Ανδρέας Κάλβος – Ugo Foscolo: μία θυελλώδης φιλία

24grammata.com/ ιστορία της Λογοτεχνίας

Ugo Foscolo I

Στα 1811, ο 19χρονος Ανδρέας Κάλβος γράφει στα ιταλικά μια πρωτόλεια ωδή στον Ναπολέοντα (Canzone a Napoleone), τον οποίο θεωρεί ως ελπίδα ελευθερίας. Στα 1814 αποκηρύσσει την ωδή – και τον ίδιο το Ναπολέοντα, στο σημείωμα που προτάσσει στην Ωδή στους Ιονίους:
…έγραψα τότες σ’ εκείνο τον σκηπτρούχο, γιατί συγκινήθηκα από τη δυστυχία ολόκληρης της Ευρώπης. Και τον αποκαλούσα Μεγάλο, προσπαθώντας να τον κάνω να νοιώσει πως κύριο αντικείμενο του στίχου μου ήταν η ελπίδα να παραιτηθεί από τους ματωμένους και σκληρούς αγώνες (…) Όπως και να ‘ναι, αποκηρύχνω και αναθεματίζω αυτό μου το ποίημα, μια και δεν πέτυχε το στόχο του.
Το καλοκαίρι του 1812 ο Ανδρέας έχει φύγει πια από το Λιβόρνο και βρίσκεται στη Φλωρεντία. Χάρη στις ακάματες προσπάθειες και τη συστηματικότητα της τοπικής αστυνομίας, μαθαίνουμε πως είχε ήδη εργαστεί ως γραμματέας της μαρκησίας Lomellini στην Πίζα και εργαζόταν ως υπάλληλος τραπέζης στη Φλωρεντία, όταν συνάντησε τον άνθρωπο που σφράγισε τη ζωή του – και το έργο του: τον ποιητή Ugo Foscolo, ο οποίος βρισκόταν τότε στην πλήρη ακμή του.
Στον Φώσκολο έχουν μόλις φτάσει δυο αδέρφια από τη Ζάκυνθο, συγγενείς του, ο Διονύσιος και ο Στέφανος Βούλτσος. Ο Στέφανος, που θα πεθάνει στα 1816, είναι τότε 16 ετών. Γι’ αυτόν ο Φώσκολο προσλαμβάνει ως παιδαγωγό τον εικοσάχρονο Ανδρέα.
Θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να γνωρίζουμε σε τι ακριβώς συνίσταντο τα παιδαγωγικά καθήκοντα του Ανδρέα. Παρέδιδε μαθήματα στον Στέφανο – και τι είδους; Γνωρίζουμε πως ο ίδιος, χάρη στις σπουδές που είχε κάνει (για τις οποίες ουσιαστικά τίποτα δεν είναι γνωστό) κυρίως όμως χάρη στην εκπληκτική του φιλομάθεια, τη συστηματικότητα και την αφομοιωτική του ικανότητα γνώριζε ήδη πολύ καλά τα ιταλικά, τα οποία μιλούσε και έγραφε  καλύτερα από τα ελληνικά. Στη συνέχεια θα μάθει λατινικά, αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και (πιθανόν) εβραϊκά. Από τα μαθήματα που παρέδιδε τα επόμενα χρόνια προκύπτει το συμπέρασμα ότι είχε ασχοληθεί, πιθανότατα ως αυτοδίδακτος, με πολλούς επιστημονικούς κλάδους, όπως τα μαθηματικά, η φιλοσοφία κλπ. Αλλά, ένα απόσπασμα μιας επιστολής του Φώσκολο προς τον αδελφό του Στέφανου, μας διαφωτίζει αρκετά:
Τον νέον αυτόν μου τον παρουσίασαν στη Φλωρεντία, όταν ζητούσα ένα είδος Μέντορος για τον αδελφό σου, για να επαγρυπνεί επί της συμπεριφορά του όλες τις ώρες και για να τον συνοδεύει έξω απ’ το σπίτι και ειδικά το βράδυ στο θέατρο …
Σε κάθε περίπτωση, περισσότερο ενδιαφέρουσα για τη συγκεκριμένη στιγμή είναι όχι η ιδιότητα του Ανδρέα ως παιδαγωγού αλλά εκείνη του μαθητή που απόχτησε  δίπλα στον Φώσκολο.
