O Φάρος της Φυκιότρυπας (οδοιπορικό στους φάρους του Αιγαίου 3)

24grammata.com/ καλειδοσκόπιο/ φάροι

για τον φάρο της Ανδρου κλικ εδώ

για τον φάρο της Μονεμβάσιας  κλικ εδώ

Αρχισυνταξία: Απόστολος Θηβαίος

O Φάρος της Φυκιότρυπας. Με το βλέμμα στη γη της Ιωνίας

Ο φάρος της Φυκιότρυπας αποτελεί τον επόμενο σταθμό του οδοιπορικού του 24grammata.com και του ένθετου «Καλειδοσκόπιο» Χτισμένος κατά την όγδοη δεκαετία του 19ου αιώνα, στο ανατολικότερο σημείο της νήσου, ο φάρος, ο οποίος στις μέρες μας λειτουργεί με τη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, συνιστά έναν από τους τελευταίους φάρους πριν το οριστικό πέρασμα προς τα παράλια της Μικράς Ασίας. Κατασκευασμένος στο ακρότατο σημείο της περιοχής όπου χτίστηκε η αρχαία Μυτιλήνη, ο φάρος ακροβατεί σε έναν ιδιόμορφου σχήματος βράχο, ο οποίος προσομοιάζει με ένα πετρωμένο, καθώς περιγράφεται, σκάφος, αγκυροβολημένο στις ακτές της λεσβιακής ιστορίας. Ο φάρος της Φυκιότρυπας δεν αποτελεί έναν τυχαίο φάρο, έναν από τους αναρίθμητους που στιγματίζουν το αρχιπέλαγος. Μνημείο εθνικής αντίστασης, για την περίοδο της γερμανικής κατοχής, καθώς από εκεί ρίχνονταν οι σωροί των εκτελεσμένων, για να χαθούν οριστικά μες στη λήθη. Σημείο ιδιαίτερο για το προσκοπικό σώμα και δη εκείνο των ναυτοπροσκόπων. Φυλάκιο στρατιωτικών σκοπών για τις αμυντικές ανάγκες των ανατολικών, ελληνικών παραλίων το χαμηλό σπίτι των ολίγων τετραγωνικών δεν έπαψε να κατέχει θέση σημαντική μες στην ιστορική εξέλιξη της Λέσβου και του γενικότερου, ελληνικού χώρου. Σε τούτο το σημείο και το δρόμο, ο οποίος εκτείνεται προς το εσωτερικό του τοπικού οικισμού συναντιούνταν οι ντόπιοι στους κυριακάτικους περιπάτους. Ο φάρος της Φυκιόπετρας στέκει σήμερα  λευκός, νησιωτικός, εμπεριέχοντας μες στα υλικά της δόμησής του την ίδια την ιστορία.

