Το δέκατο τρίτο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow

Henry_Wadsworth_Longfellow,_photographed_by_Julia_Margaret_Cameron_in_1868 24γραμματα24grammata.com/ ιστορία της λογοτεχνίας

Το παρόν αποτελεί μέρος μιας μεταφραστικής δοκιμής, του υπογράφοντος, με την  οποία επιχειρείται να αποδοθεί στην ελληνική “Το τραγούδι του Χιαγουάθα” (The Song of Hiawatha) του κορυφαίου αμερικάνου ποιητή του 19ου αιώνα  Henry W. Longfellow (1807-1882). Στο κορυφαίο αυτό ποίημα των 631 στροφών, ο Longfellow μας μεταφέρει, μες απ’ τη πορεία της ζωής του ινδιάνου ήρωα Hiawatha, λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής των Ινδιάνικων φυλών πριν την οριστική τους γενοκτονία από τους ευρωπαίους έποικους και γράφτηκε στα 1855. Το ποίημα αυτό συνιστά έναν ύμνο στο φυσικό τρόπο ζωής, τον οποίο βίωναν οι ινδιάνοι της Αμερικής ή οι ιθαγενείς της Ταϊτή (όπως χαρακτηριστικά μας μεταφέρει ο Denis Diderot στο έργο του “Άγριοι και Πολιτισμένοι”(1), προτού και αυτοί γνωρίσουν τον ευρωπαίο κατακτητή). Θα πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι γενικά όλοι οι άνθρωποι κάποτε ζούσαν ένα φυσικό τρόπο ζωής, αλλά η εφεύρεση της μη αναστρέψιμης (κατά πως δείχνουν τα πράγματα σήμερα στον πλανήτη) κρατικής δομής όπως αναλύει στο σημαντικότατό του έργο: “Περί Εθελοδουλείας” ο Étienne  De La Boétie, τον οδήγησε μακριά από τη φύση, και ό,τι αναμένεται να σημάνει για αυτόν, και επίσης στο σχιζοφρενικό τρόπο ζωής του σημερινού “Δυτικού ανθρώπου” (που δεν περιορίζεται βέβαια στην Ευρώπη, την Αυστραλία και την Αμερική) με τις πολλαπλές ηθικές του -στη δουλειά, στο σπίτι, στους φίλους του, στην ιδιωτική ζωή- σε αντίθεση δηλαδή, με τους ινδιάνους της Αμερικής, οι οποίοι είχαν μόνο ένα ηθικό κώδικα. Κώδικα απόλυτα ταιριαστό με το φυσικό τους περιβάλλον.
Η παρούσα μετάφραση, η τρίτη που γίνεται στην ελληνική γλώσσα (2), γίνεται εν προόδω, δηλαδή αποτυπώνει την ανάγνωση καθώς αυτή προχωράει, θα προδημοσιεύεται από το 24grammata.com. και όταν ολοκληρωθεί θα παρουσιαστεί, με τη μορφή ebook από την ηλεκτρονική εκδοτική παρέμβαση του 24grammata.com στα πλαίσια της  σειράς “εν καινώ”.
Ιδιαίτερες ευχαριστίες στο, φίλο παν’ απ’ όλα, Μπάμπη Χαραλαμπόπουλο για το έργο της επιμέλειας και διόρθωσης του κειμένου του τελικού έργου που θα παρουσιαστεί ως ebook.
Γιώργος Πρίμπας.

(1) το εν λόγω βιβλίο κυκλοφόρησε στα ελληνικά το 1993 από τον εκδοτικό οίκο Βανιάς σε μετάφραση Ζήση Σαρίκα, αλλά μελλοντικά θα επιχειρηθεί μία νέα απόδοσή του στα ελληνικά στα πλαίσια της σειράς εν καινώ του 24grammata.com.

