Οι λαθρόψυχοι (8)

Εmigration 24grammataΛαθραίων έργα

Μικρές ιστορίες για φανερούς μετανάστες

Δοκιμές αναζήτησης για τα λαθραία όνειρα, τις λαθραίες ελπίδες, τα λαθραία συναισθήματα ολοφάνερων ανθρώπων

Περιμένουμε και τις δικές παρόμοιες σύντομες ιστορίες (650 – 1000 λέξεις). Στο τέλος θα εκδοθεί ένα συλλεκτικό ψηφιακό και έντυπο βιβλίο (το 24grammata.com διατηρεί το δικαίωμα να μη δημοσιεύει ιστορίες που δε συνάδουν με τις υπόλοιπες. Έναρξη συλλογής: 18/02/2014)

Διαβάστε και τα άλλα μικροδιηγήματα της ίδιος σειράς: εδώ

 

  1. Γιώργος Δαμιανός, Ιταλικό όνειρο, εδώ

  2. Γιώργος Νικ. Σχορετσανίτης, Το ταξίδι σαν απόδραση – αλλά από πού; εδώ

  3. Τίνα Κουτσούμπου, Ο Καινούριος, εδώ

  4. Σωτήρης Αθηναίος, Η βουβή μούμια, εδώ

  5. Στέλιος Μοιρας, True story, εδώ
  6. Θεοχάρης Παπαδόπουλος,   Η ανηφόρα μιας ζωής εδώ

