Δημήτρης Πικιώνης

pikionisγράφει ο  Απόστολος Θηβαίος.

Διαβάστε όλες τις επιφυλλίδες του Απόστολου Θηβαίου στο 24grammata.com κλικ εδώ

 

Διαβάστε και το άρθρο  του Αλέξανδρου Παπαγεωργίου για τον Πικιώνη (αγγλική γλώσσα)  εδώ

Η Αθήνα χρωστά την όψη και τη δυναμική της σ΄ένα μοναδικό, ιστορικό παρελθόν.  Το αρχαίο, κλασσικό ιδεώδες, με την ακμή και τη φθορά του, η μακρά και σκοτεινή περίοδος της τουρκικής παρουσίας που τόσο επηρέασε την εξέλιξη της άλλοτε περικλεούς πολιτείας, οι μετέπειτα ρυθμοί εξέλιξης και ανάπτυξης, γεγονότα ιστορικά όπως η μικρασιατική καταστροφή που στιγμάτισαν ανεπανάληπτα την σύνθεση της πόλης και τη μετέπειτα οικιστική της πορεία συνιστούν αποφασιστικούς παράγοντες της ατμόσφαιρας μες στην οποία η Αθήνα διεκδίκησε το νέο της χαρακτήρα. Πέρα όμως απ΄τις επιδράσεις όλων των παραπάνω συνισταμένων, η Αθήνα διαμορφώθηκε απ΄τις μεμονωμένες, αρχιτεκτονικές παρεμβάσεις και προτάσεις ξεχωριστών προσωπικοτήτων, μορφών που σήμερα στέκουν ορόσημα, όχι μόνο για τις εισηγήσεις τους στο επίπεδο του “πράττειν” αλλά και για την πρωτοπορία που συμβόλισε το έργο τους. Ο ακατέργαστος και γνήσιος μοντερνισμός της επονομαζόμενης απ΄την κριτικογραφία γενιάς του 1930 έθεσε τις βάσεις για την αποσύνδεση της ελληνικής κοινωνίας απ΄τον επαρχιωτισμό και την επιφανειακότητα των ηθών και των στοχοθετήσεων. Σ΄αυτήν κατατάσσεται ο Δημήτρης Πικιώνης, ο σπουδαίος αρχιτέκτονας και διδάσκαλος. Εμπευστής πολλαπλών και εναλλακτικών χρήσεων του ολοένα και μειούμενου, αστικού χώρου, ανανεωτής της όψης της αθηναϊκής ακρόπολης απολαμβάνει σήμερα τη μοίρα που επιφυλάσσει ο χρόνος. Λησμονημένος απ΄όλους όσους διεκδικούν μια αναθεώρηση της αθηναϊκής όψης, ο Πικιώνης κερδίζει την αθανασία του σε πείσμα όλων των νέων τάσεων. Απλότητα, ελληνικότητα, σεβασμός και δέος εμπρός στο διαθέσιμο υλικό ενός μοναδικού αστικού χώρου. Με αυτά τα εφόδια αλλά την αναγκαία ποιητικότητα με την οποία οι αληθινοί καλλιτέχνες μπολιάζουν τον κόσμο   ο αρχιτέκτονας Δημήτης Πικιώνης θέτει στο προσκήνιο ένα ολότελα ξεχασμένο είδος ελληνικότητας. Η τέχνη του, δομημένη πάνω στις στέρεες βάσεις μιας εις βάθους ανάγνωσης του εντόπιου κώδικα, προκαλεί σήμερα το ενδιαφέρον με την απλότητά της,  με τη δυναμική της που ακυρώνει κάθε μεγαλεπήβολο σχέδιο των αρχιτεκτονικών οίκων. Όλων εκείνων που μονοπωλούν σήμερα τα σχέδια μιας υπό διαμόρφωση μητρόπολης κρατώντας έξω και πέρα απ΄τη μονομέρεια του άκρατου μοντερνισμού τους τα στρώματα και τις κοιτίδες αυτού του ανατολικού κόσμου. Στους πεπαλαιωμένους και