Για την περίεργα χρήσιμη σχέση λογοτεχνίας και ιατρικής

Χωρίς τίτλοΓεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη

Free ebook- 24grammata.com
[κατέβασέτο]

Για την περίεργα χρήσιμη σχέση λογοτεχνίας και ιατρικής

Η σχέση λογοτεχνίας και ιατρικής ανάγεται στην αρχαιότητα κι έχει μεγάλη και ενδιαφέρουσα ιστορική διαδρομή. Οι δύο επιστήμες και τέχνες, βάδισαν μαζί σχεδόν σε όλα τα μονοπάτια της ιστορίας, κι η μία βοήθησε, ενέπνευσε και ευαισθητοποίησε την άλλη, με τον τρόπο της. Η λογοτεχνία όμως έπαιξε ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στη ζωή και τη σταδιοδρομία του γιατρού, στην αέναη δηλαδή προσπάθειά του για θεραπεία των σωματικών και ψυχικών προβλημάτων του ασθενούς που προσφεύγει σε αυτόν. Δεν είναι τυχαίο ότι ο πατέρας της ιατρικής, ο Ιπποκράτης, με τον περίφημο όρκο του, μας άφησε παρακαταθήκη ένα ‘λογοτεχνικό’ κείμενο με τις πολυποίκιλες και πολυεπίπεδες σχέσεις και συμπεριφορές που αφορούν γιατρούς και ασθενείς. Κι αν έρθουμε στη συνέχεια στον Όμηρο, αρκετές από τις περιγραφές των πολεμικών τραυμάτων, φανερώνουν αξιοθαύμαστη ενημέρωση του οικουμενικού ποιητή στα ιατρικά δρώμενα της εποχής του. Οι γιατροί πάντοτε υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες του πόνου, της χαράς και της ατομικής και οικογενειακής δυστυχίας των ασθενών τους, βιώνοντας και εισπράτοντας οι ίδιοι ανάλογα συναισθήματα. Όλες αυτές οι εμπειρίες αποτέλεσαν πλούσια συναισθηματική αποθήκη, εξαιρετικά χρήσιμη για τις σχετικές απόπειρες και προσπάθειες συγγραφής και των λογοτεχνικών κατορθωμάτων πολλών εξ αυτών.
Το μέλλον της ποίησης είναι τεράστιο, έγραψε το 1889, ο ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας Μάθιου Άρνολντ (1822-1888), γιατί στην ποίηση η οποία είναι αντάξια του υψηλού πεπρωμένου της, η φυλή μας, όσο περνάει ο καιρός, θα βρίσκει ένα ολοένα και πιο σίγουρο και ασφαλέστερο καταφύγιο. Η ‘ποίηση’, όρος στον οποίο ο Άρνολντ περιελάμβανε τη μυθοπλασία, το δράμα και την ποίηση, με την πάροδο του χρόνου πρόσφερε και προσφέρει μια ασφαλέστερη παραμονή και καταφύγιο στην ιατρική. Με το πέρασμα των αιώνων και ειδικότερα τα τελευταία χρόνια με την πληθώρα των έντυπων, των εφημερίδων και των δημοσιεύσεων, αυξήθηκε έτι περαιτέρω το ενδιαφέρον πολλών στελεχών της υγείας για τα λογοτεχνικά κείμενα πολλά από τα οποία άρχισαν να οδεύουν για διδασκαλία μέσα σε ιατρικές σχολές και στα νοσοκομεία, ειδικά στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, και να γίνονται καθημερινές πρακτικές για γιατρούς και ασθενείς. Όλη αυτή η κίνηση αποκαλείται ‘ιατρική και λογοτεχνία’ και εντυπωσιάζει ολοένα και περισσότερο τους εκπαιδευτές των ιατρικών σχολών που είναι υπεύθυνοι της σύνταξης των προγραμμάτων εκπαίδευσης. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, αρκετές ιατρικές σχολές της Βόρειας Αμερικής άρχισαν να διορίζουν λογοτέχνες μελετητές και να συμπεριλαμβάνουν τη μελέτη των λογοτεχνικών κειμένων στα προγράμματα σπουδών τους. Τα λογοτεχνικά κείμενα αποδείχτηκαν πλούσια σε πηγές βοηθώντας τους φοιτητές ιατρικής και τους γιατρούς να κατανοήσουν τον πόνο και τα βάσανα των ασθενών που νοσηλεύουν. Κάποιες μέθοδοι προσεκτικής ανάγνωσης αποδείχτηκαν χρήσιμες για την εκπαίδευση γιατρών γιατί τους βοήθησε στην καλύτερη λήψη και ερμηνεία του ιατρικού ιστορικού των ασθενών, και να κατανοήσουν σε μεγαλύτερο βάθος τη δύσκολη αλλά τόσο εντυπωσιακή σχέση μεταξύ γιατρού και ασθενούς, καθώς και την δύστροπη και πολυεπίπεδη έννοια της ανθρώπινης ασθένειας. Εξετάζοντας τις βαθιές πηγές της συντροφικότητας αυτών των δύο αρκετά ανόμοιων εκ πρώτης όψεως πεδίων και της ιστορικής τους σχέσης, αποδεικνύεται περίτρανα ότι η σύνδεση ανάμεσα στη λογοτεχνία και την ιατρική είναι διαρκής, για τον απλούστατο λόγο ότι είναι έμφυτη. Η λογοτεχνία δεν είναι απλώς το λούστρο της βαθύτερης καλλιέργειας γιατρού και η ιατρική δεν είναι απλώς η πηγή εμπνεύσεων για τον μυθιστοριογράφο ή τον ποιητή. Αντ’ αυτού, οι πεποιθήσεις, οι μέθοδοι και οι στόχοι των δύο αυτών κλάδων, όταν ειδωθούν με ένα ιδιαίτερο φως, είναι εντυπωσιακά όμοιοι. Οι λογοτεχνικές σπουδές προκύπτουν από τη θεμελιώδη πεποίθηση ότι ένα λογοτεχνικό κείμενο και η λογοτεχνική γλώσσα, γραπτή ή προφορική, σημαίνουν κάτι περισσότερο και βαθύτερο από το άθροισμα των εννοιών των μεμονωμένων λέξεων που φιλοξενούν. Μέσω της δομής και υπόθεσής τους, τα λογοτεχνικά κείμενα φέρνουν τόσο τον συγγραφέα όσο και τον αναγνώστη να καταλάβουν αρκετά που όμως δεν μπορούν να αρθρωθούν. Αρκετές μελέτες επιχειρούν παράλληλα να απαντήσουν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, σε θεμελιώδη ερωτήματα, όπως ‘γιατί διαβάζουμε’ και ‘γιατί γράφουμε’, προτείνοντας ότι οι άνθρωποι με τη συγκεκριμένη χρήση της γλώσσας, αποκαλύπτουν κάτι περισσότερο απ’ ότι λένε οι συγκεκριμένες λέξεις. Ο σοβαρός αναγνώστης ενός λογοτεχνικού έργου γίνεται με τον τρόπο του διαγνωστικό εργαλείο για το κείμενο, προσφέροντας τον εαυτό του ως ένα μέσο για τη μετατροπή του κειμένου σε κάποια έννοια, ένα νόημα. …