8ο

 ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΝΥΧΙΑ

γράφει ο Γιώργος Μάντζιος
Θαρρώ πως ήταν απόγευμα Κυριακής. Μια παρέα αντάρτες κάτω από μια καχεκτική ακακία τρωγόπιναν με θόρυβο γύρω από ένα στρογγυλό σιδερένιο τραπέζι. Τα όπλα τους στημένα παρέκει σε μια κλασική πυραμίδα. Πρέπει να είχαν έρθει στο κέφι, καθώς σιγομουρμούριζαν-τι άλλο;- το γνωστό   επαναστατικό τραγούδι των ημερών:
«μαύρα κοράκια με νύχια γαμψά
Πέσανε επάνω στην εργατιά»…
Κι εγώ λίγο πιο πέρα καμωνόμουνα πως έπαιζα,  μα στην ουσία κοίταζα να μη χάσω την παραμικρή λέξη, και την πιο αδιόρατη χειρονομία της κεφάτης συντροφιάς. Ο ήλιος μόλις είχε καβατζάρει την κορυφή του μεγάλου πλατανιού της πλατείας και άρχισε να παίρνει τον κατήφορο προς τη δύση. Και τότε…
Κάνω μια έτσι προς τον κατηφορικό  δρόμο που έφερνε στην πλατεία από το έμπα του χωριού και αντικρίζω το όραμα; Μια κατάξανθη κοπελιά με κοντό άσπρο σορτ και ξανθή αλογοουρά  κατηφόριζε τελετουργικά πάνω σ’ ένα  ολοκαίνουργιο ποδήλατο με αστραφτερές ρόδες. Ήταν η πρώτη φορά που αντίκριζα στο χωριό ποδήλατο… Μόνο από τις «χαλκομανίες» το ήξερα. Και τι σόι κοπέλα ήταν πάλι αυτή και τι γύρευε στο χωριό μ’ εκείνη την ονειρική εμφάνιση; Και γιατί τώρα ισορροπεί επικίνδυνα τόση ώρα πάνω στο ποδήλατο κάνοντας ατέλειωτους γύρους στο χείλος  της υπερυψωμένης πλατείας; Κι είχα μια έγνοια και μια αγωνία… «Τώρα θα βγει η μάνα στην αυλή, θ’ ανακαλύψει πως λείπω και θα τρέξει φουριόζα στην πλατεία να με μαζέψει. Και τότε πάει το θέαμα»
Τίποτε απ’ αυτά δεν έγινε. Μόνο που σε κάποια στιγμή ένας αντάρτης σηκώνεται από το τραπέζι. Τον θυμάμαι σαν τώρα; Με το δίκοχο στραβό, το τσιγάρο στο στόμα κι ένα κόκκινο γαρίφαλο στ’ αυτί. Πλησιάζει την κοπελιά- εκείνη σταματάει το ποδήλατο ακουμπώντας το ένα πόδι της στο χώμα- και κάτι της λέει, κάτι που δεν μπορούσα ν’ ακούσω… Φαίνεται όμως πως δεν μένει ευχαριστημένος απ’ αυτά που ακούει και την οδηγεί κοντά στο τραπέζι. Κι εκεί αρχίζει μια συζήτηση που κράτησε ώρα. Τουλάχιστον εμένα έτσι μου φάνηκε, Μια συζήτηση που δεν κατέληξε φαίνεται πουθενά, γιατί σε κάποια στιγμή ο αντάρτης με το γαρίφαλο γυρίζει προς τη μεριά μου, με βλέπει και: «Άντε ρε, στο στρατηγείο να πεις του καπετάν Κίτσου να κατέβει…»
Κι εγώ, πιο πολύ από περιέργεια, για να μη χάσω τη συνέχεια, παρά από φόβο ή διάθεση σεβασμού προς την εξουσία, πετάχτηκα  σφαίρα  προς το στρατηγείο. Και σε λίγο βρισκόμουν πίσω στη θέση μου, πολύ πιο πριν από τον καπετάνιο που κατέφθασε αργοπορημένος στην πλατεία κουμπώνοντας βιαστικά το χιτώνιό του… Και πάλι δε στάθηκε δυνατό ν’ ακούσω καλά, παρ’ όλο που είχα πλησιάσει αρκετά στην παρέα. Οι αντάρτες χειρονομούσαν ζωηρά, κάτι έλεγαν στην κοπέλα, εκείνη απαντούσε ήρεμα ρίχνοντας κάθε τόσο τη μακριά αλογοουρά της πότε στον έναν ώμο και πότε στον άλλο κι αυτό ήταν όλο. Κάποτε ξεκίνησαν όλοι για το «στρατηγείο» -ένα επιταγμένο σπίτι στην άκρη του χωριού-, ο καπετάνιος μπροστά, εκείνη πίσω σέρνοντας το ποδήλατό της, κι οι αντάρτες ξοπίσω της.