λείους πια απ΄τις διελεύσεις λίθους του μονοπατιού που οδηγεί στον βράχο της ακρόπολης αναγνωρίζει κανείς το βάθος, την κούραση, τη θλίψη και τη γοητεία της πόλης. Στοιχεία παρόμοια με τους περιγραφικούς όρους της βενετσιάνικης ατμόσφαιρας διά χειρός Χένρι Τζέιμης έρχονται να αναδείξουν το έργο του Πικιώνη, πάντοτε σ΄απόλυτη αρμονία με τις ιδιορυθμίες της πόλης και την αναγκαιότητας της προσαρμογής στις απαιτήσεις μιας συγκλονιστικής και αναπόδραστης παράδοσης. Εκείνης που αποκαλύπτει διαρκώς την ενδόμυχη γεωμετρία, μαρτυρία και προϋπόθεση κάθε μεγάλης τέχνης. Άνθρωπος, φύση και αστικός χώρος, όπως ο τελευταίος εικονογραφείται μες στην ακατάσχετη προοδευτικότητα των καιρών μας διαμορφώνουν τον ορισμό της σύγχρονης ελληνικότητας, εκείνης για την οποία ο Δημήτρης Πικιώνης εργάστηκε καθ΄όλη τη διάρκεια της ζωής του. Οι πετυχημένες παρεμβάσεις του στην όψη των περιβάλλοντων χώρων της Ακρόπολης  εμπεδώνουν ένα είδος τέχνης που αναγεννάται εκ των συστατικών του στοιχείων, σε μια άνευ όρων επιβεβαίωση μιας δημιουργικής παρουσίας που ανατρέχει στη διατυπωμένη, ανθρώπινη έκφραση για να εξάγει τελικά το είδος της τέχνης που καθορίζει και διαμορφώνει το χαρακτήρα του προτύπου, αναγεννώντας μοναδικά το δημιουργικό υλικό. Οι διακριτικές παρεμβάσεις του αλλά και οι πρωτότυπες δημιουργίες του Πικιώνη άλλο σκοπό δεν έχουν παρά να αποκαλύψουν εμπρός στα μάτια των αμύητων την μεγάλη Αθήνα που χάθηκε, όπως άλλοτε η Πέργαμος και η Σμύρνη μπόλιασαν με νοσταλγία το έργο άλλων εποχών. Το κατά Σατωβριάνδο πολύ παρελθόν της Ελλάδος, επαναφέρει στο προσκήνιο το ιδεώδες της μορφής και της αυθύπαρκτης παρουσίας της μες στους όρους της παγκόσμιας πραγματικότητας. Ο Πικιώνης, όχι μόνο δεν αντιστέκεται στο μυθικό παρελθόν αλλά αφιερώνει τη μνημειώδη του, επιστιμονική πλέον φροντίδα στην αρμονική συνύπαρξη ανθρώπου και περιβάλλοντος, έτσι όπως αμφότερα τα στοιχεία αυτά δέχονται τις μεταβολές τους, αναζητώντας ένα πεδίο συνύπαρξης  και σύνθεσης νέου και παλαιού. Ο ορθός, επιστημονικός λόγος, η τριβή με την επιστήμη του σε βάθος και έκταση, η διαμόρφωση ενός συγκριτικού μοντέλου που θα επιτρέψει την ανασύνθεση των όρων καθώς και η απαγκίστρωση από τις προκαταλήψεις του παρελθόντος έρχονται για να αποκαλύψουν την ελευθερία και τη διακριτικότητα. Όρους οι οποίοι αθροίζονται σήμερα στην κατάθεση μιας γενικά αποδεκτής αισθητικής. Ενός γούστου που υπενθυμίζει, συνυπάρχει και ανατροφοδοτείται με τις επίκαιρες ανάγκες της πόλης, δίχως να προβαίνει σε κανενός είδους προσβολή ενός ισχυρού παρελθόντος.

