Το δέκατο τέταρτο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow

Henry_Wadsworth_Longfellow,_photographed_by_Julia_Margaret_Cameron_in_1868 24γραμματα24grammata.com/ ιστορία της λογοτεχνίας

Το παρόν αποτελεί μέρος μιας μεταφραστικής δοκιμής, του υπογράφοντος, με την  οποία επιχειρείται να αποδοθεί στην ελληνική “Το τραγούδι του Χιαγουάθα” (The Song of Hiawatha) του κορυφαίου αμερικάνου ποιητή του 19ου αιώνα  Henry W. Longfellow (1807-1882). Στο κορυφαίο αυτό ποίημα των 631 στροφών, ο Longfellow μας μεταφέρει, μες απ’ τη πορεία της ζωής του ινδιάνου ήρωα Hiawatha, λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής των Ινδιάνικων φυλών πριν την οριστική τους γενοκτονία από τους ευρωπαίους έποικους και γράφτηκε στα 1855. Το ποίημα αυτό συνιστά έναν ύμνο στο φυσικό τρόπο ζωής, τον οποίο βίωναν οι ινδιάνοι της Αμερικής ή οι ιθαγενείς της Ταϊτή (όπως χαρακτηριστικά μας μεταφέρει ο Denis Diderot στο έργο του “Άγριοι και Πολιτισμένοι”(1), προτού και αυτοί γνωρίσουν τον ευρωπαίο κατακτητή). Θα πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι γενικά όλοι οι άνθρωποι κάποτε ζούσαν ένα φυσικό τρόπο ζωής, αλλά η εφεύρεση της μη αναστρέψιμης (κατά πως δείχνουν τα πράγματα σήμερα στον πλανήτη) κρατικής δομής όπως αναλύει στο σημαντικότατό του έργο: “Περί Εθελοδουλείας” ο Étienne  De La Boétie, τον οδήγησε μακριά από τη φύση, και ό,τι αναμένεται να σημάνει για αυτόν, και επίσης στο σχιζοφρενικό τρόπο ζωής του σημερινού “Δυτικού ανθρώπου” (που δεν περιορίζεται βέβαια στην Ευρώπη, την Αυστραλία και την Αμερική) με τις πολλαπλές ηθικές του -στη δουλειά, στο σπίτι, στους φίλους του, στην ιδιωτική ζωή- σε αντίθεση δηλαδή, με τους ινδιάνους της Αμερικής, οι οποίοι είχαν μόνο ένα ηθικό κώδικα. Κώδικα απόλυτα ταιριαστό με το φυσικό τους περιβάλλον.
Η παρούσα μετάφραση, η τρίτη που γίνεται στην ελληνική γλώσσα (2), γίνεται εν προόδω, δηλαδή αποτυπώνει την ανάγνωση καθώς αυτή προχωράει, θα προδημοσιεύεται από το 24grammata.com. και όταν ολοκληρωθεί θα παρουσιαστεί, με τη μορφή ebook από την ηλεκτρονική εκδοτική παρέμβαση του 24grammata.com στα πλαίσια της  σειράς “εν καινώ”.
Ιδιαίτερες ευχαριστίες στο, φίλο παν’ απ’ όλα, Μπάμπη Χαραλαμπόπουλο για το έργο της επιμέλειας και διόρθωσης του κειμένου του τελικού έργου που θα παρουσιαστεί ως ebook.
Γιώργος Πρίμπας.

(1) το εν λόγω βιβλίο κυκλοφόρησε στα ελληνικά το 1993 από τον εκδοτικό οίκο Βανιάς σε μετάφραση Ζήση Σαρίκα, αλλά μελλοντικά θα επιχειρηθεί μία νέα απόδοσή του στα ελληνικά στα πλαίσια της σειράς εν καινώ του 24grammata.com.