Γύρισα σπίτι αναστατωμένος και διηγήθηκα το περιστατικό στους δικούς μου προσθέτοντας στην αφήγηση ένα σωρό φανταστικά και τρομαχτικά στοιχεία. Κι εκείνοι δεν ήξεραν τι να πρωτοπιστέψουν.
Τη συνέχεια την έμαθα την άλλη μέρα, το μεσημέρι, που γύρισε ο πατέρας από το καφενείο: Η κοπέλα ήταν κατάσκοπος! Σταλμένη από τους Γερμανούς και τους ντόπιους συνεργάτες τους για να συγκεντρώσει πληροφορίες σχετικά με  τις κινήσεις των ανταρτών. Δε μαθεύτηκε ποτέ πώς οδηγήθηκε το «λαϊκό δικαστήριο»  σ’ αυτό το συμπέρασμα, αλλά το βέβαιο ήταν πως «εκείνη τα ομολόγησε όλα …» Και η απόφαση ήταν «δις εις θάνατον!»
Τι πίκρα ήταν πάλι αυτή που μ’ έπιασε; Τους αντάρτες τους θαύμαζα. Ήξερα πως θυσίαζαν τα πάντα για μας, ακόμη και τη ζωή τους, για να μπορούμε να ζούμε ελεύθεροι… Για να  φάμε κι εμείς κάποτε γλυκό ψωμί…Τα τραγούδια τους ακόμη με συγκινούν μέχρι δακρύων… Όμως εδώ, ήμουν βέβαιος, είχαν πέσει έξω… Γιατί όμως ήμουν τόσο βέβαιος; Ούτε και σήμερα θα μπορούσα να το εξηγήσω. Ύστερα είχα κι άλλο πρόβλημα να λύσω; Το «εις θάνατον»  το κατάλαβα αμέσως  πολύ καλά. Κάθε μέρα εκείνον τον καιρό βρισκόμασταν αντιμέτωποι με το θάνατο… Αλλά  εκείνο το «δις» τι να σήμαινε πάλι; Το κουβέντιασα με τον ξάδερφο το μεσημέρι. Δε βρίσκαμε άκρη. Σε κάποια στιγμή, σαν από διαίσθηση, φωτίστηκε το μυαλό μου:
-Μπας και σημαίνει «δυο φορές;» τόλμησα να προτείνω.
-Γίνεται μαθές να ξαναπεθάνει ο πεθαμένος; Μου αντίσκοψε ο ξάδερφος…
Γύρισα σπίτι αναστατωμένος. Εκεί πάλι έπεσα σ’ άλλο πανηγύρι:
-Μα αφού σου λέω ότι είναι κατάσκοπος! Ωρυόταν ο πατέρας.. Κι η μάνα (όσο πιο ήρεμα μπορούσε, σχεδόν τραγικά );
-Κι από πού το κατάλαβαν; Ποια μανούλα θα το κλάψει πάλι το κορίτσι… (Κι εγώ ακόμη μια φορά να ταλαντεύομαι ανάμεσα στην άκριτη πίστη του πατέρα που με γοήτευε και στην πειστική αμφισβήτηση της μάνας που τη θαύμαζα…)
Το απομεσήμερο μαζευτήκαμε όλη η τσακαλοπαρέα-πού αλλού;- κοντά στο στρατηγείο για να παίξουμε το αγαπημένο μας παιχνίδι. Από μέρες είχαμε ξηλώσει τους ξύλινους σκελετούς από τα παράθυρα κάποιου  ρημαγμένου σπιτιού και κατασκευάσαμε αυτοσχέδια «αυτόματα». Οι μισοί –οι αντάρτες- φορούσαμε κι ένα δίκοχο από εφημερίδα αριστοτεχνικά φτιαγμένο από τη μάνα μας, κι οι άλλοι μισοί-οι Γερμανοί (αχ, με πόση δυσκολία δέχονταν να παίξουν το ρόλο…)- μια παλιά κατσαρόλα για κράνος… Βέβαια εκείνη τη φορά ο στόχος μας δεν ήταν το παιχνίδι, αλλά το στρατηγείο. Δεν ακούσαμε όμως τίποτε. Ούτε παρατηρήσαμε κάποια ασυνήθιστη κίνηση. Μόνο εκείνο το αστραφτερό ποδήλατο φιγουράριζε προκλητικά ακουμπισμένο στα κάγκελα του μπαλκονιού.

