‘Ο τυφώνας χτυπάει την Αγγλία’–Ένα ποίημα της Γκρέις Νίκολς

Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης

Η Γκρέις Νίκολς, γεννήθηκε στη Γουιάνα το 1950, αλλά πήγεγια να κατοικήσει στην Αγγλία το 1977. Ενώ αρχικά ένιωθε άβολα με την αγγλική κουλτούρα, αργότερα συμφιλιώθηκε με τη ζωή της και τώρα αισθάνεται άνετα τόσο στην Αγγλία, όσο και τηνΚαραϊβική. Το περιεχόμενο του εν λόγω ποιήματος, αναφέρεται στη χρονική στιγμή του τυφώνα που έπληξε τηνΑγγλία το 1987, όταν η ποιήτρια έμεινε ξύπνια όλη τη νύχτα της 15ης προς 16ης Οκτωβρίου, εξ αιτίας του.

 

Χρειαζόταν ένας τυφώνας, για να την φέρει πιο κοντά
Στο τοπίο
Το μισό βράδυ έμεινε ξύπνια,
Το ουρλιαχτό του ανέμου
Η μαζεμένη του οργή,
Σαν το φάντασμα  κάποιου σκοτεινού προγόνου,
Φοβισμένο και καθησυχαστικό:

 

Μίλα μου Ουρακάν

Μίλα μου Όγια

Μίλα μου Σάνγκο

Και συ Χάτι,

Σαρωτική ξαδέρφη μου πίσω στο σπίτι.

 

Πες μου γιατί επισκέπτεσαι.
Μια αγγλική ακτή;
Ποιο είναι το νόημα
Απ’τις παλιές γλώσσες
Να θερίσεις χάος
Σε καινούργια μέρη;

 

Ο εκτυφλωτικός  φωτισμός,
Ακόμα κι αν μας
βραχυκυκλώνεις
Σε περισσότερο σκοτάδι;

 

Ποια είναι η σημασία των δέντρων
Που πέφτουν βαριά σα φάλαινες
Οι ξεφλουδισμένες  ρίζες τους
Οι ανοιχτοί τάφοι τους;

 

Ω,  Γιατί η καρδιά μου είναι ελευθερωμένη;
Τροπική Όγια του Καιρού,
Έρχομαι στην ίδια γραμμή μαζί σου,
Παρακολουθώ την κίνηση των ανέμων σου,
Οδηγώ το μυστήριο της καταιγίδας σου.

 

Ω, γλυκό μυστήριο.
Έλα  να σπάσεις την παγωμένη λίμνη μέσα μου,
Κουνώντας τα θεμέλια των δέντρων μέσα μου,
Αφού η γη είναι η γη είναι η γη.

 

Απότησυλλογή,  ‘The Fat Black Woman’s Poems’ (Virago, 1984).

 

 

Hurricane Hits England

 

It took a hurricane, to bring her closer/To the landscape/Half the night she lay awake/The howling ship of the wind/Its gathering rage/Like some dark ancestral spectre/Fearful and reassuring:

Talk to me Huracan/Talk to me Oya/Talk to me Shango/And Hattie/My sweeping, back-home cousin.

Tell me why you visit/An English coast?/What is the meaning/Of old tongues/Reaping havoc/In new places?

The blinding illumination/Even as you short/Circuit us/Into further darkness?

What is the meaning of trees/Falling heavy as whales/Their crusted roots/Their cratered graves?

O Why is my heart unchained/Tropical Oya of the Weather/I am aligning myself to you/I am following the movement of your winds/I am riding the mystery of your storm.

Ah, sweet mystery/Come to break the frozen lake in me/Shaking the foundations of the very trees within me/That the earth is the earth is the earth.