(2) οι δύο προηγούμενες είναι:
-του Ιωάννη Περβανόπουλου. Εκδόθηκε το 1888 υπό τον τίτλο “Το άσμα του Χιαβάθα”. Και
-της Γεωργίας Παπαγεωργίου. Εκδόθηκε το 2007 από τις εκδόσεις Ηριδανός υπό τον τίτλο “Το τραγούδι του Χιαγουάθα”,

Για την  εισαγωγή και το πρώτο μέρος από “Το τραγούδι του Hiawatha” του Henry W. Longfellow κλικ εδώ

Το δεύτερο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το τρίτο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το τέταρτο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το πέμπτο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το έκτο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το έβδομο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το όγδοο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το ένατο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το δέκατο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το ενδέκατο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

Το δωδέκατο μέρος του “The Song of Hiawatha”, Longfellow κλικ εδώ

 

The Song of Hiawatha. Το ποίημα στο πρωτότυπο Free ebook- 24grammata.com [κατέβασέτο]

γλώσσα: ελληνική / αγγλική

13. Η Ευλογία των Καλαμποχώραφων

Ω! Το τραγούδι του Hiawatha, τραγουδήστε,
Των ευτυχισμένων ημερών που ακολουθήσανε,
Στων Ojibways τη χώρα,
Στην ευχάριστη και ειρηνική χώρα!
Το μυστήριο του Mondamin τραγουδήστε,
Την ευλογία των Καλαμποχώραφων τραγουδήστε!

To αιματοβαμμένο τσεκούρι θαμμένο ήτανε,
Το απαίσιο πολεμικό ρόπαλο θαμμένο ήτανε,
Όλα τα πολεμοχαρή όπλα θαμμένα ήτανε,
Και η κραυγή πολέμου ξεχασμένη ήτανε.
Μεταξύ των εθνών ειρήνη υπήρχε˙
Οι κυνηγοί ανενόχλητοι περιπλανιόντουσαν,
Τ’ από σημύδα κανό για ψάρεμα φτιάχνανε,
Της λίμνης και των ποταμών τα ψάρια να πιάνουνε,
Στα ελάφια να εκτοξεύουνε και τους κάστορες να παγιδεύουνε˙
Οι γυναίκες ανενόχλητες δούλευαν,
Απ’ το σφενδάμι τη ζάχαρή τους φτιάχνανε,
Τ’ άγριο ρύζι στα λιβάδια μαζεύανε,
Με ελαφήσια και καστόρινα δέρματα ενδεδυμένες.

Και τα χωράφια, γύρω απ’ το ευτυχισμένο χωριό,
Με πράσινο και λαμπερό αραποσίτι σπαρμένα ήτανε,
Του Mondamin τα πράσινα φτερά κυματίζανε,
Οι απαλές και ηλιόλουστες κοτσίδες του κυματίζανε,
Τη χώρα με αφθονία πληρώνοντας.
Και οι γυναίκες ήτανε, που την Άνοιξη,
Τα μεγάλα και γόνιμα χωράφια φυτεύανε,
Μες στη γη τον Mondamin θάβανε˙
Και οι γυναίκες ήτανε, που το Καλοκαίρι,
Τις κίτρινες φλούδες της συγκομιδής απογυμνώνανε,
Τον Mondamin απ’ τα ενδύματά του απογυμνώνανε,
Καθώς ο Hiawatha τους είχε διδάξει.

Κάποτε, όταν όλο το αραποσίτι είχε φυτευτεί,
Ο Hiawatha, σοφά και μετά από σκέψη,
Μίλησε και στη Minnehaha,
Τη σύζυγό του, τη Γελαστό Νερό, και είπε:
“Θα πρέπει, σήμερα το βράδυ τα καλαμποχώραφα  να ευλογήσεις,
Ένα μαγικό κύκλο γύρω τους σχεδίασε,
Απ’ την καταστροφή να τα προστατέψεις,
Απ’ της μούχλας την επιδημία, απ’ τα έντομα να ξεραθούνε,
Απ’ τον Wagemin, τον κλέφτη των καλαμποχώραφων,
Τον Paimosaid, τον περιπατητή κλέφτη, των ματιών του αραποσιτιού τον κλέφτη.

“Βαθιά στη νύχτα, όταν θα ‘χει η σιωπή απλωθεί,
Βαθιά στη νύχτα, όταν θα ‘χει το σκοτάδι απλωθεί
Όταν ο Nepahwin, το Πνεύμα του Ύπνου,
Όλες τις πόρτες των καλυβιών θα ‘χει κλείσει,
Έτσι ώστε αυτί να μη μπορεί να σ’ ακούσει,
Έτσι ώστε μάτι να μη μπορεί να σε δει,
Σιωπηλά απ’ το κρεβάτι σου σήκω,
Στην άκρη όλα σου τα ρούχα βάλε,
Γύρω απ’ τ’ από σένα σπαρμένα χωράφια περπάτησε,
Ολόγυρα στων καλαμποχώραφων τα όρια,
Με τις κοτσίδες σου μονάχα καλυμμένη,
Με το χιτώνα μοναχά, της σκοτεινιάς ενδεδυμένη.