Ο Ανδρέας έζησε για περισσότερο από ένα χρόνο στο σπίτι του Φώσκολο, από τον Απρίλιο του 1813, σε μια έπαυλη στο Bellosguardo της Φλωρεντίας. Πολύ σύντομα, ανέλαβε καθήκοντα αντιγραφέα: εκτός από την οξυδέρκεια, τη φιλομάθεια κλπ τον χαρακτήριζε και μια εκπληκτική ικανότητα στην καλλιγραφία. Σε επιστολές του που έχουν σωθεί βλέπουμε πως ήταν έξοχος καλλιγράφος – και μπορούσε να γράφει άλλοτε σε κλασσικό, άλλοτε σε «βυζαντινό» στυλ, με εξίσου μεγάλη άνεση. Τον Απρίλιο του 1813 λοιπόν, ολοκλήρωσε την πρώτη του τραγωδία, στα Ιταλικά, τον Θηραμένη (Theramene)
Μια ιδέα για τα αισθήματα του Φώσκολου προς την Ανδρέα μας δίνει η φράση του σ’ ένα γράμμα του Αυγούστου 1813, προς την φίλη του Quirina Mocenni Magiotti, όπου αναρωτιέται:
…επίσης τι γίνεται ο καημένος ο Ανδρέας, στον οποίο να πεις ότι δεν θα τον εγκαταλείψω.
Ode agli Ionii
Η Ωδή στους Ιονίους γράφτηκε τον Ιούνιο του 1814 – για πολιτικούς λόγους. Σε μια σημείωσή του ο Κάλβος αναφέρει, για την εκπαίδευση στην Ελλάδα:
Δεν υπάρχουν δημόσια σχολεία, όπου να διδάσκονται οι αρετές, που στόλιζαν τους προγόνους μας’ δεν έχουμε παρά άθλιες μάντρες με γραμματοδιδασκάλους και θεολόγους, που κι αυτοί ακόμα είναι φορτωμένοι με υποχρεώσεις σχολαστικότατες.
Από την μεστή αυτή φράση προκύπτει ότι ο Κάλβος θεωρούσε τους νεοέλληνες απογόνους των αρχαίων Ελλήνων. Οι αρχαίοι ήταν στολισμένοι με αρετές τέτοιες που η δημόσια εκπαίδευση έπρεπε να τις μεταφέρει στους νέους Έλληνες. Αντί να συμβαίνει αυτό, υπήρχαν μονάχα άθλιες μάντρες (υποθέτω, με μεταφορική σημασία) όπου τα παιδιά δεχόντουσαν ένα κακέκτυπο παιδείας, από ανεπαρκείς διδασκάλους και θεολόγους, βουτηγμένους στη σχολαστικότητα. Είναι σαφής η έμμεση, αλλά καίρια και σκληρότατη κριτική προς εκείνους οι οποίοι είχαν την πολιτική ευθύνη για την κατάσταση αυτή, δηλαδή τους τοπικούς άρχοντες και την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Μόλις τελείωσε το νέο του έργο ο Ανδρέας το έστειλε αμέσως στο Φώσκολο,  στο Μιλάνο, με το ακόλουθο συνοδευτικό:
Αγαπητέ μου Φώσκολε,
Ύστερα από πολύν καιρό που είχα μείνει χωρίς ειδήσεις σου, αγαπητέ μου Φώσκολε, οι πρώτες που έλαβα ήταν τόσο λυπηρές, ώστε φεύγοντας κρυφά θα είχα έρθει να σε βρω στο Μιλάνο, αν αυτά τα ευλογημένα τα διαβατήρια δεν μου είχαν εμποδίσει το δρόμο. Έμαθα επίσης ότι είχες φτάσει ως τη Μπολόνια, απ’ όπου χωρίς άλλο θα κατέβαινες στη Φλωρεντία, και λυπήθηκα, γιατί, αντιθέτως, γύρισες στο Μιλάνο’  η πληροφορία αυτή με λύπησε διπλά.
