Ο Μιχάλυ Βοροσμάρτυ (Mihály Vörösmarty, 1800 –1855) και ο ‘Γέρο Τσιγγάνος’ του

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη

Συνηθίζεται να λέγεται και να υποστηρίζεται από αρκετούς ότι κάθε εποχή και συγκεκριμένη χρονική περίοδος αναδεικνύει και στιγματίζεται ταυτόχρονα από έναν ποιητή ο οποίος και αντιπροσωπεύει την κύρια φιλοδοξία κα τα σχετικά οράματά της. Όταν ο εικοσιπενταετής Μιχάλυ Βοροσμάρτυ δημοσίευσε το επικό του ποίημα‘Η πτήση τουΖαλάν’ (1824)  εκπλήρωνε σε ικανοποιητικό βαθμό τις φιλολογικές προσδοκίες ενός έθνους. Ακόμη και μια σύντομη ματιά στην κατάσταση της λογοτεχνίας κατά τη δεκαετία του 18ου και 19ου αιώνα, θα πείσει ότι η κύρια ανησυχία τόσο των ποιητών όσο και των συγγραφέων,  ήταν το παρελθόν του έθνουςκαι βεβαίως η τουρκική κατοχή.Η προσφυγή της λογοτεχνίας σε παλιές δόξες εξυπηρετούσε έναν χρήσιμο σκοπό, ο οποίος δεν ήταν τίποτα άλλο, παρά ηόποια αποζημίωση για τις πληγές που δημιουργήθηκαν στο σώμα της  εθνικής υπερηφάνειας, και φυσικά η ενίσχυση του αυτοσεβασμού, η οποίαστη συνέχεια  και ενθάρρυνε την πίστη σ’ ένα καλύτερο μέλλον.

Αυτή η τεχνητή αποκατάσταση της εθνικής συνείδησης, όμως, προκάλεσε ανεπιθύμητες παρενέργειες, κι’ αυτό γιατί οι όποιες συγκρίσεις μεταξύ της χώρας όχι μόνο με τις γειτονικές, αλλά και με τ’ άλλα ισχυρά έθνη, ήταν αναπόφευκτο να προκαλέσουν φανταστικές πληγές στο εθνικό εγώ. Στο ουγγρικό παρελθόν, δεν υπήρχαν ενδείξεις  για την ύπαρξη εθνικού έπους που θα μπορούσε να ήταν συγκρίσιμο με τα μεγάλα έπη των άλλων ισχυρών χωρών.Αυτή η παραδοχή πρόσφερε ένα είδος παρότρυνσης στους Ούγγρους να δημιουργήσουν  ένα υποκατάστατο τρόπον τινά, που θα αντιστάθμιζε την πιθανή απουσία επιτευγμάτων στην   ιστορία τους. Οι περισσότεροι ποιητές σε κάποια φάση της καριέρας τους σχεδίαζαν ένα θεαματικό έπος για να τιμήσουν με αξιοσημείωτο τρόπο τον Άρπαντ  και τους τολμηρούς συμπατριώτες του να κατακτήσουν τη γη που έγινε δικήτους. Προφανώς είχαν στο νου τους τις νομαδικές φυλές των Τουρανικών και Ουραλικών λαών, τους Μαγυάρους δηλαδή  που ήρθαν στη κεντρική Ευρώπη και ενώθηκαν υπό τον παραπάνω ηγέτη, έως ότου λίγο αργότερα ο βασιλιάς Στέφανος (997-1038) τους επέβαλε τον Χριστιανισμό και καθιέρωσε μονίμως την εγκατάστασή τους στις σημερινές περίπου περιοχές.

