Ο Γιάννης Ρίτσος και η κρίση της αριστεράς την περίοδο 1968-1969

24grammata.com/ ιστορία της λογοτεχνίας
γράφει ο Μιχάλης Άνθης,  Δρ. Φιλολογίας

Στην πλούσια βιβλιογραφία για το έργο του Γιάννη Ρίτσου, λίγες εργασίες υπάρχουν και λίγες, επίσης, κυρίως έμμεσες αναφορές γίνονται για τα ποιήματα της περιόδου 1968-1969, που συμπίπτει με τα πρώτα χρόνια της δικτατορίας στην Ελλάδα και με την κρίση του ελληνικού και ευρωπαϊκού κομμουνιστικού κινήματος.

Τα ποιήματα αυτά φαίνεται να μην υπακούουν στις γνωστές ιδεολογικές και πολιτικές δεσμεύσεις που χαρακτηρίζουν το μεγαλύτερο μέρος του ποιητικού του έργου· είναι ποιήματα ζοφερά, σκοτεινά, μελαγχολικά, γραμμένα κάτω από το βάρος των προσωπικών προβλημάτων (η περιπέτεια της υγείας και το φάσμα του θανάτου, η εξορία και η αίσθηση της καταναγκαστικής απομόνωσης), αλλά και των ιδιαίτερων πολιτικών συνθηκών (δικτατορία στην Ελλάδα και κρίση στο εσωτερικό της ελληνικής Αριστεράς). Το 1967 συλλαμβάνεται και εξορίζεται πρώτα στη Γυάρο και ύστερα στο Παρθένι της Λέρου. Τον Οκτώβριο του 1968, και μετά από δίμηνη περίπου νοσηλεία στον “Άγιο Σάββα” με υποψία καρκίνου, μεταφέρεται στο Καρλόβασι της Σάμου, όπου και τίθεται σε κατ’ οίκον περιορισμό. Εκεί θα παραμείνει μέχρι το 1970.

Η περίοδος αυτή, παρά τις αντίξοες συνθήκες και τα προβλήματα που παρουσιάζει, είναι εξαιρετικά γόνιμη και δημιουργική. Καρπός αυτής της δημιουργικής ευφορίας είναι η τριπλή συλλογή Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα, η οποία θα κυκλοφορήσει στο Παρίσι το 1971 σε δίγλωσση έκδοση (“Pierres, Rèpètitions, Barreaux”, σε μετάφραση Χρύσας Προκοπάκη, Antoine Vitez, Gérard Pierrat, με πρόλογο του Aragon, από τις εκδόσεις Gallimard). Η ίδια συλλογή, συμπληρωμένη με νέα ποιήματα, θα κυκλοφορήσει στην Ελλάδα ένα χρόνο αργότερα από τον “Κέδρο”.

Τα ποιήματα της τριπλής συλλογής είναι στην πλειοψηφία τους ποιήματα πολιτικά, ίσως μαζί με τα ποιήματα της Τέταρτης Διάστασης τα πιο πολιτικά ποιήματα που έγραψε ο Ρίτσος. Αποτυπώνουν μ’ έναν ιδιαίτερο τρόπο την «εσωτερική περιπέτεια» του ποιητή (υπαρξιακή, πολιτική, ιδεολογική) και μετουσιώνουν ποιητικά την αγωνία, τις ανησυχίες, τους προβληματισμούς του για όλα τα ζητήματα που επηρέαζαν την καθημερινότητά του και άφηναν το σημάδι τους στην ψυχή και τη συνείδησή του. Ένα γεγονός που, σίγουρα, επέδρασε καταλυτικά στον ψυχισμό του την εποχή εκείνη, είναι η κρίση στους κόλπους της ελληνικής και της ευρωπαϊκής Αριστεράς.