ΦΡΙΝΤΖ ΤΖΟΖΕΦ ΜΡΑΖ1. Ο ΕΛΛΗΝΙΣΤΗΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ, ΤΟ ΑΒΕΒΑΙΟ ΤΕΛΟΣ.
Πρόκειται για μία αινιγματική προσωπικότητα. Σημαντικός φιλέλλην, λάτρης του λεσβιακού τοπίου και των ανθρώπων του ο Φριτζ Τζοζεφ Μραζ έζησε έναν κινηματογραφικό βίο, ενώ ακόμα και σήμερα η επιρροή του στη ζωή της Μυτιλήνης κατά το 19ο αιώνα συζητείται και συνιστά ένα ιστορικό κεφάλαιο για το νησί της Σαπφούς. Ο Φ.Τ.Μ. γεννιέται το 1872, σύμφωνα με τις επίσημες καταγραφές της τσεχικής πόλης Τσεσκύ Κρούμλοβ. Πρόκειται για κωμόπολη της Νοτίου Βοημίας, περιοχής φημισμένης για το μεσαιωνικό χαρακτήρα της και το επιβλητικό κάστρο. Η ημερομηνία και ο τόπος γέννησης του Μραζ αποτελούν και τα μοναδικά στοιχεία για τη λαμπρή αυτή προσωπικότητα. Παρεμβάλλεται μια περίοδος για την οποία λίγα πράγματα γνωρίζουμε σχετικά με την πορεία και τη ζωή του αυστριακού φωτογράφου. Μαρτυρίες πάντως σώζονται σχετικά με την παραμονή του στην Κωνσταντινούπολη και συγκεκριμένα στην αυλή του σουλτάνου Αμπτνούλ Χαμίτ του Β’. Η εύνοια της μητέρας του σουλτάνου Βαλιντέ Χανούμ, σε συνδυασμό με την ιδιαίτερη αγάπη, την οποία εκείνη έτρεφε προς το νησί της Μυτιλήνης, είχε ως αποτέλεσμα ο νεαρός Φριτζ να επισκεφτεί, ως ακόλουθος της τον ελληνικό τόπο και τελικά να μαγευτεί από την ομορφιά και τους ανθρώπους του. Το 1898 ο Μραζ εγκαθίσταται μόνιμα στη Μυτιλήνη, απολαμβάνοντας την εύνοια του πρόξενου της Αυστροουγγαρίας. Η μοίρα θα τον συνδέσει με την τοπική οικογένεια Ψαραδέλλη. Συγκεκριμένα το 1902 παντρεύεται την κόρη της οικογένειας, Μαριάνθη Ψαραδέλλη. Το 1904 γεννιέται το πρώτο παιδί του νεαρού ζεύγους, η Δωροθέα, ενώ ακολουθούν άλλα τέσσερα παιδιά. Η οικογένεια του Μραζ εγκαθίσταται σε ιδιόκτητο σπίτι στη Μυτιλήνη. Ο Φ.Τ.Μ., λάτρης της φωτογραφίας θα μετατρέψει ένα χώρο του σπιτιού σε ατελιέ. Εκεί θα δημιουργήσει το πρώτο φωτογραφείο της εποχής, ενώ στα πλαίσια της πρωτοποριακής του παρουσίας ο Μραζ είναι ο πρώτος φωτογράφος, ο οποίος εφαρμόζει την τεχνική του «ρετούς» σε πορτραίτα. Επιδίδεται με πάθος στη σύλληψη εικόνων από την καθημερινότητα της λεσβιακής κοινωνίας. Φωτογραφίζει τους αγρότες, τους εργάτες, αποτυπώνει στο φακό σκηνές από την αγροτική, κοινωνική και πολιτική ζωή του νησιού. Τα εγκαίνια στην περιοχή της Θερμής του «Σάρλιζα Παλλάς», η απόβαση του ελληνικού στόλου, σκηνές από τη λειτουργία του Τελωνείου εμπεριέχονται μες στη φωτογραφική δραστηριότητα του Μραζ, για την οποία γρήγορα θα εκτιμηθεί από το σύνολο του πληθυσμού.
Ο Α΄Παγκόσμιος Πόλεμος είναι η αρχή του τέλους για την οικογενειακή ευτυχία του Φ.Τ.Μ. Το 1915 συλλαμβάνεται ως πολίτης, αντίπαλος των συμμαχικών δυνάμεων της «Αντάντ», στέλνεται στο γαλλικό στρατόπεδο συγκέντρωσης αιχμαλώτων στο Ιλ Λονκ όπου και κρατείται, υπό άθλιες συνθήκες ως το τέλος του πολέμου, το οποίο θα τον βρει εξουθενωμένο ψυχολογικά. Επιστρέφει στο νησί της Μυτιλήνης, όπου και επανασυνδέεται με την Μαριάνθη και τα ανήλικα, ακόμα παιδιά τους. Η αγάπη της τοπικής κοινωνίας για τον ίδιο και το έργο του θα τον βοηθήσει να ορθοποδήσει εκ νέου, ως το 1929, όμως, οπότε και κατά μία εκδοχή, ο Μραζ αναχωρεί με τον γιο του για την Αθήνα, από όπου και δεν θα επιστρέψει ποτέ. Παραμένει μυστήριο τόσο ο θάνατός του, όσο και το σημείο ταφής του ανθρώπου εκείνου που εξέλιξε τη φωτογραφική τέχνη στην Ελλάδα και δίκαια κατέκτησε τον τίτλο του αυθεντικού ελληνιστή, τιμώντας το νησί της Μυτιλήνης με την παρουσία και τη λατρεία του. Δεν σώζεται καμία μαρτυρία για τον ίδιο από την περίοδο αυτή και έπειτα.

«ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΦΡΙΤΖ ΤΖΟΖΕΦ ΜΡΑΖ».

ΜΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΩΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΝ ΗΜΕΡΩΝ ΤΟΥ ΒΙΟΥ ΤΟΥ ΚΟΡΥΦΑΙΟΥ ΑΥΣΤΡΙΑΚΟΥ ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΥ

ΚΑΙ ΒΑΘΥΤΑΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΤΗ, ΛΑΤΡΗ ΤΗΣ ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΤΗΣ.

Κυριακή, Ιούλιος 1930,
Σώθηκε το νερό. Ο νεαρός που συνήθιζε να περνά τα απογεύματα από την επάνω γειτονιά, απόψε με λησμόνησε. Θα φανεί πάντα κατά το σούρουπο με το βουρκόνι φορτωμένο τους πήλινους αμφορείς. Μόλις σκοτεινιάσουν οι γειτονιές θα χαθεί, ακολουθώντας τον πέτρινο δρόμο κατά την πόλη. Μα απόψε με λησμόνησε. Κρατώ τα παράθυρα της κάμαρης κλειστά, όπως τα μάτια των πεθαμένων. Φοβάμαι εκείνα τα μεσημέρια που πετούν τα χαλίκια στις πόρτες, ο τόπος στεγνώνει, το αδέσποτο που πείνασε για άνθρωπο γέρνει στο χώμα. Ετούτα τα μεσημέρια τα φοβάμαι.
Απόψε πεθύμησα τις μυρωδιές του νησιού. Πάει καιρός που έπιασα λιμάνι. Εδώ βρωμάει η μοράβια, τα πρωινά με ξυπνούν οι φωνές των αχθοφόρων, οι λιμενοσκόποι που περνούν σκυφτοί κάτω από το σπίτι. Κάποιος σφυρά έναν σκοπό. Μοιάζει με εκείνους τους αμανέδες που λέγαν οι φερμένοι από την Ιωνία και έπειτα κλαίγαν καθώς θυμούνταν τους κίονες, τα άλλα, τα αγαπημένα ερείπια, τα ελληνικά. Γυρεύω το άρωμα του καρπού που γεννιέται πάνω στα κλαριά. Μα εδώ, σε τούτο τον τόπο, τα δέντρα μοιάζουν εξόριστα, οι άνθρωποι και εκείνοι, διωγμένες ράτσες μετρούν τις εποχές με τις αρρώστιες και την πείνα. Σώθηκε το νερό. Λείψαν τα χέρια, οι προσφορές. Η κάμαρη μοιάζει λυπημένη, έτσι όπως γερνά μαζί με το μόνο πρόσωπο που μου απέμεινε. Χαϊδεύω τους τοίχους, σαν να είναι εκείνη, σαν τάχα να είναι ολόκληρο το σπίτι ένα εξημερωμένο ζώο, μια μεγάλη, φοβερή μοναξιά. Σώθηκε το νερό. Το νερό. Συλλογιέμαι τι καλά που θα ήταν αν εκείνη η μυρωδιά του βρεγμένου χώματος που καταφτάνει από τα πεδινά, κουβαλούσε μια ξαφνική νεροποντή. Ένας κατακλυσμός συνιστά πάντα μια εξέλιξη απρόσμενη, μια υποψία δροσερού φθινοπώρου. Νιώθω κουρασμένος. Αύριο, ίσως κατορθώσω να κατέβω στο λιμάνι, να ρωτήσω, να μάθω αν έφτασε εκείνο το πλοίο με το όνομα «Σαπφώ».

