουμε!”

Όλοι οι καλεσμένοι του γάμου ευχαριστηθήκανε
Τη θαυμαστή ιστορία ακούγοντας,
Ακούγοντάς τη γελούσανε  και χειροκροτούσανε
Και ο ένας στον άλλο ψιθύριζε:
“Μπας κι εννοεί τον εαυτό του, αναρωτιέμαι;
Κι εμείς οι θείες και οι θείοι είμαστε;”

Κατόπιν και πάλι ο Chibiabos τραγούδησε,
Ένα τραγούδι για την αγάπη και τον πόθο τραγούδησε,
Σε κείνους τους γλυκούς και τρυφερούς τόνους τραγούδησε,
Σε κείνους τους συλλογισμένους θλιβερούς τόνους τραγούδησε,
Της κόρης το θρήνο
Για τον Algonquin της, τον εραστή της, τραγούδησε.

“Όταν τον αγαπημένο μου σκέφτομαι,
Αχ εγώ! τον αγαπημένο μου σκέφτομαι,
Άμα η καρδιά μου αυτόν σκέφτεται,
Ω! Algonquin, γλυκέ μου!

“Αχ εγώ! Όταν αποχωριστήκαμε,
Γύρω από το λαιμό μου, ως υπόσχεση,
Ένα περιδέραιο με κατάλευκες χάντρες κρέμασε,
Ω! Algonquin, γλυκέ μου!

“‘Εγώ μαζί σου θα πάω’, αυτός ψιθύρισε,
‘Αχ (τώρα) εγώ! στη γενέθλιά σου τη χώρα˙
Ας μαζί φύγουμε’, αυτός ψιθύρισε,
‘Ω! Algonquin, γλυκέ μου!
Μακριά, μακριά είναι’, αυτή απάντησε,
‘Πολύ μακριά είναι’, αυτή απάντησε,
‘Αχ (τώρα) εγώ! στη γενέθλιά μου τη χώρα˙
Ω! Algonquin, γλυκέ μου!’

“Όταν κοίταξα πίσω να τον βλέπω,
Όταν αποχωριστήκαμε, να τον βλέπω,
Μετά από μένα αυτός, ακόμα εμένα ατένιζε,
Ω! Algonquin, γλυκέ μου!

“Δίπλα στο δέντρο ακόμα αυτός στεκότανε,
Δίπλα στο πεσμένο δέντρο αυτός στεκότανε,
Που μες στο νερό είχε πέσει,
Ω! Algonquin, γλυκέ μου!

“Όταν τον αγαπημένο μου σκέφτομαι,
Αχ εγώ! τον αγαπημένο μου σκέφτομαι,
Άμα η καρδιά μου αυτόν σκέφτεται,
Ω! Algonquin, γλυκέ μου!”

Μ’ αυτόν τον τρόπο ο γάμος του Hiawatha έγινε,
Μ’ αυτόν τον τρόπο ο Pau-Puk-Keewis χόρεψε,
Μ’ αυτόν τον τρόπο ο Iagoo αφηγήθηκε,
Μ’ αυτόν τον τρόπο ο Chibiabos τραγούδησε˙
Έτσι το γαμήλιο συμπόσιο τελείωσε
Κι οι καλεσμένοι του γάμου αναχωρήσανε,
Ευτυχισμένο τον Hiawatha,
Με τη νύχτα και τη Minnehaha, αφήνοντας.
XII. The Son of the Evening Star

Can it be the sun descending
O’er the level plain of water?
Or the Red Swan floating, flying,
Wounded by the magic arrow,
Staining all the waves with crimson,
With the crimson of its life-blood,
Filling all the air with splendor,
With the splendor of its plumage?

Yes; it is the sun descending,
Sinking down into the water;
All the sky is stained with purple,
All the water flushed with crimson!
No; it is the Red Swan floating,
Diving down beneath the water;
To the sky its wings are lifted,
With its blood the waves are reddened!

