Σημείωμα στον Ρόννυ

Σημείωμα στον Ρόννυ

Μ. Χατζιδάκις

γράφει ο  Απόστολος Θηβαίος.

Διαβάστε όλες τις επιφυλλίδες του Απόστολου Θηβαίου στο 24grammata.com κλικ εδώ

Στα κόκκινα σήματα της πλατείας, στα πρόσωπα που αχνοφέγγουν κάτω απ΄τις θαμμένες λάμπες της νύχτας ξεχωρίζω σαν πάντα τα τραγούδια του Ρόννυ. Ίσως έτσι εκπληρώνω μια φανταστική οφειλή απέναντι στην πνευματική προσωπικότητα του Μ. Χατζιδάκι. Ίσως πάλι ο Ρόννυ, καθώς γελά στη φωτογραφία της Μυθολογίας να συνιστά ένα πρόσωπο οικείο. Μπορεί να διασταυρώθηκα μαζί του στην έξοδο του υπογείου. Ίσως οι ξέφρενες γαλαρίες, το μέγα πλήθος. Όπως και να ΄χει αυτό το παιδί που κάθε μέρα αλλάζει τη μορφή του μοιάζει μ΄ αυτό που λένε, σήμα κατατεθέν της εποχής μας. Απ΄τα παράλια του Αιγαίου και τις φθαρμένες φωτογραφίες του 1962, απ΄την Ομόνοια που λίγο έχει αλλάξει απ΄όσα έζησε και έγραψε ο Γιώργος Ιωάννου ως την άκρη του μεγάλου, ελληνικού κόσμου ο Ρόννυ, ο ίδιος εκείνος Ρόννυ των τραγουδιών, γίνεται αφίσα και ζητούμενο του σκληρού καιρού μας. Αυτός ο νέος είναι η σκιά μας που ανάβει τη νύχτα. Είναι ο μυστικός ψίθυρος  στα χείλη τούτης της πόλης. Είναι το ποίημα που χτυπά πάνω στα σύρματα, που βρέχει τις στέγες που μας κατακλύζει. Έτσι, σιωπηρά, με βλέμα απλανές, εκτίει τη θητεία του στο χωνευτήρι της ιστορίας. Γράφουν τις σελίδες της λαϊκής μας ιστορίας και ποτέ δεν μιλούν μ΄αυτόν γιατί αυτός ο κόμπος στο λαιμό τους  κάπως τους δυσκολεύει. Έτσι κάνουν όλοι όσοι σαν τον Ρόννυ, ζουν ανάμεσά μας, γυρεύοντας πατρίδα και ανάσα.

Γράφοντας αυτό το μικρό σημείωμα για λογαριασμό του Ρόννυ, νομίζω πως στ΄αλήθεια γράφω για τον ίδιο τον Μάνο Χατζιδάκι. Η αρχική αφετηρία μοιάζει αλληλένδετη με την πολιτική και ίσως μόνη εκδοχή του κοινωνικού ανθρώπου, όπως την βίωσε ασκητικά ο Χατζιδάκις.Ξένος στα κυκλώματα, αλεξανδρινός στο αίσθημα, δωρικός στους τρόπους του περνά σήμερα δίπλα μας και μας συνεπαίρνει. Μας γνέφει και ένας μικρός, πολύ μικρός άνεμος μας τινάζει τ΄όνειρο απ΄τα ρούχα μας.  Στα μάτια του Ρόννυ που απόψε αργοπεθαίνει στη Βικτώρια, στον Ρόννυ που είναι χορευτής ανατολίτικων ρυθμών και έξοχος εραστής, εκεί ,βαθιά στο Μεταξουργείο άναψε το μόνο άστρο της καρδιάς μας. Τα φλας αστράφτουν και αύριο ο Ρόννυ κρέμεται απ΄τα σχοινιά με τα δεκαεπτά του, τρυφερά φύλλα. Εμείς περνούμε πλάι του, κάτι κρατάμε απ΄τον Ρόννυ που απόψε τ΄απόγευμα αναχωρεί για το Βελιγράδι. Κάπως ευτυχισμένος και κάπως κουρασμένος σκοπεύει να φθάσει στις βόρειες χώρες. Μαζί του ξανά και ξανά μορφές περασμένες του θηβαϊκού κύκλου, παιδιά μεσολογγίτικα, αποτυχημένοι ποδοσφαιριστές των επαρχιών, σπασμένοι, ροδιακοί αμφορείς,  ορφανά.

Δεκαετίες απέραντες ελληνικές της μεταπολιτεύσεως.

Θέλω να πω πως ο Ρόννυ είναι μια υπόθεση κοινή. Σαν τέχνη αντλεί απ΄όλες τις εποχές και όλα τα φάσματα αυτού του κόσμου.Όμως είναι κάτι παραπάνω. Μια πληγή ίσως, μια λαϊκή ιστορία που αλλάζει από στόμα σε στόμα και δεν μπορεί παρά να σταθεί ιερή εμπρός και μέσα μας..

Και έτσι, μ΄όλους τους θεούς, κάτω απ΄τις καταιγίδες ο Ρόννυ φθάνει στη Βοστώνη εν έτει 1962, περνά νύχτα νήσους μικρές. Η Αμερική και η φύση του θα τον σώσουν.Ίσως πάλι να πεθαίνει στην Αθήνα, στους δρόμους κάτω απ΄το εθνικό. Εκεί πολλοί σαν τον Ρόννυ σκορπούν τα νιάτα τους δίχως πια ποτέ να μην περιμένουν κύριε Μάνο, να γίνουν και εκείνοι μουσικές.