1000 δίστιχα – Χ(ε)ίλια δίστιχα του Δημήτρη Ε. Σολδάτου

24grammata.com/ σύγχρονοι λογοτέχνες

Υπεύθυνος στήλης: Γιώργος Πρίμπας

O ποιητής και μαραθωνοδρόμος Δημήτρης Ε. Σολδάτος γεννήθηκε στη Λευκάδα το 1969.
Συνεργάστηκε με την εφημερίδα «τα Νέα της Λευκάδας» όπου έγραφε τη στήλη «το Ποίημα της Εβδομάδας» καθώς και πλήθος άρθρων πολιτιστικού αλλά και κοινωνικοπολιτικού περιεχομένου.

Πρωτοστάτησε στη διοργάνωση των πρώτων Σαπφείων στο ακρωτήριο Λευκάδας το 2009 καθώς και στη διάσωση της Οικίας Σικελιανού για τη μετατροπή της σε Μουσείο. Βρήκε, συντήρησε και παρέδωσε στην Δημόσια Βιβλιοθήκη Λευκάδας το τραπέζι που έγραψε ο Κώστας Καρυωτάκης τα τελευταία του ποιήματα στην Πρέβεζα.

Έχει εκδώσει τις συλλογές:
Ανύπαρκτος – πρωτόλεια (1988)
Ζωντανοί Νεκροί (1989)
Εγχειρίδιο για Ερωτευμένους – εκτός εμπορίου (2003)
Καφέ Ρετρό (2004), το οποίο τιμήθηκε με το βραβείο «Λάμπρου Πορφύρα» της Ακαδημίας Αθηνών
Nobel λόγω ατεχνίας (2008)
Nobel because of artlessness (2009)
Χ(ε)ίλια δίστιχα (2010) [Επανεκδόθηκε με cd στο οποίο απαγγέλει ο ηθοποιός Δημήτρης Βερύκιος συνοδεία μουσικής του Βαγγέλη Φάμπα. Στο πιάνο ο Γιώργος Ψυχογιός.] ΣΑΝ-ΤΑ ΜΑΥΡΑ ή Μούσα Λευκα(η)δία (2010)

Περισσότερα για τον ποιητή Δημήτρη Ε. Σολδάτο:
http://dimsol.blogspot.com/
http://1000dis.blogspot.com/

_______________________

1000 δίστιχα – Χ(ε)ίλια δίστιχα του Δημήτρη Ε. Σολδάτου

Για τα γραμμένα χείλια σου, τα χιλιoαγαπημένα,
αν γράψω χίλια δίστιχα, φιλί μού δίνεις ένα;

Ένα φιλί μου θέλησε στον ουρανό να φτάσει,
να γίνει ο ήλιος δυο χειλιών που έχουν συννεφιάσει.

Όλα τα τριαντάφυλλα μαζί, δεν ευωδούνε
όπως τα χείλη σου τα δυο, γι’ αυτό και σε φθονούνε.

Τα χείλη σου ο κόσμος μου, η Τέχνη κι η Ιστορία,
κι ο κόσμος ανιστόρητη κι άτεχνη φλυαρία.

Εμένα τα τραγούδια μου ήταν μόνο για κείνη,
που μοναχά σ’ εμένανε τα χείλη της δε δίνει.

Ένα στυλό ανάμεσα στα χείλη σου όταν βάζεις,
σαν να ρουφάς την ποίηση με καλαμάκι μοιάζεις.

Να σε χορτάσω φίλημα, να σε χορτάσω αγκάλες,
κι από τα χείλη να περνώ στις ομορφιές τις άλλες

Επίδαυρος οι μέρες μου, με τραγωδία το δείλι,
κι οι νύχτες μου ικέτιδες στα αισχυλικά σου χείλη.

Κάνει η καρδιά ανακομιδή σε λείψανα ερώτων
και χείλη που δεν φίλησα υπερτερούν των πρώτων.

Σαν καρχαρίας έλκεται η ψυχή μου απ’ το αίμα
χειλιών που δαγκωθήκανε να ματωθεί το ψέμα.

Τα χείλη σου είδε η κερασιά και μάτωσε απ’ την ζήλια
και ‘γίναν τα κεράσια της σαν δαγκωμένα χείλια.

Στο πανηγύρι του χωριού μία φωτιά αναμμένη,
πιο κόκκινα τα χείλη σου – ποιος σ’ έχει φιλημένη;

Βγήκε μια φλούδα φεγγαριού σαν έπεσε το δείλι –
ποιος ξεφλουδίζει το φιλί για να σου φάει τα χείλη;

Λεβάντα στα σεντόνια σου, που ‘ν’ άσπρα σαν το χιόνι,
μα σαν ανθούν τα χείλη σου, κάθε ευωδιά ματώνει.

Αν πέσω μέσα στην φωτιά, μπορεί και να γλιτώσω,
μ’ αν δεν καώ στα χείλη σου, απ’ τον καημό θα λιώσω.

Χαρείτε νιες, χαρείτε νιοι, τα δροσερά σας νιάτα.
Στραγγίξτε, χείλη, από φιλιά, πριν σας πλακώσει η πλάκα.

Στην Πομπηία δυο χειλιών είν’ η ζωή μου σκλάβα,
θάψ’ την, Βεζούβιε του φιλιού, κάτω από τόνους λάβα.

Όπως στο Φραγκοκάστελλο τέλη Μαΐου οι Κρήτες,
βλέπω κι εγώ φαντάσματα: δυο χείλη Δροσουλίτες.

