Το “Χαμένο Νησί” του Καραγάτση

καραγατσης 24γραμματα

γράφει ο  Απόστολος Θηβαίος.

Διαβάστε όλες τις επιφυλλίδες του Απόστολου Θηβαίου στο 24grammata.com κλικ εδώ

Το “Χαμένο Νησί” του Καραγάτση αποτέλεσε αντικείμενο ενδιαφέροντος, τόσο για την κριτική όσο και για το αναγνωστικό κοινό. Ίσως η ένταξη του έργου στην αδόκιμη κατηγορία της φανταστικής νουβέλας ν΄αποτελεί την αιτία. Ίσως πάλι οι εξαίσιες ξυλογραφίες του Βελισσαρίδη που κοσμούν τις σελίδες του βιβλίου να προσδίδουν σε αυτό μια αξία προστιθέμενη. Μοναδική βεβαιότητα η σημασία του έργου, όχι μόνο για την αποτίμηση της λογοτεχνικής παρουσίας  του Θεσσαλού λογοτέχνη, αλλά και για τη συλλογικότερη, ελληνική φιλολογία η οποία και δεν είχε να παρουσιάσει ως τότε δείγματα γραφής από τον χώρο της φανταστικής λογοτεχνίας. Το είδος έμελε να γνωρίσει ευρεία άνθηση τις επόμενες δεκαετίες. Η εξέλιξη της τηλεόρασης και η καθιέρωση του κινηματογράφου σε μια πρωτεύουσα θέση μες στο καλλιτεχνικό πεδίο θα ωθήσει το είδος σε μια πρωτοφανή δημοφιλία. Η φανταστική λογοτεχνία θα αναδειχθεί στην κύρια δεξαμενή θεματολογικής άντλησης, αναδεικνύοντας πολλές φορές μερικές απ΄τις πιο εμβληματικές στιγμές της έβδομης τέχνης και των εκπροσώπων της. Οι ψυχολογικές της προεκτάσεις θα εμπλουτίσουν το είδος με πρόσθετες, γοητευτικές πτυχές στα χέρια των πιο επιδέξιων σκηνοθετών.

Ο Μ. Καραγάτσης ολοκληρώνει το “Νησί” του το 1943. Η περίοδος της σκληρής κατοχής, η ανάγκη για διαφυγή από μια ολέθρια πραγματικότητα θανάτων και εκφοβισμού ίσως να αποτελούν τις κύριες αιτίες για την ενασχόληση του σπουδαίου λογοτέχνη με ένα αδοκίμαστο, ακόμη είδος για την εντόπια, φιλολογική πραγματικότητα. Η ατμόσφαιρα ηλεκτρισμένη, ο κόσμος καταδικασμένος για πάντα, μ΄ένα τρομερό φορτίο που δεν θα πάψει να παραδίδεται αταβιστικά, ανυπόφορα.Ο ήρωας Γερόλυμος Αβαράτος, ναυτικός στο επάγγελμα θα μεταβληθεί σε πρόσωπο μοιραίο.Ναυαγεί στ΄ανοιχτά της Τήλου. Ένας φόνος και ο πνιγμός των συντρόφων του βαραίνουν τη δική του επιβίωση. Ο κλειστός κύκλος του νησιού αδυνατεί να πιστέψει τους ισχυρισμούς του Αβαράτου που επιμελώς κρύβει την αληθινή έκβαση των πραγμάτων. Η αινιγματική παρουσία του αλλά και μια σειρά από γεγονότα μεταφυσικά επιδρούν στην πλοκή, προτείνοντας μια άλλη ύφους και περιεχομένου θεματολογία. Την ίδια εποχή που η ελληνική γραμματεία του ’30 προετοιμάζει το έδαφος για μια σπουδή πάνω στο ελληνικό φως ο Καραγάτσης στρέφεται στους αφηγηματικούς του κόσμους, προτείνοντας ένα νέο είδος, προικισμένο πάντα με το απαράμιλλο, συγγραφικό του ταλέντο. Όλες οι αποχρώσεις του συγγραφέα έχουν ως βάση τους την τραχύτητα. Η παρουσία του έρχεται να διακόψει  ή καλύτερα να στρέψει προς άλλες κατευθύνσεις το ενδιαφέρον του ελληνικού κοινού. Ενός απαίδευτου κοινού με ολότελα κατεστραμμένη τη φαντασία του, προϊόντος του πολέμου αλλά και μιας σειράς απαρχαιωμένων αντιλήψεων σχετικών με την τέχνη και τις επικλήσεις της για πρωτοπορία. Πεδία περιττών αντιπαραθέσεων, βλέπετε θα μονοπωλήσουν τα αντανακλαστικά του ακαδημαϊκού κόσμου.