Τοέργοτων ποιητών φάνταζε ανυπέρβλητο και συνήθως δεν ανταποκρινόταν στις προσδοκίες των σύγχρονων αναγνωστών και κριτικών.Αυτό εξηγεί την τεράστια αναγνώριση που είδε το έπος  ‘Η  πτήση του Ζαλάν’.Παρά την αρχική του φήμη, γράφοντας ένα κλασσικό έπος, ένα κάπως παράδοξο ομολογουμένως ξεκίνημα στην καριέρα του, ο Βοροσμάρτυέγινε ο μεγαλύτερος Ούγγρος ρομαντικός ποιητής, του οποίου τόσο η ποιητική μορφή όσο και η γνώση της  γλώσσας, παραμένουν αξεπέραστα.  Την περίοδο κατά την οποία το συγκεκριμένο έπος είδε το φως της δημοσιότητας, ξεκίνησαν πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις μεγάλης κλίμακας που επηρέασαν ολόκληρητη δομή της ουγγρικής κοινωνίας. Για το λόγο αυτό, είναι συνηθισμένο να αναφέρεται η περίοδος μεταξύ 1825 και 1848 ως η εποχή της μεταρρύθμισης.Το θέμα ‘της πτήσης του Ζαλάν’ είναι η κατάκτηση της Ουγγαρίας, με βάση αφηγήσεις ανωνύμων.Επικεντρώνεται στη μάχη του Alpár, όπου ο Άρπαντ κατατροπώνει  τον τρομερό εχθρό του, τον Ζαλάν, τον άρχοντα των Βουλγάρων, του οποίου η χώρα βρίσκεται μεταξύ του Δούναβη και του Τίσα. Το έπος του Βοροσμάρυπεριέχει περιγραφικά εδάφια ασύγκριτης μαγείας και ανατολικής μεγαλοπρέπειας.Η δημιουργική του δύναμη εκδηλώθηκε επίσης στις μυθολογικές του μορφές.Αυτό ακριβώς αισθάνεται κανείς όταν διαβάζει για τις θεότητες και τις νεράιδες στο έπος τουΒοροσμάρυ, και ανακαλύπτει μια χαμένη μυθική παράδοση για τους Ούγγρους.

Αυτός ο ποιητής, του οποίου το έπος κέρδισε τον θαυμασμό ενός έθνους, γεννήθηκε σ’ ένα μικρό χωριουδάκι νοτιοδυτικά της Βουδαπέστης, την 1η Δεκεμβρίου 1800, λίγο πριν απελευθερωθεί ο μεγάλος συγγραφέας, ποιητής και μεταφραστής Ferenc Kazinczy(1759 – 1831) απ’ τη φυλακή.  Οι λίγες δεκαετίες   που πέρασαν μεταξύ των πρώιμων αγώνων του Kazinczy για γλωσσική μεταρρύθμιση και της δημοσίευσης της ‘πτήσης του Ζαλάν’,απεικονίζει  την αξιοσημείωτη ανάπτυξη της ουγγρικής λογοτεχνίας.Προερχόμενος από μια φτωχή οικογένεια ευγενών, οΒοροσμάρυ εκπαιδεύτηκε σε γνωστό και ξακουστό γυμνάσιο της Πέστης το οποίο είχε μακρά παράδοση στην ουγγρική λογοτεχνία και στην έννοια του πατριωτισμού, και όπου γνωρίστηκε με άλλες σημαίνουσες ουγγρικές προσωπικότητες. Την  επιτυχία της ‘πτήσης του Ζαλάν’ ακολούθησε μια σειρά άλλων ηρωικών επών, όπου σε αρκετά απ’ αυτά εγκαταλείπει τις ιστορικές αναφορές, και αφήνει πλέον ελεύθερη την ρομαντική φαντασία του. Εκεί μέσα αναφέρεται σ’ έναν λαό που καταστρέφεται από εσωτερικές συγκρούσεις και υποδουλώνεται από μια ξένη εξουσία και θέλει να τους απελευθερώσει, ενώ την ίδια στιγμή καθιστά σαφές ότι η ατομική ευτυχία δεν μπορεί να διαχωριστεί από την κοινή ευημερία του έθνους. Το τελευταίο από τα έπη του, ‘Τα δύο γειτονικά κάστρα’ (1832), είναι η ιστορία μιας οικογενειακής διαμάχης, που περιγράφεται με έντονη αγριότητα, γεμάτη αίμα και ανείπωτη φρίκη.