Είναι ατύχημα ότι οι άνθρωποι ανταποδίδουν δηλητήριο σ’ όποιον τους γαλουχεί! Εγώ προσωπικά, αν είχα πατρίδα τη Γαλλία, θα ήμουνα με το κόμμα του Ρουσσώ. Αλλ’ έχω πατρίδα μιαν άλλη, μεγαλόψυχη τόσο στην ορμή όσο και στις αρετές και σ’ αυτή (αν και κείνη πολύ λίγο φροντίζει να τις διευκολύνει) θα στρέφονται πάντα οι ευχές μου.
Ξέρεις καλά τι προσδοκούσα απ’  αυτήν΄ έμαθα ότι ως τα τώρα περίμενα μάταια, όμως δε δυσφορώ για την αδιαφορία της και για μαρτυρία πάρε την εσώκλειστη ωδή, που την απευθύνω προς τους συμπατριώτες μου. Θα μου πεις τη γνώμη σου’ κι αν θυμάσαι καλά τις συμβουλές που μου έδωσες, όταν περπατούσαμε στο Μπελλοσγουάρντο, μπορείς να τη θεωρήσεις περισσότερο δικό σου παρά δικό μου έργο.
Τη νύκτα, ανάμεσα στη μέρα που μου ήρθε η έμπνευση και στην ημέρα που την έγραψα, σε είδα στον ύπνο μου. Χαμογελούσες και μου έλεγες: Βλέπεις πόσο κάνει ευτυχέστερους τους στίχους η αγάπη για την πατρίδα; Κι απ’ τις δικές μου αποκρίσεις θυμάμαι την ακόλουθη: Αλλά θα την εννοήσουν; Αναστέναξες και είπες: Θα τη στείλω εγώ σε ανθρώπους που έχουν περισσότερη καρδιά παρά πνεύμα, και αυτό αρκεί. Αν μπορείς, κάνε, σε παρακαλώ, να πραγματοποιηθεί το όνειρό μου αυτό.
Χαίρε και γράφε μου όταν μπορείς.
Οι μήνες περνούν και απάντηση δεν έρχεται. Στις 9 Δεκεμβρίου, νέο γράμμα του Ανδρέα:
Αγαπητέ μου Φώσκολε,
Σου έγραψα πολλές φορές, αλλά δεν είχα ποτέ την ευχαρίστηση να φιλήσω τα γράμματά σου ή να μάθω βέβαιες ειδήσεις σου. Γι’ αυτό από τότε που έφυγες έχω στην καρδιά μου αγκάθια, κι όχι μικρά.
Πόσες φορές σ’ επεθύμησα στη Φλωρεντία μόνο ο Θεός το ξέρει. Δεν πηγαίνω ποτέ στο Μπελλοσγουάρντο (κι αυτό συμβαίνει συχνά) χωρίς να κλάψω, φέρνοντας στη θύμησή μου τη «Ριτσιάρντα» και τον «Ύμνο στις Χάριτες».
Για τον τελευταίο αυτόν ρωτώ και ξαναρωτώ όσους έρχονται από το εσωτερικό της Ιταλίας, και ήταν για μένα πικρή η είδηση, που μου έδωσε ο κόμης Ιλάριος, ότι πρόκειται να πας να τον τελειώσεις στην Αγγλία.
Αν δε βρισκόμουν μακριά, θα σου έστελνα μερικά έργα μου, για να έχω τη γνώμη σου, τρέφω όμως την ελπίδα να σε ξαναδώ στη Φλωρεντία και κάνω υπομονή.