Όπως είναι γνωστό, τον Φεβρουάριο του 1968, κατά τη διάρκεια της 12ης Ολομέλειας, διασπάστηκε η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος στο εξωτερικό, τμήμα της οποίας, μαζί με το Γραφείο «Εσωτερικού», ίδρυσε το ΚΚΕ Εσωτερικού. Στην Ευρώπη η κρίση θα κορυφωθεί τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς, με τα γνωστά γεγονότα στην Τσεχοσλοβακία (Άνοιξη της Πράγας, εισβολή των Σοβιετικών). Τα γεγονότα αυτά επανέφεραν στο προσκήνιο τη συζήτηση για το όραμα κομμουνιστικής επανάστασης. Αυτή τη νέα κατάσταση ο ποιητής θα την αντιμετωπίσει με θλίψη και σκεπτικισμό.

Ποιητικά, η αντίδρασή του θα εκφραστεί με πολλούς τρόπους: “Αν και από κάποια απόσταση, ο Ρίτσος θα μπει στο κλίμα της γενικευμένης αμφισβήτησης, κι όταν ακόμα προσπαθεί να δηλώσει την άρνησή του να συμμετέχει. Θα μπει μ’ αυτόν το σκεπτικισμό του. Αλλά και πιο άμεσα, με το σχόλιο, την ειρωνεία, κάποτε το σαρκασμό” (Χρύσα Προκοπάκη, Η πορεία προς τη Γκραγκάντα ή οι περιπέτειες του οράματος, Κέδρος 1981). Η ποιητική του αντίδραση συνιστά ιδιαίτερη και διακριτή πολιτική στάση (δυσερμήνευτη μεν αλλά ορατή) και σίγουρα διαφορετική από αυτή που κράτησε μετά το ’70 και αμέσως μετά τη δικτατορία.

Τον Απρίλη του ’68, λοιπόν, δύο μήνες ήδη μετά τη διάσπαση του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, γράφει το ποίημα “Μετά το σπάσιμο της συνθήκης Λακεδαιμονίων και Αθηναίων” με τον υπότιτλο “Κατά Θουκυδίδη”:

Κόρινθος, Άργος, Σπάρτη, Αθήνα, Σικυώνα, κι άλλες (πόσες) μικρότερες πόλεις

χίλια κομμάτια γίναν οι Έλληνες∙ διασπάστηκε η μεγάλη συνθήκη∙

όλοι οργισμένοι με όλους∙ -νέα συμβούλια, διαβούλια, συσκέψεις∙

οι μόλις χτες φίλοι και γείτονες δε χαιρετιούνται πια στο δρόμο-

παλιές μνησικακίες βγήκαν στη μέση∙ νέες συμμαχίες,

αντίθετες ολότελα απ’ τις πρώτες, βολιδοσκοπούνται, προετοιμάζονται…

Μέσω της αλληγορίας και της παραβολής, ο ιστορικός «μύθος» προσλαμβάνει στο ποίημα μια διάσταση παροντική. Ο Ρίτσος, εδώ, περιγράφει το κλίμα που επικρατούσε στο χώρο της Αριστεράς την περίοδο της διάσπασης (εμπάθειες, φανατισμοί, ιδεολογικές αλλά και προσωπικές αντιπαλότητες). Με κάποια απόσταση από τα πράγματα, και χωρίς ο ίδιος να μπαίνει στη δίνη του πολιτικού φανατισμού, εκφράζει τη θλίψη του για όλα όσα προηγήθηκαν και όσα ακολούθησαν τη διάσπαση (εσωτερικές διεργασίες, νοσηρές συμπεριφορές, μυστικές διαδικασίες, νέες συμμαχίες). Με λιτούς, πεζολογικούς στίχους περιγράφει όλη την παθογένεια των πρώτων ημερών.