Πίνεις, στην άκρη των χειλιών νεράκι ξεχειλίζει
ή το ανεπίδοτο φιλί δίψασε και δακρύζει;

Να ξεραθούνε τα κλαριά, να μαραθούνε τ’ άνθη,
για χείλη που άλλον γλύκαναν, το αίμα μου επικράνθη.

Στου Νίκου Γκάτσου την αυλή η αθανασία, νάτη:
σαν γλείφεις απ’ τα χείλη σου της Αμοργού τ’ αλάτι.

Ορχήστρα είναι το κορμί κι ο έρωτας ταλέντο
κι είναι τα χείλη σου βιολί και το φιλί κρεσέντο.

Στα χείλη σου τα τρυφερά όλα τα παραμύθια
στήνουν χορό και τραγουδούν τριγύρω απ’ την αλήθεια.

Τα χελιδόνια ήρθανε νωρίς τον Μάρτη μήνα
και μήνυσαν πως είναι αργά να ρθούν τα χείλια εκείνα.

Τα χείλη λάβα πιο καυτή κι απ’ του ηφαιστείου της Θήρας,
κι ο κάθε πόρος του κορμιού, της ηδονής κρατήρας.

Πέφτει βροχή στον ύπνο μου όταν σε συναντήσω
και λιώνουνε τα χείλη σου προτού να τα φιλήσω.

Στο χιόνι ψάχνει ψίχουλα σπουργίτι πεινασμένο
και μια ψυχή ψιχία φιλιών σε χείλι παγωμένο.

Μέλισσα να ’μουν, να πετώ στο πέρα παραθύρι,
σε δυο χειλιών χειμωνανθό να χιονιστώ απ’ την γύρη.

Τα χείλη σου την μυγδαλιά θέλω να μιμηθούνε:
στου κόσμου αυτού την παγωνιά, πάντα ν’ ανθοβολούνε.

Το κόκκινο του φεγγαριού αναιμικό φαντάζει,
μπροστά σε χείλη που φιλούν κι αίμα το σύμπαν στάζει.

Δεν με ζαλίζει το κρασί, λες και νερό ρουφάω,
κι άμα τα χείλη σου σκεφτώ, με το νερό μεθάω.

Ρόδα έκοψες και μάτωσες τα χέρια; Εγώ τι φταίω;
Ας μάτωνες τα χείλη σου στα χείλη μου, να κλαίω.

Τ’ αγρίμια του Ταΰγετου των δυο χειλιών σου μοιάζουν:
σάρκα πεινούν, αίμα διψούν κι όλη την νύχτα ουρλιάζουν.

Τα γλαροπούλια φώλιασαν στα πελαγίσια σπήλια
κι ο αχινός ενός φιλιού δεν μάτωσε δυο χείλια.

Το κοκκινάδι άραγε τα χείλη σου να βάφει
ή βάφεται απ’ τα χείλη σου όταν τα υπογράφει;

Όσες Ferrari θα σε δουν θα σκάσουν απ’ την ζήλια,
που με τριακόσια πάνε αυτές και τα φιλιά με χείλια.

Τρέμουν οι φλόγες των κεριών και σβήνουν ολοένα,
να τρέμαν και τα χείλη σου κι ας έσβηναν εμένα.

Στα χείλη σου ο Έρωτας έμαθε να φιλάει,
τα βλέφαρα ανοιγόκλεισες κι είδε πώς να πετάει.

Χείλη, σαν στρείδι του βυθού, για κάντε μου την χάρη:
αν μου φυλάτε ένα φιλί, να ’ναι μαργαριτάρι.

Λέω τα χείλη σου ναό, του έρωτα Παρθενώνα,
και τ’ άλλα χείλη όλα μαζί δεν φτιάχνουν μια κολόνα.

Θέλω να φύγω πια από δω, θέλω να φύγω πέρα,
τα χείλη σου τα φονικά, μ’ αθώωσαν την σφαίρα.

Ξένιε Δία, που όποιον βρεις άστεγο τον σπιτώνεις,
δυο χείλη αφιλόξενα γιατί δεν κεραυνώνεις;

Τα χείλη σου είναι τέλεια σονέτα του Μαβίλη
και τ’ άλλα σαν τους Έλληνες που γίνανε γραικύλοι.

Τα λόγια πράγμα φτερωτό, μπορεί και να πετάξει –
στην θεωρία δυο χειλιών, ένα φιλί είναι πράξη.

Δημόκριτε, το άτομο κανείς δεν θα διχάσει,
μα σαν γελούν τα χείλη της διχοτομείται η πλάση.

Σ’ ένα κρινένιο πρόσωπο δυο χείλη ανθοβολούνε
σαν κόκκινα τριαντάφυλλα και με μυροβολούνε.

Ολονυχτίς θα σε φιλώ στα χείλη ως τον όρθρο
κι η αυγή θα βρει το στήθος σου σαν πετεινό ολόρθο.

Απ’ άκρη σ’ άκρη το κορμί θα σου το πυρπολήσω
κι ύστερα μες στα χείλη σου τον πόθο θα χιονίσω.

Καίνε τα φυλλοκάρδια μου από φωτιές χιλιάδες
και φταίνε οι πόθοι δυο χειλιών,οι καρδιοφλογιστάδες.

Θα πάρω απ’ τα χείλη σου ένα φιλί στα χείλια
ή μήπως πρέπει… δίστιχα να γράψω κι άλλα χίλια;