Zητήματα ετερότητας και υβριδικότητας στο έργο “Ο Συνταγματάρχης Λιάπκιν” του Μ. Καραγάτση.

karagatsis2γράφει η Νάκα Παρασκευή

 

Εν καιρώ οικειότητας και ανοικείωσης, φενάκης και λήθης, παροξυσμού, κοινωνικών και πολιτισμικών αναταραχών αναδύεται η ανάμνηση της Ιδέας Άνθρωπος. Πλατωνική ως προς τη σύλληψη και ανέπαφη οικειοποιείται στο λεξιλόγιο, διατηρώντας το σημαίνον μα αλλοιώνοντας το σημαινόμενον. Διότι η γνησιότητα του ανθρώπινου όντος ως προτύπου φαίνεται στη στάση του έναντι του αλλότριου, του μη ταυτοσήμου, του διαφορετικού. Αυτό που φταίει είναι πώς όταν συνηθίσει το μάτι μας στο σκοτάδι αρχίζει να βλέπει μέσα σ’ αυτό ή έτσι τουλάχιστον νομίζει. Και αυτό το λίγο φως αρκετό για την κίνηση και την οριοθέτηση μας στο χώρο κρύβει μεν τις ατέλειες αλλά περιστοιχίζεται από τις σκιές. Μεταφέροντας αυτό το παιχνίδι φωτός και σκιάς στις διαπροσωπικές μας επαφές, βλέπουμε να περιοριζόμαστε στο σκοτάδι της συνήθειας, να εκτιμούμε το όμοιο, το παρόμοιο, ιδανικό και ευπρόσδεκτο εξωθώντας το γειτονικό, το παραπλήσιο ως εκφυλισμένο και αλλοτριωμένο. Είναι η στιγμή που το ξένο φαντάζει παράξενο, η στιγμή που η φιλοξενία αφήνει ένα ελάχιστο μνημονικό ίχνος ως προς επίρρωση της ύπαρξης της. Ανιχνεύεις το διαφορετικό και όταν το βρίσκεις το διώχνεις γιατί πολύ απλά δεν έμαθες να το σέβεσαι. Διότι είμαστε μεν καλοί στην θεωρητική ανεκτικότητα, οικειοποιούμαστε το άγνωστο μόνο στην φαντασία, γιατί η μισαλλοδοξία και η ξενοφοβία εάν θα είχαν χρώμα θα ήταν το κίτρινο, το χρώμα της κακίας, εάν θα είχαν γεύση θα ήταν πικρή και εάν θα είχαν χαρακτήρα θα ήταν άδικος. Και από την άλλη ο ξένος, ως φυλή και ως αίμα, με μια βαλίτσα ονείρων και αναμνήσεων, ο ντόπιος – ξένος, ως αποκλίνων και ξεχωριστός προσπαθούν να εναρμονιστούν σε έναν κόσμο αντιθέσεων και αντιφάσεων. Ίσως βέβαια το πιο σημαντικό είναι όταν ο ξένος δεν ανιχνεύεται στη φιγούρα του πλήθους αλλά στο είδωλο στον καθρέπτη, όχι στο εκεί αλλά στο εδώ, όταν δηλαδή ο ξένος γίνεται ξένος ως ο άλλος μου εαυτός. Και έτσι η ετερότητα χάνει τη σημασία της αφού η ουσία της είναι η ετερότητα του ομοίου, η διαφορετικότητα της ομοιότητας, η ταυτότητα της μη ταυτότητας. Και η μορφή του ξένου δυναμική ως προς την όψη της περνά λειτουργικά και στο χώρο της λογοτεχνίας. Η πολιτισμική εικονολογία (imaginologie) διερευνά τις μορφές του έθνους, καθώς και τις πολιτισμικές εικόνες, δομήσεις και ιεραρχήσεις που υφίστανται[1]. Και ο ξένος ως λογοτεχνικός ήρωας, υποφέρων και πάσχων υπόκειται στο παιχνίδι γραφής του συγγραφέα, ένα παιχνίδι που αναδύεται σε κάθε λογοτεχνική απόπειρα συγκρότησης του Εαυτού- ατομικού και συλλογικού έναντι του Άλλου ως αντικείμενο εξωτισμού, αποκλεισμού και εξόντωσης. Η θέση του αναγνώστη κρίνεται εδώ λειτουργική καθώς καλείται να αναγνώσει τα κείμενα με θεματικό άξονα τον ξένο όχι ως κείμενα αναγνώσιμα (lisible) αλλά ως κείμενα επανεγγράψιμα (scriptible)[2], ως κείμενα που να τροφοδοτούν την ερμηνεία πολλαπλών νοηματικών αξόνων, την οπτική γωνία του ξένου μέσα από την οπτική του αναγνώστη και του συγγραφέα, τις σχέσεις αιτίων- αιτιατών, την αλληλουχία των γεγονότων. Η παρούσα εργασία θα επικεντρωθεί στην προσέγγιση του έργου Ο Συνταγματάρχης Λιάπκιν του Μ. Καραγάτση. Σκοπός είναι να αναδειχθούν οι βασικές σκέψεις γύρω από τα ζητήματα της ξενότητας, νόστου, και του εγκλιματισμού  στο νέο γίγνεσθαι,  στο νέο υπάρχειν.