Over it the Star of Evening
Melts and trembles through the purple,
Hangs suspended in the twilight.
No; it is a bead of wampum
On the robes of the Great Spirit
As he passes through the twilight,
Walks in silence through the heavens.

This with joy beheld Iagoo
And he said in haste: “Behold it!
See the sacred Star of Evening!
You shall hear a tale of wonder,
Hear the story of Osseo,
Son of the Evening Star, Osseo!

“Once, in days no more remembered,
Ages nearer the beginning,
When the heavens were closer to us,
And the Gods were more familiar,
In the North-land lived a hunter,
With ten young and comely daughters,
Tall and lithe as wands of willow;
Only Oweenee, the youngest,
She the wilful and the wayward,
She the silent, dreamy maiden,
Was the fairest of the sisters.

“All these women married warriors,
Married brave and haughty husbands;
Only Oweenee, the youngest,
Laughed and flouted all her lovers,
All her young and handsome suitors,
And then married old Osseo,
Old Osseo, poor and ugly,
Broken with age and weak with coughing,
Always coughing like a squirrel.

“Ah, but beautiful within him
Was the spirit of Osseo,
From the Evening Star descended,
Star of Evening, Star of Woman,
Star of tenderness and passion!
All its fire was in his bosom,
All its beauty in his spirit,
All its mystery in his being,
All its splendor in his language!

“And her lovers, the rejected,
Handsome men with belts of wampum,
Handsome men with paint and feathers.
Pointed at her in derision,
Followed her with jest and laughter.
But she said: ‘I care not for you,
Care not for your belts of wampum,
Care not for your paint and feathers,
Care not for your jests and laughter;
I am happy with Osseo!’

“Once to some great feast invited,
Through the damp and dusk of evening,
Walked together the ten sisters,
Walked together with their husbands;
Slowly followed old Osseo,
With fair Oweenee beside him;
All the others chatted gayly,
These two only walked in silence.

“At the western sky Osseo
Gazed intent, as if imploring,
Often stopped and gazed imploring
At the trembling Star of Evening,
At the tender Star of Woman;
And they heard him murmur softly,
‘Ah, showain nemeshin, Nosa!
Pity, pity me, my father!’

“‘Listen!’ said the eldest sister,
‘He is praying to his father!
What a pity that the old man
Does not stumble in the pathway,
Does not break his neck by falling!’
And they laughed till all the forest
Rang with their unseemly laughter.

“On their pathway through the woodlands
Lay an oak, by storms uprooted,
Lay the great trunk of an oak-tree,
Buried half in leaves and mosses,
Mouldering, crumbling, huge and hollow.
And Osseo, when he saw it,
Gave a shout, a cry of anguish,
Leaped into its yawning cavern,
At one end went in an old man,
Wasted, wrinkled, old, and ugly;
From the other came a young man,
Tall and straight and strong and handsome.

“Thus Osseo was transfigured,
Thus restored to youth and beauty;
But, alas for good Osseo,
And for Oweenee, the faithful!
Strangely, too, was she transfigured.
Changed into a weak old woman,
With a staff she tottered onward,
Wasted, wrinkled, old, and ugly!
And the sisters and their husbands
Laughed until the echoing forest
Rang with their unseemly laughter.

“But Osseo turned not from her,
Walked with slower step beside her,
Took her hand, as brown and withered
As an oak-leaf is in Winter,
Called her sweetheart, Nenemoosha,
Soothed her with soft words of kindness,
Till they reached the lodge of feasting,
Till they sat down in the wigwam,
Sacred to the Star of Evening,
To the tender Star of Woman.

“Wrapt in visions, lost in dreaming,
At the banquet sat Osseo;
All were merry, all were happy,
All were joyous but Osseo.
Neither food nor drink he tasted,
Neither did he speak nor listen;
But as one bewildered sat he,
Looking dreamily and sadly,
First at Oweenee, then upward
At the gleaming sky above them.