(2) οι δύο προηγούμενες είναι:
-του Ιωάννη Περβανόπουλου. Εκδόθηκε το 1888 υπό τον τίτλο “Το άσμα του Χιαβάθα”. Και
-της Γεωργίας Παπαγεωργίου. Εκδόθηκε το 2007 από τις εκδόσεις Ηριδανός υπό τον τίτλο “Το τραγούδι του Χιαγουάθα”,

Για την  εισαγωγή και το πρώτο μέρος από “Το τραγούδι του Hiawatha” του Henry W. Longfellow κλικ εδώ

Το δεύτερο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το τρίτο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το τέταρτο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το πέμπτο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το έκτο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το έβδομο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το όγδοο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το ένατο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το δέκατο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το ενδέκατο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το δωδέκατο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το δέκατο τρίτο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

 

The Song of Hiawatha. Το ποίημα στο πρωτότυπο Free ebook- 24grammata.com [κατέβασέτο]

γλώσσα: ελληνική / αγγλική

14. Πικτογραφία

Εκείνες τις μέρες, ο Hiawatha, είπε:
“Ιδού! Πώς όλα τα πράγματα,
Απ’ τη μνήμη των γέρων ανδρών, ξεθωριάζουνε και χάνονται!
Οι μεγάλες παραδόσεις, πεθαίνουνε,
Τα κατορθώματα των πολεμιστών,
Οι περιπέτειες των κυνηγών,
Όλη η σοφία των Medas, των θεραπευτών,
Όλη η τέχνη των Wabenos, των μάγων/ ταχυδακτυλουργών,
Όλα τα θαυμάσια όνειρα και οράματα
Των Jossakeeds, των προφητών, ξεθωριάζουνε και χάνονται!

“Οι μεγάλοι άντρες πεθαίνουνε και ξεχνιούνται,
Οι σοφοί άντρες μιλάνε˙ Τα σοφά τους τα λόγια,
Στ’ αυτιά, αυτών που τους ακούνε, χάνονται
Και στις επόμενες γενιές δε φτάνουνε
Ώστε αυτές, αγέννητες ακόμα, παραμένουνε
Στο βαθύ της άγνοιας σκοτάδι
Των βουβών ημερών που θα υπάρξουνε!

“Στις επιτύμβιες στήλες των πατεράδων μας
Ούτε επιγραφές ούτε μορφές χαραγμένα υπάρχουνε˙
Ποιοι είναι σε κείνους τους τάφους δεν το γνωρίζουμε,
Μοναχά ότι είναι πατεράδες μας γνωρίζουμε.
Ποιοι οι φίλοι τους και ποιοι οι συγγενείς τους;
Από ποιο πανάρχαιο προγονικό Τοτέμ,
Τον Αετό; την Αρκούδα; ή μήπως τον Κάστορα;
Αυτοί καταγόντουσαν, δεν το γνωρίζουμε.

* το Totem συμβόλιζε συνήθως το ζώο ή το φυτό από το οποίο πιστεύανε ότι καταγόντουσαν τα μέλη μιας φυλής ή μιας ομάδας ανθρώπων και μέσω αυτού το λατρεύανε.

“Πρόσωπο με πρόσωπο μαζί μιλάμε,
Αλλά να μιλήσουμε, όταν κάποιος απουσιάζει,
Και τη φωνή μας μακριά,
Στους φίλους που μακριά κατοικούνε, πώς να στείλουμε;
Ένα μυστικό μήνυμα δε μπορούμε να στείλουμε,
Αλλά ο κομιστής το μυστικό μας μαθαίνει
Και μπορεί να το διαστρέψει, μπορεί να το προδώσει,
Μπορεί στους άλλους να τ’ αποκαλύψει.”
Έτσι, μες στο μοναχικό δάσος,
Ο Hiawatha, περπατώντας, έλεγε,
Καθώς αυτός, για την ευημερία του λαού του,
Αναλογιζότανε και ρέμβαζε.

Απ’ το σακίδιό του, τα χρώματα του αυτός πήρε,
Χρώματα διαφόρων αποχρώσεων αυτός πήρε,
Και στον ομαλό από σημύδας δέντρου φλοιό
Πολλά σχήματα και μορφές ζωγράφισε,
Θαυμαστές και μυστικιστικές μορφές,
Και η κάθε μορφή ένα μήνυμα είχε,
Κάποια λέξη ή κάποια σκέψη υποδήλωνε.