Στο έργο Ο Συνταγματάρχης Λιάπκιν παρακολουθούμε την ιστορία του αυτοεξόριστου Νταβίντ Μπορίσιτς Λιάπκιν  από τη στιγμή που φτάνει στον ελλαδικό χώρο  και βρίσκει εργασία στην Αβερώφειο Γεωργική Σχολή στη Λάρισα. Πρόκειται για έναν άντρα περίπου πενήντα χρόνων, μόνο, εραστή και πότη, ο οποίος σιγά σιγά προσαρμόζεται στο λαρισινό κοινωνικό περιβάλλον. Ο ίδιος παντρεύεται στην Ελλάδα την Κατερίνα(παλιά πόρνη) και αποκτά μαζί της αρκετά παιδιά. Βλέπουμε όμως σταδιακά να γίνεται μπεκρής, βίαιος και πιο απότομος με την οικογένεια του οδηγούμενος μοιραία στο δρόμο της αυτοκαταστροφής που ο ίδιος χάραξε. Καταλυτικός παράγοντας της ατομικής καταστροφής κρίνεται  η άφιξη της κόρης του, Λιούμπας από την Ρωσία καθώς η ίδια αποκαλύπτει τη δολοφονία της μητέρας της από τον ίδιο. Το τέλος βρίσκει τον Λιάπκιν απελπισμένο και απογοητευμένο να οδηγείται στην αυτοκτονία πέφτοντας στον ποταμό.

Έπειτα από αυτή την αναγκαία εισαγωγή επανερχόμαστε στην ουσία της παρούσας μελέτης δηλαδή στην  πραγμάτευση των προλογικών εννοιών όπως αυτές διαφαίνονται μέσα στο έργο. Αρχικά, παρατηρούμε ότι το αίσθημα της νοσταλγίας διαφαινόμενο μέσα από τα μάτια του  Λιάπκιν και των Ρώσων προσφύγων εξελίσσεται κλιμακωτά μέσα στο έργο. Τα συναισθήματα βαίνουν σε μια κορύφωση και έπειτα  σε μια πτώση. Έτσι, οι πρόσφατες μνήμες οδηγούν στη έντονη αναπόληση του παρελθόντος με κλαυθμηρικό τόνο. Σταδιακά, ο χρόνος οδηγεί στην απόσβεση της ειδυλλιακής μνήμης παρέχοντας αισθήματα ανίας και πλήξης. Τονίζουμε επίσης τη διφυή μορφή της ξενότητας τόσο σε ένα επίπεδο εξωτερικό όσο και σε ένα εσωτερικό. Στο πρώτο επίπεδο διακρίνουμε το αναμενόμενο- ανοικειωτικό αίσθημα του ξένου προς το νέο έδαφος, τη νοοτροπία και την κοσμοαντίληψη των γηγενών. Ενώ,  αντίθετα η εσωτερική ξενότητα πηγάζει από τον ίδιο τον εαυτό εκδηλωμένη στους άλλους και στο Εγώ.  Διότι εκεί όπου αρχίζει ο εγκλιματισμός στο νέο γίγνεσθαι, χάνεται ο εγκλιματισμός μέσα στον ίδιο τον εαυτό, αποδεικνύοντας εν τέλει ότι ο πρώτος δεν επετεύχθη ποτέ. Σχηματοποιώντας την ξενότητα, θα μπορούσαμε να φανταστούμε έναν εξωτερικό ομόκεντρο κύκλο, ο οποίος ταυτίζεται με το εξωτερικό περιβάλλον, να περικλείει έναν δεύτερο εσωτερικά, αναφορικά με τους άλλους και με κέντρο το Εγώ. Και η μνήμη με τη σειρά της έρχεται να αποδείξει ότι στα άδυτα της ψυχής κρύβεται ο πιο σκοτεινός εαυτός, αυτός που φοβόμαστε, δεχόμαστε και θα αποκαλυφθεί μοιραία. Το νηπενθές φάρμακο αυτής η λήθη σπάνιο να βρεθεί και να ανακουφίσει τον εαυτό μας από το ψυχικό βάρος του παρελθόντος. H μνήμη διαρθρώνεται ως φανερή και ως υπόκρυφη – σκιερή. Η πρώτη άρρηκτα συνυφασμένη με το αίσθημα της νοσταλγίας μεταβιβάζει τις φιλορωσικές σκέψεις και την πατριδολαγνεία των προσφύγων. Ενώ η υπόκρυφη μνήμη αντλείται από τα μύχια της ψυχής αναδυόμενη σταδιακά κατακλύζοντας όλο το Είναι του Λιάπκιν. Η μνήμη αυτή σχετίζεται με το παρελθόν στην Ρωσία και την απογοητευτική ενθύμιση αυτού.