Αυτά που γνωρίζουμε από τα μερικά έργα του Ανδρέα εκείνης της εποχής είναι η πρώτη μορφή της τραγωδίας Le Danaidi (οι Δαναΐδες) καθώς και μια μετάφραση οχτώ ποιημάτων του Giovanni Meli, από τη σικελική διάλεκτο στα ιταλικά.
Στις 17 Δεκεμβρίου 1815 ο Φώσκολος γράφει στον Κάλβο, για την Ωδή στους Ιονίους:
Όσον άφορά την ωδή σας, μου αρέσει για τον κάπως ελληνίζοντα τόνο της και για εκείνο το υψηλό πάθος της πατρίδας, που εξευγενίζει κάθε ύφος’ (…) Ούτε θα μπορέσετε να εξευγενίσετε το πνεύμα, ούτε να τακτοποιήσετε την κρίση σας, ούτε να τροφοδοτήσετε ουσιαστικώς την ψυχή, παρά μόνο όταν δοθείτε με επίμονη και θερμή θέληση στη σπουδή των Λατίνων και Ελλήνων συγγραφέων’ και είναι μεγαλύτερη ντροπή για μας που γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε για να μάθουμε σε δύο χρόνια τη γλώσσα του Ομήρου, του Θουκυδίδη και του Πλάτωνα να την ψελίζουμε, όταν άλλοι, καθώς αυτοί οι Γερμανοί (που ανάμεσά τους βρίσκομαι) σπαταλούν για τούτο τόσα χρόνια, ώστε στο τέλος τη μιλούν και την καταλαβαίνουν καλύτερα από μας (…) Προς το παρόν λοιπόν μη συνθέτετε σονέτα και ύμνους και στίχους, και κάνετε συντροφιά μέρα νύχτα με μετριοφροσύνη και νεανική τόλμη με τους μεγάλους της Αρχαιότητος και καμιά δωδεκαριά Ιταλούς πεζογράφους και ποιητές: και στην περίπτωση, καθώς μου φαίνεται, πως είστε άξιος να είστε μαθητής τους το όνομα τούτο θα εκδηλωθεί εις τα έργα σας οποτεδήποτε (…) Σ’  εκείνη την ωδή σας μιλάτε οργισμένος προς την Πατρίδα σας’ και από την οργήν αυτήν βρίσκετε παραδείγματα στον Dante και στον Alfieri. (…) μα δεν γνωρίζουν όλοι να οργίζονται γενναιόψυχα, ούτε επωφελώς: και η Μεγαλόψυχος Μήνις είναι δώρο, όπως κάθε άλλο πράγμα, της Μητέρας Φύσεως. Είναι τέτοιο δώρο, που επάνω σ’ αυτό το πάθος δημιουργήθηκε το πρώτο ποίημα του Κόσμου.
Λίγες μέρες αργότερα ο Φώσκολο γράφει προς την κοντέσα Louisa Stolberg d’ Albany:
Έστειλα απάντηση στον κύριο Ανδρέα – εκείνον που αντιγράφει καθαρά ολόκληρη τραγωδία σε μισό φύλλο χαρτιού.
Εδώ ακριβώς είναι πολύ πιθανό ότι βρίσκεται η αιτία της ρήξης ανάμεσα στους δύο άντρες, που θα ωριμάσει και θα εκδηλωθεί λίγα χρόνια μετά: ο ένας ασφυκτιά από δημιουργικότητα και ποιητική ορμή – ζητά μάλιστα από το μεγάλο του φίλο, πετυχημένο και αναγνωρισμένο ποιητή, να τον βοηθήσει ώστε να εκδώσει το έργο του  – κι αυτός τι κάνει; Του απευθύνει, με απελπιστικά πολλούς μήνες καθυστέρηση, μια απαξιωτική κριτική και συμβουλές να μελετάει και να μη γράφει, ενώ, μιλώντας γι’ αυτόν σε τρίτο πρόσωπο, το μόνο που βρίσκει να εκθειάσει είναι η …καλλιγραφία του. Ο Ανδρέας το κατάπιε αυτό, εκείνη τη φορά – αλλά δεν ήταν ο άνθρωπος που θα περίμενε επ’ αόριστον τον Φώσκολο να του δώσει την ευχή, δηλαδή το ποιητικό δαχτυλίδι. Μαθημένος στα δύσκολα από μικρός, άπλωσε το χέρι και το πήρε μόνος του.