“Έτσι, τα χωράφια γονιμότερα θα γίνουνε,
Και των βημάτων σου το πέρασμα
Ένα μαγικό κύκλο, γύρω τους, θα χαράξει,
Έτσι ώστε ούτε επιδημία να τα χτυπήσει ούτε να ξεραθούνε,
Ούτε σκουλήκι από διπλανό χωράφι ούτε έντομο
Απ’ το μαγικό κύκλο να περάσει·
Ούτε το Kwo-ne-she, ο ιπτάμενος δράκος,
Ούτε το Subbekashe, η αράχνη,
Ούτε το Pah-puk-keena, η ακρίδα·
Ούτε η κάμπια η δυνατή,
Το Way-muk-kwana, με το σαν αρκούδας δέρμα,
Όλων των καμπιών ο βασιλιάς!”

Απ’ τις κορφές των δέντρων στα καλαμποχώραφα κοντά
Τα πεινασμένα κοράκια και οι κουρούνες κάθονταν,
Το Kahgahgee, ο Βασιλιάς των Κορακιών,
Με την ομάδα του των μαύρων αρπάγων.
Και με τον Hiawatha γελούσανε,
Μέχρι που οι κορφές των δέντρων απ’ τα γέλια τιναχτήκανε,
Απ’ τα μελαγχολικά τους γέλια,
Κατά του Hiawatha τα λόγια.
“Ακούστε τον!” αυτά λέγανε· “Tο Σοφό Άντρα ακούστε,
Τα σχέδια του Hiawatha ακούστε!”

Κι όταν η αθόρυβη νύχτα,
Πλατιά και ολοσκότεινη, επάνω απ’ τα χωράφια και τα δάση έπεσε
Όταν το πένθιμο Wawonaissa, το νυχτοπούλι,
Μεταξύ των κώνειων λυπημένα τραγουδούσε,
Και ο Nepahwin, το Πνεύμα του Ύπνου,
Όλες τις πόρτες των καλυβιών είχε κλείσει,
Η Γελαστό Νερό απ’ το κρεβάτι της σηκώθηκε,
Στην άκρη όλα της τα ρούχα έβαλε,
Και με τη σκοτεινιά ντυμένη και προστατευμένη,
Χωρίς φόβο και ντροπή,
Με ασφάλεια γύρω απ’ τα καλαμποχώραφα περπάτησε,
Τον ιερό μαγικό κύκλο,
Με τα βήματά της, γύρω απ’ τα καλαμποχώραφα αυτή χάραξε.

Κανείς άλλος, παρά μονάχα τα Μεσάνυχτα,
Την ομορφιά της στη σκοτεινιά δεν είδε,
Κανείς άλλος, παρά το Wawonaissa, το νυχτοπούλι,
Το λαχάνιασμα στο στήθος της δεν άκουσε,
Το Guskewau, το σκοτάδι,
Με τον ιερό του μανδύα σφιχτά την είχε τυλίξει,
Έτσι ώστε κανένας, την ομορφιά της, να μη μπορούσε να δει,
Έτσι ώστε κανένας να μη μπορούσε να καυχηθεί: “Την είδα!”

Το επόμενο πρωινό, καθώς η μέρα ξημέρωνε,
Το Kahgahgee, ο Βασιλιάς των Κορακιών,
Την ομάδα του, των μαύρων αρπάγων,
Κουρούνες και κοτσύφια, κίσσες και κοράκια,
Στις σκοτεινές κορφές των δέντρων, με βουητό μάζεψε,
Και γρήγορα και άφοβα,
Στου Hiawatha τα χωράφια,
Στου Mondamin τον τάφο, κατεβήκανε.

Και αυτά είπανε: “Εμείς, τον Mondamin, έξω απ’ τον τάφο του,
Που θαμμένος είναι, θα σύρουμε,
Όλους τους μαγικούς κύκλους,
Που η Γελαστό Νερό γύρω του χάραξε, εμείς θα τους αγνοήσουμε,
Όλα τα ιερά βήματα,
Που η Minnehaha πάνω του εντύπωσε, εμείς θα τ’ αγνοήσουμε!”