Επανερχόμενοι στην αρχή του κειμένου, παρατηρούμε τον Λιάπκιν συγκρατημένο ως προς τα φιλορωσικά του αισθήματα. Κρατά την τελευταία πικρή γεύση της πατρίδας ενώ παράλληλα δεν εκφράζεται με έντονα ρήματα ψυχικού πάθους σε α’ ενικό πρόσωπο:

 

«Δεν νοσταλγείτε τη Ρωσία; – Τη Ρωσία την αγαπώ, όσο τουλάχιστο κι εσείς. Αλλά… Η μορφή του Λιάπκιν σκοτείνιασε: – Η Ρωσία δεν είναι πια εκείνη που γνωρίσατε κι αγαπήσατε. Ένας Θεός ξέρει πόσο θα βαστάξει αυτή η δοκιμασία… Γίνηκε σιωπή. O Λιάπκιν αναστέναξε».

 

Εν συνεχεία, όμως φαίνεται ο ίδιος να παραδίνεται σε ένα παιχνίδι ονειροπόλησης και αναμνήσεων, συμφυρμού παρελθόντος και παρόντος, οραματικής πραγματικότητας και αθέλητης φρεναπάτης:

 

«Όλ’ αυτά ήσαν αρκετά για να φέρουν στη μνήμη του συνταγματάρχη Νταβίντ εικόνες κάποιου περασμένου καιρού: το πεδίο ασκήσεων του Τσάρκογιε Σελό. Τα παλικάρια του συντάγματος Πρεομπραζένσκι παρελαύνουν χτυπώντας το χώμα με μπότες αδέκαστες. Οι Κοζάκοι της φρουράς καλπάζουν σε σχηματισμούς αψεγάδιαστους. Οι χρυσομέταξες σημαίες πλαταγίζουν στον άνεμο. Οι σάλπιγγες διαλαλούν την πίστη ενός ολόκληρου στρατού στο Θεό και το τσάρο. – Ο τσάρος! Ήταν μια έφιππη ομάδα από χακί και χρυσάφι, που μετάλλαξε το θελημένο όραμα του Λιάπκιν σε αθέλητη φρεναπάτη».

 

Σε επόμενες σελίδες ο Λιάπκιν φαίνεται να εγκλιματίζεται στη νέα του ζωή ως εξωτερικός και επιφανειακός φορέας της νέας κουλτούρας καθώς ο εσωτερικός  του εαυτός μένει ανέπαφος με το κοινωνικό γίγνεσθαι:

«Σύντομα ο κόμης Νταβίντ Μπορίσιτς Λιάπκιν εγκλιματίστηκε στη νέα του ζωή, Πάντα καλοντυμένος με τη χακή στολή και τα παράσημα, επιστατούσε την περιποίηση των αλόγων Αποδείχτηκε καλός δουλευτής, ικανός, επιμελής, με άριστο διοικητικό [..] Ζούσε μόνος, δίχως φίλο ή παρέα».