Ορισμένες πτυχές της ουγγρικής παράδοσης εμφανίζουν σαφώς και ενσωματώνουν ανατολικά χαρακτηριστικά, όπως η ουγγρική μουσική, για παράδειγμα.Αυτό που αναδύθηκε στα περισσότερα έπη του Βοροσμάρυ, ως εξωτικό χαρακτηριστικό,αποτέλεσε πραγματικό δίλημμα για τους περισσότερους συγχρόνους του, αλλά κυρίως για τις επόμενες γενιές. Η σύγκρουση ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση εκδηλώθηκε σε πολλά επίπεδακαι όχι μόνο στα αόρατα και ανιχνεύσιμα εθνικά χαρακτηριστικά, αλλά ταυτόχρονα και ως μια σαφής εναλλακτική λύση που πηγάζει από μια εσωτερική αβεβαιότητα, που δεν είναι άλλη από το αγωνιώδες ερώτημα‘πού ανήκουν οι Ούγγροι’; Όσοι διανοούμενοι θεωρούσαν εαυτούς ή θεωρούνταν από τους άλλους ως προοδευτικοί, πάντοτε τόνιζαν ότι, από τότε που το έθνος ασπάστηκε και καθιέρωσε ως θρησκεία του τον Χριστιανισμό, η Ουγγαρία ανήκε στη δυτική οικογένεια των εθνών, ενώ οι απογοητευμένοι εθνικιστές βρήκαν καταφύγιο στις πολύ μακρυνές ανατολικές παραδόσεις της χώρας. Το δίλημμα της Ανατολής έναντι της Δύσης εμφανίστηκε και σε κάποιους   στίχους τουΒοροσμάρυ,όταν λέει, ‘Ο Ούγγροςβλέπειπρος τη Δύση και στη συνέχεια κοιτάζει πίσω στην Ανατολή με θλιβερά μάτια. Είναι ένας απομονωμένος, ανάδελφος κλάδος της φυλής του’.Αυτή η αίσθηση της αποξένωσης, που δεν ανήκε εξ ολοκλήρου είτε στη δυτική οικογένεια των εθνών, είτε στην Ανατολή, προκάλεσε πολύ θλίψη στοπεριρρέον κλίμα και στους διανοούμενους της ρομαντικής εποχής. Από την άλλη μεριά, οι Ούγγροι στη γεωγραφική τους θέση, αισθάνονταν όλο και περισσότερο κοντύτερα ότι η προφητεία του γερμανού φιλόσοφου, θεολόγου και ποιητή, Γιόχαν Γκότφριντ Χέρντερ (1744-1803) ο οποίος είχε προβλέψει ότι τα σλαβικά έθνη θα αναλάβουν  μια μέρα την πραγματική εξουσία στην Ευρώπη, καθώς οι δυτικοί Ευρωπαίοι θα απορρίψουν τον Χριστιανισμό και έτσι θα σβήσουν, ίσως είχε ενσωματωμένη μια έστω μικρή και υποσημαινόμενη δόση αλήθειας.

Το 1826,  μετακόμισε στη Βούδα, και την ίδια χρονιά  εκλέχτηκε επίσης τακτικό μέλος της Ουγγρικής Ακαδημίας Επιστημών, ενώ το 1833δημοσιεύτηκε το σύνολο του έργου του. Τα χρόνια αυτά θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως η πρώτη περίοδος της δημιουργικής πορείας και σταδιοδρομίας τουΜιχάλυ Βοροσμάρυ. Ήταν επίσης τα χρόνια που η μνήμη της μονόπλευρης ερωτικής του σχέσης με την EtelkaPerczel, αν και του άφησε ένα μόνιμο σημάδι, έπαψε σταδιακά να τον βασανίζει ψυχικά και να τον κατατρώει.

