Μυταράς, Ιωάννου, Κουνέλλης, δυσάρεστες συμπτώσεις

Ο άγγελος που χορεύει
Μες στους πίνακες

dimitris-mutaras-2Οι ζωγραφιές που αντέχουν
Μυταράς, Ιωάννου, Κουνέλλης, δυσάρεστες συμπτώσεις

Aπόστολος Θηβαίος

Διαβάστε όλες τις επιφυλλίδες του Απόστολου Θηβαίου στο 24grammata.comκλικ εδώ

[…Η Λώρα έγειρε το πρόσωπό της πάνω στο τζάμι του παραθύρου. Είχε κουραστεί απ΄τη συζήτηση. Ήταν κάπως ζαλισμένη. Ίσως έφταιγε το ποτό, ίσως πάλι όλα αυτά τα φώτα που σιγοκαίνε τα μάτια της. Στο ρετιρέ αυτού εδώ του μεγάρου, θα πουν, ζει μια τυφλή κοπέλα. Πόση τραγωδία μπορεί ν΄αντέξει η καρδιά της, θα πουν. Στο ρετιρέ αυτού εδώ του μεγάρου ζει η τυφλή κοπέλα Λώρα. Στους άλλους ορόφους χτυπά η καρδιά των διοικητικών υπηρεσιών του κράτους. Υπάλληλοι
ανεβοκατεβαίνουν τις σκάλες, ανταλλάζουν χαρτιά, σφραγίζουν και αποχαιρετιούνται μ΄ασύλληπτη ταχύτητα. Στις πέντε ακριβώς τ΄ανθρώπινο κοπάδι ξεχύνεται στην οδό Αμερικής. Γίνονται παρέες, χάνονται προς όλες τις κατευθύνσεις. Κάποιος κοιτά ψηλά, στην κορυφή του κτιρίου. Στέλνει ένα φιλί στην Λώρα. Και έπειτα η τρομερή ησυχία σ΄όλους τους ορόφους, σ΄όλα τα γραφεία, στα κλιμακοστάσια, σ΄ολόκληρη ανεξαιρέτως την πόλη.
Η Λώρα συγκινήθηκε με τη σκέψη της. Κοίταξε με δέος την πολιτεία που απλωνόταν ως τη θάλασσα. Έτσι υπό γωνία, αυτή η ξανθιά και γυμνή Λώρα μπορούσε ν΄αναπαραστήσει πράγματα όπως τον άνεμο, την ομοούσια ατμόσφαιρα και τη διαύγεια τούτης της λαμπρής πολιτείας.
Πέρασαν χρόνko5ια σιωπής ώσπου η Λώρα, πήρε τη θέση μιας Καρυάτιδας και είπε υπάρχει ο Ensor και ο Εγγονόπουλος κρυμένοι μες στις ζωγραφιές. Όσο για τα περιγράμματα, θα σου ΄λεγα μονάχα πως δεν υπάρχει πληρέστερη απεικόνιση αυτής εδώ της εποχής απ΄ότι τ΄αυστηρά πλαίσια. Το χρώμα που σε γοητεύει και που πυκνώνειι, οι άνεμοι που αναδεικνύουν την ομορφιά ενός κυβιστικού κοριτσιού. Το πλήθος όσων έζησαν και όσων κάποτε θα ζήσουν σ΄έναν τόπο, τα πρόσωπά τους που φέγγουν στα παράθυρα. Δάφνη, Ηχώ, Ελένη, Χλόη, Αρετούσα. Όλη και όλη η ζωή μας ένα τρομερό, ένα απροσπέλαστο περιστύλιο παλιού, καλού, δωρικού ρυθμού. Ο Ensor βεβαιότητα κατοικεί αυτούς τους πίνακες.
Έγειρε με τη νωχέλεια του αργού θανάτου και του μεγάλου έρωτα. Αν μπορούσα θα΄φτιαχνα χίλια εκμαγεία από κείνη. Αν μπορούσα θα σ΄έφτιαχνα γυμνή πάνω στο κατάστρωμα ενός πλοίου μ΄όνομα συγκρατημένο, πλεγμένη με τους κισσούς να σε λατρεύουν οι θεοί. Αν μπορούσα θα σ΄έφτιαχνα με το τίποτε. Με την πέτρα και με τον χαλκό θα ΄φτιαχνα το πρόσωπό σου μες στην καρδιά της ωραίας Ελευσίνας.
Η Λώρα ερχόταν σκιώδης και περίτεχνη απ΄έναν δρόμο που ανοίγει μονάχη της. Την πλαισιώνουν ζωγραφιές. ¨Ενας νέος από μολύβι, ένας των σκίτσων καταμεσίς αυτού εδώ του αιώνα, χορευτές, ο Joys, ήρωες ομηρικοί, μικρά και μεγάλη έπη της ζωής μας. Η Λώρα αποτυπώνεται σ΄αυτό το σπίτι, η Λώρα τινάζει τα χρώματα μες στην ησυχία.Το Bergamo, η όψη σου όταν αντιβαίνεις τους νόμους, τα χνάρια σου μες στον πολύχρωμο κόσμο των παπουτσιών. Λώρα είσαι μια περιπέτεια στην άκρη της νύχτας.
Πες μου, πεθαίνουν στ΄αλήθεια οι ζωγράφοι; Όλες εκείνες οι φωνές στα θέατρα, πες μου αν σβήνουν, πες μου ποιος σπασμός διαλύει τα πρόσωπά τους. Υποθέτω πως όλοι ανεξαιρέτως οι ζωγράφοι ανοίγουν ένα παράθυρο στα έργα τους. Ένα είδος τελευταίου σκίτσου, ένα περίγραμμα που κράτησαν για το τέλος τους, μιας ας πούμε, οδός διαφυγής. Αθροίζονται στις σιένες και το μπλε του κοβαλτίου που θ΄αναδειχτεί σαν πάντα μες στην πιο βαθιά νύχτα. Πες μου αν πεθαίνουν στ΄αλήθεια οι ζωγράφοι ή αν κρύβονται μες στο πλήθος της πλατείας που φλέγεται ή στα παραμορφωμένα μάτια ενός συρμάτινου κοριτσιού πολύ πριν ξεσπάσει ετούτη η βιομηχανική εποχή.
Της έγνεψα καταφατικά και η Λώρα εξατμίστηκε σε μια σκιά, αφήνοντας σημάδια πάνω στο βρεγμένο πάτωμα, στις πιο μονότονες απ΄τις λέξεις της ζωής μας. Τότε λοιπόν και εγώ λυπήθηκα πολύ επειδή για μια στιγμή πίστεψα πως η Λώρα στ΄αλήθεια είχε πεθάνει. Και όμως, εκείνη ζούσε περισσότερο από ποτέ σ΄ένα ακυβέρνητο πλοίο ανοιχτά του Πειραιά με τ΄όνομα Ιόνιον παύοντας βασιλείς, ηλεκτρίζοντας τις ατμόσφαιρες στις εισόδους των βαγονιών, μ΄αναρίθμητα στόματα και ένα ψάθινο, θεληματικό καπέλο και την επώδυνη ελευθερία που μας εξασφαλίζει η αυθεντικότητα στην τέχνη. Η Λώρα είναι μια απ΄τις καρφιτσωμένες πεταλούδες στ΄αλεξίπτωτα, ένα σημάδι μες στις πλάτες μας, ένας μυστικός κήπος βαθιά στα παιδικά σακίδια.
Στον τοίχο ενός παλιού σπιτιού, σ΄έναν πέτρινο τοίχο η Λώρα χάραξε τ΄όνομά της. Σημάδι πως κάποτε υπήρξε.
Γύρισα και την είδα ν΄αποκοιμιέται στ΄ανάκλιντρα, είδα το πρόσωπό της μες στο πολύπτυχο του καθρέφτη, με κατεστραμμένο μακιγιάζ, φτιαγμένη από λάδια και νάτριο. Μια ολόκληρη γιορτή είχε στηθεί προς τιμήν της στο αίθριο ενός σπιτιού τσαρουχικής έμπνευσης. Η Λώρα που φεύγει με τα πλοία αποχαιρετώντας μια ολόκληρη ζωγραφική τάξη. Που γίνεται Νίκη ολοζώντανη των απόμακρων βράχων, εξημερώνοντας σμήνη κάτω από κατακόκκινους ήλιους…]