 

O ενδόμυχος πόθος για το νόστιμον ήμαρ με αφορμή την αρμονία της μουσικής ξεσπά και κατακλύζει τον ήρωα μέσα στην υποβλητική εικονοποιία του λευκού χιονός – σελήνης υπό τον ρεμβασμό του φωτός. Αισθήσεις και αισθήματα, χρώματα χαμένα και ξεθωριασμένα, νικημένα από τα δάκρυ της ψυχής υποβάλλονται στο άγγιγμα της φεγγαροντυμένης και χιονισμένης νύχτας:

 

«Και τότε αντήχησε μια αρμονία. Ήταν ο Λιάπκιν, που έπαιζε μπαλαλάικα. […] η μπαλαλάικα του Λιάπκιν τους ξανάκανε ανθρώπους […] Η ματιά του Λιάπκιν αγκάλιασε το πάλλευκο άπειρο και μέθυσε με το φως του. Ήταν η ρουσική στέπα που γήτευσε τα μάτια του […] Δάκρυα κυλάν στο ταμπακιασμένο μάγουλο του Λιάπκιν, τρέμει το στόμα του, ραγίζει η φωνή του μα τραγουδάει τον πόνο του με την επιμονή ανίκητης ψυχής και νικημένης θέλησης. Είναι το δικό του δράμα που τραγουδάει. Πότε θα ξαναιδή την πατρίδα του πότε;»

 

Μπροστά σε αυτό το  έντονο ψυχικό παραλήρημα διαπιστώνουμε το αίσθημα ανοικείωσης των ελλήνων προς το ξένο. Ο Έλληνας αναγνωρίζει σε αυτό τον λαό μια ανθρωπιά τόσο διαπεραστική που θα άγγιζε τα όρια της απανθρωπιάς, μια έντονη διασύνδεση αδυναμίας με δύναμης, μια αρμονία χαράς και λύπης:

 

«Οι Έλληνες […] άκουγαν τις πρωτόγνωρες αρμονίες με καρδιά σφιγμένη. Ένας άγνωστος κόσμος πρόβαλε μπρος στα μάτια τους,την αυγή του καινούργιου τούτου χρόνου. Η φωνή ενός λαού ανθρώπινου- τόσο ανθρώπινου που αγγίζει το απάνθρωπο- με ψυχικότητα τόσο υπερτροφική , που εξουδετερώνει, καμιά φορά το ψυχικό ελάχιστο, ενός λαού γνώστη της δύναμης και της αδυναμία του, απόθεσε σφραγίδα καυτερή στις καρδιές των πανέξυπνων ανθρώπων της Μεσογείου».

 

Τα ερεθίσματα που ο ίδιος λαμβάνει από το περιβάλλον του,  οι φιγούρες των ανθρώπων που προσιδιάζουν σε καρικατούρες  τον οδηγούν αναπόφευκτα στην πεποίθηση ότι θα ήθελε να είναι υπήκοος μόνο του ρωσικού κράτους. Διαπιστώνει την εγγενή διαφορά από εκείνους. Είναι δύσκολος ο προσανατολισμός του Εγώ μέσα στο περιχαρακωμένο καθεστώς των μικροαστικών αντιλήψεων. Για εκείνον το πνεύμα της συμφεροροντολογίας καθιστά αδύνατη τη φιλική και αρμονική συνάντηση του εγώ προς το εσύ:

 

« Ας μιλήσουμε ειλικρινά. Αγαπώ την Ελλάδα, που με δέχτηκε τόσο στοργικά. Αν όμως μπορούσα να διατηρήσω τη ρωσική υπηκοότητα δεν θα γινόμουν πολίτης κανενός άλλου κράτους […] Ποιοί ήσαν οι Λαρισινοί τηε σειράς του; Ο ελαφρά κι ανόητα αριστερίζων και διανοούμενος κ.Αλευράς […] ο Δεντρόπουλος, ζηλότυπα ανήσυχος για τη διαγωγή της όμορφης γυναίκας του […] Ο Νομάρχης υποκείμενο ανεκδίηγητο. Οι καθηγητές με τις ίδιες κουβέντες για τα ιδιαίτερα της υπηρεσίας […] Κι όλοι τους […] περίμεναν την ώρα του φαγητού και του απόπατου, αυτών των δύο μεγάλων ηδονών και ανησυχιών της μικροαστικής επαρχιακής ζωής».