 

 

Το ποίημα αρχίζει περιγράφοντας πώς η θύελλα αυτή θύμισε στην Γκρέις Νίκολςτους μεγάλους τυφώνες της παιδικής της ηλικίας, στην Καραϊβική. Τα ονόματα που παραθέτει θυμίζουν τους θεούς των ανέμων και των τυφώνων της πατρίδας της, αλλά τώρα αναρωτιέται γιατί όλοι αυτοί ήρθαν στην καινούργια της πατρίδα. Στο τέλος βέβαια, τους καλωσορίζει αφού της υπενθυμίζουν ότι η γη, είτε στην  Αγγλία, είτε στο σπίτι της στην Καραϊβική, ή οπουδήποτε αλλού, είναι παντού η ίδια.

Τα συναισθήματα της Νίκολς σχετικά με την καταιγίδα είναι ανάμικτα. Τα περιγράφει ως φοβισμένα και καθησυχαστικά, γιατί κάθε σφοδρή καταιγίδα μπορεί να τρομάζει αλλά στη δική της περίπτωση, της  έφερε ταυτόχρονα τις ευχάριστες αναμνήσεις της παιδικής της ηλικίας. Στο ποίημα, αποκαλεί την καταιγίδα, ως σαρωτική εξαδέλφη της. Περιγράφει πώς η καταιγίδα αναζωπύρωσε το παρελθόν της, της θύμισε πόσο ευτυχισμένη ήταν στην Καραϊβική, τις πεποιθήσεις και τον πολιτισμό της.Αλλά την ίδια στιγμή, το ποίημα την συμφιλιώνει με την  Αγγλία, αφού η γη είναι παντού η ίδια.Συνειδητοποίησε ότι οι ίδιοι οι θεοί που καθοδηγούσαν τη ζωή της στη Γουιάνα είναι παρόντες και στην Αγγλία κι έτσι δεν χρειάζεται να αισθάνεται μόνη ή αποξενωμένη. Ως αποτέλεσμα όλων αυτών των σκέψεων, μπορεί τώρα να αισθάνεται ευτυχισμένη, συγκινημένη και ελεύθερη, χωρίς αλυσίδες, ένας υπαινιγμός φυσικά για τους αλυσοδεμένους σκλάβους των Αντιλλών.

Το ποίημα είναι γραμμένο ως ελεύθερο στίχο, με στροφές ποικίλης διάρκειας, ακανόνιστο στυλ και χωρίς περιορισμούς, που αντανακλά την ελευθερία που βρήκε στην Αγγλία, αλλά συμβολίζει ταυτόχρονα  το απρόβλεπτο μιας καταιγίδας. Το ποίημα ξεκινά σε τρίτο πρόσωπο, δημιουργώντας κατά κάποιο τρόπο μια απόσταση  η οποία βοηθά  τον αναγνώστη  να δει πόσο αποξενωμένη ήταν η   ποιήτρια από την αγγλική κουλτούρα, πριν η καταιγίδα αλλάξει τα συναισθήματά της, αλλά γρήγορα μετακινείται σε πρώτο πρόσωπο, μεταφέροντας τη διαδικασία με την οποία εξατομίκευσε  το μήνυμα του τυφώνα. Αποκαλεί τους Θεούς με  τα ονόματά τους στην τοπική διάλεκτο της Καραϊβικής και στην πρωτότυπη αφρικανική γλώσσα. Είναι η ηχώ του παρελθόντος της στην Καραϊβική, το φάντασμα των προγόνων της,  το οποίο τώρα είχε έρθει για να την παρηγορήσει στην Αγγλία.

Αναφέρεται στο ‘εκτυφλωτικό φωτισμό’, με τον οποίο εννοεί την αστραπή της καταιγίδας, αλλά και την εσωτερική συνειδητοποίησή της ότι ‘η γη είναι η γη’. Και περιγράφει πώς τα  ξεριζωμένα δένδρα πέφτουν βαριά όπως οι φάλαινες, εξηγώντας τι πραγματικά έλαβε χώρα στην καταιγίδα, κιακόμα μας δείχνει πώς κάποια βαθύτερα συναισθήματα και πεποιθήσεις της είχαν  κλονιστεί και ξεριζωθεί  από την τραυματική και δραματική  εμπειρία του δικού της ξεριζωμού και της μετανάστευσης στην Αγγλία, στη συνέχεια.