Η μητροπολιτική μεγαλοπρέπεια της Βουδαπέστης

 

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη

Όπως τις διαπερνάει ο Δούναβης,  στήνοντας σκηνικά παρουσιαστικά αρχικά παρεμφερή, σε λίγο συνειδητοποιείς πως ετούτη η μεγαλούπολη διαφέρει από τις πιθανολογούμενες άλλες συνυποψήφιες. Το θέαμα που στήνεται σε τούτες τις αποβάθρες του ποταμού είναι από τα ομορφότερα κατά μήκος του, κάνοντας την πόλη από τις μεγαλοπρεπέστερες της περιοχής.  Στην πιθανή ανταγωνίστριά της, τη Βιέννη, η παρουσία του ίσως να μην τη χαρακτηρίζει τόσο μεγαλόπρεπα όπως ετούτη εδώ. Η Βουδαπέστη δίνει την εντύπωση μεγαλοπρεπούς πρωτεύουσας, με ογκώδη αρχιτεκτονικού κάλους κτίρια, τιτάνια γεφύρια που τα ύμνησαν οι πατριώτες ποιητές της, λόφοι γεμάτοι ιστορία με θέα ανείπωτη πέρα στον αχανή ορίζοντα, λεωφόροι που άντεξαν και φιλοξένησαν εξεγέρσεις και επαναστάσεις καταπιεσμένων για δεκαετίες και αιώνες, φαρδιές πλατείες που γέμισαν χωρίς σταματημό αγάλματα πλούσιων σε κουλτούρα τέκνων της, συγγραφέων, ποιητών, πολιτικών με πρωτοποριακές ιδέες, επαναστατών με όραμα για την πατρίδα τους, διάχυτηομορφιά,  επιβλητικήδιαχρονική αρχοντιά, όλα αυτά και ακόμα τόσα την κάνουν να πρωταγωνιστεί στην ευρύτερη περιοχή της κεντρικής Ευρώπης, όχι μόνο στις μέρες μας αλλά και στην γραμμένη ιστορία,  αφού οι πολυποίκιλοι ιστορικοί, κοινωνικοί και πολιτιστικοί κουρνιαχτοί της κάνουν με τον δικό τους τρόπο έντονη την παρουσία τους στην ατμόσφαιρα. Ίσως η σημερινή απεικόνιση της πόλης να μην έχει πολλά κοινά με εκείνη του περασμένου αιώνα, αλλά κάποιες παράμετροι είναι απαράλλαχτα ίδιες.

* * * * *

 

Είναι η πόλη που λάτρευε οποιητής Άντυ Έντρε (1877-1919), ασχέτως αν δεν το παραδεχόταν κι έτρεχε  εναγωνίως στην Πόλη του Φωτός και τότε, το γαλλικό Παρίσι, να αντικρύσει άλλα βουλεβάρτα και γεφύρια πάνω απ’ τα νερά του Σηκουάνα, αφού εκείνος έβλεπε μέσα στα νερά του τελευταίου να καθρεφτίζονται τα μάτια της μούσας του, Adél Brüll, της παντρεμένης Εβραίας γυναίκας η θέα της οποίας τον συντάραζε συθέμελα, κι’ έγραφε ποιήματα για εκείνα τα μακρυνά ποτάμια.  Κι αν επισκέφτηκε τη γαλλική αυτή μητρόπολη  τόσες φορές, ίσως τελικά εκείνη να τον βοήθησε να ξεδιπλώσει το ποιητικό ταλέντο του, ίσως τελικά να ήταν η σημαδιακή γι’ αυτόν  πόλη της ποιητικής έμπνευσης και έξαρσης,  αλλά ποτέ δεν ξέχασε τη Βουδαπέστη.  Φυσικά είχε διαφορετικά ερεθίσματα από τον Ίστβαν  Βας (Istvan Vas, 1910- 1991), αφού εκείνος είχε άλλα μπροστά του να τον περιμένουν. Πόλεμοι, τριβές, έριδες, και εμφύλιες συρράξεις, κι’ έβλεπε  την Βουδαπέστη στρωμένη με βρώμικο χιόνι και λάσπη που  σκεπάζει τα πάντα. ‘…Ο Φεβρουάριος στρώνει το βρώμικο χιόνι του πάνω στων πεθαμένων το πορφυρένιο σάβανο..’, έγραφε εναγωνίως. Η Βουδαπέστη, για εκείνον ήταν βούρκος, κάπνα, λάσπη, βομβαρδισμένες στέγες με καταστραμμένα κεραμίδια, κάποιες φωτεινές επιγραφές ακόμα να αντιστέκονται, υλικά οικοδομών σκόρπια εδώ κι’ εκεί ατάκτως ειρημένα,  αλλά παρ’ όλα αυτά, ήταν πεπεισμένος ότι ακόμα ‘… κι αν κάποτε η μοίρα απογυμνώσει την πόλη απ’ τις πέτρες/εκείνη θα αναδειχτεί και πάλι στους καινούργιους καιρούς…’, αφού, ‘… την πόλη δεν την κάνουν οι πέτρες της, τα δοκάρια, οι τοίχοι της/εκατό φορές να την γκρεμίσουν, δεν θα την εξαφανίσουν/κι’ όταν πια πεθάνει, θα έχει εξαγοράσει την αθανασία της…’!