Το Μεγάλο Πνεύμα, το δυνατό,
Αυτός, ο Κύριος της Ζωής,
Ως ένα αυγό με άκρες, ζωγραφίστηκε,
Προς τους τέσσερις ανέμους των ουρανών να προεξέχουνε.
Πως πανταχού παρών το Μεγάλο Πνεύμα είναι,
Το νόημα του συμβόλου αυτού ήτανε.

Το Διαβολικό Πνεύμα, το δυνατό,
Αυτός, το φοβερό Πνεύμα του Κακού,
Ως ένα φίδι απεικονίστηκε,
Όπως το Kenabeek, το μεγάλο φίδι.
Πολύ πανούργο, πολύ πονηρό,
Το Πνεύμα του Κακού, το σερνάμενο,
Το νόημα του συμβόλου αυτού ήτανε.

Τη ζωή και το θάνατο ως κύκλους τους σχεδίασε,
Με λευκό (χρώμα) τη Ζωή, αλλά με σκούρο (χρώμα) το Θάνατο αυτός σχεδίασε˙
Τον ήλιο, τη σελήνη και τ’ αστέρια,
Τον άνθρωπο και τα κτήνη, τα ψάρια και τα ερπετά,
Τα δάση, τα βουνά, τις λίμνες και τα ποτάμια, αυτός ζωγράφισε.

Για τη γη μια ευθεία γραμμή
Και για τον ουρανό, από πάνω της, μια τοξοειδή γραμμή αυτός σχεδίασε˙
Για την ημέρα το χώρο μεταξύ τους λευκό (ζωγράφισε),
Για τη νύχτα (το χώρο μεταξύ τους) με μικρά αστέρια το γέμισε˙
Στ’ αριστερά ένα σημείο για την ανατολή,
Στα δεξιά ένα σημείο για το ηλιοβασίλεμα,
Στην κορυφή ένα σημείο για τη μεσημβρία,
Και για τη βροχή και το συννεφιασμένο καιρό
Γραμμές κυματιστές απ’ αυτήν, την τοξοειδή γραμμή, να κατεβαίνουνε.

Αχνάρια προς ένα καλύβι να κατευθύνονται
Την πρόσκληση εκφράζανε:
Τη μάζωξη καλεσμένων εκφράζανε˙
Τα αιματοβαμμένα χέρια με τις παλάμες προς τα πάνω
Την καταστροφή συμβολίζανε:
Ένα σημάδι και σύμβολο εχθρικό ήτανε.

Όλα αυτά τα πράγματα, που o Hiawatha έκανε,
Προς το  λαό του, που διερωτόταν, τα ‘δειχνε
Και το νόημά τους εξηγούσε,
Κι έλεγε: “Ιδού οι επιτύμβιες στήλες σας,
Χωρίς κανένα σημάδι, χωρίς καμία επιγραφή, χωρίς κανένα σύμβολο,
Πηγαίνετε και όλες τους με μορφές ζωγραφίστε τις˙
Την κάθε μία με της οικογένειας το σύμβολο,
Με το δικό της προγονικό Τοτέμ ζωγραφίστε τις˙
Έτσι ώστε, μετά, εκείνοι που θ’ ακολουθήσουνε
Να μπορούνε να τους διακρίνουνε και να τους ξέρουνε.”

Και αυτοί στις επιτύμβιες στήλες,
Των τάφων των οποίων μνήμη ακόμα υπήρχε,
Στην κάθε μία με τ’ αντίστοιχο προγονικό Τοτέμ
Στην κάθε μία της οικογένειας το σύμβολο, ζωγραφίσανε˙
Της Αρκούδας και του Τάρανδου,
Της Χελώνας, του Γερανού και του Κάστορα τις μορφές,
Με την κάθε μία αντεστραμμένη,
Ως ένδειξη ότι ο ιδιοκτήτης έχει φύγει,
Ως ένδειξη ότι ο κύριος, που το σύμβολο έφερνε,
Κάτω απ’ τις σκόνες και τις στάχτες κείτεται.