Ο ήλιος κόντευε πια να βασιλέψει. Οι πελαργοί είχαν γυρίσει από την ολοήμερη βοσκή τους στα τσαΐρια κι είχαν κουρνιάσει στις δυο φωλιές τους στα πανύψηλα πλατάνια. Κι αντήχησε πάλι, όπως και κάθε βράδυ, εκείνο το ρυθμικότατο «τοκ τοκ τοκ» από τα ράμφη τους στην υγρή κι όλας ατμόσφαιρα του δειλινού.  Κι η φθινοπωρινή ψύχρα, όπως γινόταν συνήθως στο χωριό, έπεσε ξαφνικά σαν μπαλτάς. Και τότε είδαμε την κουστωδία να βγαίνει αργά και σιωπηλά από το αρχοντόσπιτο που χρησίμευε για στρατηγείο. Μπροστά ο καπετάν Κίτσος με το πιστόλι του αναρτημένο στο χοντρό μερί του και το χιτώνιο ριγμένο στον ώμο… Ξοπίσω του η κοπέλα, τα χέρια της δεμένα στην πλάτη με μια τριχιά που την άλλη άκρη της την κρατούσε ένας λιγνός αντάρτης. Κι ακόμη πιο πίσω άλλοι δυο, ο ένας μ’ ένα κασμά στον ώμο κι ο άλλος μ’ ένα φτυάρι… Καταλάβαμε. Με τίποτε δεν θα χάναμε το θέαμα…
Η κουστωδία κατηφόρισε ως το Τηγανάκι- μια γραφική βρύση του χωριού- και πήρε τη δημοσιά δεξιά για τα Τσαϊρια. Κι εμείς, από κάποια απόσταση, ξοπίσω της. Κάποτε μας πήρε είδηση ο αντάρτης με τον κασμά:
-Άιντε κερατάδες στα σπίτια σας, ξεστόμισε, κι έσκυψε τάχα να πιάσει μια πέτρα… Αλλά ποιος τον άκουγε…
Μετά το Μεγάλο Αλώνι η ομάδα έστριψε αριστερά και πήρε το μονοπάτι που οδηγούσε στου Καμπανού τα Δέντρα. Σε λιγάκι είχε χωθεί μέσα στο πυκνό –έτσι το βλέπαμε τότε- δάσος. Κι εμείς από πίσω. Πάντα από μακριά, αμίλητοι. Ώσπου τους χάσαμε. Ακούγαμε μόνο τα υπόκωφα βήματά τους πάνω στο μαλακό χώμα.
Κάποια στιγμή πρέπει να σταμάτησαν. Αυτή τη φορά  δεν
βλέπαμε τίποτα. Ξαπλώσαμε πάνω στα ξερά φύλλα και γίναμε ένα μ’ αυτά. Κι ακούγαμε καθαρά το σκάψιμο, μέχρι και το λαχάνιασμα του σκαπανέα. Τίποτε άλλο. Για πόση ώρα, δεν μπορώ να πω… Ώσπου ακούστηκε επιτέλους αυτό που περιμέναμε: ο  πυροβολισμός. Κι ύστερα άλλος ένας. Κι από κοντά ένας τρίτος.  Πουλιά φτερούγισαν στα τυφλά τρομαγμένα. Κι η αντήχηση των πυροβολισμών στο πυκνό δάσος έδωσε μια μυθική θαρρείς διάσταση στη στιγμή. Και πάλι τα σύνεργα των σκαφτιάδων. Κάποτε το φτυάρι βρίσκει καθώς φαίνεται σε κάποιο χαλίκι κι ακούγεται ένας ανεπαίσθητος συριγμός.
-Την παραχώνουν ζωντανή, ρε, ψιθυρίζει, ίσα που ν’ ακουστεί, ο Παύλος. Εμείς αδημονούσαμε. Όπου να ναι θα έπρεπε να φύγουν. Αλλά εκείνοι φαίνεται πως κάθισαν παραδίπλα να κάνουν τσιγάρο… Τους ακούγαμε να μιλούν αδιάφορα για ώρα. Από την ψύχρα που δυνάμωνε –μόνο απ’ αυτό;- αρχίσαμε να τρέμουμε… Αλλά δεν τολμούσαμε να σαλέψουμε. Ως που κάποτε μας κάνανε τη χάρη και σηκώθηκαν. Πέρασαν σχεδόν δίπλα μας. Εμείς περιμέναμε ίσα που να μακρύνουν. Αλλά κανείς μας δεν είχε το κουράγιο να διαπιστώσει με τα ίδια του τα μάτια τα όσα είχαν συμβεί. Εξάλλου είχε αρχίσει να νυχτώνει. Πήραμε λοιπόν το δρόμο του γυρισμού συμφωνώντας να βρεθούμε την άλλη μέρα πρωι-πρωί, για να ψάξουμε.
Την επομένη ξύπνησα από τα χαράματα… Πετάχτηκα στην πλατεία να περιμένω τους άλλους. Μα γιατί αργούσαν τόσο; Η ώρα μου φαινόταν ατέλειωτη. Ώσπου ένας ένας άρχισαν να καταφτάνουν. Πριν όμως καλά καλά ξεκινήσουμε για το δάσος, να σου ο Σαλταπήδας, μουγκός από γεννησιμιού του, νεκροθάφτης και κωδωνοκρούστης, και πρόθυμος για όλες τις άλλες δουλειές της Εκκλησίας, Πηδούσε φράχτες και χαντάκια και χειρονομούσε ταραγμένος. Μας έδωσε να καταλάβουμε ότι μας είχε προλάβει… Ξεκίνησε λοιπόν πιλάλα για το δάσος και ξοπίσω του όλοι εμείς. Αρχίσαμε να δρασκελίζουμε φράχτες και βατσινιές, λάκκους  και ξερολιθιές, ώσπου φτάσαμε. Δε θυμόμασταν τίποτε. Είναι ζήτημα αν μόνοι μας θα βρίσκαμε άκρη… Εκείνος όμως με την ευκινησία αίλουρου και την οσμή λαγωνικού σε λίγα λεπτά μας είχε οδηγήσει εκεί που θέλαμε. Και είδαμε:
Ένα μικρό ξέφωτο και στο κέντρο του το νιόσκαφτο χώμα ελαφρά υπερυψωμένο. Κι επειδή τη νύχτα είχε βρέξει, εκείνη την αδιόρατη φθινοπωρινή βροχή που μόνο την αισθάνεσαι, το χώμα γυάλιζε ελαφρά και άπειρα μικρά μοβ κρινάκια, που τα είχαν βάναυσα σακατέψει την προηγούμενη μέρα το ξινάρι και το φτυάρι, ξεθαρρεμένα από την υγρασία πρόβαλλαν εδώ κι εκεί τα κεφαλάκια τους… Κι όταν πλησιάσαμε περισσότερο μείναμε με το στόμα ανοιχτό: Στο σημείο όπου πρέπει να βρισκόταν το στήθος της νεκρής το χώμα ήταν ελαφρά βαθουλωμένο και σχημάτιζε κάτι σαν βιτρίνα απ’ όπου πρόβαλλαν σταυρωμένα εκείνα τα κρινάτα χέρια της με τα δάχτυλα πλεγμένα μεταξύ τους. Τα νύχια τους ήταν βαμμένα με ένα ζωηρό κόκκινο βερνίκι που γυάλιζε από τη βροχή και σ’ ένα από τα μικρά της δάχτυλα φορούσε ένα κοριτσίστικο χρυσό δαχτυλιδάκι με κόκκινη πέτρα.
Είχαμε πετρώσει. Κάτι μέσα μας μάς έλεγε ότι ζούσαμε μια στιγμή που οφείλαμε να τη θυμόμαστε. Ως το θάνατο μας. Κι όταν θα ερχόταν η ώρα  θα την καταθέταμε, καθώς ο ιερέας τη λειτουργιά, για να λυτρωθούμε πρώτα εμείς από το ασήκωτο φορτίο της,  αλλά κι όσοι δε γνώρισαν, όσοι δεν είδαν κι όσοι δεν άκουσαν… Και να που σήμερα, Κώστα, Τάκη, Παύλο κι Αποστόλη αυτό κάνω για όλους μας. Εξήντα πέντε  χρόνια μετά… Ξέροντας καλά ότι οι νέοι άνθρωποι είναι αδύνατο να καταλάβουν σήμερα τι είδους μάθημα Σοσιαλιστικής Ηθικής επιχείρησαν μ’ αυτή τους την «παράσταση» να δώσουν στους χωρικούς οι αντάρτες….