Για την ιστορία, το κείμενο της Ωδής στους Ιονίους δημοσιεύτηκε στη Ρώμη το 1884 – με εβδομήντα (μόνο! ) χρόνια καθυστέρηση. Στο μεταξύ είχαν κυκλοφορήσει μονάχα αριστουργήματα στην Ιταλική γλώσσα – κανένα έργο δεύτερης διαλογής…
Κι εδώ πάντως η Τύχη (ή το αγαθό πνεύμα του Ομήρου, αυτοπροσώπως ) φρόντισε να προφυλάξει τον Κάλβο από μια πρόωρη επιτυχία: αν τα έργα του στα ιταλικά εκείνης της περιόδου κυκλοφορούσαν, συζητιόντουσαν και γινόντουσαν ευμενώς δεκτά, είναι πιθανόν η ιταλική ποίηση να κέρδιζε έναν ακόμα καλό ποιητή, αλλά η ελληνική θα έχανε, ίσως, τον πρώτο από τους τρεις μεγάλους της.

Silvio Pellico

Τους πρώτους μήνες του 1816, ο Φώσκολο βρισκόταν  εξόριστος στην Ελβετία και αναζητούσε εναγωνίως έναν βοηθό – γραμματέα / αντιγραφέα. Πρώτη του επιλογή ήταν ο Silvio Pellico, αλλά αυτός δε μπορούσε να ανταποκριθεί, γιατί μόλις έχει πιάσει δουλειά ως δάσκαλος για τα παιδιά κάποιου κόμη. Η φίλη του Φώσκολο Quirina Magiotti, προτείνει τον Κάλβο:
…θέλεις μαζί σου τον καλό κύριο Ανδρέα; Εκείνος θα πετούσε αμέσως, χωρίς να συμβουλευτεί άλλον κανένα παρά την καρδιά του. Ευτυχής αυτός. Δεν είναι άρχοντας’ δεν υπήρξε ποτέ πλούσιος’ σε σέβεται και θα ερχόταν στα τυφλά χωρίς καμιάν απαίτηση, για τις καλές μέρες και για τις κακές’ αν τον θέλεις, αρκεί ένα νεύμα σου.
Ωραία δεν ήταν η σινιόρα Magiotti; Σχεδόν κόντεψε να μας πείσει πως καλύτερα να είσαι φτωχός και ασθενής, παρά πλούσιος και υγιής… Ο Φώσκολο συμφώνησε με την πρότασή της ή είχε σκεφτεί τον Ανδρέα από μόνος του – δεν είχε άλλωστε άλλη επιλογή. Ο Ανδρέας εργαζόταν τότε ως παιδαγωγός σε μια οικογένεια και εξασφάλιζε διαμονή, διατροφή και δέκα σκούδα το μήνα, δηλαδή όχι σπουδαία πράγματα. Αντίθετα όμως με τον Silvio Pellico, που είχε μια ανάλογη δουλειά, αυτός παρατάει τα πάντα – για να σπεύσει κοντά στον εξόριστο ποιητή, δάσκαλο και φίλο
Αφήνοντας τη Φλωρεντία, καθ’ οδόν προς την Ελβετία, ο Ανδρέας περνάει από το Μιλάνο, όπου συναντά και συναναστρέφεται επί τρεις μέρες τον Silvio Pellico. O Silvio γράφει στον Ούγο Φώσκολο:
Ιερή είναι για μένα μετά τρεις μέρες γνωριμία, η φιλία του Ανδρέα Kάλβου, που τον ζηλεύω γιατί μπορεί να σε ξαναδεί και να σε βλέπει πάντα και να συμμερίζεται την τύχη σου. Εκτός του ότι μου είναι αγαπητός για χάρη σου, μου είναι φίλτατος και γι’ αυτόν τον ίδιο, για το πνεύμα και την ψυχή του. Θα ήθελα να ήμουν πρίγκιπας, για να τον τιμήσω αντάξια.
