Οι λαθρόψυχοι (4)

Εmigration 24grammataΟι λαθρόψυχοι (4)

Λαθραίων έργα

Μικρές ιστορίες για φανερούς μετανάστες

Δοκιμές αναζήτησης για τα λαθραία όνειρα, τις λαθραίες ελπίδες, τα λαθραία συναισθήματα ολοφάνερων ανθρώπων

Περιμένουμε και τις δικές παρόμοιες σύντομες ιστορίες (650 – 1000 λέξεις). Στο τέλος θα εκδοθεί ένα συλλεκτικό ψηφιακό και έντυπο βιβλίο (το 24grammata.com διατηρεί το δικαίωμα να μη δημοσιεύει ιστορίες που δε συνάδουν με τις υπόλοιπες. Έναρξη συλλογής: 18/02/2014)

Διαβάστε και τα άλλα μικροδιηγήματα της ίδιος σειράς:

  1. Γιώργος Δαμιανός, Ιταλικό όνειρο, εδώ

  2. Γιώργος Νικ. Σχορετσανίτης, Το ταξίδι σαν απόδραση – αλλά από πού; εδώ

  3. Τίνα Κουτσούμπου, Ο Καινούριος, εδώ

  4. Σωτήρης Αθηναίος, Η βουβή μούμια, εδώ

4ο

Η βουβή μούμια

γράφει ο Σωτήρης Αθηναίος

Κλείνει δυο μήνες σε τούτο το υπόγειο δωμάτιο. Ακουμπά την πλάτη της στη γωνιά, κοιμάται οκλαδόν, δίπλα της δεκαπέντε περιφερόμενες σκιές κοιμούνται στρωματσάδα. Ίσως και να ΄ναι περισσότεροι μιας και κοιμούνται εναλλάξ. Έτσι και αλλιώς εκείνη δε μίλησε ποτέ σε κανένα. Λένε πως μιλά στον θάνατο και εκείνος την ακούει. Τη φοβούνται αλλά η προχωρημένη εγκυμοσύνη της μπορεί και να τους φανεί χρήσιμη. Την βάφτισαν “βουβή μούμια”.  Είναι τρίτη νύχτα που δεν κλείνει μάτι. Μιλά στον εαυτό της και φαντάζεται πως την ακούνε οι συμπατριώτες της

– “Όλα τα έχω. Μεγάλος είναι ο Αλλάχ όλα τα έχω. Και νερό, και φως και ψυγείο, όλα τα έχω. Η καλοκαιρινή ζέστη στο κέντρο της Αθήνας είναι ανυπόφορη, πάλι καλά που στους δύσκολους μήνες της εγκυμοσύνης βρίσκομαι σε τούτο το υπόγειο. Λείπει το φως και ο αέρας αλλά τουλάχιστον έχει δροσιά. Ας είναι μεγάλος ο Αλλάχ …”
Και στη συνέχεια συμπληρώνει το βουβό μονόλογο της, κατεβάζοντας το κεφάλι ” Με προσέχουν οι πατριώτες μου δε λέω, με προσέχουν”.

Αργότερα σηκώνει τα μάτια της αλαφιασμένη και κοιτά το ταβάνι του διαμερίσματος συνεχίζοντας το βουβό μονόλογο