“Then a voice was heard, a whisper,
Coming from the starry distance,
Coming from the empty vastness,
Low, and musical, and tender;
And the voice said: ‘O Osseo!
O my son, my best beloved!
Broken are the spells that bound you,
All the charms of the magicians,
All the magic powers of evil;
Come to me; ascend, Osseo!

“‘Taste the food that stands before you:
It is blessed and enchanted,
It has magic virtues in it,
It will change you to a spirit.
All your bowls and all your kettles
Shall be wood and clay no longer;
But the bowls be changed to wampum,
And the kettles shall be silver;
They shall shine like shells of scarlet,
Like the fire shall gleam and glimmer.

“‘And the women shall no longer
Bear the dreary doom of labor,
But be changed to birds, and glisten
With the beauty of the starlight,
Painted with the dusky splendors
Of the skies and clouds of evening!’

“What Osseo heard as whispers,
What as words he comprehended,
Was but music to the others,
Music as of birds afar off,
Of the whippoorwill afar off,
Of the lonely Wawonaissa
Singing in the darksome forest.

“Then the lodge began to tremble,
Straight began to shake and tremble,
And they felt it rising, rising,
Slowly through the air ascending,
From the darkness of the tree-tops
Forth into the dewy starlight,
Till it passed the topmost branches;
And behold! the wooden dishes
All were changed to shells of scarlet!
And behold! the earthen kettles
All were changed to bowls of silver!
And the roof-poles of the wigwam
Were as glittering rods of silver,
And the roof of bark upon them
As the shining shards of beetles.

“Then Osseo gazed around him,
And he saw the nine fair sisters,
All the sisters and their husbands,
Changed to birds of various plumage.
Some were jays and some were magpies,
Others thrushes, others blackbirds;
And they hopped, and sang, and twittered,
Perked and fluttered all their feathers,
Strutted in their shining plumage,
And their tails like fans unfolded.

“Only Oweenee, the youngest,
Was not changed, but sat in silence,
Wasted, wrinkled, old, and ugly,
Looking sadly at the others;
Till Osseo, gazing upward,
Gave another cry of anguish,
Such a cry as he had uttered
By the oak-tree in the forest.

“Then returned her youth and beauty,
And her soiled and tattered garments
Were transformed to robes of ermine,
And her staff became a feather,
Yes, a shining silver feather!

“And again the wigwam trembled,
Swayed and rushed through airy currents,
Through transparent cloud and vapor,
And amid celestial splendors
On the Evening Star alighted,
As a snow-flake falls on snow-flake,
As a leaf drops on a river,
As the thistledown on water.

“Forth with cheerful words of welcome
Came the father of Osseo,
He with radiant locks of silver,
He with eyes serene and tender.
And he said: `My son, Osseo,
Hang the cage of birds you bring there,
Hang the cage with rods of silver,
And the birds with glistening feathers,
At the doorway of my wigwam.’

“At the door he hung the bird-cage,
And they entered in and gladly
Listened to Osseo’s father,
Ruler of the Star of Evening,
As he said: `O my Osseo!
I have had compassion on you,
Given you back your youth and beauty,
Into birds of various plumage
Changed your sisters and their husbands;
Changed them thus because they mocked you
In the figure of the old man,
In that aspect sad and wrinkled,
Could not see your heart of passion,
Could not see your youth immortal;
Only Oweenee, the faithful,
Saw your naked heart and loved you.

“`In the lodge that glimmers yonder,
In the little star that twinkles
Through the vapors, on the left hand,
Lives the envious Evil Spirit,
The Wabeno, the magician,
Who transformed you to an old man.
Take heed lest his beams fall on you,
For the rays he darts around him
Are the power of his enchantment,
Are the arrows that he uses.’

“Many years, in peace and quiet,
On the peaceful Star of Evening
Dwelt Osseo with his father;
Many years, in song and flutter,
At the doorway of the wigwam,
Hung the cage with rods of silver,
And fair Oweenee, the faithful,
Bore a son unto Osseo,
With the beauty of his mother,
With the courage of his father.