* * * * *

 

Η απεικόνιση βέβαια σήμερα, και η μητροπολιτική της διάθεση διαφέρει αισθητά από εκείνη κάποιου άλλου, προηγούμενου αιώνα, της εποχής του Γιόργκι Κλος (György Klösz,  1844 – 1913). Η τέχνη και τεχνική του τελευταίου μας πριμοδότησε με ασύλληπτης ομορφιάς και καθαρότητας εικόνες ενός παρελθόντος μαγικού και φανταστικού ταυτόχρονα, ενός αστικού ιστού σε πλήρη εξέλιξη και οικονομικής ανάπτυξης σε συνεχή και απρόσκοπτη πορεία. Βεβαίως όλα ανάγονται στο μακρυνό παρελθόν όταν ο πλέον αρχέγονος  οικισμός χτίστηκε και δημιουργήθηκε εκ του μηδενός, στην περιοχή της Βουδαπέστης, από τους Κέλτες πριν από τον πρώτο αιώνα μ.Χ., ο οποίος αργότερα καταλήφθηκε από τους Ρωμαίους. Οι τελευταίοι σε κείνον τον στρατιωτικό οικισμόέχτισαν δρόμους, αμφιθέατρα, λουτρά και σπίτια με θερμαινόμενο δάπεδο, θέτοντας έτσι τις απαραίτητες βάσεις για την εδραίωσή τους στην εν λόγω περιοχή. Οι μαγυάρικες φυλές με επικεφαλής τον Άρπαντ έφτασαν εδώ και  εγκαταστάθηκαν στο έδαφος στα τέλη του ένατου αιώνα, εκτοπίζοντας τους Βούλγαρους ιδρυτές αποίκους των πόλεων της Βούδας και της Πέστης,  ιδρύοντας έναν αιώνα αργότερα το Βασίλειο της Ουγγαρίας. Η εισβολή των Τατάρων στον 13ο αιώνα απέδειξε γρήγορα ότι είναι δύσκολο να χτιστεί ικανή άμυνα σε  πεδιάδα. Ο βασιλιάςΜπέλα Δ΄ της Ουγγαρίας διέταξε λοιπόν την κατασκευή ενισχυμένων πέτρινων τοίχων γύρω από τις πόλειςκαι τοιουτοτρόπως έχτισετο δικό του βασιλικό παλάτι εδώ στην κορυφή των προστατευτικών λόφων της Βούδας, η οποία στα 1361 έγινε η πρωτεύουσα της Ουγγαρίας.Ο πολιτιστικός ρόλος της πόλης της Βούδας ήταν ιδιαίτερα σημαντικός κατά τη διάρκεια της βασιλείας του βασιλιά Ματθία Κορβίνου. Η ιταλική αναγέννηση που ακολούθησε,  είχε μεγάλη επιρροή στην πόλη. Η ‘Κορβινιανή Βιβλιοθήκη’ της, ήταν η μεγαλύτερη συλλογή ιστορικών, φιλοσοφικών και επιστημονικών έργων της Ευρώπης τον 15ο αιώνα και η δεύτερη σε μέγεθος μετά την Βιβλιοθήκη του Βατικανού. Στα 1526, οι ισορροπίες της περιοχής άλλαξαν, και η οθωμανική κατάκτηση της Βούδα οδήγησε στην καταστροφή και διασπορά των βιβλίων της. Παρεπιπτόντως, το πρώτο ουγγρικό βιβλίο εκτυπώθηκε στη Βούδα, των πέντε περίπου χιλιάδων κατοίκων, το 1473. Οι αλλεπάλληλες επιθέσεις των Οθωμανών είχαν ως αποτέλεσμα να καταληφθεί η Βούδα πολλάκις και σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα μέχρι την τελική κατάληψή της στα 1541, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τουρκικό ζυγό  που διήρκεσε περισσότερο από εκατόν σαράντα  χρόνια. Οι Οθωμανοί δημιούργησαν πολλές εγκαταστάσεις λουτρών  στην πόλη, ορισμένα από τα οποία εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται πεντακόσια χρόνια αργότερα. Οι χριστιανικές δυνάμεις αργότερα κατέλαβαν τη Βούδα και όλες οι πρώην ουγγρικές εκτάσεις, πλην ελαχίστων, κερδήθηκαν από τους Τούρκους. Με τη Συνθήκη του Κάρλοβιτς που ακολούθησε, στις 26 Ιανουαρίου 1699, τερματίστηκε και ο αυστρο-οθωμανικός πόλεμος του 1683-1697. Το γεγονός σηματοδότησε το τέλος της κυριαρχίας των Τούρκων,  και το 1718 ολόκληρο το Βασίλειο της Ουγγαρίας απομακρύνθηκε εντελώς και αποσυνδέθηκε από την επελαύνουσα έως τότε οθωμανική κυριαρχία.

