Η καμελώτα Γ. Τσαρούχης

Aπόστολος Θηβαίος

Διαβάστε όλες τις επιφυλλίδες του Απόστολου Θηβαίου στο 24grammata.comκλικ εδώ

Απόψε το στρούθιον που μονάζει επί του δώματος, ξεχύνεται στον κόσμο. Ένα σωρό όνειρα, ρυθμοί, νεοκλασσικά, πορτραίτα, τόσα ποιήματα, ο Πειραιάς γεμίζουν όλες τις πτυχές του κόσμου. Βυζαντινοί μήνες και οι μάρτυρες αυτής της ζωής παρελαύνουν απ΄τις ζωγραφιές του Γιάννη Τσαρούχη που σαν σήμερα εγκαταλείπει την πόλη στη μοίρα της. Πρόσωπα μιας Αλεξάνδρειας που έσβησε κάτω απ΄τα συντρίμια του φάρου, αγόρια, ναύτες άμαθοι στον έρωτα και την ηδονή. Μορφές και πράγματα ιδανικά που μόνον οι κυνηγητές του ονείρου ανακαλύπτουν. Τέτοιο το ναυάγιο που προβάλλει κάτω στους βυθούς, μ΄όλη του τη σημασία, με τη μαγεία μιας παλιάς Αθήνας ακέραιη και αδιαπραγμάτευτη. Ζωγραφιές πιστές στις γεωμετρίες και άλλες πάλι, ωδές στη μνήμη του Θεόφιλου, στην ομορφιά αγγέλων που ΄μελλε ποτέ να μην γνωρίσουν τον θάνατο. Από λάδια και από πνοή αληθινή της ζωής που έδρεψε, οι μορφές του Τσαρούχη συγκρατούν καρέ από έναν άλλο σκοπό. Τυρρανισμένα παιδιά, με φτερά ωραίων αγγέλων που ποζάρουν στο Παρίσι, τον Πειραιά, την Αθήνα. Τρυφερά πλάσματα, προικισμένα με την ποίηση και τη μουσική, δοσμένα μ΄όλη την περηφάνεια και το μέτρο της ζωής που καλείται λαϊκή και εξελίσσεται στο περιθώριο της ξεθωριασμένης μας φιλοδοξίας. Τοπία του ονείρου, με βράχια καθρέφτες, πλοία μυστικά, ατμόσφαιρα θειαφιού και παλιού απογεύματος. Κορίτσια μ΄άσπρα φορέματα, νεκρές νύφες και αγόρια μισόγυμνα, να κατοικούν τους τόπους πέρα απ΄την ντροπή και τ΄ανθρώπινα.Απ΄τις αρχαίες τραγωδίες και τους μήνες ως το τέλος της πνευματικότητας που συντρίβεται μες στην πρωτοφανή του ποίηση, ο Γιάννης Τσαρούχης χαράζει σε μια ευθεία γραμμή την ελληνική ζωγραφική. Ο λόγος του αιρετικός, περιεκτικός, ολόκληρος μια ουσία ζωής και τέχνης. Οι δικοί του Έλληνες, οραματικοί έξω απ΄το καφενείο του 1971 και έπειτα ενώπιον ενός μεγαλειώδους Πειραιά, περιεβλημένοι την αθωότητά τους και μόνο. Το μέτρο των αρχαίων και η ευλάβεια των Βυζαντινών που παραστέκουν τη μορφή και το σώμα σμίγουν με την οξυδερκή παρατήρηση. Ο Τσαρούχης βάζει μια άνω τελεία στην ελληνική αισθητική και γυρνά σελίδα. Υποκλίνεται στον ρεαλισμό δίχως καμιά αιδώ, τα πρόσωπα των ποιημάτων τον σημαδεύουν, τα σύμβολα είναι όλες και όλες οι συνθήκες που μας καθορίζουν. Όταν ο Δημήτρης Ραυτόπουλος αναρωτιέται για τη λευκότητα της γραφής, ίσως συγκρατεί στην αίσθησή του την γλώσσα του Τσαρούχη που παραθέτει για ν΄ανατρέψει ξανά μ΄ένα σώμα ή με μια φύση νεκρή, τα παραπήγματα που ο καθωσπρεπισμός και η ασθενής μας τόλμη έστησαν στο πέρασμα του καιρού. Η ελληνικότητά του έχει επιδέξια σμιλευθεί με το στοιχείο της οικουμενικότητας. Οι μορφές στους πίνακές του προέρχονται από την ακμή της ελληνιστικής περιόδου. Πίσω τους σέρνουν τους μύθους και όμως προσομοιάζουν της μετριότητάς μας. Ζωγραφιές που φθάνουν απ΄το βάθος ενός δρόμου και άλλες πιστές σε κλίμακες και κανόνες αναλογικούς που όμως σώζουν μια απ΄τις καλύπτρες της θρυλικής μας πόλης. Τ΄αγάλματα στο ρημαγμένο Λαύριο της πρώτης βιομηχανικής επανάστασης σηματοδοτούν τη δόξα που πέρασε. Φυλούν τ΄άδειο σπίτι. Φυλούν τα ερείπια, τις αυλόπορτες, τα μισάνοιχτα παράθυρα που πάντα θ΄ανοίγουν μες στη σκιά, φυλούν εκείνο το φως που στάθηκε πιο οικείο για τους ανθρώπους της πόλης. Κάτι σαν τις ομίχλες των πορθμών ή τα πύρινα όρη με τους ανέμους και τη μοναξιά. Καμβάδες πλασμένοι αναγλυφικά, ποτέ σε μια επιφάνεια, όπως ακριβώς επισημάνθηκε διά στόματος υου γερό Ροντέν έναν παλιό αιώνα. Τάξη και έκπληξη, φαντασία και πνεύμα και ερωτική ομορφιά στα όρια του δέους και του οραματικού. Συνύπαρξη της συνείδησης και του αυθορμητισμού τα υπέροχα σινιάλα του Τσαρούχη, στο περιθώριο της επαρχιώτικης και εμφύλιας Ελλάδας.