Ο Αλέξανδρος Παπαγεωργίου Βενέτας στο αφιερωματικό του κείμενο για τον Δημήτρη Πικιώνη επιβεβαιώνει εν πολλοίς όλα τα παραπάνω. Πρόσθετα, αναδεικνύει τις μαιευτικές, σωκρατικές μεθόδους του αρχιτέκτονα στη μετάδοση των θεμελιωδών όρων της επιστήμης του. Ελληνιστής, ή καλύτερα υπερασπιστής της ελληνικότητας ως ατμόσφαιρα και κεντρικό ήθος, ο καθηγητής Πικιώνης στέκει στην αντίπερα όχθη των ρευμάτων της εποχής του. Σκοπός του δεν είναι η διακόσμηση, αλλά η αποκάλυψη, η συνύρπαξη, η σύνθεση. Επιδοκιμάζοντας την ελαστικότητα των ορίων της ελληνικότητας, ο Πικιώνης ουδέποτε, σημειώνει ο Βενέτας επέβαλε τη θεωρητική προσέγγιση της επιστήμης του. Ακόμη και όταν δέχθηκε την κριτική ως φορέας ενός ρομαντικού τοπικισμού, όσο και αν κατηγορήθηκε για την προσήλωσή του στην φόρμα, ο ίδιος επεδίωκε σε διάψευση όλων των κατηγόρων του, την ελευθερία στην αρχιτεκτονική πρόταση, πάντοτε σε συνδυασμό με την ανάγκη και την αισθητική. Ο Βενέτας επισημαίνει ως πρωταρχικά στοιχεία του έργου του την αισθητική προσέγγιση, την καινοτομία στο σχεδιασμό, την αρμονικότητα έργου και περιβάλλοντος, αλλά και μια ουσιώδη συνεισφορά στη ρεαλιστικοποίηση των σχεδιαστικών προτάσεων. Επίκεντρο του ενδιαφέροντός του δεν υπήρξαν οι εισηγήσεις για μοντέρνες κατοικίες αλλά η ελευθερία με την οποία η τέχνη μπορεί να θέσει στο προσκήνιο νέες φιλοδοξίες, ως ένα βαθμό ουτοπικές αλλά γι΄αυτό αρκούντως γοητευτικές και συναρπαστικές. Η ρήση του Μένανδρου, σημειώνει ο Βενέτας συνοψίζει καλύτερα από κάθε άλλο όρον την αξία του έργου του Δημήτρη Πικιώνη. Χάριν έχω ως έδωκας εφ΄όσον εχρησάμην τοις σοις αρκεί μοι. Η επίδραση του έργου του μοιάζει σήμερα να εξαντλείται, σύμφωνα με τον Βενέτα. Ωστόσο η παρουσία του που δεν συμπυκνώνεται σε καμιά σχολή και κανένα ρεύμα, αποτελεί και τη μέγιστη προσφορά του. Διότι ο καθηγητής Δημήτρης Πικιώνης στάθηκε ανοιχτός στα κελεύσματα της εποχής του, μεταφέροντας εντός του όλες τις φθαρμένες χροιές και τις αντηχήσεις της πάλαι ποτέ χαμένης πια ελληνικότητας. Με αυτόν τον τρόπο κέρδισε το στοίχημα της διδασκαλίας και διαμόρφωσε επιστήμονες με έμπρακτο το αίσθημα της απουσίας των ορίων και των περιορισμών. Ο σεβασμός του στο φυσικό τοπίο και τη σημασία του για τις νέες, υπό σχεδιασμό πόλεις τον καθιστούν άκρως επίκαιρο, αποδεικνύοντας ένα είδος πρωτοπορίας που σήμερα κερδίζει διαρκώς έδαφος, καθορίζοντας τις προκλήσεις της αρχιτεκτονικής επιστήμης για τις δεκαετίες που έρχονται.

Το υπό δημοσίευση άρθρο του Βενέτα που παρουσιάζεται σήμερα ως συμπληρωματικό υλικό στις παλαιότερες αναφορές των 24 Γραμμάτων για τον Δημήτρη Πικιώνη, ακριβώς λόγω του ξένου κοινού στο οποίο απευθύνεται, χρίζει ιδιαίτερου ενδιαφέροντος, καθώς εμπράκτως αποκαλύπτει τη δυναμική ενός ανθρώπου που δεκαετίες μετά τον θάνατό του διατηρεί επίκαιρες τις αφορμές για μια εις βάθος μελέτη και έναν εξαιρετικά γόνιμο διάλογο. Διάλογο επίσης επίκαιρο, καθώς ήδη διανύουμε την πρώτη φάση μέσα απ΄την οποία θα προκύψουν οι όροι και τα θεμέλια μιας αναμορφωμένης πια και μητροπολιτικής Αθήνας. 2000 σχεδόν χρόνια μετά την επανάληψη του ίδιου ρόλου.