* * * * *

Ο 19ος αιώνας χαρακτηρίστηκε από τον αγώνα για ανεξαρτησία και εκσυγχρονισμό. Η εθνική εξέγερση εναντίον των Αψβούργων ξεκίνησε στην ουγγρική πρωτεύουσα το 1848, αλλά ηττήθηκε ενάμιση χρόνο αργότερα, αυτή τη φορά όμως με τη βοήθεια της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Το 1867, ήταν το σημαδιακό έτος του Συμβιβασμού και της Συμφιλίωσης που προκάλεσε τη γέννηση της Αυστροουγγαρίας, και τη δεύτερη μεγάλη φάση ανάπτυξης στην ιστορία της Βουδαπέστης, που διήρκεσε μέχρι τον Πρώτο  Παγκόσμιο Πόλεμο. Το άνοιγμα της Γέφυραςτων Αλυσίδων, το 1849, έδωσε γένεση  στη νέα μητρόπολη της Βουδαπέστης, με την  Πέστη να εξελίσσεταισε διοικητικό, πολιτικό, οικονομικό, εμπορικό και πολιτιστικό κέντρο  της χώρας. Μεταξύ 1851 και 1910, το ποσοστό των Ούγγρων σταδιακά αυξήθηκε από 35% σε 85%, και η ουγγρική γλώσσα κατέστη η κυρίαρχη της πόλης. Ακολουθούσαν οι Εβραίοι με το ένα τέταρτο περίπου του συνολικού πληθυσμού, στα 1900.Ο εικοστός αιώνας είδε επίσης από την αρχή του  την ευημερία και την άνθηση της μεγάλης εβραϊκής κοινότητας της πόλης, ώστε η Βουδαπέστη να αποκαλείται συχνά ‘Εβραϊκή Μέκκα’. Το 1918, η Αυστροουγγαρία έχασε τον πόλεμο και κατέρρευσε, με την Ουγγαρία να γίνεται  ανεξάρτητη δημοκρατία (Δημοκρατία της Ουγγαρίας). Το 1920, η Συνθήκη του Τριανόν χώρισε τη χώρα και ως εκ τούτου η Ουγγαρία έχασε πάνω από τα δύο τρίτα της επικράτειάς της και περίπου τα δύο τρίτα των κατοίκων της. Το 1944, περίπου ένα χρόνο πριν από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, η Βουδαπέστη βίωσε κατάσαρκα τις  βρεττανικές και αμερικανικές αεροπορικές επιδρομές, και την επακόλουθη μερική καταστροφή της. Η Βουδαπέστη υπέστη σοβαρές ζημίες που προκάλεσαν οι επιτιθέμενοι Σοβιετικοί και Ρουμάνοι στρατιώτες, από τη μια μεριά, και οι Γερμανοί και Ούγγροι  υπερασπιστές, από την άλλη. Χιλιάδες πολίτες έχασαν τη ζωή τους κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης, και όλες οι γέφυρες καταστράφηκαν από τους Γερμανούς.