Ο ίδιος, γράφει στη σινιόρα Quirina Magiotti:
Ο Ανδρέας ανεχώρησε σήμερα το πρωί και επήρε μαζί του την φιλία μου και τις πιο θερμές ευχές μου για την ευτυχία του ιδίου -τον δυστυχή- και του φίλου μας (…) Αγάπα τον, του είπα, αγάπα τον πάντα, όπως τον αγαπώ εγώ! Και την  ζωή μου γι’  αυτόν, απάντησε, δεν θα διστάσω να τη θυσιάσω, αν χρειαστεί. Χθες δοκίμασα μια μεγάλη θλίψη. Ο Ανδρέας μου ζήτησε τρία λουδοβίκια, εγώ όμως δεν έχω, και έτσι, προς μεγάλη μου λύπη, τον είδα να απευθύνεται προς έναν ξένο, ο οποίος ήταν σύντροφος του ταξιδιού του από τη Φλωρεντία στο Μιλάνο. Μόνο σ’ αυτές τις περιπτώσεις η φτώχεια είναι σκληρή (…)
Δεν είναι γνωστό αν ο Silvio ήταν ήδη καρμπονάρος ή έγινε αργότερα. Συνελήφθη από την αστυνομία τον Οκτώβρη του 1820, καταδικάστηκε σε θάνατο και έμεινε στη φυλακή ως το 1830. Δε γνωρίζουμε αν υπήρξε συνέχεια στην επαφή των δύο ποιητών, είτε πριν τη σύλληψη του Silvio, είτε μετά. Η έκφραση οίκτου που διατυπώνει γι’ αυτόν ο Silvio στην επιστολή του προς τη Magiotti, οφείλεται στην εξιστόρηση της ζωής του Ανδρέα, από τον ίδιο, με κεντρικό σημείο, ίσως, τον πρόσφατο θάνατο της μητέρας του, την οποία είχε στερηθεί από τα δέκα του χρόνια.

Ο Silvio Pellico, μετά την αποφυλάκισή του από τις αυστριακές φυλακές, όπου παρέμεινε έγκλειστος για μια δεκαετία, αρχικά ως θανατοποινίτης, έγραψε ένα βιβλίο, Le mie prigioni, όπου περιέγραψε με λεπτομέρειες τα της δεκάχρονης φυλάκισής του. Ένας άλλος καρβονάρος ποιητής, ο  Pietro Maroncelli έχασε ένα πόδι μέσα στις φυλακές – και όταν βγήκε ασχολήθηκε με τη μετάφραση και την κυκλοφορία του βιβλίου του Ρellico στο Παρίσι, κάτι που πραγματοποιήθηκε στα 1833.
Ugo Foscolo II
Στις 9 Ιουνίου του 1816 ο Ανδρέας Κάλβος έφτασε στη Ζυρίχη. Ο Φώσκολο ο οποίος είχε αρνηθεί να ορκιστεί πίστη στους Αυστριακούς, οι οποίοι μετά την πτώση του Ναπολέοντα είχαν γίνει κύριοι της Ιταλίας και γι’ αυτό εξορίστηκε, εξέφρασε, λίγες μέρες μετά, τον ενθουσιασμό του στη Magiotti:
Από τρεις μέρες νομίζω πως δεν είμαι πια μισός άνθρωπος. Νομίζω δε ότι ο Ανδρέας, μετά τρία ή τέσσερα χρόνια, θα είναι τέλειος άνθρωπος, γιατί θα κάνω ό,τι είναι δυνατό να βγει, αν όχι απ’ τη φτώχεια, πάντως από καλή σχολή.