Το μόνο σώμα που θυμάμαι είναι προικισμένο μ΄έρωτα καθαρό και ελληνικότητα αντλημένη απ΄τη δεξαμενή του μεσοπολεμικού Πειραιά, τις ροτόντες και τις αψίδες και τα βυζαντινά ταμπλώ. Το σώμα παντού στις ζωγραφιές του Γιάννη Τσαρούχη διακρίνεται μες στο καλοκαίρι. Όχι γιατί συμβαίνει ξανά ο θάνατός του, μα γιατί υπάρχουν κάτι περιπτώσεις σπάνιες, ξεχωρισμένες νύχτες μυστικές απ΄τους ποιητές. Αυτοί με το υλικό και τη συγκίνησή τους γεννούν τ΄απόγευμα στην Αίγινα και την μαύρη πεταλούδα του Πόρου που θα υπάρχει πάντα. Γεννούν παράξενες μορφές, πίσω απ΄το προκάλυμα του τοπίου. Δεν θα μπορούσα να γνωρίζω αν είναι επιθαλάμια ή αλήθειες τα έργα του Τσαρούχη. Η πρόθεσή του κοιμήθηκε για πάντα. Νιώθω όμως, -και έτσι προσεγγίζω όλη την τέχνη και τη ζωή-, πως πέρα απ΄το σύγχρονο και το ερωτικό, έξω απ΄τις εικονογραφίες και τα στεφάνια, οι αθηναϊκές ζωγραφιές του Τσαρούχη και συνολικά το έργο του, αποτελούν μια μυσταγωγία. Τείνουν στο ίδιο αμετάφραστο κέντρο, στο ίδιο ανεμπόδιστο. Και ίσως εκεί που δεν κατοικεί η κριτική, να στέκει απρόσιτη η ιδιοφυία που όλα τα συλλαμβάνει. Απ΄το δρόμο που χαράζει ο Γιάννης Τσαρούχης, φθάνει μια πολιτεία αγαπημένη. Θ΄απομείνει θυσία στον έρωτα, ποντάρισμα στα μυστήρια τα πιο ταπεινά.  Μια όψη κυριακάτικη του κόσμου και τίποτε.