“Ηρώ και Λέανδρος διάφανοι”

αρχείο λήψης (2)Θα `ρθει την ώρα

που σπαράσσεται το φως μου
κι εκλιπαρώ φανατικά

λίγη γαλήνη.

Μέρες Αργίας

Δ. Καψάλης

γράφει ο  Απόστολος Θηβαίος.

Διαβάστε όλες τις επιφυλλίδες του Απόστολου Θηβαίου στο 24grammata.com κλικ εδώ

Ο Νίκος Εγγονόπουλος στήριξε ολόκληρη τη ζωή του στη σημασία της τέχνης. Με το υλικό της δοκίμασε να καταργήσει ολόκληρη τη μοναξιά του κόσμου. Για τον σπουδαίο ζωγράφο και ποιητή η δημιουργία πρέπει να περιέχει και όντως περιέχει μια αληθινή, ανθρώπινη παρουσία ζωντανή, αναντίρρητη, σε διαρκή και αμείωτη εγρήγορση.

Τέτοια ήταν η τέχνη του Ανεστόπουλου που σήμερα κάνει τα κρίνα να μοιάζουν πιο διάφανα από ποτέ. Ο σπουδαίος συνθέτης και επικεφαλής ενός απ΄τα συγκροτήματα που αναμόρφωσαν την ελληνική, ροκ σκηνή, διαμορφώνοντας μια ολόκληρη κουλτούρα για τις νέες γενιές των δεκαετιών του ΄80 και ΄90 αφήνει σήμερα την τελευταία του πνοή. Νικημένος από την επάρατο νόσο θα παλέψει με όλες του τις δυνάμεις για να κερδίσει  την αθανασία που η μοίρα μας επιφυλάσσει. Οι Μέρες Αργίας που κάποτε ονειρεύτηκε ο Διονύσης Καψάλης τώρα λάμπουν στο πρόσωπο του Ανεστόπουλου. Μέρες που στέκουν έξω απ΄τους κανονικούς ρυθμούς αυτού του κόσμου, συγκυρίες εορταστικές για τους λίγους μυημένους. Οι άλλοι πια ξεχάστηκαν, τα κρίνα μαράθηκαν πριν το τέλος του παλιού αιώνα. Οι ξεχωριστές ευκαιρίες που μας επιφύλασσαν τα Διάφανα Κρίνα αφορούν μια παλιά και ξεχασμένη πια εποχή. Είναι φωτογραφίες απ΄τον καιρό της νιότης μας, μικροί και μεγάλοι σταθμοί όταν η μόνη μας ελπίδα στηριζόταν στον έρωτα. Οι στίχοι του Διονύση Καψάλη λόγια που κερδίζουν κάθε μέρα όλο και περισσότερο ύψος, λόγια βγαλμένα απ΄την ψυχή, προικισμένα με το θάρρος της ζωής. Ανάγλυφα, όπως υπέδειξε ο Ροντέν. Στίχοι του ποιήματος που τελικά υπήρξαμε σ΄όλη μας τη ζωή. Ο Θάνος Ανεστόπουλος φεύγει με την αγάπη του στην ύστατη ακμή της, λάτρης των πενταγράμμων, με τη μουσική του να αναγορεύεται σήμερα σε φυλαχτό ενός παλιού καιρού. Ένα είδος γρήγορου αιφνιδιασμού ,  από την εφήμερη και καταλυτική παρουσία του  μας κρατά ακόμη ζωντανούς. Ο Ανεστόπουλος και το συγκρότημά του καταχωρούνται σήμερα στην μουσική ιστορία αυτού του τόπου. Είναι μέρος του βηματισμού της, της λύτρωσής της η μουσική των Κρίνων έτσι όπως κερδίζει και χάνει την έντασή της, πατώντας πάνω σε μια ποίηση που μπορεί να αντέξει φεγγάρια, ποιήματα και μια έξαλλη και μακρά περίοδο εντόπιας ενηλικίωσης. Το νεύρο των Διάφανων Κρίνων δεν αποτελεί παρά ένα είδος κεραυνού που ποτέ ξανά δεν θα αναστηθεί. Πρωτίστως γι΄αυτό ο χαμός του Ανεστόπουλου στις αρχές του φθινοπώρου, αποκτά τόσο βάθος, καθώς μαζί του δεσμεύει για πάντα μια ιδέα απ΄τις αφετηρίες της ζωής μας.

 

Είδα χθες την Ηρώ. Μόνη, με λυτά μαλλιά και πύρινα μάτια έμοιζε απόσπασμα μιας παλιάς παραφροσύνης. Το φόρεμά της, παλιό και φθαρμένο και ο Λέανδρος τόσο μακριά της πια. Πέρασε πια εκείνος ο καιρός που ερωτεύονταν οι δυο τους πλάι στη θάλασσα, που ορκίζονταν στη μεγαλοπρέπεια ενός πελάγους πως για πάντα θα μείνουν μαζί.Τώρα η Ηρώ ζει στην Αθήνα, μιλά με γεφυρισμούς, μόνη λέξη που θυμάται τ΄όνομά του. Διάφανα και ωραία πρωινά που χαθήκατε πια για πάντα. Τώρα την Ηρώ τίποτε δεν την παρηγορεί πια. Χαμένη μες στις αθλιότητες του καιρού της έχει χάσει για πάντα τη φωνή της. Κάτω από μπαλκόνια, διακοσμήσεις, κορνίζες, πολυεθνικές, θέατρα γυρνά και γράφει τ΄όνομά της η Ηρώ. Για εκείνον τίποτε πια, μήτε λέξη. Γιατί ο Λέανδρος πουθενά δεν χωρά πια, έτσι όπως υψώνεται ανάμεσα στα διάττοντα πράγματα της εποχής του. Όταν πονά πολύ η Ηρώ μαζεύει κρίνα και έτσι φασματική διασχίζει τα κοιμητήρια. Στους πιο ανώνυμους τάφους, εκεί που κάποτε κάποιος κοιμήθηκε αφήνει τ΄άνθη. Φορά επίκρανα και φωλιές πουλιών πάνω στα μαλλιά της, η Ηρώ είναι μια ιδέα, ένας παλμός δαιμονικός, σαν αυτούς που φτάνουν με τους ανέμους από μια άγνωστη και μυστική προέλευση.Και άλλοτε, θλιμμένη, σαν θραύσμα καρυάτιδας, μια γερασμένη Αφροδίτη δίχως τον οπλισμό της  γίνεται ποιήμα. Πετά μες στα δωμάτια, καρφώνεται σαν στιλέτο πάνω στο δέρμα του καιρού μας, καλεί σε προσκλητήριο όλα τα θαύματα, όλους τους σχοινοβάτες, όλα τα δράματα. Κάπως έτσι ο χαμός του την πονά λιγότερο. Κάπως έτσι ο Λέανδρος βρίσκει τη θέση του μες στη διαλυμμένη της καρδιά. Εξόριστη, σαν άλλη Αρτεμισία, πλανάται πάνω απ΄τους βράχους, θροίζει μες στα ραδιόφωνα. Κάθε τόσο καταλαμβάνει τους ναούς που εγκαταλείψαμε.