Σχόλιο στις μεταφράσεις της Ιωάννας Πρίμπα, στα ποιήματα των Stephen Duck και Mary Collier

priba gianna 24grammata«ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ»
Σχόλιο στις μεταφράσεις της Ιωάννας Πρίμπα, στα ποιήματα των Stephen Duck και Mary Collier

Μπορείτε να διαβάσετε το ηλ. βιβλίο με τα ποιήματα των των Stephen Duck και Mary Collier (για πρώτη φορά στην ελληνική γλώσσα) κλικ εδώ

για να διαβάσετε το ιστορικό περίγραμμα των έργων κλικ εδώ
γράφει ο Απόστολος Θηβαίος
Οι ποιητικές εργασίες των Βρεττανών Mary Collier και Stephen Duck συνιστούν δύο έργα, ενδεικτικά της εποχής. Πρόκειται για δυο γλαφυρές αναπαραστάσεις του φαινομένου της εργασίας, όπως το τελευταίο διαμορφώθηκε κατά τον 18ο αιώνα. «Ο Μόχθος του Αλωνιστή» και «Ο Μόχθος της γυναίκας», της Collier, έργο που αποτέλεσε μία μορφή ευθείας απάντησης προς τον Stephen Duck και την υμνητική προσέγγιση της ανδρικής εργασίας, επιβεβαιώνουν την επισήμανση του Frederik Jameson, σχετικά με την υποχρέωση της τέχνης να ιστορικοποιεί, ενσωματώνοντας μες στο ποιητικό, στην προκειμένη, σώμα όλα εκείνα τα συστατικά στοιχεία που σηματοδοτούν μια ορισμένη περίοδο. Με άλλα λόγια και στα δύο πονήματα, θα μπορούσε κανείς να αντλήσει πλήθος στοιχείων και ενδείξεων, σχετικά με τις κοινωνικές δομές και τη συμμετοχή του πληθυσμού στην παραγωγική διαδικασία. Η Mary Collier, στο βιωματικό της έργο παραθέτει το πνεύμα και το ύφος της εργασίας. Η ίδια, έχοντας δαπανήσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της, διεκπεραιώνοντας εργασίες χειρωνακτικές, επιστρατεύει τη βιωματική της γνώση προκειμένου να αναδείξει το φορτίο της επιβίωσης, όπως βάραινε κατά την περίοδο εκείνη το γυναικείο φύλλο. Πέρα από την πολιτική και κοινωνική υποβάθμιση της γυναίκας, παρατήρηση διαυγής μες στο ποίημα της Collier, τόσο ο Duck όσο και η Βρεττανίδα ποιήτρια καταδεικνύουν το πνεύμα ενός ολόκληρου καιρού.
Στην περίπτωση του Stephen  Duck, συντάκτη του «Μόχθου του Αλωνιστή» η βρεττανική κοινωνία στάθηκε ιδιαίτερα επιτιμητική.Ο ποιητής με το αγροτικό του ποίημα, το οποίο διαθέτει στοιχεία κοινωνικής φύσεως, προκάλεσε το ενδιαφέρον της αγγλικής αριστοκρατίας, παρά την δευτερεύουσα θέση του μες στο σώμα των ποιητών. Παρά τη στέρεη, θρησκευτική συνείδησή του, για την οποία ο Duck ξεχωρίζει στην εποχή του, εντούτοις το έργο του δεν διαθέτει την ιδιαίτερη, εκείνη δυναμική, που θα μπορούσε να αναδείξει την ποίησή του για το ρυθμό ή τις εξαίσιες μεταφορές του, παρά το γεγονός πως όσον αφορά τα τεχνικά στοιχεία του, «Ο Μόχθος του Αλωνιστή» παραμένει μία επαρκής δημιουργία.