Και οι Jossakeeds, οι Προφήτες,
Οι Wabenos, οι Μάγοι/ Ταχυδακτυλουργοί,
Και οι Medas, των θεραπευτές,
Πάνω σε φλοιούς και σε δέρματα ελαφιών ζωγραφιστήκανε
Μορφές για τα τραγούδια που αυτοί τραγουδούσανε,
Για κάθε τραγούδι ένα ξεχωριστό σύμβολο,
Μορφές μυστικιστικές και τρομερές,
Μορφές παράξενες κι έντονα χρωματισμένες˙
Και κάθε μορφή τη σημασία της είχε,
Και σε κάποιο μαγικό τραγούδι υποδηλωνότανε.

Το Μεγάλο Πνεύμα, ο Δημιουργός,
Πέρα ως πέρα σ’ όλο τον ουρανό ως φως αστραφτερό˙
Το Kenabeek, το Μεγάλο Φίδι,
Με τις αιματοβαμμένες κορφές του κυματιστού του σώματος ανασηκωμένες,
Κοιτάζοντας στον ουρανό και να σέρνεται˙
Στον ουρανό ο ήλιος ν’ αφουγκράζεται
Και το φεγγάρι επισκιασμένο να πεθαίνει˙

Η Κουκουβάγια και ο αετός, ο γερανός και το γεράκι (που για κότες καιροφυλακτεί),
Και ο κορμοράνος, το μαγικό πουλί˙
Ακέφαλοι άνδρες στους ουρανούς να περπατάνε,
Σώματα να κείτονται από βέλη τρυπημένα,
Αιματοβαμμένα χέρια απ’ το θάνατο σηκωμένα,
Σημαίες σε τάφους και μεγάλοι στρατηγοί
Ταυτόχρονα γη και ουρανό ν’ αρπάζουνε!

Τέτοια όπως αυτά τα σχήματα που αυτός ζωγράφιζε,
Σ’ από σημύδας δέντρων φλοιούς και σε δέρματα ελαφιών, ήτανε˙
Τραγούδια του πολέμου και τραγούδια του κυνηγιού,
Τραγούδια θεραπευτικά και τραγούδια μαγικά,
Όλα με τέτοιες μορφές γραφτήκανε,
Σε κάθε εικόνα το νόημά της αντιστοιχούσε
Που σε κάθε ξεχωριστό τραγούδι αυτό καταγραφότανε.

Της Αγάπης τα Τραγούδια αξέχαστα μείνανε,
Τα πλέον ικανά απ’ όλα τα θεραπευτικά (μέσα) ήτανε,
Τα πλέον αποτελεσματικά ξόρκια για τα μάγια ήτανε,
Καθώς απ’ τον πόλεμο και το κυνήγι πιο επικίνδυνα (τα μάγια) ήτανε!
Έτσι στης Αγάπης τα Τραγούδια,
Τα σύμβολα και οι ερμηνείες τους, καταγραφήκανε.

Κατά πρώτον μια ανθρώπινη μορφή,
Στο πιο λαμπερό κόκκινο ζωγραφισμένη, να στέκεται˙
Ο εραστής, ο μουσικός είναι
Και το νόημα είναι: “Η ζωγραφική μου
Τον πιο δυνατό απ’ όλους με κάνει.”

Κατόπιν η μορφή να κάθεται τραγουδώντας
Και σ’ ένα μαγικό τύμπανο να παίζει,
Και το νόημα είναι: “Ακούστε!
Είναι η φωνή μου, το τραγούδι μου, που εσείς ακούτε!”

Στη συνέχεια η ίδια αυτή κόκκινη μορφή
Υπό τη σκέπη ενός καλυβιού να κάθεται,
Και το νόημα του συμβόλου είναι
“Δίπλα σου θα ‘ρθω
Και στο μυστήριο του πάθους μου θα κάτσω!”

