Σεφέρης και Γκάτσος εποφθαλμιούν τ΄άστρα.

24grammata.com- ιστορία της λογοτεχνίας

Γιώργος Σεφέρης (1900 – 1971)
α. όλα β. έργα γ. μελέτες / άρθρα δ. ξενόγλωσσα

γράφει ο  Απόστολος Θηβαίος.

Διαβάστε όλες τις επιφυλλίδες του Απόστολου Θηβαίου στο 24grammata.com κλικ εδώ

Στις 31 Οκτωβρίου του 1946 ο Γιώργος Σεφέρης γράφει την Κίχλη. “Γαλήνη”, Πόρος ο τόπος που εμπνέει τον ποιητή. Το έργο του Σεφέρη έρχεται να ιδρύσει έναν πρώιμο διάλογο με την καταπληκτική, σ΄όλους τους καιρούς, Αμοργό του Ν. Γκάτσου. Μιλούμε για πίνακες ζωγραφικής, για μια μοναδική αποθέωση σεφερηςτης ίδιας της ποίησης που μ΄άλλον τρόπο δεν μπορεί να δοθεί παρά με την καρδιά. Ίσως τα τοπία να υπήρξαν, ίσως εκείνο το μισοβυθισμένο καράβι να παραδινόταν στην καταστροφή, τότε, το 1946, όμως εκείνο που συλλαμβάνεται είναι κάτι που επιζεί στις αφορμές. Στη φύση και το αίσθημα. Η δροσιά ενός αιώνιου περιβολιού, τα σπαρμένα σύμβολα, οι κώδικες, όλα συνυπάρχουν στους κόλπους των έργων. Η Αμοργός δεν αποτελεί γεωγραφία, διατυπώνει η κριτική, υποκλινόμενη στην πιο ανόθευτη, ποιητική φωνή. Κάπως έτσι, θα μπορούσε κανείς πως το φόντο πίσω απ΄το δράμα στη λουνέτα του Σεφέρη δεν υπήρξε ποτέ. Μονάχα η ψυχή του ποιητή που αρθρώνει θέατρα μες στις καρδιές μας, που γίνεται άνθρωπος μες στον κόσμο των ανθρώπων, κερδίζοντας το στοίχημα ολόκληρης της ύπαρξής του. Στο πανηγύρι του Πόρου, μα και σ΄εκείνο της Κίχλης, στο πρόσωπο του Ελπήνωρα, στο φως, στους πομπούς του ραδιοφώνου που μεταδίδουν αδιάκοπα ειδήσεις απ΄την Αθήνα, στη φύση και τις αποχρώσεις κάθε μιας ώρας λάμπει μια μοίρα κοινή, μοίρα των αισθημάτων.