Στη δεύτερη περίοδο της δημιουργικής σταδιοδρομίας του, τη θέση του έπους κατέλαβε το δράμα. Σ’ αυτό αναρωτιέται αν και κατά πόσο τα ανθρώπινα όντα είναι ικανά να επιτύχουν την ευτυχία, κι αν υπάρχει ένα συγκεκριμένο είδος ευτυχίας που να  ικανοποιεί απόλυτα τον άνθρωπο.  Η απάντηση που δίνει ο ποιητής  στην προαιώνια ερώτηση που είναι μάλλον απλή. Η μόνη πηγή ανθρώπινης ευτυχίας μπορεί να είναι η αμοιβαία αγάπη. Με τα λόγια ενός πρωταγωνιστή σε έργο του, μας εκμυστηρεύεται,  ‘… Έχω ταξιδέψει σε κάθε χώρα, κάθε απομακρυσμένη γη και εκείνη που ζει στα όνειρά μου, η λαμπρή ουράνια ομορφιά, δεν έχω βρει πουθενά στη γη…’. Ωστόσο, οι επικριτές κατηγορούσαν συχνά τονΒοροσμάρτυ για έλλειψη δραματικής αγωνίας στα έργα του. Υπάρχουν ορισμένοι λόγοι γι’αυτό, αλλά ο αναγνώστης αποζημιώνεται για την απουσία ενσωματωμένης αγωνίας από την λυρική ομορφιά της εξαίρετης γλώσσας του.

Από το 1830 έως το 1843 αφιερώθηκε κυρίως στο δράμα, συμπεριλαμβανομένου του ‘CsongorésTünde’. Εκτός απ’ αυτό, τα περισσότερα άλλα φαίνεται ότι στερούνται τόσο έμπνευσης όσο και σχετικής αγωνίας. Κάποιες  μεταφράσεις του, όμως, ήταν πιο σημαντικές από τα αρχικά του δράματα. Άλλωστε υπήρξε  ένας από εκείνους, μαζί με τον Petőfi και τον Arany,που έδειξαν το δρόμο και την αγάπη προς τον Σαίξπηρ στην Ουγγαρία. Με την ίδρυση του νέου Εθνικού Θεάτρου, παρουσιάστηκαν φωνές ανάμεσα στο λογοτεχνικό και θεατρικό κοινό,γεγονός που απαιτούσαν πρωτότυπα έργα Ούγγρων θεατρικών συγγραφέων.Όσο περισσότερο πάντως εμπλεκόταν στις δημόσιες υποθέσεις, τόσο λιγότερο η ποίησή του Βοροσμάρτυ,εξέφραζε μηδενισμό, αλλά σε καμία περίπτωση,όμως, δεν ήταν απαλλαγμένη από απαισιόδοξες εκρήξεις. Το πεδίο και ο σκοπός της πολιτικής του ποίησης φυσικά δεν περιορίστηκε στο στενό πεδίο των εθνικών καθηκόντων, γιατί οι ιδέες του αφορούσαν συχνά μια παγκόσμια έκκληση, διαποτισμένη με ρομαντική γαλήνη. Τα βάσανα του πολωνικού λαού, που αγωνιζόταν για εθνική ανεξαρτησία, είχαν προκαλέσει πολλή και ξεχωριστή συμπάθεια στην Ουγγαρία, από το 1830, και ο  Βοροσμάρτυ,έβλεπε τον αγώνα τους επίσης με συμπόνια.