Μετά, δύο μορφές, άντρας και γυναίκα,
Χέρι με χέρι αντάμα να στέκονται
Αντάμα, με τα χέρια τους σφιχτά ενωμένα,
Ώστε ως ένα ενωμένοι να φαίνονται,
Και οι λέξεις, που αυτό εκφράζανε, ήτανε:
“Μέσα μου την καρδιά σου εγώ βλέπω,
Και τα μάγουλά σου κόκκινα απ’ το κοκκίνισμα είναι!”

Ακολούθως την κόρη σ’ ένα νησί,
Στο κέντρο του Νησιού˙
Και το τραγούδι, που αυτό το σχήμα πρότεινε, ήτανε:
“Αν σε απόσταση βρισκόσουνα,
Πάνω σε κάποιο μακρινό νησί βρισκόσουνα,
Τέτοια ξόρκι πάνω σου,
Τέτοια μαγική δύναμη πάθους, θα ‘ριχνα
Ώστε κατευθείαν σε μένα θα σε τραβούσα!”

Κατόπιν, τη μορφή της κόρης, να κοιμάται
Με τον εραστή της δίπλα της,
Στον ελαφρύ της τον ύπνο, να της ψιθυρίζει, λέγοντας:
“Αν και μακριά από μένα ήσουνα,
Στη χώρα του Ύπνου και της Σιωπής,
Ακόμα κι εκεί, της αγάπης (μου) η φωνή, θα σε ‘φτανε!”

Κι απ’ όλες τις μορφές η τελευταία:
Μια καρδιά μες σ’ ένα κύκλο ήτανε,
Μες σ’ ένα μαγικό κύκλο σχεδιασμένη ήτανε˙
Και η εικόνα αυτή, αυτό το νόημα είχε:
“Γυμνή η καρδιά σου μπροστά μου κείτεται,
Ώστε εγώ, στη γυμνή σου καρδιά να ψιθυρίζω!”

Μ’ αυτόν το σοφό τρόπο, ο Hiawatha,
Στους ανθρώπους δίδαξε:
Όλα τα μυστικά της ζωγραφικής,
Όλη την τέχνη της πικτογραφίας:
Στον ομαλό από σημύδας δέντρου φλοιό,
Στο λευκό δέρμα των ταράνδων,
Στις επιτύμβιες στήλες του χωριού.!
XIV. Picture-Writing

In those days said Hiawatha,
“Lo! how all things fade and perish!
From the memory of the old men
Pass away the great traditions,
The achievements of the warriors,
The adventures of the hunters,
All the wisdom of the Medas,
All the craft of the Wabenos,
All the marvellous dreams and visions
Of the Jossakeeds, the Prophets!

“Great men die and are forgotten,
Wise men speak; their words of wisdom
Perish in the ears that hear them,
Do not reach the generations
That, as yet unborn, are waiting
In the great, mysterious darkness
Of the speechless days that shall be!

“On the grave-posts of our fathers
Are no signs, no figures painted;
Who are in those graves we know not,
Only know they are our fathers.
Of what kith they are and kindred,
From what old, ancestral Totem,
Be it Eagle, Bear, or Beaver,
They descended, this we know not,
Only know they are our fathers.

“Face to face we speak together,
But we cannot speak when absent,
Cannot send our voices from us
To the friends that dwell afar off;
Cannot send a secret message,
But the bearer learns our secret,
May pervert it, may betray it,
May reveal it unto others.”
Thus said Hiawatha, walking
In the solitary forest,
Pondering, musing in the forest,
On the welfare of his people.

From his pouch he took his colors,
Took his paints of different colors,
On the smooth bark of a birch-tree
Painted many shapes and figures,
Wonderful and mystic figures,
And each figure had a meaning,
Each some word or thought suggested.

Gitche Manito the Mighty,
He, the Master of Life, was painted
As an egg, with points projecting
To the four winds of the heavens.
Everywhere is the Great Spirit,
Was the meaning of this symbol.

Mitche Manito the Mighty,
He the dreadful Spirit of Evil,
As a serpent was depicted,
As Kenabeek, the great serpent.
Very crafty, very cunning,
Is the creeping Spirit of Evil,
Was the meaning of this symbol.