 

Από την άλλη μεριά όμως το φιλορωσικό αυτό και  οικείο αίσθημα για τον Λιάπκιν γίνεται άγνωστο για τον Αρκάνωφ, παλιό αριστοκράτη της Ρωσίας, ο οποίος στο πρόσωπο των Ρώσων διακρίνει την αχαριστία:

 

«Ο Αρκάνωφ […] άρρωστος, κατάμονος και πανάθλιος, έλπισε πώς οι πρόσφυγες συμπατριώτες του, που άλλοτε τους είχε ευεργετήσει – και που μπόρεσαν να γλιτώσουν την περιουσία τους θα τον βοηθούσαν. Μα παντού βρήκε την πιο στυγνή αχαριστία. Έτσι κατάντησε στη Λάρισα φτωχός, πειναλέος κι ετοιμοθάνατος και γίνηκε λούστος»

 

Την άνοιξη κατέφθασαν κάποιοι πρόσφυγες από τη Ρωσία. Σαν μια άλλη χαριστική βολή κινητοποιούν το Λιάπκιν στην άρνηση του παρόντος για τις στάχτες του ξεθωριασμένου παρελθόντος. Μάτια, δακρυσμένα, νοσταλγικά, χαμένα σε αλλοτινές εποχές υποβαστάζουν τη στιγμή σαν μια μικρογραφία της χαμένης αληθινής ζωής τους. Με τη δύναμη τη σκέψης ενώνουν τα κομμάτια της ραγισμένης ψυχής μέσα στην υποβλητικότητα τη μαγείας του βιολιού με τη μπαλαλάικα:

 

«Η νοσταλγία του είχε ρημάξει την καρδιά. Κοντά του θυμήθηκε πώς είναι Ρώσος. Ξαναζωντάνεψαν οι παλιές αγαπημένες εικόνες της πατρίδας. Μίλησαν για τη Ρωσία, συγκινήθηκαν, έκλαψαν[…] και δάκρυζαν τα μάτια του καθώς τα δάκτυλα του χάιδευαν τις χορδές της μπαλαλάικας. Ήταν το σπίτι, η γυναίκα, το παιδί, η συντροφιά με τους συμπατριώτες που ζωντάνευαν τη νεκρώσιμη νοσταλγία και την έκαναν αβάστακτη».

 

Ο πανδαμάτωρ χρόνος όμως μπορεί να σε κάνει να αναθεωρήσεις για πολλά αποκτώντας λογική και αναγκαία ψυχραιμία για τη διευθέτηση του μέλλοντος:

 

«Ποιό είναι ωραίο; Το να γυρίσουμε στην πατρίδα […] Όσο για μένα που είδα εδώ στην Ελλάδα τι είναι περίπου μια δημοκρατία, αρνούμαι κατηγορηματικά να ξαναγίνω στη Ρωσία, μέλος της τάξης των καταπιεστικών προνομιούχων»

 

Ίσως βέβαια και τα ψυχικά αποθέματα να εκμηδενίζονται σιγά σιγά, η διάθεση για εσωτερική αναγέννηση να έχει χαθεί και η Ρωσία να φαντάζει μια γλυκιά εικόνα του παρελθόντος.

 

«Ήξερε πώς γι’ αυτόν ο γυρισμός στη Ρωσία ήταν αδύνατος […] Δεν είχε κουράγιο, στα εξήντα του χρόνια, να φτιάσει για τρίτη φορά στη ζωή του».

 

Ακόμη κι οι καθημερινές φιλορωσικές συζητήσεις των μεταναστών αρχίζουν να ξεθωριάζουν πλέον ως κοινότυπες και ανούσιες. Η συνήθεια και η ρουτίνα της καθημερινότητας επιβάλλουν απλά την ύπαρξή τους. Οι ίδιες έχασαν τη γλυκιά γεύση της ανάμνησης και απέκτησαν τη γεύση της αναμασημένης τροφής. Στέκουν άχρωμες και ομιχλώδεις στο βάθος του ορίζοντα, στην άκρη της σκέψης, στην άβυσσο των πεπαλαιωμένων συναισθημάτων.

 

«Το πιο συνηθισμένο θέμα τους ήταν πάντα η Ρωσία. Με τον καιρό οι ελπίδες χλώμαιναν […] η αρχική νοσταλγία έπαιρνε χρώμα απροσδιόριστο, εγκεφαλικό, αρκετά φιλολογικό και πεθαμένο. Ξακολουθούσαν να ενδιαφέρονται για την πατρίδα τους από συνήθεια, ίσως κι από ανία και μιλούσαν για να μιλούν, επειδή δεν είχαν τίποτα άλλο να πουν».

 

Και η κατάσταση μέρα με τη μέρα, λεπτό με λεπτό, στιγμή με στιγμή επιδεινώνονται. Οι μέρες περνούν αδυσώπητα, χωρίς ενδιαφέρον μέσα συνθλιβόμενες στον χώρο του Ιδεατού.