Εκεί, όμως, που ο λόγος του γίνεται οξύς και αιχμηρός, είναι σε κάποια ποιήματα που μιλάει για το ρόλο του κόμματος, για τις κομματικές διαδικασίες, για την ηγεσία. Εκεί, η κριτική του δεν είναι απλώς αιχμηρή αλλά και πικρή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι πρώτοι στίχοι από το ποίημα “Το τέλος της Δωδώνης, Ι” από τις Επαναλήψεις Β΄:

Είχαμε τούς βωμούς, τις εκκλησίες μας, τα μαντεία…

Είχαμε κάπου κι εμείς ν’ αποταθούμε, να ρωτήσουμε

για τ’ αρνιά, τα παιδιά μας, τη ροδιά, για τη μονόφθαλμη αγελάδα,

για το γαϊδούρι, το μποστάνι, το τσουκάλι. Κι η απάντηση πάντα,

(όσο κι αν άλλαζε κάθε φορά, κάθε φορά στον ίδιο τόνο:)

σίγουρη, δυνατή, προσταχτική, αμετάκλητη. Ξενοιάζαμε κάπως-

άλλοι είχαν την ευθύνη της απόφασης για επιτυχία κι αποτυχία. Εμείς

μονάχα την υποταγή και την εχτέλεση, με γερμένα ματόφυλλα…

(Λέρος, 6. X. 68)

Ο Ρίτσος επενδύει ποιητικά στην κρυπτικότητα της μεταφοράς, η οποία του επιτρέπει να εκφράσει τις βαθύτερες αλήθειες του, καθιστώντας παράλληλα το κείμενο πιο ελκυστικό ερμηνευτικά. Με το κριτήριο της αναλογίας (μεταφορά ιδιοτήτων από μια έννοια σε μια άλλη) η μεταφορά επιτρέπει στον αναγνώστη να ταυτίσει δύο έννοιες: “Θα είχε ενδιαφέρον να δει κανείς τις ταυτίσεις που γίνονται, σ’ αυτά τα ποιήματα, των πολιτικών ηγεσιών με τα διάφορα μαντεία και ιερατεία” (Χρύσα Προκοπάκη). Όταν ο Ρίτσος μιλάει στο ποίημα για «βωμούς, εκκλησίες, μαντεία», εννοεί τις κομμουνιστικές ηγεσίες. Ο λόγος του στο ποίημα είναι ειρωνικός, δηκτικός, και ο ποιητής ασκεί ανοικτά κριτική στους κομματικούς συντρόφους, αφήνει αιχμές για την ορθότητα των αποφάσεων, για την ευθύνη της εφαρμογής τους, για τις κλειστές λειτουργίες της ηγεσίας, ακόμη και για την άκριτη υποταγή των μελών στις αποφάσεις του κόμματος.

Η διάσπαση του ’68 επισφραγίζει τη χρόνια σοβούσα κρίση στο εσωτερικό του Κομμουνιστικού Κόμματος. Τότε, βγήκαν στην επιφάνεια αντιθέσεις που προϋπήρχαν και άγγιζαν όλες τις πτυχές της κομματικής ζωής, τις πολιτικές-ιδεολογικές αλλά και τις προσωπικές. Ο Ρίτσος, όμως, δεν καταλογίζει ευθύνες σε πρόσωπα μεμονωμένα. Γι’ αυτόν οι ευθύνες ήταν συλλογικές και το κυρίαρχο πρόβλημα δεν ήταν το προσωπικό· ήταν το πολιτικό, το ιδεολογικό. Εκεί ακριβώς έπρεπε να αναζητηθούν για τον ποιητή και οι αιτίες της κρίσης. Το ποίημα με το οποίο φαίνεται να απαντάει έμμεσα στο ερώτημα “τί θα έπρεπε να είχε γίνει για να αποφευχθεί η κρίση”, είναι το ποίημα «Εκ των υστέρων» από την ενότητα “Πέτρες”:

Έτσι που ‘ρθαν τα πράματα, κανένας, λέμε, δε φταίει. Ο ένας έφυγε·

ο άλλος σκοτώθηκε· οι άλλοι – πού να λογαριάζεις τώρα;

Οι εποχές συναλλάζονται κανονικά. Οι πικροδάφνες ανθίζουν.

Ο ίσκιος πάει γύρω γύρω στο δέντρο. Η ασάλευτη στάμνα

έμεινε στο λιοπύρι, στέγνωσε· το νερό σώθηκε. Ωστόσο

μπορούσαμε, λέει, να μεταφέρουμε πιο δω, πιο κει τη στάμνα

ανάλογα με την ώρα, με τον ίσκιο, γύρω γύρω στο δέντρο,

γυρίζοντας ώσπου να βρούμε το ρυθμό, χορεύοντας, ξεχνώντας

τη στάμνα, το νερό, τη δίψα – μη διψώντας, χορεύοντας.