Ταυτόχρονα αναρωτήθηκε επισταμένως εάν προχώρησε ο κόσμος εξαιτίας των βιβλίων, παράλληλα με την ενεργό συμμετοχή του στη δημόσια ζωή της χώρας του, η οποία σαφώς και δεν περιοριζόταν στην πολιτική ποίηση. Υποστήριξε νέους ταλαντούχους συγγραφείς και με δική του συμβολή δημοσιεύθηκαν ποιήματα του Petőfi. Με την πάροδο του χρόνου γράφει τους στίχους, ‘… τα νιάτα και η ελπίδα χάνονται για πάντα με την πάροδο του χρόνου, η ελπίδα είναι τόσο δύσκολη στο λυκόφως της ζωής, και ο νους απαγορεύει την αγάπη αφού οι ελπίδες έχουν εξαφανιστεί…’.

Το 1841 συναντήθηκε με τη Laura Csajághy, σχεδόν είκοσι πέντε χρόνια νεότερή του, την  ερωτεύτηκε  και παντρεύτηκαν δύο χρόνια αργότερα, το 1843.Αυτή η ιστορία αγάπης ήταν η πηγή έμπνευσης για μερικά παθιασμένα  ποιήματα. Η Laura μπορεί να είχε τις δικές της αμφιβολίες για το γάμο με τον πλέον εμβληματικό  ποιητή της χώρας, έχοντας ίσως συνειδητοποιήσει την ευθύνη που ανελάμβανε  σε έναν τέτοιο γάμο και τον ανάλογο κίνδυνο για την προσωπική τηςκαθαρά ευτυχία. Εκείνος έγινε μέλος του νέου Κοινοβουλίου, που εκλέχθηκε με ομόφωνη ψηφοφορία σε αναγνώριση των λογοτεχνικών του προσόντων.Υποστήριξε τον Kossuth και τους ριζοσπάστες με την ψήφο του, αν και ήταν στην πραγματικότητα στην πλευρά των μετριοπαθών. Επίσης, δέχθηκε δημόσιααξιώματα  και ακολούθησε πιστά την κυβέρνηση Kossuth μέχρι το τέλος. Στα ταραγμένα χρόνια που ακολούθησαν, για κάποιο διάστημα έζησε τη ζωή ενός φυγόδικουκαι κρυβόταν στη βορειοανατολική Ουγγαρία.Αργότερα, το 1849 επέστρεψε στην οικογένειά του στην πρωτεύουσα, κουρασμένος εμφανώς σωματικά και ψυχικά. Δεν μπορούσε πλέον να στηρίξει την οικογένειά του στην πρωτεύουσα. Η ουγγρική λογοτεχνία είχε χάσει τη φωνή της, οι συγγραφείς διασκορπίστηκαν και η κάποτε ακμάζουσα λογοτεχνική ζωή της εποχής της μεταρρύθμισης είχε δώσει τη θέση της σε μια θανάσιμη σιωπή στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του τρόμου.

Ο Βοροσμάρτυ  πέρασε τα υπόλοιπα χρόνια σε ένα μικρό αγρόκτημα,κοντά στην γενέτειρά του. Το 1855, όταν η λογοτεχνική ζωή άρχισε σταδιακά να αναβιώνει, επέστρεψε στην Πέστη, για να πεθάνει εκεί, στις 19 Νοεμβρίου του ίδιου έτους. Η κηδεία του ήταν η πιο εντυπωσιακή που είχε δει ποτέη πόλη της Πέστης. Δεν ήταν μόνο αποχαιρετισμός όπως άρμοζε σε έναν μεγάλο ποιητή, γιατί οι είκοσι περίπου χιλιάδες άνθρωποι που ακολούθησαν τη νεκροφόρα, βρίσκονταν  εκεί για να δείξουν το τέλος της πολιτικής τους απάθειας.Είναι μύθος ότι η ψυχική του υγεία καταστράφηκε από τα γεγονότα που τον ανάγκασαν να ζήσει στην αγροτική απομόνωση. Στα λίγα ποιήματα που έγραψε εκεί, για άλλη μια φορά άφησε ελεύθερη τη δημιουργική του φαντασία, που χαρακτηριζόταν από την ίδια αφθονία ποιητικών εικόνων και μεταφορών όπως άλλωστε και στις νεανικές του μέρες.