Τρίτη, Ιούλιος 1930
Το πλοίο δεν φάνηκε και από το γραφείο τηλεγραφημάτων με διαβεβαίωσαν πως δεν υφίσταται καμία αποστολή, καμιά απολύτως λέξη για λογαριασμό του κυρίου Φριντζ Μραζ. Έσυρα τα βήματά μου κατά μήκος της αποβάθρας. Οι φοιτητές της σχολής Καλών Τεχνών, στήνουν τέτοια ώρα, νωρίς το μεσημέρι τα καβαλέτα τους. Αντιγράφουν με μολύβι ή κάρβουνο τα μετέωρα φορτηγά με τα παράξενα επώνυμα. Συλλογιέμαι πόσα αλήθεια ταξίδια θα έκαναν τούτα τα σίδερα προτού αφεθούν ανοιχτά του λιμένα. Τα πονάω ετούτα τα κήτη, γιατί μοιάζουν με ανθρώπους. Με εντυπωσίασε στα αλήθεια το σχέδιο ενός νεαρού σπουδαστή. Είχε φτιάξει τις λεπτές γραμμές ενός πλοίου και με μια εξαιρετική δεξιοτεχνία κόπιαζε να γεννήσει το χρώμα της σκουριάς. Στάθηκα για λίγη ώρα κοιτώντας τον παράξενο τοκετό. Ύστερα, εγκατέλειψα τη νεότητα και πήρα να ανηφορίζω. Πλησιάζει η εορτή της Αγίας Παρασκευής, προστάτιδας των τυφλών και των μαρτύρων. Σε κάθε σπίτι, οι γυναίκες χρίζουν τις μάντρες μα ασβέστη, πλέκουν στεφάνια από γιασεμιά, μαλώνουν τα παιδιά που όλο ζητάνε και απορούν, κοιτούν με θαυμασμό τα λεπτά σώματά τους, σαν αποκοιμιούνται πλάι στις κορύτες.  Δεν θυμάμαι πια τη μάνα. Ακόμα και εκείνη η φωτογραφία που κράτησα όταν έφευγα από το Βορρά, τώρα ξεθώριασε, όπως το βλέμμα της νύχτας. Σώθηκαν μονάχα τα μάτια της, μα και εκείνα έχουν πια σφαλίσει, σώπασαν. Δεν έχω κρατήσει μονάχα μερικές από τις παλιές φωτογραφίες. Τις κοιτώ τα βράδια στην κάμαρη με το αχνό φως του δημοτικού φανού, με την θαμπή πια μνήμη μιας συνεύρεσης ή μιας τυχαίας σύλληψης. Ένα τοπίο, ένα πρόσωπο, η γωνιά της πόλης που άλλαξε με τα χρόνια. Κάποτε, εκεί υπήρχε ένα καφενείο, τώρα με σιγουριά, εκεί θα στεγάζεται ένα γραφείο του δήμου ή μια υπηρεσία, «προς εξυπηρέτησην του κοινού και των παραγγελιών των.»
Δίχως να το καταλάβω έφτασα στην κάμαρη. Κοίταξα με χαρά και τρυφερότητα τη χελιδονοφωλιά, που χτίστηκε στην κορφή της γέρικης μουριάς. Ύστερα έγειρα το κεφάλι, ένιωσα μια μεγάλη γραμμή από κιμωλία να χαράζεται στους μεσημβρινούς του προσώπου μου. Τούτες θα είναι δίχως άλλο οι μυστικές συντεταγμένες του τέλους. Χαμογέλασα για τούτο το προχώρημα της σκέψης και βάδισα αργα προς το αρπαγμένο δώμα. Κοίταξα τον τρόμο που με γεμίζει αγωνία να είναι διάσπαρτος πάνω στους τοίχους, να δαγκώνει με λύσσα τα χέρια μου, τα λιγοστά έπιπλα, τους εξώστες με τη μοντέρνα επίπλωση. Νιώθω πως όλα γέρασαν με έναν ρυθμό ταραχώδη, ψυχικό. Μαριάνθη, πώς πεθύμησα τα απογεύματά μας στο μικρό σπίτι, με την απέραντη θέα, πώς πεθύμησα το χαμόγελό σου όταν φαίνονταν οι πρώτες σκιές μες στο σκοτεινό, υπόγειο θάλαμο. Μα, μόνο ετούτη η στάχτη, το υλικό της λήθης, έμεινε στα χέρια μου και όλο γεμίζω τις τσέπες μου, φορτώνω τις βάρκες με στάχτη, έπειτα εκείνες καίγονται, σαν θυσίες στα ανοιχτά του όρμου. Σε συλλογιέμαι Μαριάνθη, καθώς μελετάς σιωπηλή στον κήπο του σπιτιού και έχουν γίνει τα μαλλιά σου πια, δέρματα σκονισμένα.
Κουράστηκα. Ίσως αύριο επιλέξω να μην γράψω στο ημερολόγιο. Σκέφτομαι πως θα με ενδιέφερε πραγματικά μια βόλτα από την αποβάθρα. Να δω τα παιδιά να φτιάχνουν φωτογραφίες καμωμένες από χέρια και χρώματα ταραχώδη. Να τα κοιτάξω έτσι νέα και σπουδαία, να δουλεύουν με την ευλάβεια ενός ευεργετημένου.