“And the boy grew up and prospered,
And Osseo, to delight him,
Made him little bows and arrows,
Opened the great cage of silver,
And let loose his aunts and uncles,
All those birds with glossy feathers,
For his little son to shoot at.

“Round and round they wheeled and darted,
Filled the Evening Star with music,
With their songs of joy and freedom
Filled the Evening Star with splendor,
With the fluttering of their plumage;
Till the boy, the little hunter,
Bent his bow and shot an arrow,
Shot a swift and fatal arrow,
And a bird, with shining feathers,
At his feet fell wounded sorely.

“But, O wondrous transformation!
`T was no bird he saw before him,
`T was a beautiful young woman,
With the arrow in her bosom!

“When her blood fell on the planet,
On the sacred Star of Evening,
Broken was the spell of magic,
Powerless was the strange enchantment,
And the youth, the fearless bowman,
Suddenly felt himself descending,
Held by unseen hands, but sinking
Downward through the empty spaces,
Downward through the clouds and vapors,
Till he rested on an island,
On an island, green and grassy,
Yonder in the Big-Sea-Water.

“After him he saw descending
All the birds with shining feathers,
Fluttering, falling, wafted downward,
Like the painted leaves of Autumn;
And the lodge with poles of silver,
With its roof like wings of beetles,
Like the shining shards of beetles,
By the winds of heaven uplifted,
Slowly sank upon the island,
Bringing back the good Osseo,
Bringing Oweenee, the faithful.

“Then the birds, again transfigured,
Reassumed the shape of mortals,
Took their shape, but not their stature;
They remained as Little People,
Like the pygmies, the Puk-Wudjies,
And on pleasant nights of Summer,
When the Evening Star was shining,
Hand in hand they danced together
On the island’s craggy headlands,
On the sand-beach low and level.

“Still their glittering lodge is seen there,
On the tranquil Summer evenings,
And upon the shore the fisher
Sometimes hears their happy voices,
Sees them dancing in the starlight!”

When the story was completed,
When the wondrous tale was ended,
Looking round upon his listeners,
Solemnly Iagoo added:
“There are great men, I have known such,
Whom their people understand not,
Whom they even make a jest of,
Scoff and jeer at in derision.
From the story of Osseo
Let us learn the fate of jesters!”

All the wedding guests delighted
Listened to the marvellous story,
Listened laughing and applauding,
And they whispered to each other:
“Does he mean himself, I wonder?
And are we the aunts and uncles?”

Then again sang Chibiabos,
Sang a song of love and longing,
In those accents sweet and tender,
In those tones of pensive sadness,
Sang a maiden’s lamentation
For her lover, her Algonquin.

“When I think of my beloved,
Ah me! think of my beloved,
When my heart is thinking of him,
O my sweetheart, my Algonquin!

“Ah me! when I parted from him,
Round my neck he hung the wampum,
As a pledge, the snow-white wampum,
O my sweetheart, my Algonquin!

“‘I will go with you,’ he whispered,
‘Ah me! to your native country;
Let me go with you,’ he whispered,
‘O my sweetheart, my Algonquin!’
‘Far away, away,’ I answered,
‘Very far away,’ I answered,
‘Ah me! is my native country,
O my sweetheart, my Algonquin!’

“When I looked back to behold him,
Where we parted, to behold him,
After me he still was gazing,
O my sweetheart, my Algonquin!

“By the tree he still was standing,
By the fallen tree was standing,
That had dropped into the water,
O my sweetheart, my Algonquin!

“When I think of my beloved,
Ah me! think of my beloved,
When my heart is thinking of him,
O my sweetheart, my Algonquin!”

Such was Hiawatha’s Wedding,
Such the dance of Pau-Puk-Keewis,
Such the story of Iagoo,
Such the songs of Chibiabos;
Thus the wedding banquet ended,
And the wedding guests departed,
Leaving Hiawatha happy
With the night and Minnehaha.