 

Το ποίημα ‘Γέρο Τσιγγάνος’ (1854), είναι ένας μονόλογος που απευθύνεται σ’ έναν ηλικιωμένο τσιγγάνο, οργανοπαίχτη του βιολιού, που είναι το αδιαμφισβήτητοalterego του ποιητή:

 

Παίξε γέρο τσιγγάνε,  τώρα πληρώνεσαι/Το πληρώσαμε το κρασί σου, μη μαραζώνεις στη γωνία/Τι καλό απ’ τη  φροντίδα του νερού και του ξερού ψωμιού;/Τ’ άκεφα ποτήρια μας έχουν ανάγκη κρασί που μπορείς να μας προμηθεύσεις/Ετούτη η ζωή πάνω στη γη ήταν πάντα η ίδια/Εναλλαγές ελπίδας κι’ απογοήτευσης/Παίξε, γιατί κανείς δεν ξέρει πότε πρέπει να σταματήσεις/Το δοξάρι σου, γυμνό ραβδί επιτέλους, χωρίς τρίχες να σπάσουν/Η καρδιά και το κύπελλό σου γεμάτα θλίψη και κρασί/Παίξε γέρο τσιγγάνε, μην σκέφτεσαι πόνο.

 

Όπως το νερό δυνατός χείμαρροςτο αίμα σου/Τίναξε τις  σκοτεινές γωνιές του μυαλού σου /Και παίξε μια φλόγα κομήτη να κάψει το μάτι σου/Οι δυνατές χορδές ξεπερνούν την καταιγίδα, τον πόνο/Απ’ το σκληρό χαλάζι που χοροπηδάει στο θερινό έδαφος/Η σπορά της ανθρωπότητας καταστράφηκε/Παίξε, γιατί κανείς δεν ξέρει πότε πρέπει να σταματήσεις/Το δοξάρι σου, γυμνό ραβδί επιτέλους, χωρίς τρίχες να σπάσουν.Η καρδιά και το κύπελλό σου γεμάτα θλίψη και κρασί,Παίξε γέρο τσιγγάνε, μην σκέφτεσαι πόνο.

 

Η καταιγίδα έχει μυστικά  που μπορείς να μάθεις/Θρηνεί και ουρλιάζει και κλαίει και βρυχάται και μουγκρίζει/Ρίχνει δέντρα, καταστρέφει γερά πλοία/Σκοτώνει θηρία και άνδρες, πνίγει τη ζωή, είναι το χειροκρότημα του Θανάτου/Οι αντίπαλες δυνάμεις εξαπλώνονται σε όλο τον κόσμο/Ο τάφος του Θεού σείεται στους Αγίους Τόπους/Παίξε, γιατί κανείς δεν ξέρει πότε πρέπει να σταματήσεις/Το δοξάρι σου, γυμνό ραβδί επιτέλους, χωρίς τρίχες να σπάσουν/ Η καρδιά και το κύπελλό σου γεμάτα θλίψη και κρασί/Παίξε γέρο τσιγγάνε, μην σκέφτεσαι πόνο.

 

Ποιος ανάγκασε έναν στεναγμό; τι είναι αυτό που φωνάζει/Και μοιρολογάει  τόσο άγρια, χτυπώντας το θόλο/Του παραδείσου; Τι αποκλείει, όπως ένα μύλος στην Κόλαση/Την κυριότητα κάθε λάθους;/Είναι ένας πεσμένος άγγελος, σπασμένη καρδιά/Ελπίδες μάταιες, θρυμματισμένη ψυχή ή στρατεύματα που χωρίζονται;/Παίξε, γιατί κανείς δεν ξέρει πότε πρέπει να σταματήσεις/Το δοξάρι σου, γυμνό ραβδί επιτέλους, χωρίς τρίχες να σπάσουν/Η καρδιά και το κύπελλό σου γεμάτα θλίψη και κρασί/Παίξε γέρο τσιγγάνε, μην σκέφτεσαι πόνο.