Σάββατο, Ιούλιος 1930
Η ζέστη μοιάζει ανυπόφορη. Οι θόρυβοι του καλοκαιριού φαντάζουν εκκωφαντικοί. Αύριο γιορτάζει η Αγία. Στον περίβολο του ναού έχει στηθεί μια υπαίθρια, λαϊκή αγορά με λογής εμπορεύματα, γυναικεία στολίδια, παράξενα ζώα, κλεισμένα σε κλουβιά που εκπλήσσουν με την εκτέλεση ανθρώπινων κινήσεων, ζωγραφισμένες, θρησκευτικές εικόνες με ζωηρά χρώματα. Δεν αντέχω τη μοναξιά της κάμαρης Μαριάνθη, έτσι ίσια, στρωτή να εξαπλώνεται στους τοίχους, να κυριεύει το μικρό φεγγίτη με το κομμάτι του ουρανού που απομένει. Σκέφτομαι πως ίσως δεν θα αξιωθώ να δω ξανά το νησί και εσένα Μαριάνθη. Απόψε, παραμονή της εορτής, έχω πιαστεί από τις άκρες του σταυρού, με μια ένταση καρκινική, όπως τότε, νεαρός στην πατρίδα που τιμούσαμε με παρελάσεις τις ευσεβείς ημερομηνίες. Γύρω μου λαμβάνει χώρα μια καινούρια άνοιξη και είναι γεμάτος ο τόπος και το χαλίκι από μικρά σύμβολα πίστης, ανθισμένα.
Ετούτα τα γράμματα που σου στέλνω Μαριάνθη μοιάζουν με εκείνα που γράφουμε στους νεκρούς μας. Ότι έχει απομείνει από τη θύμησή σου δεν είναι παρά σπασμωδικές εικόνες, σπαράγματα παλιών, κυριακάτικων φωτογραφιών βγαλμένων σε γλέντια αστικά, σε επετείους εθνικές ή σε άλλους τυχαίους συγχρωτισμούς, ξαφνικές ομοφωνίες.  Απόψε έφερα στο νου τις μέρες,  που κατάπινα σχεδόν το κορμί σου στους πρόποδες του κάστρου και γύρω ακούγονταν οι φωνιές των τρυγονιών. Τώρα πια, Μαριάνθη στο τέλος των καιρών δεν ζω πια με καμιά μουσική. Τα πράγματα έχουν αποκτήσει μια παράξενη αταραξία, έντονη, όπως εκείνη των χρωμάτων, όπως εκείνη των χειλιών σου. Απόψε, για μια στιγμή, γεύτηκα μες στο στόμα τα χώματα, τα συμπαγή κομμάτια της λάσπης. Γνωρίζω με βεβαιότητα πως κάποιος με παραμονεύει Μαριάνθη. Πρέπει να ησυχάσω.