– “Μονάχη εγώ ανάμεσα σε τόσους άνδρες, ξένους άνδρες, πως βρέθηκα εδώ μέσα; Πως θα γεννήσω; ξεκίνησα, πριν τέσσερις μήνες από τη Χώρα του ήλιου με τα πανύψηλα δέντρα και τους πολύχρωμους παπαγάλους. Έκλαιγε η μανούλα μου τρεις μέρες και τρεις νύχτες, έκλαιγε, όπως κλαίνε στους νεκρούς.   Στο τελευταίο της φιλί σχεδόν με νεκροφίλησε. “Δεκαεξάχρονο κορίτσι σε εγκυμοσύνη, που το πάτε”; έλεγε και ξανάλεγε. Δεν καταλάβαινε ότι ήταν μεγάλη τύχη, πολύ μεγάλη τύχη, που ήμουν έγκυος. Με τη δική μου δικαιολογία, θα πέρναγαν εύκολα όλοι οι μετανάστες του καϊκιού στην Ιταλία. Εκεί θα με περίμενε ο Αχμέτ, ο άντρας μου και πατέρας του παιδιού, που φέρνω στα σπλάχνα μου και το παιδί θα γεννιόταν σε μια ευρωπαϊκή χώρα. Θα ήταν πιο εύκολο να αποκτήσει χαρτιά και αυτό και εμείς. Να έχουμε ένα σπίτι. Σαν και αυτά στην τηλεόραση, ωραίο διαμέρισμα σε μεγάλο κτήριο Μεγάλο σαν και τούτο, πρέπει να είναι ωραίο το κτήριο, δεν έχω βγει ποτέ από την υπόγεια γκαρσονιέρα. Ήταν απαράβατος όρος του εγγονού του ιδιοκτήτη. “Σε τούτη την γκαρσονιέρα δε θα μείνουν πάνω από τρία άτομα”. Και εμείς τα καταφέραμε να μείνουμε δεκαπέντε άτομα. Το δαιμόνιο της φυλής από τη μια, από την άλλη είναι λίγο μπουνταλάδες οι Ευρωπαίοι, αργοί, μαμμόθρεφτοι…
Τι έλεγα; α,  για τη μάνα μου. Δεν μπορούσε να καταλάβει την ποιότητα της ζωής που θα έχουμε. Το σχολείο του παιδιού. Τις εκδρομές το Σαββατοκύριακο με το αυτοκίνητο, γιατί θα πάρει, κάποτε αυτοκίνητο ο Αχμέτ… Ο Αχμέτ, ο καημενούλης, είναι στην Ιταλία, στη Λαμπεντούζα, σε χώρο υποδοχής εδώ και οχτώ μήνες από τότε που έφυγε δηλαδή, δεν μπορεί ούτε να έρθει, ούτε να τηλεφωνήσει. Ήλπιζε ότι θα τον συναντούσα και με τη δικαιολογία της εγκυμοσύνης, θα μπορούσε να βγει και να ξεκινήσουμε μια κανονική ζωή, καλύτερη και απ αυτή της τηλεόρασης.
Ανάθεμα τον, τον τρισκατάρατο, τον καπετάνιο του καϊκιού μας άφησε στην Κρήτη λέγοντας πως φτάσαμε στη Σικελία, ανάθεμά τον, έβριζε και κατέβαζε το κεφάλι της.
Μετά από λίγο πάλι τα ίδια, κάρφωνε το βλέμμα στο ταβάνι και συλλογιζόταν
– “Πρέπει να φύγω απ εδώ, φοβάμαι την αστυνομία, τους φωνακλάδες χιτλερικούς με τα ξυρισμένα κεφάλια και τα μαύρα μπλουζάκια.  Δεν τους έχω δει ποτέ αλλά μου είπαν ότι είναι φοβεροί, ανίκητοι, φίλοι της αστυνομίας. Τους βλέπω συνέχεια στον ύπνο μου να κυνηγάνε εμένα και το παιδί μου. Βλέπω συνέχεια  στον ύπνο μου τη μάνα μου . Να κοιτά και να μη μιλά. Τον Αχμέτ δεν τον βλέπω. Ποτέ δεν τον είδα. Ίσως γιατί προσπάθησε να με εκμεταλλευτεί και μένα και το παιδί μου. Τι να σου κάνει ένας Αχμέτ μονάχος.
Φοβάμαι τους ανθρώπους, φοβάμαι τα πάντα τριγύρω μου. Στην πρώτη μου γέννα και είμαι μόνη. Βρίσκομαι στην Ευρώπη, στο χωριό όλοι θα  ζήλευαν την τύχη μου και εγώ  θα γεννήσω μόνη, χειρότερα και απ τα ζώα της ζούγκλας. Μου λείπει το χωριό μου. Μου λείπει μια ανθρώπινη ματιά. Νοιώθω πως θα πεθάνω στην πρώτη μου τη γέννα. Νοιώθω πως θα είναι καλύτερο για όλους μας να πεθάνω σε τούτη τη γέννα.

Αν είναι κάτι που θέλω τώρα, είναι να πεθάνω για να μην υποφέρει το παιδί μου. Ο θάνατος θα του προσφέρει, σίγουρα, μια καλύτερη ζωή”.