Life and Death he drew as circles,
Life was white, but Death was darkened;
Sun and moon and stars he painted,
Man and beast, and fish and reptile,
Forests, mountains, lakes, and rivers.

For the earth he drew a straight line,
For the sky a bow above it;
White the space between for daytime,
Filled with little stars for night-time;
On the left a point for sunrise,
On the right a point for sunset,
On the top a point for noontide,
And for rain and cloudy weather
Waving lines descending from it.

Footprints pointing towards a wigwam
Were a sign of invitation,
Were a sign of guests assembling;
Bloody hands with palms uplifted
Were a symbol of destruction,
Were a hostile sign and symbol.

All these things did Hiawatha
Show unto his wondering people,
And interpreted their meaning,
And he said: “Behold, your grave-posts
Have no mark, no sign, nor symbol,
Go and paint them all with figures;
Each one with its household symbol,
With its own ancestral Totem;
So that those who follow after
May distinguish them and know them.”

And they painted on the grave-posts
On the graves yet unforgotten,
Each his own ancestral Totem,
Each the symbol of his household;
Figures of the Bear and Reindeer,
Of the Turtle, Crane, and Beaver,
Each inverted as a token
That the owner was departed,
That the chief who bore the symbol
Lay beneath in dust and ashes.

And the Jossakeeds, the Prophets,
The Wabenos, the Magicians,
And the Medicine-men, the Medas,
Painted upon bark and deer-skin
Figures for the songs they chanted,
For each song a separate symbol,
Figures mystical and awful,
Figures strange and brightly colored;
And each figure had its meaning,
Each some magic song suggested.

The Great Spirit, the Creator,
Flashing light through all the heaven;
The Great Serpent, the Kenabeek,
With his bloody crest erected,
Creeping, looking into heaven;
In the sky the sun, that listens,
And the moon eclipsed and dying;
Owl and eagle, crane and hen-hawk,
And the cormorant, bird of magic;
Headless men, that walk the heavens,
Bodies lying pierced with arrows,
Bloody hands of death uplifted,
Flags on graves, and great war-captains
Grasping both the earth and heaven!

Such as these the shapes they painted
On the birch-bark and the deer-skin;
Songs of war and songs of hunting,
Songs of medicine and of magic,
All were written in these figures,
For each figure had its meaning,
Each its separate song recorded.

Nor forgotten was the Love-Song,
The most subtle of all medicines,
The most potent spell of magic,
Dangerous more than war or hunting!
Thus the Love-Song was recorded,
Symbol and interpretation.

First a human figure standing,
Painted in the brightest scarlet;
`T is the lover, the musician,
And the meaning is, “My painting
Makes me powerful over others.”

Then the figure seated, singing,
Playing on a drum of magic,
And the interpretation, “Listen!
`T is my voice you hear, my singing!”

Then the same red figure seated
In the shelter of a wigwam,
And the meaning of the symbol,
“I will come and sit beside you
In the mystery of my passion!”

Then two figures, man and woman,
Standing hand in hand together
With their hands so clasped together
That they seemed in one united,
And the words thus represented
Are, “I see your heart within you,
And your cheeks are red with blushes!”

Next the maiden on an island,
In the centre of an Island;
And the song this shape suggested
Was, “Though you were at a distance,
Were upon some far-off island,
Such the spell I cast upon you,
Such the magic power of passion,
I could straightway draw you to me!”

Then the figure of the maiden
Sleeping, and the lover near her,
Whispering to her in her slumbers,
Saying, “Though you were far from me
In the land of Sleep and Silence,
Still the voice of love would reach you!”

And the last of all the figures
Was a heart within a circle,
Drawn within a magic circle;
And the image had this meaning:
“Naked lies your heart before me,
To your naked heart I whisper!”

Thus it was that Hiawatha,
In his wisdom, taught the people
All the mysteries of painting,
All the art of Picture-Writing,
On the smooth bark of the birch-tree,
On the white skin of the reindeer,
On the grave-posts of the village.!