Αλλά ο προσεκτικός Hiawatha
Πάντοτε σκεφτικός, προσεκτικός και άγρυπνος,
Όταν το περιφρονητικό γέλιο άκουσε,
Απ’ τις κορφές των δέντρων να τον εμπαίζουνε,
Φώναξε: “Κρα!, φίλοι μου, κοράκια εσείς!
Kahgahgee!, Βασιλιά των Κορακιών, άκουσε:
Όλοι σας, από μένα, το μάθημα σας,
Που αξέχαστο θα σας μείνει, θα πάρετε!”

Αυτός είχε, προτού το χάραμα, σηκωθεί,
Αυτός είχε, ολούθε στα καλαμποχώραφα, παγίδες στήσει
Τους άρπαγες να πιάσει,
Και ενέδρα είχε,
Στο γειτονικό μικρό πευκοδάσος, στήσει
Για τις κουρούνες και τα κοτσύφια περίμενε,
Για τις κίσσες και τα κοράκια περίμενε.

Σύντομα με κρωγμούς και βουητό ήρθανε,
Απ’ των φτερών την ορμή και τις κραυγές των φωνών,
Για τη δουλειά τους: να καταστρέψουνε,
Πάνω στα καλαμποχώραφα ήσυχα να σταθούνε,
Και με τα ράμφη τους και τα νύχια τους,
Για του Mondamin το σώμα, βαθιά να σκάψουνε.
Και παρ’ όλη τους την τέχνη και την πονηριά,
Παρ’ όλες τους τις ικανότητες στις πολεμικές επιχειρήσεις,
Τον κοντά τους κίνδυνο δεν τον αντιληφθήκανε,
Μέχρι που τα νύχια τους μπλεχτήκανε,
Μέχρι που φυλακισμένα,
Στου Hiawatha τις παγίδες, βρεθήκανε.

Απ’ το μέρος της ενέδρας του αυτός βγήκε,
Και με τον τρομερό του διασκελισμό, αναμεταξύ τους βρέθηκε,
Και τόσο τρομερή η όψη του ήτανε
Που και τα πιο γενναία με τρόμο δειλιάσανε.
Χωρίς έλεος αυτός τα εξολόθρεψε
Και δεξιά κι αριστερά, κατά δεκάδες και εικοσάδες,
Τ’ άθλια κι άψυχα σώματά τους
Ψηλά σε στύλους για σκιάχτρα,
Γύρω-γύρω στ’ αγιασμένα καλαμποχώραφα, κρέμασε,
Ως σημάδι της εκδίκησης του,
Ως προειδοποίηση στους άρπαγες.

Μόνο το Kahgahgee, τον αρχηγό,
Το Kahgahgee, το Βασιλιά των Κορακιών,
Μόνον αυτό μεταξύ τους,
Ως όμηρο για το είδος του, αυτός το γλύτωσε.
Αφού αυτός τ’ αλυσόδεσε,
Αιχμάλωτο στο καλύβι του τ’ οδήγησε
Και γρήγορα μ’ από φτελιάς κορδόνια,
Στο δοκάρι της κορφής του καλυβιού του, το ‘δεσε.

“Ω! Kahgahgee, κοράκι μου!” αυτός είπε,
“Ο ηγέτης των ληστών,
Ο συνωμότης του κακού αυτού,
Ο επινοητής του αίσχους αυτού είσαι,
Φυλακισμένο θα σε κρατήσω,
Ως όμηρο για το είδος σου,
Ως δέσμευση καλής συμπεριφοράς, θα σε κρατήσω!”

Και ζοφερό και σκυθρωπό, αυτός τ’ άφησε,
Στην πρωινή λιακάδα,
Στην κορφή του καλυβιού να κάθεται,
Με μανία τη δυσαρέσκειά του να κράζει,
Τα μεγάλα του φτερά να φτερουγίζει,
Μάταια για την ελευθερία του ν’ αγωνίζεται,
Μάταια το είδος του να καλεί!