 

«Δεν είχαν τίποτα να πουν πια, αναμασούσαν τις ίδιες φαντασιοπλήξεις. Περίμεναν καρτερικά, μοιρολατρικά κι αυτοί δεν ήξεραν τί… το ενδιαφέρον τους για τη Ρωσία κατάντησε ολοένα πλατωνικό..».

 

Παράλληλα σε αυτή την νοσταλγική μνήμη της πατρίδας αναδύεται, όπως επισημάνθηκε και και μια υπόκρυφη μνήμη θαμμένη στα άδυτα της ψύχης. Καλά εσωτερικευμένη γίνεται φανερή, όπως προαναφέρθηκε προς το τέλος του κειμένου. Εδώ καταλυτικός παράγοντας φαίνεται να είναι η επιστροφή της κόρης του Λιούμπας και η αποκάλυψη της δολοφονίας της γυναίκας του από εκείνον. Η θύμηση στέκεται δύσκολος κριτής της παλιάς ζωής και της αμαρτίας:

 

«Θέε μου δεν πιστεύω πια σε σένα. Δεν πιστεύω πια σε τίποτα. Κι όμως προσεύχομαι. Γιατί απ’την παλιά πίστηη απομενει η θύμηση…Θέε μου, συχώρα τον αμαρτωλό».

 

Στο σημείο αυτό θα μεταβούμε στο δεύτερο επίπεδο ξενότητας  του ήρωα όπως εκείνος την εσωτερικεύει και εξωτερικεύει στους γύρω του. Αρχικά, ο  Λιάπκιν φαίνεται να είναι ο φορέας μια ανόθευτης και ανιδιοτελούς αγάπης προς την Κατερίνα σε σημείο η ίδια να εκπλήσσεται ευχάριστα. Έτοιμος ο ίδιος για ένα νέο δυναμικό ξεκίνημα νιώθει χαρούμενος για τον ερχομό του γιου της Κατερίνας στο σπίτι. Φαίνεται στοργικός πατέρας και ιδανικός σύζυγος:

 

«Ο Λιάπκιν βόλεψε με φροντίδα το νέο του σπιτικό. Αγόρασε έπιπλα απλά και καλόγουστα […] Η Η Κατερίνα δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια της. Τον κοιτούσε συνεχώς στα μάτια. Σαν να ήταν μόνη έκλαιγε, ώρες ολόκληρες, σε ξέσπασμα γαληνεμένης ευτυχία».

 

Σιγά σιγά όμως αυτή η ειδυλλιακή ατμόσφαιρα αρχίζει να τρεμοσβήνει και την ψυχική αυτή νηνεμία να διαδέχονται οι οικογενειακές ταραχές και συγκρούσεις. Έτσι, ο Λιάπκιν παρουσιάζει ένα άλλο πρόσωπο, μια άλλη διαφορετική φιγούρα. Επιστρέφοντας στην παλαιά κραιπάλη της μέθης, γίνεται πιο κλειστός, αδιάφορος, ένας ξένος στην ίδια του την οικογένεια. Η μέθη άρχισε να μεταλλάσσει το χαρακτήρα του οδηγώντας τον σε μια δυσφορία που ξέσπαγε σε εκδηλώσεις κακίας:

 

«Ο Λιάπκιν ξαναγύρισε στην παλιά του κραιπάλη, και μάλιστα χειρότερα από πριν. […[ Μα οι παλιές τρυφερότητες σταμάτησαν[…] Τις ώρες που ο Λιάπκιν ήταν μεθυσμένος δειχνόταν, σκληρός βίαιος, ακαταλόγιστος […] …»

 

Από το σημείο αυτό φαίνεται ξεκάθαρα να οδηγούμαστε μοιραία στη σταδιακή πτώση του Λιάπκιν μέχρι το μοιραίο και άδοξο τέλος, την αυτοκτονία. Δεν υπάρχει επιστροφή. Η όποια ευτυχία  απεδείχθη παροδική και νεφελώδης. Συνετρίβη γύρω από το μοχλό της μνήμης γύρω από το αδυσώπητο τέλος που εγχάραξε το παρελθόν στο παρόν.

[1]                 Φραγκίσκη  Aμπατζοπούλου, «Η πολιτισμική εικονολογία και οι στόχοι της», Διαβάζω, τχ. 417, 2001, σ. 92-95

[2]                   Barthes Rolan, S/Z, Αθήνα : Νήσος, 2007