Η Τήλος που καταργεί για πάντα τους χάρτες, οι γυναίκες της ζωής του που παραμένουν ως το τέλος άκρως αινιγματικές, οι μυστηριώδεις φόνοι, εκείνο το παράταιρο, σχιζοφρενικό καρναβάλι των τρελών, η καταιγίδα, ακόμη και το επίμετρο στο τέλος της εξιστόρησης φαντάζουν αριστοτεχνικά ενταγμένα μες στην πλοκή ενός νευρώδους και ελκυστικού , αφηγηματικού ύφους. Η αιγαιακή πολιτεία που αργότερα θα μεταβληθεί σε παρανάλωμα του ήλιου ερεθίζει τον Καραγάτση. Όμως με έναν αλλιώτικο τρόπο αφού μες στην τραχύτητα του τοπίου μπορούν να συμβούν τα ομορφότερα και ίσως τα πιο αινιγματικά και αυτοαναφορικά  γεγονότα.

Το “Χαμένο Νησί”διατηρεί στο μεγαλύτερο μέρος του το ημερολογιακό ύφος.Η αφήγηση των γεγονότων της Τήλου  αποκαλύπτεται μέσα από ένα λησμονημένο ημερολόγιο. Η εξέλιξη της και ο τρόπος με τον οποίο αυτή εκφέρεται επιβεβαιώνει το αναμφίβολο, λογοτεχνικό ταλέντο ενός εκ των πλέον “γνήσιων εκπροσώπων” της γενιάς του 1930. Με το πνεύμα του απαλλαγμένο από κάθε συντηρητισμό ο Καραγάτσης δίνει σχήμα και ένταση στα παράξενα, κατά Μοντιλιάνι πρόσωπά του. Όπως και η Αμοργός έτσι και η Τήλος του συγγραφέα δεν συνιστά παρά έναν φανταστικό προορισμό, καταργώντας κάθε γεωγραφία και σταθερά.  Ανάμεσα στο τώρα και το χιμαιρικό που δεν πιάνεται από κανέναν χρόνο και από κανένα όργανο κινούνται οι χαρακτήρες του Νησιού, έτσι όπως αντικρίζουν την αλήθεια και περνούν στην άλλη πλευρά αφοπλίσμένοι απ΄το μαγικό θαυμαστό τούτης της περιπέτειας.

Σε τούτο το σημείο δεν θα ήταν εντελώς παράταιρη μια επιφανειακή, για την ιστορία και μόνο αναφορά της διακριτικής σχέσης που τηρεί το Νησί του Καραγάτση με τις αναρίθμητες πολιτείες του ήλιου που κάποτε αναδύθηκαν εμπρός στα μάτια μας. Μια ας πούμε ελεύθερη παραλλαγή του μύθου που θέλει αγκυροβολημένο στην άκρη του κόσμου έναν αληθινά φανταστικό κόσμο, δίχως κανένα απ΄τα βάρυ που γνωρίζουμε σήμερα. Προικισμένου με τη μοναξιά ενός μεγαλειώδους επέκεινα, με την ισότητα και τη δικαιοσύνη που ονειρεύτηκε κάποτε ο κόσμος και επεδίωξε, γράφοντας την ιστορία του ηττημένου. Αυτός ο κόσμος ίσως να στέκεται το φόντο αυτού του κόσμου που συμπληρώνει πάνω απ΄όλα η ανθρώπινη τραγωδία, το πάθος και η κάθαρση της ψυχής όταν υποκλίνεται στις βουλές εκείνου που ονομάσαμε μοίρα.