Οι σyνθήκες διαβίωσης των δυο (πολιτικοί πρόσφυγες, διωκόμενοι και απένταροι) ήταν  εξαιρετικά δύσκολες, αλλά ο Ανδρέας βρισκόταν στο στοιχείο του: τακτοποιούσε  βιβλία και χειρόγραφα, κρατούσε σημειώσεις, και αντέγραφε έργα του ποιητή – ένα από τα οποία εκδόθηκε στη Ζυρίχη, με δική του επιμέλεια, ενώ ο Φώσκολο βρισκόταν για λουτροθεραπεία στο Μπάντεν.
Αρχές Σεπτεμβρίου 1816 οι Φώσκολο και Κάλβος έφτασαν στο Λονδίνο. Οι επόμενοι μήνες ήταν οικονομικά δύσκολοι. Ο Ανδρέας άρχισε να παραδίδει μαθήματα ελληνικής και ιταλικής γλώσσας και να γνωρίζει νέα πρόσωπα, κατ’ αρχήν μέσω του Φώσκολου και εν συνεχεία χωρίς αυτόν. Τον Ιανουάριο του 1817 επήλθε η περιβόητη ρήξη στη φιλία των δυο ανδρών. Ο Ανδρέας διέμενε μόνος του πλέον, στο Soho. Δείγμα του κλίματος, μια επιστολή του Φώσκολο προς τον Κάλβο, με ημερομηνία 14 Φεβρουαρίου:
Αν είχα προβλέψει πως θα βρισκόμουν σήμερα στη μεγαλύτερη ανάγκη, δεν θα σας παρακαλούσα ποτέ για να μου δώσετε τουλάχιστο ένα μέρος από τα χρήματα που σας δάνεισα. Σήμερα, και αφού σας περίμενα δέκα σχεδόν μέρες, η ανάγκη με υποχρεώνει να σας ξαναπαρακαλέσω. Όλες μου οι ελπίδες για το Φλεβάρη στηρίζονται σ’ εκείνες τις λίγες λίρες που, έστω και μία-μία, αν μου τις δίνατε, θα με βγάλουν από τις στεναχώριες που έχω.
Αλλά η υπόθεση δε μένει μεταξύ τους, καθώς ο Φώσκολο φροντίζει να τη διαδώσει σε όλη την Ευρώπη. Γράφει, αρχές Μαρτίου, προς τον εκδότη του, στη Ζυρίχη:
Η αρρώστια μου, η φτώχεια που είναι συνέπειά της και η εγκατάλειψη του κακότυχου Κάλβου με εμπόδισαν να συνεχίσω την έκδοση. Σου έγραψα ήδη με ποια ψυχρή αγνωμοσύνη με εγκατέλειψε ο Κάλβος, όταν βρισκόμουν σχεδόν στο χείλος του τάφου. Εφόσον ήμουν πλούσιος και φερνόμουν ως κύριος, με φοβόταν και έτρεμε μήπως με χάσει, αλλ’ όταν έγινα φίλος και αδερφός του κι όταν φοβήθηκε μη τυχόν ο θάνατός μου τον άφηνε χωρίς στήριγμα, άφησε κάθε σεβασμό, ακόμη και κάθε οίκτο. Με ανάγκασε να του πω να φροντίσει ο ίδιος για τα συμφέροντά του. Μου απάντησε ότι είχε κιόλας προβλέψει κι ότι είχε βρει άλλη κατοικία, γι’ αυτόν μόνο, πιο κατάλληλη για τις παραδόσεις του της ιταλικής γλώσσας. Οπωσδήποτε, με βεβαίωσε, σαν να επρόκειτο για μια μεγάλη γενναιοφροσύνη εκ μέρους του, ότι θα μου κρατούσε συντροφιά ως τη στιγμή που θα βρισκόμουν σε καλύτερη κατάσταση. Εγώ όμως δε θέλησα να περιμένω τη στιγμή αυτή. Του κατέβαλα μάλιστα