Τρίτη, Ιούλιος 1930
Θυμάμαι το κάστρο. Όταν έφευγα τότε, εκείνη τη μέρα, θυμάμαι που κοίταγα το κάστρο και τα χαλάσματα, τα άλλα τα άχρονα. Πώς πέφταν οι σκιές από τις καμάρες, τα λαξευτά τόξα, τα ημικυκλικά, βυζαντινά βημόθυρρα. Πώς πέφταν οι σκιές, γίνονταν άνθρωποι, ψήλωναν και έσπαγαν μονάχα με φως. Θυμάμαι. Τα θυμάμαι όλα με μια τολμηρή καθαρότητα. Τα νεαρά ζευγάρια, που κείτονταν στο άγριο θυμάρι, πλάι σε πέτρες με αιολικά σύμβολα χαραγμένα, με σταυρούς και ονόματα ερώτων. Μονάχα ο έρωτας ξέρει να εκμεταλλεύεται τα χαλάσματα, τους ουρανούς που χάσκουν, σαν μεγάλα στόματα τρομερών θαλάσσιων θηλαστικών. Εγώ, γνωρίζω τώρα πια καλά, πως δεν θα ξαναδώ το κάστρο, έτσι όπως γέρασα σε τούτο τον τόπο, απρόσμενα, για πάντα.
Έχω να μάθω νέα από τον Αντώνη, εδώ και μέρες. Ίσως να μην επιστρέψει ξανά και εγώ που αφέθηκα εδώ, σε τούτη την συντριμένη κάμαρη, θα κοιτώ από τις κλειστές γρίλιες κάθε που οι τυχοδιώκτες θα σέρνουν τα βήματά τους στο χώμα. Στο καφενείο, με τα σιδερένια, στρογγυλά τραπέζια κανείς δεν γνωρίζει για τον Αντώνη. Τι και αν πέρασα τόσα μεσημέρια στον ίσκιο της γριάς αμπέλου, κανείς δεν βρέθηκε να μου πει έναν λόγο, να καθήσει στο τραπέζι μου, να μου ανοίξει μια κουβέντα για τα αρχαία ταξίδια, για τις πράξεις των ανθρώπων που είναι εποχές και ασύλληπτα διανύσματα. Μοναδική συντροφιά εκείνες οι ελαιογραφίες με την πλαστικότητα των σχημάτων που στέκονταν διάσπαρτες στους τοίχους σαν γέρικα πουλιά. Μοιάζαν τόσο με τις ζωγραφιές εκείνου του παράξενου, με την ελληνική φορεσιά που τριγύρναγε τα χωριά, χαράζοντας αγίους και πρόσωπα μυθολογικά, σε κάποια στιγμή της δόξας τους. Τον είχα δει καθώς δούλευε και χτύπαγε τις πέτρες για να να γεννήσει το χρώμα. Οι άλλοι τον έδιωχναν, βρίζοντάς τον «αχμάκη» και «αγαθό Θεόφιλο». Μα εγώ, που διδάχτηκα τον κόσμο με το φως του, με τις παράξενες γωνιές των πραγμάτων, γνωρίζω καλά πως τίποτα σπουδαιότερο δεν υπάρχει από εκείνη τη στιγμή, τότε που λαμβάνεις την απάντηση για το αίνιγμα, για το μυστικό προορισμό.
Απόψε, είναι η τελευταία ημέρα των εορτασμών. Νιώθω πως πρέπει να γίνω, για μια τελευταία φορά, η αδιάφορη κραυγή μες στην πολλή βουή του κόσμου. Ο Αντώνης έχει μέρες να φανεί. Και αν τον γύρεψα με το επώνυμο ή με την περιγραφή της νεανικής φυσιογνωμίας του, δεν στάθηκα τυχερός. Μήτε στα πληρώματα των αλιευτικών που δένουν τα απογεύματα στους όρμους, ανοιχτά της ιχθυόσκαλας. Σε άλλες εποχές, θα μπορούσα με ευκολία να προσμένω τον καιρό των κληδόνων ή να απευθυνθώ στα χρηστήρια και τα ιερατεία. Μα τώρα, οι άνθρωποι έσπασαν τους άμβωνες και ρήμαξαν τα τάματα. Οι θεοί πληγωμένοι, εγκατέλειψαν τους ανθρώπους. Τίποτα δεν σεβάστηκαν οι άνθρωποι.