Η μελέτη των δύο έργων έχει αποφέρει σπουδαίους, ερμηνευτικούς σκοπούς. Τα δυο ποιήματα συνιστούν ουσιώδες κεφάλαιο της καλλιτεχνικής μας οικονομίας. Ρυθμός, ιστορία, λαογραφία, χρώμα, συνείδηση και γλώσσα άγρια. Αυτά τα στοιχεία, δοσμένα με τον επικό ρυθμό που δίνει η ίδια η ζωή μες στη φθορά της χαρίζουν ένα είδος εμπίεστης χαρακτής διακόσμησης του ίδιου του ήθους μας. Αμετάφραστο, ανείπωτο, μερικοί από τους ορισμούς του Ο. Ελύτη στ΄Ανοιχτά Χαρτιά του. Μόνο έτσι μπορεί να ειπωθεί και να προσεγγισθεί η ελληνικότητα των δυο συνθέσεων. Μες στις γιορτές και τις φαντασίες να λέγονται οι σπουδαιότερες αλήθειες. Να σχηματίζεται εκείνο το πράγμα που λέγεται επικρατούσα γνώμη και που για χάρη της λογοτεχνίας θα παραφράσουμε απόψε σε αίσθηση. Αυτό είναι το μυστήριο των ποιημάτων που χάνουν την ιδιότητά τους, καθορισμένα πια απ΄το φαινόμενο της ποίησης που τα ίδια γεννούν. Να κερδίζουν λέει  διαρκώς την ελευθερία τους, να γίνονται παρανάλωμα στις φαντασίες, να αναπλάθουν τον κόσμο με το δικό μας χνάρι, με τον παλμό μας που κατακτήθηκε για τη δόξα ενός έρωτα, για την πίκρα μιας ανθρώπινης τραγωδίας. Ποιήματα που τα διαβάζεις και έπειτα εκείνα, θαυμάσια πάντα επανέρχονται όπως σαγηνευτικά κορίτσια. Γίνονται βωμοί κάποιας Εκάτης, γίνονται τριαντάφυλλα σε εδώλια και  θέατρα και  το ιδιότυπο σχήμα μιας αρχής που εξακολουθεί να επηρεάζει με δύναμη μαγνητική, σχεδόν δυναμική την εγχώρια, πνευματική ζωή.Η Κίχλη του Γ. Σεφέρη και η Αμοργός του Γκάτσου αποτελούν την ίδια την ιστορία, χαραγμένη στην αυλή του πικραμένου, στη μικρή εκείνη έκταση που καίγεται μες στην έξαψη και το μαύρο φως. Ρυθμός και την ίδια ώρα η άρρυθμη βοή του Λεωνή του Θεοτοκά που γίνεται ζωή μες στις φλόγες της νύχτας. Ο Ελπήνωρας, σοφότερος, ένα συντρίμι που ανεβαίνε προς την Άρκτο αφήνοντας χώρο για κάθε λογής θαύμα. Για κάθε λογής θάνατο, γιά κάθε τελευταία θέληση ναυαγισμένη, για κάθε άνεμο. Η Κίχλη και η Αμοργός είναι οι φωνές που φέρνουν αυτές οι πνοές, είμαστε εμείς οι ίδιοι που κυλούμε, που χανόμαστε και ξανά κερδίζουμε τη φωνή μας μες στους στίχους. Στο μέσον μιας θάλασσας όπως η δική μας μπορούμε να φέρουμε στο φως γυαλιά, σημάδια, συντριβές κάθε είδους, ναυαγισμένα πλοία και των λαχανόκηπων τους κυκλώνες. Πρόκειται για δυο έργα που θα μπορούσαν να σταθούν επαρκέστατα ως σχόλια της συνείδησής μας, του κοινού μας δεσμού που επανέρχεται στο φως φορτωμένο τώρα την προίκα μιας οικουμενικής, αιγαιακής πολιτείας. Ένα τελευταίο τοπίο, πέραν του οποίου λίγες μόνον εικόνες θα Ν. Γκάτσος – Αμοργόςμπορούσαν να σταθούν ισάξιες. Μες στα ήμερα, τα γιορτινά μάτια των ποιητών γίνονται πράξη οι συμφωνίες των άνθεων και άλλα ακαθόριστα, πράγματα ασχημάτιστα. Η άλλη θάλασσα του  νέου ποιητή, η σπασμένη φωνή και η γεύση απ΄τον αποχαιρετισμό των ναυαγίων, των περιβολιών την εγκατάλειψη και την ευτυχία. Τη γεύση των μεγάλων και των μικρών λεπτομερειών του έρωτα και της ζωής μας τη διαβάζουμε μες στις ανταύγειες των στίχων.  Παραδομένοι στους μεγάλους χειμάρρους οι Σεφέρης, Γκάτσος και Ελύτης αργότερα, μεταβάλλονται στους παριόντες, τους πορευόμενους προς μια άλλη ανάγνωση του ελληνικού και του κόσμου.  Τα ποιήματά τους καθοδηγούνται απ΄τον καλό άγγελο. Πρόκειται για πράξεις, για μνήμες των ματιών, ένα αισθητικό ανάλογο των πολύπτυχων καθρεφτών του Ιησουίτη μοναχού. Στη διατύπωση του Π. Φωρ για την Μεγάλη Ελλάδα που επανέρχεται στην Κίχλη αναφέρεται. Η αυτοκρατορία της Μ. Ελλάδας συνίσταται σ΄έναν τύπο γραφής, ένα νόμισμα, ένα μπολιασμένο φυτό, μια τολμηρή χειροτεχνία, η μαγεία μιας επαναστατικής κουλτούρας. Αυτήν την τελευταία συμμερίζονται ως τα βάθη της καρδιάς τους όσοι έγραψαν κάποτε με τη φαντασία τους στραμμένη σ΄όλους τους καιρούς. Ο Μπολιβάρ, η Κίχλη, η Αμοργός είναι ποιήματα ελληνικά, αντλούν μα δεν παραπέμπουν σε καμιά πραγματικότητα, δεν λειτουργούν μεταβατικά, δεν έχουν γεωγραφίες, εκτείνονται έξω και πέρα από κάθε μονομέρεια. Το ένστικτο του ποιητή είναι εκείνο που καθορίζει τους κανόνες. Η πίκρα του και η ομορφιά του κόσμου. Ο ένας στον Πόρο και ο άλλος στο νησί του, σκηνοθετούν όσα υπάρχουν, στήνουν μερικές, μυθολογικές σκηνές μες στη σιωπή μιας σκληρής περιόδου, δίχως τέλος. Η φαντασίωσή τους εκτιμά ξανά τα κεκτημένα, όπως εύστοχα παρατηρεί η Λίζυ Τσιριμώκου στο πεπραγμένα του συνεδρίου για τον Αρκά ποιητή. Η Αμοργός κοιμάται μες στη στέρνα και αποκαλύπτεται όπως η μυθική πόλη των Καλαβρύτων. Στον Πόρο θα πετάξει η μαύρη πεταλούδα του Μίλτου Σαχτούρη, στον Πόρο που τα ναυάγια αποκτούν ζωή, που κουβαλούν την λαϊκή μυθολογία και ανανεώνουν όλα τα σύμβολα. Γι΄αυτήν γράφονται τα δυο ποιήματα, στους κόλπους της διαμορφώνουν τ΄αντανακλαστικά τους και κορυφώνονται για ν΄αποτελέσουν αντικείμενο μελετών και προσεγγίσεων. Έξω από τα ρεύματα, στον κατάλληλο ρυθμό που μόνοι ανακαλύπτουμε καθώς οι στίχοι εξαπλώνονται πέρα απ΄τα όρια του λόγου ίσα με την καρδιά μας. Η Κίχλη είναι εξίσου εξωπραγματική, μια φαντασμαγορία, ένα ποιητικό ανάλογο του ελέφαντα και του κοριτσίστικου στήθους. Μες στο ίδιο περιβάλλον τα ποιήματα έλκονται, λαμβάνουν αντίθετες πορείες, άλλο είναι το αίσθημά τους και άλλοτε κοινή η εικονοποιία τους. Συναντιούνται στον επικό ρυθμό του πεπρωμένου και των χωρών του ανθρώπου, αφοπλίζοντάς μας με την πυκνότητά τους, επιβάλοντας την περιπλάνηση. Είναι τόποι κλειστοί τα δυο ποιήματα, ο μύθος τους ανήκει στην κατηγορία των θαυμάτων που κάνουν εκστατική τη ζωή μας. Στίχοι εξαρθρωμένοι, εικονογραφίες, η μυθική γλώσσα που μόνο αυτή μπορεί και γεννά κάθε σημαινόμενο. Στην εκφορά της αρμώνεται η Αμοργός, στο κύλησμά της υποκλίνεται ο Σεφέρης μαζί με τα πρόσωπα, τις φωνές, όλο του το φως.  Απ΄τους δρόμους που άνοιξαν οι ποιητές, φθάνει ολόκληρη η μεταπολεμική ποίηση.