Τις επόμενες μέρες όσοι χωρικοί επέστρεφαν από το Άλλο Λιβάδι στο χωριό, παρόλο που δεν ήταν από εκεί ακριβώς ο δρόμος τους, έκαναν μια παράκαμψη και περνούσαν από το μνημούρι. Σταματούσαν, κοίταζαν και συλλογιούνταν. Κι είμαι σε θέση να βεβαιώσω, γιατί το άκουσα πάμπολλες φορές από τους δικούς μου,  ότι από κανενός το μυαλό δεν πέρασε η ιδέα να συλήσει τη νεκρή. Ώσπου κύλησαν οι ώρες, οι μέρες και οι μήνες και το δάσος ήρθε και εξαφάνισε κάθε σημάδι από την ταφή της νέας κοπέλας, που δεν θα πρέπει να ήταν παραπάνω από δεκάξι …
Και μετά από δυο ή τρία χρόνια, όταν πια οι καιροί είχαν αλλάξει και στο χωριό εγκαταστάθηκε μόνιμα η χωροφυλακή κι οι αντάρτες τραβήχτηκαν στο Χολομώντα, έφτασε μια μέρα από το καμποχώρι, όπως έμαθα εκ των υστέρων (εμείς είχαμε ήδη εγκατασταθεί αλλού -μια άλλη πονεμένη ιστορία),  ένα συμπαθέστατο ζευγάρι: εκείνος με σουέτ σακάκι και κόκκινη γραβάτα, εκείνη με μακρύ μαύρο φόρεμα. Μαζί τους κι ένας νεαρός μ’ ένα χαρτοφύλακα. Ήταν οι γονείς της κοπέλας-αχ γιατί να μη φροντίσουμε να μάθουμε τουλάχιστον το όνομά της;- κι ο αρραβωνιαστικός της. Έτσι είπαν. Κι έψαχναν για τα λείψανά της … Οι καιροί όμως τότε ήταν ακόμη πιο δύσκολοι. Οι φίλοι -που πήγαιναν τώρα στη δεύτερη τάξη του δημοτικού-προθυμοποιήθηκαν να τους οδηγήσουν στον τάφο, αλλά τελικά δεν  το τόλμησαν,  καθώς το δάσος ήταν κατάσπαρτο από νάρκες, υπολείμματα  από τις συγκρούσεις του Εμφύλιου. Κι εκείνοι-οι γονείς- έδωσαν  από μια χούφτα «φλόκες» στα παιδιά κι ένα τσίγκινο κουτί μπισκότα Παπαδοπούλου κι έφυγαν άπρακτοι…