Η Mary Collier συνιστά, πέρα από ποιήτρια, μια πρώιμη φωνή καταγγελίας του γυναικείου δράματος, το οποίο μες στους επόμενους αιώνες θα κορυφωθεί για να καταγγελθεί και τελικά να αποτελέσει ιστορικό ντοκουμέντο της κοινωνικής προόδου για τον τρέχοντα αιώνα.Η Collier με το απαντητικό, βιωματικό της ποίημα προς τον Duck επισημαίνει τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης των γυναικών της εποχής, καθώς και τις αυξημένες απαιτήσεις στον τομέα της εργασίας. Μια απασχόληση, αυστηρά αγροτική και οικιακή, η οποία θα συνεχίσει να εκτελείται με το ίδιο πνεύμα, ακόμα και κατά την ανατολή της αστικής εποχής. Η παιδική εργασία, οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης, ειδικά για το εργατικό δυναμικό της πρωτοπόρου Αγγλίας, επιβεβαιώνουν τον αργό ρυθμό με τον οποίο ο τομέας της εργασίες ενσωμάτωσε τελικά τα χαρακτηριστικά της ανθρωπιάς και της κοινωνικής αλληλεγγύης.
Οι ποιητικές δημιουργίες των Duck και Collier διατηρούν στο ακέραιο εξειδικευμένα στοιχεία της τέχνης, καθώς και τεχνικά χαρακτηριστικά, τα οποία δυσχεραίνουν σε μεγάλο βαθμό τη μεταφραστική απόπειρα. Πρωτίστως ο λόγος, ο οποίος παραμένει αναχρονιστικός και δίχως την πλαστικότητα, διατηρεί μόνο την επικοινωνιακή του δυναμική, παρά φωτεινά σημεία μες στα όρια της δημιουργίας. Τα ποιήματα αγνοούν την έννοια του υπαινιγμού και παραμένουν ρεαλιστικές τοποθετήσεις έμμετρου τύπου με μια ανυπόφορη ψυχρότητα του ίδιο του λόγου. Με άλλα λόγια τα ποίηματα των Duck και Collier μόνον ως ιστορικά ντοκουμέντα μπορούν να ειδωθούν, διατηρώντας πια ελάχιστη σχέση με τη νέα ποίηση και το α-χώρητο αίσθημα της υπερβατικής αρμονίας, το οποίο η σύγχρονη, ποιητική δημιουργία εννόησε και επεδίωξε. Οι ποιητικές δημιουργίες των δύο Βρεττανών παραμένουν δύο λιθικές πια δημιουργίες, των οποίων η ένταση δεν μπορεί ούτε να αναπαραχθεί μα και ούτε να συγκινήσει ίσως στη σημερινή εποχή.
Εντούτοις όμως, οι μεταφράσεις της Γιάννα Πρίμπα, στο σώμα των οποίων παραχωρήθηκαν ορισμένες επισημάνσεις με σκοπό τη βελτίωση ενός ήδη ολοκληρωμένου ποιήματος, επιβεβαιώνουν και το ενδιαφέρον της μεταφράστριας σχετικά με δημιουργίες κοινωνικής και ιστορικής έντασης, μέσω των οποίων είναι δυνατόν να αποσαφηνιστούν οι εποχές και οι κλονισμοί τους. Τόσο το ποίημα «Για την καταστροφή της Λισσαβώνας» του Βολταίρου, όσο και η πιο πρόσφατη μετάφρασή της του ποίηματος της Ελίζαμπεθ Μπράουνινγκ «Η κραυγή των παιδιών», ποίημα σταθμός στην καταγγελία της αλόγιστης, παιδικής εργασίας, επιβεβαιώνουν το ενδιαφέρον της Πρίμπα σχετικά με θέματα κοινωνικής παθολογίας. Το ελληνικό, φιλοποιητικό κοινό ίσως να παραμείνει αδιάφορο εμπρός στα ποίηματα των Duck και Collier, εφόσον το ενδιαφέρον του περιοριστεί σε μια επικαιροποιημένη ποίηση. Βρίσκεται όμως στη μελέτη του παρελθόντος και στον τρόπο με τον οποίο ετούτο εμπεδώνεται, η πραγματική δυναμική της εργασίας του λόγου. Ο σύγχρονος μελετητής μπορεί να ανακαλύψει στις μεταφράσεις της Πρίμπα σημαντικά στοιχεία για την ιστορική και στοχαστική προσέγγιση κοινωνικών φαινομένων, καθώς η εργασία ή η ανθρώπινη δυστυχία.