Ο Shawondasee, καθώς το καλοκαίρι περνούσε,
Πάνω απ’ όλο το τοπίο τον αναστεναγμό του εξέπνεε,
Απ’ τις χώρες του Νότου το πάθος του έστελνε,
Με κύματα αέρα, ζεστά και τρυφερά, ασπαζότανε·
Και στα χωράφια το αραποσίτι μεγάλωνε κι ωρίμαζε,
Μέχρι που μ’ όλο του το μεγαλείο,
Το απ’ την πράσινη και κίτρινη ενδυμασία του,
Το απ’ τις φούντες και τα φτερά του, στεκότανε,
Και τα μάτια του αραποσιτιού, γεμάτα και λαμπερά,
Απ’ την έκρηξη της πρασινάδας, στου φυτού τα έλυτρα, λάμπανε.

Τότε η Nokomis, η γριά γυναίκα,
Μίλησε και στη Minnehaha είπε:

“Είναι το Φεγγάρι όταν τα φύλλα πέφτουνε·
Όλο τ’ άγριο ρύζι έχει μαζευτεί
Κι όλο το αραποσίτι ώριμο και έτοιμο είναι·
Τη συγκομιδή ας μαζέψουμε,
Με τον Mondamin ας παλέψουμε,
Απ’ τις φούντες και τα φτερά του,
Απ’ την πράσινη και κίτρινη ενδυμασία του, ας τον απογυμνώσουμε!”

Και η εύθυμη Γελαστό Νερό,
Απ’ το καλύβι, με χαρά,
Με τη ρυτιδιασμένη και γερασμένη Nokomis, πήγε,
Και τις γυναίκες γύρω τους καλέσανε,
Τα νεαρά αγόρια και τις κόρες καλέσανε,
Για των καλαμποχώραφων τη συγκομιδή,
Για των ματιών του αραποσιτιού την αποφλοίωση.

Στα όρια του δάσους,
Κάτω απ’ τα ευωδιαστά πεύκα,
Οι γέροι και οι πολεμιστές καθόντουσαν
Και στην ευχάριστη σκιά καπνίζανε.
Μες στην αδιατάρακτη σιωπή
Την παιχνιδιάρικη εργασία,
Των νεαρών αντρών και των γυναικών, κοιτούσανε˙
Τις θορυβώδεις ομιλίες τους,
Το γέλιο τους και το τραγούδι τους, αυτοί ακούγανε,
Να φλυαρούνε σαν τις καρακάξες τους ακούγανε,
Να γελάνε σαν τα (γαλάζια) σπουργίτια* τους ακούγανε,
Να τραγουδάνε σαν τους κοκκινολαίμηδες τους ακούγανε.

*το blue-jay (Cyanocitta cristata) συναντάται στις σημερινές κεντρικές και ανατολικές περιοχές των ΗΠΑ.

Και κάθε φορά που κάποια τυχερή κόρη
Κατά την αποφλοίωση κάποιο κόκκινο μάτι έβρισκε,
Κάποιο σαν αίμα κόκκινο αραποσιτιού μάτι έβρισκε:
“Κοιτάξτε!” όλοι μαζί φωνάζανε,
“Κοιτάξτε!”, αυτή,
Ένα γλυκό κι όμορφο σύζυγο θ’ αποκτήσει!”
“Ουγκ!”, οι γέροι όλοι,
Απ’ τις θέσεις τους, κάτω από τα πεύκα, απαντούσανε.

Και κάθε φορά που ένας νέος ή μια κόρη
Κατά την αποφλοίωση κανένα στριμμένο μάτι έβρισκε,
Κατά την αποφλοίωση κανένα αραποσιτιού μάτι,
Μαραμένο, μουχλιασμένο ή παραμορφωμένο, έβρισκε,
Τότε όλοι μαζί γελούσανε και τραγουδούσανε,
Γύρω απ’ τα καλαμποχώραφα γλιστρούσανε  και κινούνταν χωλαίνοντας,
Έτσι ώστε με το βάδισμά τους και τις χειρονομίες τους
Κάποιον γέρο καμπούρη, στα δύο διπλωμένο, να μιμούνται
Και κατ’ ιδίαν ή μαζί τραγουδώντας:
“Wagemin! ο κλέφτης των καλαμποχώραφων!
Paimosaid! ο κλέφτης των ματιών του αραποσιτιού!”

