Μ. Αργυράκης, Ένας Οδυσσέας μες στα χρώματα

γράφει ο  Απόστολος Θηβαίος.

Διαβάστε όλες τις επιφυλλίδες του Απόστολου Θηβαίου στο 24grammata.com κλικ εδώ

 

Κάθε νύχτα το ίδιο όνειρο. Ένα κατάμεστο σαλόνι από πράγματα ντεμοντέ, των καιρών που κιόλας δαπανήθηκαν. Δυο γυναίκες ποζάρουν στο μέσον του δωματίου. Δεσπόζουν ατέλειωτες αποχρώσεις του μοβ και το έκπληκτο πρόσωπο της καθιστής έφηβης. Εκείνο το κορίτσι δεν ήταν για τις ζωγραφιές. Εκείνο το κορίτσι που δεν μετρά περισσότερο από δεκαπέντε καλοκαίρια φοβάται τις ζωγραφιές. Θες από πείσμα, θες από τον φθόνο που την κυρριεύει κάθε τόσο ταράζοντας την ισορροπία των πραγμάτων, η έφηβη φορά το καλό της, μωβ φουστάνι. Δεν σώζεται στη ζωγραφιά μα σε λίγο το νεαρό κορίτσι θα ξεσπάσει σε λυγμούς. Η μεγαλύτερη την παραστέκει, λαμβάνοντας αργά την όψη των προγόνων που μας αποχαιρετούν κάθε πρωί στα σαλόνια. Σώπασε, της λέει, και όταν περάσει θα΄χουμε για πάντα νικήσει τον καιρό. Για την κομμένη της ανάσα, για τα μάτια της που σκύβουν παρακλητικά πάνω απ΄τους γκρεμούς, για τις τάξεις των φίλων που χάθηκαν και την πόλη που βαδίζει ξέφρενα προς το μέλλον της, οι δυο γυναίκες, αγέραστες ποζάρουν στο μέσον του σαλονιού. Μονάχα στο τέλος καθίσταται γνωστό πως η γυναίκα που στέκει όρθια στο μέσον του δωματίου δεν ήταν αληθινή. Ήταν λέει μια κούκλα απ΄αυτές που κατοικούν για πάντα τις βιτρίνες. Μια κούκλα με χαρακτηριστικά πορσελάνινα που φτιάχτηκε για πάντα μες στη θλίψη. Απ΄τα σχήματα, απ΄τους τοίχους και τις ρωγμές που ανοίγουν μες σε μια πρώιμη άνοιξη κυλούν μέρες παράξενες. Κάτι κουρέλια απ΄την παλιά ζωή μας ανεμίζουν στα μπαλκόνια, καθώς συνηθίζεται στις πιο ταπεινές απ΄τις γειτονιές της Ρώμης. Μες σ΄αυτόν τον καταιγισμό κρατώ ως ανάμνηση τις μορφές και εκεινη την ασήμαντη κίνηση της δεκαπενταετούς όταν σαν καρυάτιδες γεννιούνται οι δυο τους κάτω από έναν μωβ ουρανό , χαράσσοντας ξανά τα θαυμάσια ονόματα στην πλευρά της καρδιάς. Ίσως πια τούτο το αστικό διαμέρισμα που συνιστά το φόντο του έργου να΄χει πια κατεδαφιστεί. Ίσως πάλι,  μόνο           από πείσμα, κυκλωμένος απ΄΄όλη τη μοναξιά του κόσμου κάποιος να γυρεύει έναν μυστικό τόπο για το τέλος.Εκεί, μες στη σκληρή, μωβ ατμόσφαιρα, ανάμεσα σε πράγματα παλαϊκά και σ΄αναμνήσεις.”.