Τετάρτη, Ιούλιος 1930
Η γραφή σε τούτο το ημερολόγιο, φαντάζει η μόνη απόλαυση στην καθημερινή μου σιωπή. Η σιωπή είναι ένας θάνατος, μιαν άλλη προβολή του τέλους. Η σιωπή, -μιλώ για εκείνη σαν να μην είναι εδώ,- χτίζει φανταστικές στοές με ανθεκτικά τοιχώματα, εκεί δεν θα ακουστεί καμιά κραυγή σου, οι λιχνιστές παραμονεύουν το στόμα σου, οι κήρυκες είναι όλοι νεκροί από καιρό, οι σποδοί τους στοιβαγμένες σε μιαν άκρη δεν θα φορτωθούν στις λέμβους, δεν θα τοποθετηθούν πλάι στην ιέρεια, μες στις ληκύθους με τις φιγούρες των νεκρικών μύθων. Καθημερινά, νιώθω πως εντείνεται η αισθηματική δυστυχία του σώματός μου.
Πριν λίγο, άκουσα έναν θόρυβο, σαν κύμα. Κοίταξα από το παράθυρο, είδα την πένθιμη πομπή των απεργών, ανθρώπους με κουρέλια να φωνάζουν δίχως νεύρο τις τελευταίες λέξεις ενός συνθήματος Κάποιοι είχαν στα πρόσωπα ένα φως αλλιώτικο, μα εγώ, που διδάχτηκα τη μεγαλειώδη συνέπειά του, σε διαβεβαιώ Μαριάνθη, πως το φως ποτέ δεν φτάνει τόσο ψηλά. Όταν χάθηκαν παρατήρησα το κουρνιαχτό, ψέλλισα κάτι σαν λόγο, μα ήταν μονάχα ένας αδέξιος γεφυρισμός. Με θλίβει τόσο ο μάταιος κόπος των ανθρώπων, οι επιτάφιοι σκοποί τους. Προτιμώ να ανασύρω τις μνήμες από τη γιορτή του ταύρου, τότε που οι γέροι επιδίδονταν σε βακχείες αισθησιακές, χαράζοντας το μαύρο αίμα στο μέτωπο, ακολουθώντας εντατικά την πορεία του ζώου μέχρι τους αγρούς, ίσαμε το σημείο της σφαγής. Προτιμώ να συλλογιέμαι τους αναβάτες που κατηφόριζαν το πρωί από το ξωκκλήσι και έμοιαζαν να είναι πλάσματα, βγαλμένα από τις πέτρινες προσόψεις των κρυμμένων πηγών. Με τα στολίδια τους περήφανοι, με τη χάρη του αγίου, την εκστατική προσήλωσή τους στο θρησκευτικό δράμα. Ετούτες τις μνήμες προτιμώ να σκέφτομαι, απόψε που μοιάζω με τις ξεχασμένες φρουρές των ακριτικών προμαχώνων. Οι κόκκινες γυναίκες συνιστούν μια κάποια παρηγοριά, έτσι όπως γυρνούν τις γειτονιές, με το σιντέφι των χεριών τους, τα σκονισμένα φορέματα, τα άγρια χόρτα καρφιτσωμένα στους ώμους από τις πληρωμένες πτώσεις τους.
Όλο το δωμάτιο μυρίζει θάνατο, γύρω μου σπασμένοι καθρέφτες, υδράργυροι. Τρέμω.