Τα πέτρινα λιοντάρια που διακοσμούσαν τη Γέφυρα των Αλυσίδων, από το 1852, επέζησαν από την καταστροφή και τη μανία του πολέμου, μαζί με το ένα τρίτο των  250.000 περίπου εβραίων κατοίκων της Βουδαπέστης που εξοντώθηκαν κατά τη γερμανική κατοχή της Ουγγαρίας, από το 1944 έως τις αρχές του 1945. Πολλοί ξένοι διπλωμάτες ενεργοποιήθηκαν για τη σωτηρία τους. Οι Εβραίοι δεν ξέχασαν ποτέ τα ονόματα των  Raoul Wallenberg, Giorgio Perlasca καιCarl Lutz. Σήμερα τα μνημεία και τα αγάλματά τους κοσμούν τους δρόμους και τις πλατείες της πόλης. Μετά την απελευθέρωση της Ουγγαρίας από τη Ναζιστική Γερμανία με την είσοδο τουΕρυθρού Στρατού, ακολούθησε σοβιετική στρατιωτική κατοχή, η οποία έληξε μόλις το 1991. Από το 1949, έως τότε, η χώρα  κηρύχθηκε Κομμουνιστική Λαϊκή Δημοκρατία ή Λαϊκή Δημοκρατία της Ουγγαρίας. Ήταν η εποχή κατά την οποία πολλά σύμβολα του Κάστρου της Βούδας, καταστράφηκαν αλύπητα. Αλλά ακολούθησε η γνωστή μας Ουγγρική Επανάσταση του 1956!

Η συντριβή της Ουγγρικής Επανάστασης από τον σοβιετικό στρατό,  είχε απτά αποτελέσματα στους ποιητές, όχι μόνο απ’ εδώ αλλά και στην αντίπερα όχθη του  Ατλαντικού. Και πως θα μπορούσαν άλλωστε εκείνοι να λείπουν και μάλιστα με προκλητικό τρόπο,  από τέτοιες στιγμές της ιστορίας! Ο αναρχικός ποιητής Κένεθ Ρέξροθ (Kenneth Rexroth,  1905-1982), σηματοδότησε το ιστορικό γεγονός με το δικό του τρόπο στο ‘Νόρεστυ’(1956-1957):  ‘Βροχερό Φθινόπωρο, γεμάτο καπνούς, τα σύννεφα δεσπόζουν/ Στον Ειρηνικό, φωτεινό ουρανό/Στο Πάρκο με τη Χρυσή Πύλη, τα παγώνια/Ουρλιάζουν, τριγυρίζοντας ανάμεσα στα φύλλα που πέφτουν/ Μέσα στη νύχτα, σ’ ένα σκοτάδι γεμάτο καπνούς/Οι ναύτες της Κρονστάνδης βαδίζουν/Στους δρόμους της Βουδαπέστης. Οι πέτρες/Απ’ τα οδοφράγματα υψώνονται και θρυμματίζονται/ Και παίρνουν μορφή. Παίρνουν τη μορφή…. Σε κάθε απομακρυσμένη γωνιά της Σιβηρίας/Οι νεκροί παρτιζάνοι έρχονται να καταταχθούν….Τη νύχτα στην Ουγγαρία/Όλοι οι νεκροί μιλάνε με μια φωνή…’.