 

[κείμενο βασισμένο στο έργο του Μ. Αργυράκη, Όνειρο]

Ο Μίνως Αργυράκης, ένας εκ των κορυφαίων σκιτσογράφων και σκηνογράφων του μεταπολεμικού θεάτρου, γεννιέται στο Αϊδίνη της Μικράς Ασίας το 1919. Το αποτρόπαιο τέλος που επιφυλάσσει η μοίρα για τον πατέρα του, κορυφαίο τραπεζίτη και σημαίνον στέλεχος της τοπικής κοινωνίας θα δράσει καταλυτικά για τη ζωή της οικογένειας Αργυράκη.Τα πρώτα χρόνια της ζωής του εξελίσσονται στις προσφυγικές γειτονιές του Βύρωνα. Σ΄αυτό το διάστημα η οικογένειά του αλλά και ο ίδιος θα αφομοιωθούν μ΄επιτυχία από την τοπική κοινωνία. Η Πηνελόπη Δέλτα με προσωπική της μέριμνα θα σταθεί αρωγός στις προσπάθειες της οικογένειας Αργυράκη ώστε ο μικρός Μίνως να λάβει τα απαραίτητα εφόδια για την επαγγελματική του αποκατάσταση. Μονάχα όμως που γι΄αυτόν τον νέο μερικές απ΄τις πιο σημαντικές σελίδες της ζωής του θα συμπληρωθούν μες στο ξέφρενο, αστικό περιβάλλον της μεταπολεμικής Αθήνας. Στα στέκια εκείνου του καιρού θα διαμορφώσει το νεοελληνικό του έργο, πλούσιο σε σάτιρα και σημασία. Ο Μ. Χατζιδάκις, ο Νίκος Γκάτσος, ο Γιάννης Τσαρούχης που διετέλεσε και προσωπικός του δάσκαλος στα πρώτα χρόνια της ενασχόλησής του με τη ζωγραφική αποτελούν μερικούς μόνο απ΄τους φίλους που στάθηκαν στο πλευρά του δημιουργού. Οι κορυφαίες συνεργασίες του με τον Χατζιδάκι αλλά και τα έργα του που σήμερα ανατυπώνονται κατά χιλιάδες, εγκιβωτίζοντας στα όριά τους την ατμόσφαιρα μιας Αθήνας που χάνεται επιβεβαιώνουν με τον καλύτερο, δυνατό τρόπο την επίδραση που άσκησε ο Αργυράκης, όχι μόνο στην τέχνη του την ίδια αλλά και σε πιο εξειδικευμένους τομείς, όπως το πολιτικό σκίτσο και η σάτιρα. Ανήσυχο πνεύμα, με διαρκείς, ανανεωτικές παρεμβάσεις στους κόλπους του επαρχιακού ακόμη, αθηναϊκού πολιτισμού, τρυφερός και μεταφυσικός σ΄εκείνες τις ζωγραφιές που φθάνουν από μια άλλη πλευρά ο Αργυράκης καθιερώνεται σήμερα ως ένας από τους “μεγάλους” του περασμένου αιώνα. Η συνεισφορά του, όπως και τόσων άλλων στη διαμόρφωση μιας εννιαίας, πολιτιστικής ταυτότητας κρίνεται αποφασιστικής σημασίας. Οδός Ονείρων, Λούνα Παρκ, μεμονωμένες εκθέσεις και συμμετοχές, θέατρο τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό για τα χρόνια της πολιτικής απομόνωσης και μια Κιβωτός κατοχυρώνουν και αναδεικνύουν σήμερα, ως ζωντανοί φορείς πολιτισμού την κορυφαία επίδραση ενός αυθεντικού καλλιτέχνη.

 

Αυτό το μικρό σημείωμα φιλοδοξεί να διεγείρει το ενδιαφέρον του κοινού στο έργο ενός σπουδαίου δημιουργού, του οποίου η συνεισφορά ενυπάρχει ως σύμβολο πια στη νεοελληνική πραγματικότητα, ξεπερνώντας τα ευρύτερα όρια της τέχνης. Το έργο ¨Ονειρο, επιστρατεύεται  παίζοντας και πάλι τον εμπευσμένο ρόλο που διαδραματίζει η ζωγραφική και η συναλλακτική δεινότητα, δανείζοντας και αντλώντας από κάθε τέχνη και χώρο. Το αίσθημα του πίνακα, τα στοιχεία της ανθρωπιάς που απαιτεί μια διαχρονική σύλληψη, έχουν προ καιρού διαπιστωθεί, λαμβάνοντας τη δέουσα ερμηνεία. Γι΄αυτό το μικρό κείμενο που ξαναφέρνει στο φως τον Μίνωα Αργυράκη αρκούν μερικές συγχορδίες και η καλύτερη, μωβ διάθεσή μας.