Ένα είδος κοινής μοίρας συνδέει τον Καραγάτση με το έργο του.  Το ταπεραμέντο του δημιουργού του θα αναδειχτεί μετά τον θάνατό του, όταν ιστορίες όπως το Δέκα ξεδιπλώνουν εμπρός στα μάτια μας τον παλμό μιας εποχής.  Παράλληλα θα αποτελέσει αντικείμενο μελέτης, κυρίως εξαιτίας του συσχετισμού του με το αδοκίμαστο, το μη καθορισμένο και αισθητό, όπως απαντάται στις πολιτείες των ανθρώπων. Ένα είδος ασυνέχειας  της λογοτεχνικής μας καλύπτει το έργο του Καραγάτση. Μοντερνιστής, ο συγγραφέας σήμερα εντάσσεται στην ομάδα του 1930. Αυτή η γενιά θα συνδράμει σε ένα είδος αναμόρφωσης της ελληνικής λογοτεχνίας, επιφέροντας αλλαγές στην πεπατημένη και προτείνοντας νέα είδη, για τα οποία το κοινό συντήρησε αμείωτο το ενδιαφέρον του.  Η έκδοση του “Χαμένου Νησιού” έρχεται να σημαδέψει το 1943. Η χειμαζόμενη Ελλάδα γνωρίζει ένα νέο είδος αφηγηματικής λογοτεχνίας πάντα επικεντρωμένης στα κελεύσματα της δυτικής υφολογίας που θέλει να αναδείξει τη μεταφυσική των πραγμάτων, την εσωτερικότητα αλλά και τον κίνδυνο. Με βάση αυτά τα ζητούμενα το “Χαμένο Νησί” που αντιτίθεται σε μια ολόκληρη επιφανειακή προσέγγιση της αφήγησης μεταβάλλεται σε κομβικό σημείο για την μετέπειτα στροφή της λογοτεχνίας μας σε νέα είδη και διαφορετικά ύφη.Πρόκειται δίχως άλλο για το ταλέντο του συγγραφέα, το γεγονός πως μέσα στο διαθέσιμο χώρο του έργου   η ιστορία βρίσκει το πρόσφορο έδαφος για να ξυπνήσουν τα θαύματα μα και οι εντοπιότητες. Αυτός ο κλειστός χώρος του νησιού διαθέτει κάτι μα και δανείζει στις εκπληκτικές διαστάσεις αυτού του κόσμου.   Η ελευθερία στην πλοκή, η αφήγηση έξω και πέρα από τα τετριμμένα της ελληνικής μυθιστοριογραφίας χαρακτηρίζουν, συν τοις άλλοις το έργο του Καραγάτση, καθώς κατάφορα καταργεί κάθε χάρτη και θεώρησή του.

Το “Χαμένο Νησί” θα συνεχίσει να προκαλεί με την πρωτοτυπία και το καλώς εννοούμενο θράσσος του, απέναντι στα λογοτεχνικά στερεότυπα. Ωστόσο τούτο το έργο δεν βασίζεται στην επίσημη γεωγραφία αλλά σε ένα άλλο είδος, εξόχως διαφορετικό από όσα μας διδάσκει η συναφής επιστήμη. Καμιά επίσημη τεχνοτροπία δεν μπορεί να διεκδικήσει την επίδρασή της στο έργο που κερδίζει τη θέση του μέσα από μια γλαφυρή και απαράμιλλη πρώτη γραφή. Ο Καραγάτσης προσδίδει στον ήρωα την υποχρέωση να αφηγηθεί την ιστορία, επιδεικνύοντας με αυτή του την κίνηση  μια πραγματική πρωτοπορία του έργου του καθώς η αφήγηση εξελίσσεται διά μέσου του πρωταγωνιστή σε μια κατά Ντος Πάσος πρακτική, ενδεικτική της σχέσης του συγγραφέα με τις νέες τάσεις. Το ¨Νησί” του Καραγάτση μετρά ήδη 73 χρόνια παρουσίας. Ωστόσο, σε μια πιστή εφαρμογή του ρητού που θέλει την ομορφιά να παραμένει ομορφιά ακόμη και στο φθινόπωρό της, το έργο του Καραγάτση δεν χαρακτηρίζεται παρά μόνον από ένα αυξανόμενο και βαθύ ενδιαφέρον στη φυσικότητα της αφήγησης. Χρόνος και πραγματικότητα  ιδρύονται κάθε φορά στους ίδιους γνώριμους δρόμους που χάραξε ο Βελισσαρίδης εις το όνομα μιας αγίας και απαράμιλλης λαϊκής ιστορίας. Η φαντασία μας σώζεται στα χέρια του Καραγάτση.