Μ. Σαχτούρης

σ΄όσα μπορούν

και υπάρχουν

μετά από εκείνο

το μεσημέρι

 

 

Κάθε χρόνο

Μ. Σαχτούρης

Απόστολος Θηβαίος

Ήρθε πάλι ο καιρός και οι οργανοπαίχτες, σοφότεροι δίχως να το ξέρουν, πέρασαν από τα μέρη μας. Έπαιξαν τα παραδοσιακά τους και χάθηκαν μες στην ευδοκία του χρόνου. Ήρθε πάλι ο καιρός που θα γεννηθεί μέσα απ΄τις σαρωνικές της στάχτες εκείνη η παράξενη, μελλοντική πεταλούδα που μ΄όλη τη σπανιότητα του κόσμου προικίστηκε ως τη ρίζα της ζωής της. Η μαύρη πεταλούδα του Μοναστηριού έρχεται φτεροκοπώντας ανεπαίσθητα. Η μορφή που ανακτά την αληθινή της όψη. Εκείνη τη μία, τη μοναδική που θ΄αποκαλύψει την τέχνη στο λαμπρό της μεγαλείο. Το αμετάφραστο, το ανεπίδεκτο, μια κλίμακα πάνω απ΄το μεταφυσικό φθάνει στην παραλία του Μοναστηριού. Όπως ξυπνούν τα έγχορδα και γεννιούνται τα πλάσματα του καλοκαιριού, μες στ΄αγάλματα, πίσω από καλύπτρες, στις εξοχές με τα σπαρακτικά θέατρα, έτσι και η μαύρη πεταλούδα που γίνεται δική μου όσο ποτέ απόψε, χτυπά πάνω στους τοίχους της άνοιξης και ανοίγει παράθυρα, σφραγίζοντας τις σκιές. Το πώς και το γιατί της καρδιάς του είναι το χνάρι του ποιητή και το βαθύτερο απόσταγμα. Η κορυφαία προσφορά του. Δεν έχει καταγωγή αυτό το αίσθημα. Αυτή η παράξενη πεταλούδα που κρύβεται στις γωνιές του ορατού σηματοδοτεί ένα ολόκληρο αιώνα, μια έξαλλη πορεία ως τις φλόγες της νύχτας και ως την καρδιά ενός καλοκαιριού. Η μαύρη πεταλούδα δεν διαθέτει κανένα άλλο χαρακτηριστικό. Το χρώμα είναι η ζωή της. Στο μεγάλο της ταξίδι, στη ρίζα ενός μοναστηριού τούτο το σπάνιο πλάσμα της ελληνικής ποίησης θα ξεχωρίζει πάντα με το πέταγμά του. Ο τρόπος που γεννιέται και ο τρόπος που χάνεται ακριβώς τη στιγμή που μια ολόκληρη εποχή κορυφώνεται, η ερημιά της ομορφιάς του που αγγίζει πολύ προσωπικές χορδές, συνιστούν τις πιο ισχυρές εντυπώσεις από μια έξαλλη, ποιητική τέχνη.

Ο Μίλτος Σαχτούρης από την Κυψέλη ως τον Πόρο λέει τα τραγούδια του κάτω από φώτα πολύχρωμα επαρχιακά, επώδυνα και μαγικά. Φτιάχνει κάτι πίνακες παράξενους μες στη δίνη του θαυμαστού, η μαύρη πεταλούδα του αθροίζεται  στα φανταστικά όντα που στοίχειωσαν για πάντα τους μύθους μας. Συνομιλεί με το αδιόρατο, αγγίζει μια τέταρτη διάσταση που μονάχα η μουσική μπορεί να προφέρει τ΄όνομά της.

 

Κάθε χρόνο
κατὰ τὸ μήνα Αὔγουστο
εἰσβάλλει στὸ προαύλιο
τοῦ Μοναστηριοῦ τοῦ Πόρου
ἡ μαύρη πεταλούδα τοῦ Μοναστηριοῦ
πετάει ἀπὸ πέτρα σὲ πέτρα
τὰ παιδιὰ προσπαθοῦν
νὰ τὴν πιάσουν
ἀλλὰ δὲν τὸ κατορθώνουν
εἶναι ἡ Ἅγια-Πεταλούδα
τοῦ Μοναστηριοῦ τοῦ Πόρου
πετάει ἀπὸ πέτρα σὲ πέτρα
μόνο γιὰ λίγες μέρες
κι ὕστερα χάνεται
γιὰ νὰ ξαναεμφανιστεῖ
πάλι τὸν ἄλλο Αὔγουστο
ἡ Ἅγια μαύρη-Πεταλούδα
τοῦ Μοναστηριοῦ τοῦ Πόρου…

 

Και τέλος μένει εκείνο το αλλά δεν το κατορθώνουν στην καρδιά του ποιήματος. Και αφού τα παιδιά με τον ξεκάθαρο ουρανό δεν μπορούν ν΄αντικρίσουν αυτό το ξεχωριστό θαύμα, τότε μπορούμε να θυσιάσουμε αυτή τη ζωή στ΄όνειρο. Μπορούμε να κάνουμε τον Πόρο θέατρο του παραλόγου, ενός κόσμου μυστικού  που ξυπνάει την πιο κρίσιμη ώρα για να συναντήσει τη μοίρα του μύθου. Το αίσθημά μας είναι γέννημα μιας παράξενης πίστης που αφορά μονάχα ιεροφάντες και ανθρώπους δοσμένους στη φωτιά της ζωής. Απ΄τον τρελό λαγό του ως τους οπλισμένους στίχους ένας ολόκληρος κόσμος πάλλεται απ΄το μυστικό. Η ιερατικότητα της ζωής, αυτές οι πέτρες που καθορίζουν τις πορείες μας συναντούν κάποτε τους παλιούς, οραματικούς Αυγούστους. Τ΄όριο της ποίησης του Μίλτου Σαχτούρη ίσως να ήταν εκείνο της καρδιάς του που γέννησε πλάσματα, όπως η μαύρη πεταλούδια του Μοναστηριού.

Ο καθένας μαθαίνει να μετρά τον καιρό με τον δικό του τρόπο. Στ΄αθροίσματα των δρόμων κάθε μέρα, δοσμένοι στην ξεχωριστή μας περιπέτεια, μάθαμε πικρά και όλο συνήθεια να μετρούμε τον καιρό. Όμως τα ποιήματα, αυτά δεν έχουν ηλικία και ακόμη μπορεί να κουβαλούν μέσα τους το απόθεμα που χρειαζόμαστε, τον Αύγουστο που με κάθε τρόπο ζητούμε να εισβάλλει στις καρδιές μας. Μες στη νύχτα που παραμένει, γινόμαστε για λίγο ποιητές, θυσία στη νοσταλγία μας. Ο Μίλτος Σαχτούρης παραμονές του καλοκαιριού ανεβαίνει με τους επιτάφιούς του όλα τα νησιά, όλες τις οδούς, υπονοώντας με τους στίχους του το περισσότερο που φιλοδοξούν οι αισθήσεις μας.