Γιώργος Ιωάννου, Δημήτρης Μυταράς, Γιάννης Κουνέλλης. Τρεις απ΄τους σημαντικότερους Έλληνες ζωγράφους αποχαιρετούν σήμερα την ελληνική τέχνη. Ή μάλλον διαχέονται στους κόλπους της, τροφοδοτώντας μ΄ένα σωρό ιδέες τον ασύμμετρο ελληνικό πολιτισμό. Η τραγική σύμπτωση της ταυτόχρονης απώλειας καθιστά ιδιαίτερη την αποδημία τους, ενώ φέρνει κοντά δημιουργούς γαλουχημένους μες στην ίδια ατμόσφαιρα που όμως θα καθιερώσουν την δική τους, προσωπική οπτική του κόσμου. Αρκεί μια επαφή με τα κείμενα που έχουν κατά καιρούς δημοσιευτεί για το έργο του Κουνέλλη, αρκεί η περιήγηση στις χρονολογίες της εργογραφίας του Μυταρά, ή ο σπάνιος για τα εντόπια δεδομένα διάλογος του Ιωάννου με την παράδοση και τους όρους του μοντερνισμού, για να εκτιμήσουμε τις προοπτικές και τη σημασία ενός πολύπλευρου έργου που ΄ρχεται ν΄αθροιστεί στο ήθος της ελληνικής ζωγραφικής. Η Κατερίνα Κοσκινά με αφορμή το έργο του Γιάννη Κουνέλη στο παροπλισμένο πλοίο Ιόνιον, σηματοδοτεί το μέγεθος μιας τέτοιας απώλειας. Ο Γιάννης Κουνέλλης, γράφει, ζει με τα ποιήματα και τα πνεύματα. Παρατηρεί, απομένει μόνος, αποσύρεται, γίνεται εικόνα και επανάσταση.
Δεν θα μπορούσε με καλύτερο τρόπο να καθοριστεί το είδος του έργου που σφραγίζεται μέσα απ΄τη ζωή και το θάνατο του Μυταρά, του Ιωάννου, του Κουνέλη.
Καλή σας νύχτα.
αα