20.V.68

Στην αρχή, θα παρατηρήσουμε ότι η προφορικότητα ή ο μονολογικός χαρακτήρας του κειμένου (λέμε, λέει), εκτός από μια πρόφαση θεατρικής δομής, υποδηλώνει και την παρουσία του ίδιου του ποιητικού υποκειμένου. Δομική αντίθεση της αφήγησης αποτελεί η κίνηση του χρόνου με τις εναλλαγές της φύσης από τη μια και η στατικότητα των αντικειμένων με την αδράνεια των υποκειμένων από την άλλη. Στατικό αντικείμενο στο ποίημα είναι η στάμνα, ένα σκεύος χρηστικό, απαραίτητο για τη συγκέντρωση του νερού. Το νερό στη λογοτεχνία συμβολίζει την ίδια τη ζωή, τη ροϊκότητα του χρόνου, την ποίηση, τη γλώσσα, την ιδεολογία, τη διαύγεια και την καθαρότητα του πνεύματος.

Ο ίσκιος υποδηλώνει την κυκλική επαναφορά και την περιοδικότητα της κίνησης. Κατά συνέπεια, ο ποιητής θέτει ζήτημα αλληγορικής διαδρομής των φυσικών και όχι μόνο πραγμάτων, δηλαδή των ιδεών, της ιδεολογίας, της νοοτροπίας, των αντιλήψεων. Η «ασάλευτη στάμνα», που έμεινε μέσα στο λιοπύρι, παραπέμπει σε μια άνυδρη κατάσταση, σε απουσία, δηλαδή, καινούργιων ιδεών, σε πνευματική στειρότητα, σε κατάσταση αδράνειας, όχι μόνο πρακτικής των υποκειμένων αλλά και πνευματικής ή ιδεολογικής. Δεν μπορέσαμε να κατανοήσουμε, λέει ο ποιητής, ότι τα πάντα αλλάζουν και εμείς μείναμε στατικοί, ακίνητοι, αδρανείς, αδύναμοι να παρακολουθήσουμε τις εξελίξεις, να καταλάβουμε τα μηνύματα των καιρών.

Ο Ρίτσος στη συνέχεια παραθέτει τη δική του εκδοχή για το πώς θα μπορούσε να αποφευχθεί η κρίση («Ωστόσο μπορούσαμε, λέει…»), η οποία δεν είναι τίποτε άλλο από το αντίθετο της ακινησίας, της δυσκολίας προσαρμογής, δηλαδή, η κίνηση και η προσαρμοστικότητα. Η πρόταση αυτή συνιστά μια προσωπική μεν αλλά στην ουσία της πολιτική πρόταση, από έναν άνθρωπο που παρακολουθούσε στενά τις εξελίξεις στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα. Η δυνητικά διατυπωμένη πρόταση συμπληρώνεται και από την κίνηση του χορού, ο οποίος στην ποίηση του Ρίτσου, είναι μια πράξη υπέρβασης (σωματικής, συναισθηματικής, διανοητικής) αλλά και συμβολική έκφραση της ενότητας, της συμφιλίωσης. Ο χορός στο ποίημα, όπως και σε άλλα ποιήματα της συλλογής, είναι χορός συμφιλιωτικός. Στο ίδιο άνυδρο κλίμα, (πολιτικό, ιδεολογικό) κινείται και το ποίημα “Ἀναβολές” από την ενότητα “Πέτρες”:

Περνάνε οι μέρες. Χτυπάει το πανί στο καράβι.

Κόβεται το σκοινί. Δεν τα ποτίσαμε τα δέντρα.

Τον άλλο χρόνο ξεράθηκαν – ούτε καρπός ούτε φύλλο.

Οι γυναίκες γεράσανε γρήγορα. Μικρά σαλιγκάρια

ανηφοράνε στους τοίχους. Όταν μια μέρα κατεβήκαμε

να καθαρίσουμε, επιτέλους, το πηγάδι-τίποτα·

κούφια δροσιά κι ένας σωρός σκουριασμένοι κουβάδες.