Το ενδιαφέρον για τις μεταφραστικές επιλογές της Γιάννας Πρίμπα, παρουσιάζεται υψηλό και από μια άλλη σκοπιά, ίσως περισσότερο ακαδημαϊκή. Μέσω των ποιημάτων του Stephen Duck και της Mary Collier θα μπορούσε κανείς να στηρίξει την αφορμή για την καταγωγή του ύφους και της δομής της αγγλικής ποίησης. Καθώς γράφει ο Dryden, η αγγλική ιστορία διαθέτει τους προγόνους και τις φατρίες, καθώς οι άλλες οικογένειες και τούτα τα στοιχεία μπορούν να αποκαλύψουν πολλά σχετικά με τις καλλιτεχνικές ανησυχίες της βρεττανικής λογοτεχνίας, η οποία αποτέλεσε αντικείμενο της εντόπιας κριτικής τόσο για τα τεχνικά της στοιχεία, όσο και για τα ερεθίσματα, τα οποία την έθρεψαν. Όπως πολύ εύστοχα σημειώνει η Τζίνα Πολίτη στην περιήγησή της στην αγγλική λογοτεχνία, θα μπορούσε να εκτιμηθεί μέσω της ποιητικής δημιουργίας η επανανακάλυψη του εθνικού λογοτεχνικού και γλωσσικού παρελθόντος, οι αιτίες για μια θεώρηση θρησκευτικού ενδιαφέροντος, δεδομένης της προσκόλλησης των δημιουργών σε τούτο το στοιχείο ή ακόμα ο σχηματισμός προτύπων «γούστου» που διαμόρφωναν την ψυχολογία και την υποκειμενική αντίδραση στα έργα του λόγου. Μέσω μεμονωμένων κειμένων θα μπορούσε να αναπαραχθούν τα στάδια της ακμής, της παρακμής, της λήθης και της εξάλειψης σχολών, δογμάτων και παραδόσεων, όπως διαπιστώνει εύστοχα ο Wellek. Η διαμορφωμένη πια «εξορία», όπως ορίζεται το ελαχιστοποιημένο ενδιαφέρον απέναντι σε δημιουργίες και σχολές ή γενικές προσεγγίσεις κοινωνικών και θρησκευτικών θεμάτων, είναι δυνατόν να αναπαραστήσει εκ νέου τους σημερινούς «άπατρεις», εννοώντας εκείνους των οποίων οι δημιουργίες κινούνται πια στο περιθώριο μιας αργά διαμορφωμένης, εθνικής λογοτεχνίας, όπως η αγγλική.
Η υψηλή λογοτεχνία, όπως ορίζεται σήμερα, κινείται έξω και πέρα από ιδεολογίες και παρατηρήσεις κοινωνικού ενδιαφέροντος. Άλλωστε το σύστημα έχει απωλέσει πια το χαρακτήρα του «κοινωνικού», απαξιώνοντας όσα η συλλογικότητα πέτυχε μέσα από τους πολιτικούς και ανθρωπιστικούς αγώνες της. Παραμένει όμως αναλλοίωτη η σχέση της υψηλής τέχνης με τον ανθρώπινο πόνο και το πραγματικό του πρόσωπο, με έναν τρόπο τόσο άμεσο και ευθύ, σχεδόν αξιακό. Η Τζίνα Πολίτη τονίζει πως οι μεγάλες επαναστάσεις προκύπτουν από πράξεις ανυπακοής, εξέγερσης και κριτικής, επιβεβαιώνοντας πω η λογοτεχνία άλλη επιλογή δεν έχει παρά να σταθεί με το πλευρό της Εύας. Με άλλα λόγια η αφορμή ποίημα του Duck αλλά και η απάντηση της Collier δεν συνιστούν παρά δείγμα μιας τέχνης υψηλής και ανθρώπινης, ένα είδος, δηλαδή λαμπρού ρεαλισμού, που αναδεικνύεται μέσω της επιλογής και της εξαιρετικής μετάφρασης της Γιάννας Πρίμπα.