Μέχρι που τα καλαμποχώραφα απ’ τα γέλια αντηχούσανε,
Μέχρι που, απ’ του Hiawatha το καλύβι,
Το Kahgahgee, ο Βασιλιάς των Κορακιών,
Ούρλιαζε κι απ’ το θυμό του έτρεμε,
Και προς όλες τις γειτονικές κορφές των δέντρων
Για τους μαύρους άρπαγες, αυτό έκραζε.
“Ουγκ!”, οι γέροι όλοι,
Απ’ τις θέσεις τους, κάτω από τα πεύκα, απαντούσανε.
XIII. Blessing the Cornfields

Sing, O Song of Hiawatha,
Of the happy days that followed,
In the land of the Ojibways,
In the pleasant land and peaceful!
Sing the mysteries of Mondamin,
Sing the Blessing of the Cornfields!

Buried was the bloody hatchet,
Buried was the dreadful war-club,
Buried were all warlike weapons,
And the war-cry was forgotten.
There was peace among the nations;
Unmolested roved the hunters,
Built the birch canoe for sailing,
Caught the fish in lake and river,
Shot the deer and trapped the beaver;
Unmolested worked the women,
Made their sugar from the maple,
Gathered wild rice in the meadows,
Dressed the skins of deer and beaver.

All around the happy village
Stood the maize-fields, green and shining,
Waved the green plumes of Mondamin,
Waved his soft and sunny tresses,
Filling all the land with plenty.
`T was the women who in Spring-time
Planted the broad fields and fruitful,
Buried in the earth Mondamin;
`T was the women who in Autumn
Stripped the yellow husks of harvest,
Stripped the garments from Mondamin,
Even as Hiawatha taught them.

Once, when all the maize was planted,
Hiawatha, wise and thoughtful,
Spake and said to Minnehaha,
To his wife, the Laughing Water:
“You shall bless to-night the cornfields,
Draw a magic circle round them,
To protect them from destruction,
Blast of mildew, blight of insect,
Wagemin, the thief of cornfields,
Paimosaid, who steals the maize-ear.

“In the night, when all is silence,
In the night, when all is darkness,
When the Spirit of Sleep, Nepahwin,
Shuts the doors of all the wigwams,
So that not an ear can hear you,
So that not an eye can see you,
Rise up from your bed in silence,
Lay aside your garments wholly,
Walk around the fields you planted,
Round the borders of the cornfields,
Covered by your tresses only,
Robed with darkness as a garment.

“Thus the fields shall be more fruitful,
And the passing of your footsteps
Draw a magic circle round them,
So that neither blight nor mildew,
Neither burrowing worm nor insect,
Shall pass o’er the magic circle;
Not the dragon-fly, Kwo-ne-she,
Nor the spider, Subbekashe,
Nor the grasshopper, Pah-puk-keena;
Nor the mighty caterpillar,
Way-muk-kwana, with the bear-skin,
King of all the caterpillars!”

On the tree-tops near the cornfields
Sat the hungry crows and ravens,
Kahgahgee, the King of Ravens,
With his band of black marauders.
And they laughed at Hiawatha,
Till the tree-tops shook with laughter,
With their melancholy laughter,
At the words of Hiawatha.
“Hear him!” said they; “hear the Wise Man,
Hear the plots of Hiawatha!”

When the noiseless night descended
Broad and dark o’er field and forest,
When the mournful Wawonaissa
Sorrowing sang among the hemlocks,
And the Spirit of Sleep, Nepahwin,
Shut the doors of all the wigwams,
From her bed rose Laughing Water,
Laid aside her garments wholly,
And with darkness clothed and guarded,
Unashamed and unaffrighted,
Walked securely round the cornfields,
Drew the sacred, magic circle
Of her footprints round the cornfields.

No one but the Midnight only
Saw her beauty in the darkness,
No one but the Wawonaissa
Heard the panting of her bosom
Guskewau, the darkness, wrapped her
Closely in his sacred mantle,
So that none might see her beauty,
So that none might boast, “I saw her!”

On the morrow, as the day dawned,
Kahgahgee, the King of Ravens,
Gathered all his black marauders,
Crows and blackbirds, jays and ravens,
Clamorous on the dusky tree-tops,
And descended, fast and fearless,
On the fields of Hiawatha,
On the grave of the Mondamin.

“We will drag Mondamin,” said they,
“From the grave where he is buried,
Spite of all the magic circles
Laughing Water draws around it,
Spite of all the sacred footprints
Minnehaha stamps upon it!”

