Το όνειρο ενός αστέγου, Βασίλης Ξενόπουλος

 

coverΑφηγηματικό δοκίμιο

24grammata.com– free ebοok 
[κατέβασέτο]

Τίτλος: “Το όνειρο ενός αστέγου”

Συγγραφέας: Βασίλης Ξενόπουλος

ISBN: 978-960-93-8852-8

Επίλεκτες Ψηφιακές Εκδόσεις: 24grammata.com

Σειρά: εν καινώ,Αριθμός σειράς: 176

Τόπος και Χρονολογία πρώτης έκδοσης: Θεσσαλονίκη, 2017

Μέγεθος Αρχείου: 1,0 Mb

Σελίδες: 86

Μορφή αρχείου: pdf

Γραμματοσειρά: Garamond

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση δίχως την έγγραφη άδεια του δημιουργού ή του εκδότη

 

 

Το όνειρο ενός αστέγου

1.

Και κοίταξε τον ήλιο στα μάτια και γνώριζε πως ήταν τα δικά του μάτια που έδυαν στον ουρανό της Θεσσαλονίκης. Και ήταν η ανάσα του που χτυπούσε στο κρηπίδωμα αφήνοντας χαλαρούς παφλασμούς να ακούγονται καθώς η κοιλιά του φούσκωνε και ξεφούσκωνε με τον ρυθμό της θάλασσας. Και ήταν αυτός, ένας άστεγος, ένας απόκληρος, που περιέφερε το σώμα του δίχως σκοπό στην τσιμεντένια απλωσιά, ανάμεσα σε ανθρώπους και πουλιά και σκουπίδια και το σύρσιμο των ποντικών. Ήταν όλα αυτά και άκουγε και ζούσε και έβλεπε με ένα μάτι που δεν ήταν του προσώπου του, μα ήταν του νου του.

Κοιτούσε και το στομάχι του διαμαρτύρονταν για αλκοόλ και το σώμα του, γερμένο σαν κολώνα που την έφαγε η αλμύρα, και που κάποτε στήριζε τις ευθύνες των ανθρώπων των δικών του, που δεν ξέφευγαν περισσότερο από τις ευθύνες κάθε ανθρώπου, με τα σίδερα να ξεχύνονται σαν τα σπλάχνα τα δικά του και την σκουριά να είναι σημάδι της τραγικότητας της ζωής του.

Ούτε ανώτερος, ούτε κατώτερος, ίδιος με όλους, ίσος και μοναδικός, στεκόταν κάτω από τον πορτοκαλί του ουρανού και ήταν η φωνή του έτοιμη να βγει από το λαρύγγι του με ορμή. Κρατούσε τις λέξεις στη γλώσσα του, πίσω από τα δόντια και τις ένιωθε σαν πέτρες καυτές, χαλίκια που κόχλαζαν με ένα πάθος ζωντανό. Όχι, δεν ήταν απλώς λέξεις και δεν θα τις τοποθετούσε την μία μετά την άλλη έπειτα από σκέψη και στοχασμό. Ήταν ο λόγος. Ένας λόγος καθαρός, αποκρυσταλλωμένος, στιλβωμένος από χέρια που δεν ήταν δικά του και από ένα νου που δεν ανήκε στον ίδιο, αλλά αυτός ανήκε σε αυτόν.

Δεν ήταν λόγος πολιτικού, πανεπιστημιακού, φιλοσόφου. Ήταν αυτός του ψαρά και του οικοδόμου, του φούρναρη και του παιδιού που ξαναγεννήθηκε μέσα από αμέτρητους πόνους. Αθώος και σκαλισμένος από την ζωή, ρωμαλέος και φτωχός, δυνατός σαν τα χέρια του ναυτικού.

Χάιδεψε την ψαρή γενειάδα του, με δάχτυλα μαυρισμένα και νύχια σπασμένα, σκαμμένα μέχρι την σάρκα. Κοίταξε τα πόδια του και γνώριζε πως τα πόδια τα δικά του ήταν ταυτόχρονα τα πόδια κάθε ανθρώπου και το σώμα το δικό του δεν διέφερε από αυτό του διπλανού του.

Τώρα, που ο λόγος ήταν έτοιμος να ξεχυθεί, τοποθετημένος σε απόλυτη τάξη, λες από κάποια ανώτερη δύναμη, περίμενε να εμφανιστεί ο άνθρωπος που ήταν έτοιμος να ακούσει το όνειρο του, ένα όνειρο φτιαγμένο από το υλικό κάθε ονείρου.

Στεκόταν μονάχος για δεκαετίες, αιώνες και χιλιετίες, σαν την κολώνα μέσα στη θάλασσα, με ρίζες βαθύτερες από κάθε ιδέα και κάθε μορφή και σύμβολο. Στεκόταν αιώνια περιμένοντας στωικά την ώρα του λόγου και ήταν ο λόγος ο δικός του, ο λόγος κάθε ανθρώπου. (…)24grammata.com– free ebοok 
[κατέβασέτο]