από τα λίγα χρήματά μου την πληρωμή όλων των μισθών του και, παρά τη θλιβερή κατάστασή μου, είχε τη μικροπρέπεια να τα δεχθεί. Δεν τον βλέπω πια: είθε ο ουρανός να μην τον τιμωρήσει ποτέ. Στάθηκε μια απ’ τις βαθύτερες πληγές που ανθρώπινο χέρι άνοιξε στην καρδιά μου. Ξέρεις, αγαπητέ μου κύριε Meister, ότι εύκολα νοιώθω τύψεις μετανοίας, αλλ’ όσον αφορά για τον Κάλβο, σας βεβαιώνω ενώπιον του Θεού, ότι δεν έχω καμιά τύψη. Κανείς δεν έλαβε περισσότερα ευεργετήματα από μέρους μου και σε κανένα δεν έδειξα τέτοια φιλοφροσύνη, μπορώ μάλιστα να ορκισθώ ότι είναι ο μόνος άνθρωπος που δεν οργίστηκα εναντίον του ποτέ. Υπόφερα πολλά εξ  αιτίας του. Νόμιζα ότι η ψυχρότητά του ήταν συνέπεια του συνεσταλμένου του χαρακτήρα’  τον έκρινα άσχημα κι αυτό ήταν το σφάλμα μου. Ο Θεός ας τον συγχωρήσει, και ας είναι ευτυχισμένος. Μου είπαν πως φροντίζει πολύ καλά για τα συμφέροντά του, κάνοντας παραδόσεις.
Ως αιτίες της ρήξης έχουν προταθεί: ο οξύθυμος χαρακτήρας και των δύο, οι οικονομικές δυσκολίες και των δύο, η κακή υγεία του Φώσκολου (έπασχε, λένε, από το συκώτι του και από ψυχασθένεια)  και η επιθυμία του Κάλβου να αποδεσμευτεί από την κηδεμονία και να βρει ένα δικό του δρόμο. Από όσα μπόρεσα να καταλάβω, νομίζω πως πρόκειται για μια τυπική περίπτωση πνευματικής πατροκτονίας: όταν ο «υιός» είναι κάποιος με το απίστευτα μεγάλο ταλέντο του Ανδρέα, που συνοδεύεται από ένα θυελλώδες ταμπεραμέντο και ο «πατέρας» είναι ένας πετυχημένος ποιητής που βρίσκεται πια σε καθοδική τροχιά, αλλά εξακολουθεί να αρνείται πεισματικά να αναγνωρίσει και να αποδεχθεί πως ήρθε η ώρα για τον νεότερο να περάσει στην πρώτη γραμμή – τότε δε θα μπορούσε να έχει συμβεί τίποτε διαφορετικό. Το μόνο που θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί είναι η δραματική βιαιότητα του  χωρισμού, που την προκάλεσε η απελπισία της φτώχειας. Η ποίηση δύσκολα υποτάσσεται στην οικονομία – αλλά δεν ισχύει το ίδιο με τους ποιητές…
Ο Ούγο Φώσκολο πέθανε στα 1827, σε ηλικία 49 ετών. Ήταν 14 χρόνια μεγαλύτερος απ’ τον Κάλβο.

Επίλογος
Πέρασε πολύς καιρός.  Ο Κάλβος, στην Κέρκυρα, δημοσίευσε ένα απόσπασμα από τον Ύμνο προς τις Χάριτες (Inno alle Grazie) του Ούγο Φώσκολο, κλείνοντας, με τον ωραίο αυτόν τρόπο τον κύκλο της ρήξης, που άνοιξε στα 1817, στις ομίχλες του Λονδίνου, σχεδόν τριάντα χρόνια νωρίτερα.

πηγή: panosz.wordpress.com