Τους βγάλαμε έναν έναν. Το νερό είχε στερέψει.

29.V.68

Και τα δύο ποιήματα στηρίζονται στον ίδιο θεματικό άξονα (η αίσθηση του ιδεολογικού αδιεξόδου, η αδράνεια, η αδυναμία παραγωγής καινούργιων ιδεών από την Αριστερά, η μη ανταπόκρισή της στα μηνύματα των καιρών, η ιδεολογική στειρότητα).

Η Χαμένη Υπερβόρειος

Η εκτόπιση του Ρίτσου στο Καρλόβασι της Σάμου το 1968-1969 συμπίπτει χρονικά και με τις σοβαρές εξελίξεις στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα που προαναφέραμε. Είναι, δυστυχώς για τον Ρίτσο, όπως και για πολλούς ανθρώπους της Αριστεράς, η εποχή των μεγάλων διαψεύσεων. Και η μεγαλύτερη διάψευση προέρχεται από τη χώρα που ενέπνεε το επαναστατικό τους όραμα. Το κλίμα αυτό, και την αντίστοιχη αίσθηση, απηχεί το ποίημα “Η χαμένη Υπερβόρειος”, από τις Επαναλήψεις Γ΄:

Το μάθαμε καλά πώς Υπερβόρειος διόλου δεν υπάρχει

πέρα από τις Ριπαίες οροσειρές, όσο κι αν τα γλαυκά όριά της,

ανάλογα με τις πιο πρόσφατες ανακαλύψεις των γεωγράφων,

μετακινούνταν όλο πιο μακριά.

Σήμερα βεβαιώθηκε:

μια σκέτη φαντασία ἡ χώρα απ’ όπου μας ερχότανε

οι κύκνοι και τα ορτύκια, όπου οι σεμνόπρεπες κόρες

Λαοδίκη και Υπερόχη ετοίμαζαν για τούς θεούς

τα πρώτα φρούτα της σοδειάς, προσεχτικά τυλίγοντάς τα

σ’ άχυρο σίτου και λεπτό χαρτί.

Και τώρα αναρωτιόμαστε

πού τάχατε ν’ αποδημεί ο Απόλλωνας κάθε χειμώνα

με τα’ άρμα του που το ‘σερναν λάμποντες κύκνοι και γρύπες,

κρούοντας τη χρυσή του λύρα, όταν εμείς μήνες και μήνες

μάταια κατά το Μάρτη καρτερούσαμε το γυρισμό του

συντάσσοντας μέσα στο κρύο τούς γιορτινούς του παιάνες;

Ή μήπως πια ούτε Απόλλωνας ούτε και λύρα υπάρχει;

Ωστόσο ακόμη συνεχίζουμε τον μισοτελειωμένο παιάνα

αφήνοντας ένα κενό στου ονόματος το μέρος, μήπως

βρεθεί κανένα νέο και το προσθέσουμε την ύστατη ώρα,

πάντοτε με το φόβο μήπως ο αριθμός των συλλαβών του,

μικρότερος ἤ μεγαλύτερος, μας χαλάσει το μέτρο.

Καρλόβασι, 7.VI. 69

Η διακειμενική λειτουργία του μύθου των Υπερβορείων και της χώρας εγκατοίκησής τους στο ποίημα παραπέμπει στην “Ελληνική Μυθολογία” του Ζαν Ρισπέν (μτφρ. Άρης Αλεξάνδρου), όπου αναφέρονται τα εξής: «Είταν μια περιοχή μυθική, ένα είδος επίγειου παράδεισου, που η ελληνική φαντασία τον τοποθετούσε πέρα από κάθε εξερεύνηση, πίσω από τα Ριπαία όρη, που και αυτά υποχωρούσαν όσο προχωρούσαν οι γεωγραφικές γνώσεις. Εκεί βασίλευε αιώνια άνοιξη και από κει προέρχονταν οι κύκνοι και τα ορτύκια. Ένας μύθος αναφέρει πως, μόλις γεννήθηκε ο Απόλλων, οι Υπερβόρειοι είχαν στείλει δύο κόρες, την Υπερόχη και τη Λαοδίκη, να φέρουν στο θεό τα πρωτόλεια των καρπών τους. Σ’ αυτήν τη χώρα πήγαινε κάθε χρόνο ο Απόλλων να περάσει πολλούς μήνες… Μερικές αγγειογραφίες παρουσιάζουν το θεό να ταξιδεύει καθισμένος είτε σε κύκνο είτε σε γρύπα παίζοντας τη λύρα”.