Ακόμη και αν όλα τα παραπάνω δεν πείθουν και μοιάζουν να δοκιμάζονται από σοβαρές ελλείψεις, μπορεί κανείς βάσιμα να υποστηρίξει πως τόσο η Κίχλη όσο και η Αμοργός συμμετέχουν στ΄αποκαλυπτήρια της γλώσσας που ρέει, στην επίτευξη μιας θαυμάσιας ισορροπίας ανάμεσα στην παράδοση και τη λαογραφία της αληθινής ζωής, στο τραγούδι ενός ξέφρενου κόσμου, στον αθώο θάνατο ενός Ελπήνωρα ή ενός παιδιού. Ο Θανάσης Χατζόπουλος  χαρακτηρίζει την Αμοργό εσπεράντο της ύπαρξης, μια γλώσσα πανηγυρική θα λέγαμε. Οι πατρίδες της Κίχλης είναι πάντα δεμένες στα πανιά. Ο τόπος είναι λοιπόν που πάντα ταξιδεύει και η μνήμη που πάντα ξαναλέγεται αλλιώς μες στον αιώνιο κανόνα των επαναλήψεων κυρία Στάϊν. Σεφέρης και Γκάτσος εποφθαλμιούν τ΄άστρα. Το γιγάντιο μενουέτο τους ήταν και παραμένει η ιστορία αυτού του κόσμου, του μικρού, του μέγα. Η εκδοχή  τους υπήρξε ανέκαθεν μια άλλη γλώσσα. Γέννημα ενστίκτου.