 

Είναι σαν τους κάμπους  που ακούσαμε/Την κραυγή ενός απόκληρου, το σπαθί ενός αδελφού να πέφτει/Χτυπώντας τη θανάσιμη γροθιά, τον επικήδειο λόγο/Να ταπεινώσει τους πρώτουςθλιμμένους/Το πλαταγισμένο φτερό, τη βρώμικη χάρη του όρνιου/Το ατέλειωτο μαρτύριο του Προμηθέα/Παίξε, γιατί κανείς δεν ξέρει πότε πρέπει να σταματήσεις/Το δοξάρι σου, γυμνό ραβδί επιτέλους, χωρίς τρίχες να σπάσουν/Η καρδιά και το κύπελλό σου γεμάτα θλίψη και κρασί/Παίξε γέρο τσιγγάνε, μην σκέφτεσαι πόνο.

 

Άσε το τυφλό αστέρι, αυτή τη μίζερη γη/Να συνεχίσει να μουλιάζει με πικρή λάσπη/Μέχρις ότου κοχλάσει τόσο μοχθηρά/Κι ο εξαγνισμός γίνει καθήκον της φωτιάς και της καταιγίδας/Άσε την κιβωτό του Νώε να χτιστεί και να πλεύσει για να σώσει/Τα θεμέλια ενός νέου κόσμου απ’ το κύμα/Παίξε, γιατί κανείς δεν ξέρει πότε πρέπει να σταματήσεις/Το δοξάρι σου, γυμνό ραβδί επιτέλους, χωρίς τρίχες να σπάσουν/Η καρδιά και το κύπελλό σου γεμάτα θλίψη και κρασί/Παίξε γέρο τσιγγάνε, μην σκέφτεσαι πόνο.

 

Άσε, αλλά όχι, άσε τις  χορδές σου να χαλαρώσουν/Θα υπάρξει και πάλι γιορτή σ’ αυτή τη γη/Όταν η μανία της καταιγίδας θα σταματήσει/Όταν, στη μάχη, οι συγκρούσεις  αιμορραγήσουν μέχρι θανάτου/Ύστερα παίξε πάλι, φρέσκο συναίσθημα στην καρδιά σου/Έτσι ώστε οι ίδιοι οι θεοί να το  απολαύσουν/Παίξε, γιατί κανείς δεν ξέρει πότε πρέπει να σταματήσεις/Το δοξάρι σου, γυμνό ραβδί επιτέλους, χωρίς τρίχες να σπάσουν/Η καρδιά και το κύπελλό σου γεμάτα θλίψη και κρασί/Παίξε γέρο τσιγγάνε, μην σκέφτεσαι πόνο.

 

Το βασανισμένο μυαλό του εξικνείται στα άκρα, η πεσιμιστική καταστροφή καταστέλλεται και το μυαλό του κατακλύζεται από την επιθυμία να ελπίζει  και να αποκαταστήσει την εσωτερική του ειρήνη. Η επίδραση του ποιήματος του Βοροσμάρυ βασίζεται στην αριστοτεχνική μετατόπιση των συναισθημάτων από τις ζοφερές εικόνες της ανεξέλεγκτης απογοήτευσης και κατάθλιψης σε μια θριαμβευτική ελπίδα, ελευθερώνοντας μια αιφνιδιαστική κραυγή  ανακούφισης. Τα έργο του, επηρέασε άλλους, όπως επί παραδείγματι τον  János Garay (1812-53) ο οποίος ακολούθησε τα βήματα του Βοροσμάρυ,γράφοντας έπη υπό την επήρεια της ‘Πτήσης του Ζαλάν’.

 

Βιβλιογραφία σχετικών παραθεμάτων και αναφορών

 

  • Rosemary M. Canfield Reisman (Editor): Critical Survey of Poetry. Eastern European Poets. Charleston Southern University. Salem Press, 2012.