οικία Λαπαθιώτη

Μ΄άπειρα μάτια,
πρόσωπα
και καρδιές

Απόστολος Θηβαίος

Ο Νίκος Βατόπουλος εδώ και χρόνια καταγράφει το πρόσωπο της Αθήνας. Καταλογογραφεί και φτιάχνει μικρές φωτογραφίες ποιήματα για την πόλη που αλλάζει πρόσωπο σβήνοντας όλα της τα ίχνη. Ανήκει σ΄εκείνους που κόντρα στο ρεύμα των ραγδαίων αλλαγών διδάσκει τον πρώτο, τον θεμελειώδη κανόνα για έναν υγιή και ακμαίο, κοινωνικό χώρο. Η άδολη αγάπη, το αίσθημα της πολύ προσωπικής πατρίδας που λείπει απ΄την Αθήνα του καινούριου αιώνα και τη σχέση μας μαζί της, αποτελεί το πεδίο του κυρίου Βατόπουλου.
Αυτή τη φορά το θέμα αφορά την σωζόμενη οικία της οικογένειας Λαπαθιώτη. Το επιβλητικό νεοκλασσικό της οδού Οικονόμου δεσπόζει όπως πάντα στις φωτογραφίες. Ανήκει στα σύμπαντα που διατρέχουν την εποχή μας. Σημαίνει σινιάλα απ΄τους απέναντι κόσμους και αντέχει σε πείσμα της εποποιίας που γράφεται κάθε μέρα στους δρόμους αυτής της πόλης. Κρατά μέσα του τη μορφή του ποιητή που χάθηκε δίχως αγάπη. Κρατά τίτλους και κόσμους. Μες στις ρωγμές του ζει το παράξενο. Να τι αντέχει ακόμη μαζί με το σπίτι της οικογένειας Λαπαθιώτη.
Σχεδόν τριάντα χρόνια πριν ο Θεσσαλονικιός λογοτέχνης, Γιώργος Ιωάννου επισήμανε τον κίνδυνο. Το οίκημα, φορτωμένο με φθορές δεκάδων χρόνων συγκίνησε τον σπουδαίο δημιουργό. Έκτοτε μικρές παρεμβάσεις που αρκούν στο να κρατηθεί όρθιο, συνοψίζουν όλη και όλη την πρόθεση όλων όσων εμπλέκονται με τη διαχείρισή του.
Ένα σύνθετο, νομικό πλαίσιο, καταπονημένο από το γνώριμο σύνδρομο της προχειρότητας, η περιφρόνηση των κληρονόμων απέναντι στην ίδια την πόλη, η εντόπια, πολιτιστική επιχειρηματικότητα που παραμένει χειμαζόμενη και ας φθάνουν ορδές Ευρωπαίων ερωτιδέων ως τις ακτές μας, εικονογραφούν αιτίες και συμφραζόμενα μιας αυτοσχέδιας πρακτικής. Μόλις πρόσφατα τέθηκαν σε λειτουργία προγράμματα επισκέψεων σε αναπαλαιωμένα οικήματα ξεχωριστής αρχιτεκτονικής και ιστορικής αξίας, επιβεβαιώνοντας του λόγου το αληθές.
Ο Λαπαθιώτης πέθανε στο σπίτι της οδού Οικονόμου. Η παρουσία του στην προπολεμική Αθήνα, το αλλιώτικο ήθος που κόμισε στην νεοιδρυθείσα, μεγαλοαστική τάξη, οι νουβέλες του που παραμένουν εξαίσια δείγματα ενός σπουδαίου ταλέντου, τα πάθη που κομματιάζουν πάντα τις ψυχές, κυριαρχούν στα βιογραφικά στοιχεία. Θεατρικός στη ζωή και το έργο του, παλεύοντας με τους δαίμονες και τις κλίσεις του, ο Ναπολέων Λαπαθιώτης κατατάσεται σήμερα σε μια ιδιότυπη, ελληνική πρωτοπορία, ξεχωριστή, γεμάτη από τον ρεαλισμό και την ποίηση που θ΄απαιτήσουν άλλες εποχές.Ωστόσο ούτε αυτά μπορούν να συγκινήσουν την ελληνική πολιτεία, και η μεγαλόστηθη ελληνική κοινωνία παρελαύνει πλάι στην τρίτη, τηλεοπτική δημοκρατία κρατώντας την ανάσα της, μήπως και φανεί η ομορφιά της. Λίγα πράγματα αλλάζουν και αργά, έλεγαν οι παλαιότεροι. Το άρθρο του Νίκου Βατόπουλου φαντάζει απόψε πιο συγκινητικό. Σχεδόν μελαγχολικό έτσι όπως το οίκημα των Εξαρχείων μες στην αρχιτεκτονική του ειδίκευση, αποκαλύπτει πέραν αμφιβολίας ένα ουσιώδες στοιχείο της ιδιοσυγκρασίας μας.

Και όμως, μες στην ομίχλη, μονάχα με τις φωνές και την καρδιά μπορεί κανείς να δει τον ποιητή στρατηγό, κατεστραμμένο με τη δυστυχία της ακέραιας φαντασίας του. Προελαύνει επί της οδού Κουντουριώτου, μαζί μ΄ένα σωρό άλλα ονόματα ηρωικά κάποιας παλιγεννεσίας. Κρατά το ύψος του, παραμερίζει τους κρεμαστούς κήπους και κατακτά ξανά αυτήν την πόλη. Ανοίγει ξανά υπόγειους δρόμους, μες στα βιβλία έχει φυλάξει θησαυρούς. Είναι ώρες που ζητά έρωτα και άλλοτε πάλι χαμένος στ΄όνειρο, πίνει το δροσερό νερό της λήθης. Αχερουσίες νύχτες και σαλόνια και μοναξιά λουσμένη μες στα πλούσια φώτα.
Μοιράζει βιβλία πίσω απ΄το μουσείο. Συστήνεται ευγενικά και υποκλίνεται σε μια καταιγιστική έξοδο ακριβώς την ώρα που πέφτει η νύχτα.
Τον έχω δει και εγώ κάποιες φορές. Βαδίζει με μια παράξενη στολή και είναι τραγικός σαν τους παλιούς μίμους όταν έχαναν μέσα απ΄τα χέρια τους το τσίγγινο φεγγάρι. Επί της οδού Οικονόμου εντάσσεται στ΄αέτωμα.
Γίνεται μια χάρτινη φαντασία, μην με ρωτάτε. Ένας ολόκληρος κόσμος με κρυμμένους κήπους, μ΄αυλές οφθαλμιατρείων, με τρυφερότητα κοιμάται σαν παιδί στο πλάι του.