Ξημέρωμα Κυριακής, Ιούλιος 1930
Νιώθω πως δεν θα προφτάσω τη μέρα, πως δεν θα κατορθώσω να πιαστώ από το δέρμα της. Το πρωινό μοιάζει να φλέγεται. Όσοι ανήκουν στο γένος της αυγής, γνωρίζουν καλά ετούτο τον τρόμο. Σωπαίνω, ακούω τα βήματά του στις σκάλες, τον ακούω που έρχεται με γυμνά τα πόδια, διψασμένος, ανοίγει όλες τις πόρτες, με γυρεύει, θα εντοπίσει τη λιγόψυχη ύπαρξή μου, θα με σύρει με τη βία, ύστερα θα γελάσει κακόβουλα, με το μίσος ενός νικημένου ανθρώπου. Σε λίγο θα φτάσει Μαριάνθη. Δεν μου απομένει παρά ο λίγος χρόνος των πουλιών.
Στο ξύλινο τραπέζι έχω αφήσει ένα σημείωμα για σένα Μαριάνθη. Όλα τα υπόλοιπα στέκουν ακίνητα και σπαραγμένα. Έφτασε. Με γυρεύει ανασαίνοντας βαριά. Στέκεται πίσω μου, η ανάσα του είναι παγωμένη, κουβαλά την πείρα παλιών, βαθιών εποχών. Εγώ τώρα θα φύγω Μαριάνθη. Τυφλός και ήρεμος, σαν νύχτα, θα οδηγηθώ πέρα από τις μέρες και τις εποχές και τις ώρες. Θα περπατήσω στις πλαγιές της Ουτζάς, με την πνιγηρή μυρωδιά της κοπριάς, με τη θέα προς τους υδάτινους κάμπους. Γύρω μου θα παίζουν τα παιδιά που προορίζονται για τους καινούριους μύθους.
Σώθηκε το νερό. Ο νεαρός εκείνος που μεριμνά για τη δίψα μου δεν θα φανεί πια με κάθε σιγουριά. Ο πήλινος αμφορέας μου θα αφεθεί στο τελευταίο σκαλί της εισόδου, ανάμεσα στα αδιάθετα εμπορεύματα των μελλοντικών φθινοπώρων. Μαριάνθη, να με θυμάσαι, στις θαμπές φωτογραφίες. Έτσι, γκρίζο, σαν στάχτη. Η στάχτη, Μαριάνθη, είναι το πρωτογενές, το βασιλικό υλικό της λήθης.
Το νερό, σώθηκε το νερό.

1. Η ΑΝΤΛΗΣΗ ΤΩΝ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΙΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗ ΖΑΡΝΤΑΛΗ, «ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ ΔΟΚΙΜΙΑ- ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΑΙ ΖΩΓΡΑΦΙΕΣ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗ ΖΑΡΝΤΑΛΗ.» ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΕΚΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΥΣΤΡΙΑΚΟ ΜΡΑΖ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΘΗΚΑΝ ΜΕ ΕΠΙΤΥΧΙΑ ΣΤΟ ΠΡΟΣΦΑΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ.