Υγρές φωνές (ένας Αυγουστιάτικος εφιάλτης)

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

24grammata.com / σύγχρονοι λογοτέχνες

γράφει και φωτογραφίζει ο Μανώλης Δημελλάς

Διαβάστε όλη την εργογραφία του Μανώλη Δημελλά  στο 24grammata.com κλικ εδώ

 

Ακόμη μια φορά που από τη βρύση έτρεχε κόκκινο υγρό, ήξερε γιατί το κάνουν, όλοι το γνώριζαν, αναζητούσαν εκείνον ή εκείνη, που έκανε τις διαφορετικές, τις μη επιτρεπόμενες σκέψεις.

Πάνε χρόνια από τότε που βρέθηκε αυτό το σύστημα, από τότε που είχε διψάσει ο πλανήτης, σε κείνη τη μεγάλη, την ατέλειωτη ξηρασία, τότε που πέθαιναν εκατομμύρια αφυδατωμένοι, άνθρωποι και ζώα, μέσα σε ελεεινή φτώχεια.

Είχαν έτοιμη την φόρμουλα αντικατάστασης του νερού, μόνο που ήθελαν να πομείνουμε λίγοι, να μας μετρούν και να μας κατατάσσουν.

Πέρασαν δεκάδες χρόνια, έσβησαν τις υπερφορτωμένες μνήμες, να που τώρα δεν καταλαβαίνει κανένας και τίποτα, όλα είναι ελεγχόμενα, όλα τακτοποιημένα, όμως αν τύχει να σκέφτεσαι διαφορετικά, αυτό το κόκκινο υγρό, περνά τα αγγεία και χρωματίζει, βάφει ολόκληρο το δέρμα, έπειτα σε παίρνουν χαμπάρι, δεν μπορεί, κάποιος θα σε δει έτσι κατακόκκινο και θα σε καρφώσει, άλλωστε αν δεν σε προδώσει, μα τότε κοκκινίζει κι αυτός, το ίδιο υγρό τρέχει παντού, αναγκαστικά θα το πιουν όλοι, θα φανερωθεί το διαφορετικό, γιατί όλα πρέπει να είναι ίδια, πάνω από όλα να σκέφτονται όλοι τα ίδια.

Άφησε καταμέρος τη θεωρητική ανάλυση, αυτή που τον σιγοτρώει εδώ και πολλούς μήνες, τα λόγια δεν φτάνουν, όλα ξεκίνησαν από τότε που βλέπει όνειρα, αυτούς τους τραγικούς εφιάλτες. Μα δεν ξέρει πως να συμπεριφερθεί, τι και σε ποιόν να μιλήσει. Κάθε νύχτα υποφέρει, από τα ακατάλληλα, από τα χυδαία και ξέφρενα ταξίδια του μυαλού του.

Ήρθε και το διαολεμένο κόκκινο υγρό, ευτυχώς είχε κρατήσει, λίγο, μια στάλα από το παλιό ξινισμένο μπλε. Το υγρό της γαλήνης, εκείνο που μας πότιζαν τα Σαββατοκύριακα για να ξυπνάμε με χαμόγελο, έτσι δίχως λόγο, ευτυχισμένοι.

Στην δουλειά θα παραξενευτούν, σίγουρα θα τους φλομώσει με ένα σωρό δικαιολογίες, ένα σωρό ιστορίες, ευτυχώς η τρισδιάστατη οθόνη της προβολής ψευδαισθήσεων, δεν σταματά να παίζει κατασκευασμένες ιστορίες, να παράγει την οικουμενική αλήθεια, ξέμεινε κι αυτός να τη χαζεύει χαμογελαστός κι ευτυχισμένος, όπως όλοι.

Έκλεισε τα μάτια και για μια στιγμή,  φάνηκε πως πετούσε, σαν εκείνα τα μεγάλα τετράγωνα, γυάλινα κουτιά που φτερουγίζουν πάνω από το πάρκο, αυτά ντε, που πετούν πέρα δώθε, και και βγάζουν φως, δυνατό φως, που με τον ήλιο. Εκείνο το παλιό, το γέρικο αδύνατο αστέρι,  αυτά  τα κουτιά τον βοηθούν για να σκεπάζουν με φως τα σκοτάδια και τους φόβους των ανθρώπων.

Έτσι πετούσε, αλλά δεν έβγαζε φως, περίεργα φτερά ξεπηδούσαν από τη πλάτη, κουνιούνται ρυθμικά, παρακολουθούσε από ψηλά όλη την πόλη.

Την άλλη στιγμή έσκαβε μέσα στη γη, ακόμη μια τεράστια αμαρτία, απαγορεύεται κάθε σκάψιμο, κάθε επαφή με τη γη, είναι μολυσμένη, είναι γεμάτη οργανισμούς, ξενιστές, που μπορούν να καταστρέψουν κάθε ζωή, πάνω στον πλανήτη.

Όνειρα, όνειρα, ασταμάτητα ταξίδια, άλλοι κόσμοι γεμάτοι από απαγορευμένα αγγίγματα.

Ξύπνησε μούσκεμα στον ιδρώτα, έτρεμε από φόβο, έπρεπε να βάλει ένα τέλος σε αυτό το ανόητα ενοχλητικό παραμύθι, να βρει το λάθος και να επανέλθει στην νιρβάνα της ομοιότητας με τους γειτόνους, με όλο το κόσμο.

Έτσι, χλωμός όπως ξύπνησε, ντύθηκε βιαστικά και ξεκίνησε για τη δουλειά του, στον υπόγειο σιδηρόδρομο του χασκογελούσαν τα κορίτσια που έκαναν το αρχαιότερο επάγγελμα, αλήθεια που γύρναγαν αυτές τέτοια ώρα, αναρωτήθηκε, όταν πρόσεξε τις χειροπέδες να σφίγγουν τα χέρια τους.

Πάνε τα κορίτσια για ηλεκτροσόκ, χαλαρό σβήσιμο μιας εντελώς αδιάφορης μνήμης…σίγουρα θα γίνουν καλύτερες!

Πετάχτηκε ο διπλανός του, που είχε όρεξη για πρωινές κουβέντες,

ούτε καν τον πρόσεξε, αλλά γέμισε ελπίδα, φάνηκε από το φωσφόρισμα του κίτρινου δέρματος του, δεν ήταν και λίγο, η λύση δόθηκε από έναν άγνωστο συνεπιβάτη.

Κατέβηκε βιαστικά από το τραίνο, περπατούσε με μεγάλες δρασκελιές και έστελνε μηνύματα στο γραφείο, εξηγούσε για την αργοπορία, έγραψε αόριστα για κάποια ψιλοϊωση, και την αναζήτηση γιατρού, μιας θεραπείας, της συνταγής που θα τον έβγαζε από τη δύσκολη θέση.

Βασανίστηκε στη διαδρομή, δεν ήταν σίγουρος για την αποκάλυψη στους γιατρούς, αλλά δεν υπήρχαν λύσεις, έπρεπε να παρουσιάσει την αλήθεια, να απαιτήσει τη καλύτερη λύση.

Γρήγορα πέρασε τα μηχανήματα, εκείνους τους τεράστιους όγκους στην είσοδο, που έλεγχαν την αναγκαία ή μη παρουσία στο νοσοκομείο.

Όλα βγήκαν αρνητικά, το χαρτάκι ήταν αρνητικό, δεν θα τον άφηναν να ανέβει στους ορόφους και τους ζωντανούς γιατρούς.

Γύρισε απογοητευμένος στη ρεσεψιόν, ένα μηχάνημα κατέγραφε τη φωνή και απαντούσε, αναγνωρίζοντας την αλήθεια από το ηχόχρωμα του υποψήφιου πελάτη. Αρνήθηκε κι αυτό, δεν είχε τίποτε, έγινε ευγενική σύσταση να επιστρέψει στη δουλειά του, το πιθανότερο ήταν η βραδινή δοκιμή εκπομπής μικροσωματιδίων, το έκαναν για να σκοτώσουν περίεργα μικρόβια, αλλά επηρεάζουν λιγάκι τα οπτικά μας κέντρα, έτσι του είπαν, άνοιξαν τις πόρτες, τον έδιωξαν δίχως άλλες κουβέντες.

Άφησε τις σκέψεις για δουλειά, επέστρεψε βιαστικά στο σπίτι, κλείδωσε την πόρτα, είχε αρχίσει πια να πεθαίνει από τη δίψα.

Δεν γινόταν αλλιώς, θα έπρεπε να πιει από το κόκκινο υγρό, άλλη λύση δεν υπήρχε, θα πήγαινε γραμμή στον σταθμό τάξης και νόμου της περιοχής του, όμως η σύλληψη και η τελική ευθανασία, με συνοπτικές διαδικασίες, ήταν δεδομένη.

Δίχως να πολυσκέφτεται, έτρεμε, διψασμένος ρούφηξε ένα μεγάλο ποτήρι κόκκινο υγρό, κάθισε στον καναπέ και περίμενε.

Σε ελάχιστο χρόνο άλλαξε χρώμα, έγινε κατακόκκινος, δεν μπορούσε ούτε στο παράθυρο να προβάλλει, έκλεισε κάθε συσκευή επικοινωνίας, γύρισε την οθόνη του υπολογιστή προς τον τοίχο και ξάπλωσε στον καναπέ.

Θα περίμενε να περάσουν όλα, αν άλλαζαν γρήγορα το χρώμα στο δίκτυο της διανομής ενέργειας, υπήρχε πιθανότητα να τα καταφέρει,  να επανέλθει δίχως προβλήματα, αν όμως όχι, μα τότε ο τερματισμός του ήταν δεδομένος.

Με τον φόβο να ξεχειλίζει το κόκκινο κορμί του, έμπηξε τα κλάματα, κόκκινα δάκρυα, ούτε και αυτά ήταν αποδεκτά από τους νόμους, μάλιστα το κλάμα είχε θέση μόνο στους κλιβάνους καύσης νεκρών και στα θεραπευτικά κέντρα αποτοξίνωσης, οπουδήποτε αλλού ακολουθούσε σκληρές τιμωρίες.

Κοιμήθηκε μέσα σε ένα παραλήρημα τρόμου, είχε πάρει εμβρυακή στάση, κουλουριασμένος, παραδομένος στον απαγορευμένο κόσμο του.

Άκουγε άγνωστες μα τόσο οικείες φωνές, δίχως πρόσωπα, δίχως κορμί, καμιά ύλη, διαφορετικές φωνές μιλούσαν πότε σιγά και πότε δυνατά, σε άγνωστες γλώσσες, γεμάτες με περίεργα φωνήεντα, ηχούσαν βαθιά μέσα στα αυτιά του.

Την επόμενη στιγμή, βρισκόταν πάνω σε ένα τεράστιο δέντρο, μάζευε με τα χέρια του καρπούς και τους παράχωνε στο στόμα του, έδειχνε να σκάει να πνίγεται από ασφυξία, όμως συνέχιζε να καταπίνει αμάσητα πολύχρωμα φρούτα. Από εκεί πέταξε μέσα στα σωθικά ενός τεράστιου ζώου, τώρα σαν να ξεδιάλυνε το όνειρο, ένιωθε σαν κομμάτι από τα έντερα, σαν κύτταρο στο στομάχι ή μικρός εργάτης στο συκώτι του θηρίου.

Η ξωπορτιά χτυπούσε επίμονα, ξύπνησε απότομα, χεσμένος από τον φόβο κοίταξε την οθόνη του υπολογιστή, ήταν η περίπολος, η ασφάλεια της γειτονιάς που τον αναζητούσε, είχαν δηλώσει την μη παρουσία του από την δουλειά. Άνοιξε, δίχως πολλά λόγια τον μάζεψαν στο κλειστό μαύρο βανάκι, σε αυτές τις περιπτώσεις οι διαδικασίες είναι συνοπτικές. Μεταφέρθηκε στο κεντρικό κτήριο αποδέσμευσης ζωτικότητας και στο κελί του πήραν την τελευταία κατάθεση.

Περιέγραψε τα περίεργα, θεότρελα όνειρα του, είχε αρχίσει να σβήνει το κόκκινο χρώμα από το δέρμα, όμως οι κατηγορίες είχαν ήδη ξεκαθαρίσει.

Για λίγο έμεινε ολομόναχος, αναρωτήθηκε ξανά για την αρρώστια του, έτσι του είπαν, για το παράξενο μικρόβιο, αυτό που προκαλούσε τον εγκέφαλο να πλάθει φάλσες εικόνες και παράλογα συναισθήματα.

Άκρη δεν έβρισκε, στάθηκε πολύ τυχερός, δεν είχε αναμονή, τον μετάφεραν γρήγορα στους κλιβάνους, λίγο πριν τον καταστρέψουν πήραν ένα κομμάτι από τον ιστό του, θα τον αναπαρήγαγαν, το υποσχέθηκαν στους δικούς του, αλλά την επόμενη φορά δεν θα είχε λάθη, θα ήταν ένα κανονικό αντίγραφο.

Τράβηξε κατευθείαν για τη φωτιά, είχαν ήδη αρπάξει τα χέρια του, ένιωθε το λιώσιμο και με τις φλόγες στο μυαλό ήρθαν πάλι εκείνες οι υγρές φωνές, δίχως πρόσωπα, μα ήταν τόσο γνωστές, τόσο οικείες.