Τα Ριπαία όρη ήταν μια φανταστική οροσειρά, την οποία οι νεότεροι γεωγράφοι ταύτιζαν με τα όρη που βρίσκονταν δυτικότερα των Ουραλίων, την οροσειρά της Ρωσίας. Η “χαμένη Υπερβόρειος” στο ποίημα του Ρίτσου είναι, το 1969 που γράφεται το ποίημα, η Σοβιετική Ένωση. Η απογοήτευση, πάντως, για τον Ρίτσο δεν είναι οριστική, η αίσθηση της συνέχειας είναι αυτή που κρατά ζωντανή την ελπίδα. Η ελπίδα για τη δημιουργία κάτι καινούργιου εξακολουθεί να υπάρχει και ο ποιητής στην τελευταία στροφή φαίνεται να κρατά έναν ανοικτό λογαριασμό με το μέλλον.

Συνοψίζοντας, θα επισημάνουμε τα εξής: Ο Ρίτσος μέσα από τα ποιήματα της συλλογής ασκεί κριτική προς το Κομμουνιστικό Κόμμα. Η κριτική του όμως δεν είναι ισοπεδωτική, επιθετική, και ο ίδιος φυσικά δεν προκρίνει τη λύση της διάσπασης, παρόλο που παραδέχεται το αδιέξοδο στο οποίο είχαν φτάσει τα πράγματα. Είναι απογοητευμένος και απαισιόδοξος με όλα όσα συμβαίνουν στο εσωτερικό της κομμουνιστικής Αριστεράς, εντός και εκτός Ελλάδας. Είναι όμως συμφιλιωτικός και μένει πιστός στην ενότητα του Κόμματος. Οι απόψεις του, πάντως, την περίοδο αυτή και η τόλμη της κριτικής του ξαφνιάζουν, καθώς μοιάζουν αιρετικές και φαίνεται να βρίσκονται σε αναντιστοιχία με την κατοπινή του πορεία. Δείχνουν όμως την ειλικρίνεια με την οποία ο Ρίτσος προσέγγιζε τη ζωή και την τέχνη του.

Την περίοδο εκείνη νιώθει έντονα τους κραδασμούς στους κόλπους της ελληνικής και ευρωπαϊκής Αριστεράς και δεν ήταν δυνατόν να μην αντιδράσει. Γεγονός που ίσως επηρέασε τη στάση του είναι και οι στενές σχέσεις και η αλληλογραφία του με τον Αραγκόν, ο οποίος μετά τα γεγονότα του ’68 στη Γαλλία έχει διαρρήξει τις σχέσεις του με το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Το τελευταίο, πάντως, που έχουμε να παρατηρήσουμε είναι το εξής: Ο Ρίτσος δεν πρόδωσε ποτέ τα ιδανικά της κομμουνιστικής Επανάστασης. Δεν πρόδωσε όμως ποτέ και τον εαυτό του. Αυτό, ακόμη και σήμερα, δεν είναι εύκολα κατανοητό. Αργότερα, με τη μεταπολίτευση, θα αλλάξουν τα δεδομένα (πολιτικά, προσωπικά) και ο Ρίτσος θα ακολουθήσει τη γνωστή του πορεία. Ακόμη και τότε όμως, τα ποιήματα που θα γράψει και τα οποία υπακούουν σε μια άλλη λογική, είναι γραμμένα με συνέπεια και αλήθεια, τη δική του προσωπική αλήθεια. (από την Αυγή, 3/1/2010).