But the wary Hiawatha,
Ever thoughtful, careful, watchful,
Had o’erheard the scornful laughter
When they mocked him from the tree-tops.
“Kaw!” he said, “my friends the ravens!
Kahgahgee, my King of Ravens!
I will teach you all a lesson
That shall not be soon forgotten!”

He had risen before the daybreak,
He had spread o’er all the cornfields
Snares to catch the black marauders,
And was lying now in ambush
In the neighboring grove of pine-trees,
Waiting for the crows and blackbirds,
Waiting for the jays and ravens.

Soon they came with caw and clamor,
Rush of wings and cry of voices,
To their work of devastation,
Settling down upon the cornfields,
Delving deep with beak and talon,
For the body of Mondamin.
And with all their craft and cunning,
All their skill in wiles of warfare,
They perceived no danger near them,
Till their claws became entangled,
Till they found themselves imprisoned
In the snares of Hiawatha.

From his place of ambush came he,
Striding terrible among them,
And so awful was his aspect
That the bravest quailed with terror.
Without mercy he destroyed them
Right and left, by tens and twenties,
And their wretched, lifeless bodies
Hung aloft on poles for scarecrows
Round the consecrated cornfields,
As a signal of his vengeance,
As a warning to marauders.

Only Kahgahgee, the leader,
Kahgahgee, the King of Ravens,
He alone was spared among them
As a hostage for his people.
With his prisoner-string he bound him,
Led him captive to his wigwam,
Tied him fast with cords of elm-bark
To the ridge-pole of his wigwam.

“Kahgahgee, my raven!” said he,
“You the leader of the robbers,
You the plotter of this mischief,
The contriver of this outrage,
I will keep you, I will hold you,
As a hostage for your people,
As a pledge of good behavior!”

And he left him, grim and sulky,
Sitting in the morning sunshine
On the summit of the wigwam,
Croaking fiercely his displeasure,
Flapping his great sable pinions,
Vainly struggling for his freedom,
Vainly calling on his people!

Summer passed, and Shawondasee
Breathed his sighs o’er all the landscape,
From the South-land sent his ardor,
Wafted kisses warm and tender;
And the maize-field grew and ripened,
Till it stood in all the splendor
Of its garments green and yellow,
Of its tassels and its plumage,
And the maize-ears full and shining
Gleamed from bursting sheaths of verdure.

Then Nokomis, the old woman,
Spake, and said to Minnehaha:

“‘T is the Moon when, leaves are falling;
All the wild rice has been gathered,
And the maize is ripe and ready;
Let us gather in the harvest,
Let us wrestle with Mondamin,
Strip him of his plumes and tassels,
Of his garments green and yellow!”

And the merry Laughing Water
Went rejoicing from the wigwam,
With Nokomis, old and wrinkled,
And they called the women round them,
Called the young men and the maidens,
To the harvest of the cornfields,
To the husking of the maize-ear.

On the border of the forest,
Underneath the fragrant pine-trees,
Sat the old men and the warriors
Smoking in the pleasant shadow.
In uninterrupted silence
Looked they at the gamesome labor
Of the young men and the women;
Listened to their noisy talking,
To their laughter and their singing,
Heard them chattering like the magpies,
Heard them laughing like the blue-jays,
Heard them singing like the robins.

And whene’er some lucky maiden
Found a red ear in the husking,
Found a maize-ear red as blood is,
“Nushka!” cried they all together,
“Nushka! you shall have a sweetheart,
You shall have a handsome husband!”
“Ugh!” the old men all responded
From their seats beneath the pine-trees.

And whene’er a youth or maiden
Found a crooked ear in husking,
Found a maize-ear in the husking
Blighted, mildewed, or misshapen,
Then they laughed and sang together,
Crept and limped about the cornfields,
Mimicked in their gait and gestures
Some old man, bent almost double,
Singing singly or together:
“Wagemin, the thief of cornfields!
Paimosaid, who steals the maize-ear!”

Till the cornfields rang with laughter,
Till from Hiawatha’s wigwam
Kahgahgee, the King of Ravens,
Screamed and quivered in his anger,
And from all the neighboring tree-tops
Cawed and croaked the black marauders.
“Ugh!” the old men all responded,
From their seats beneath the pine-trees!