Μια κουβέρτα που τη λέγαν Θο

Παναγιωτοπουλος 24 grammata24grammata.com / σύγχρονοι λογοτέχνες

γράφει ο Νίκος Παναγιωτόπουλος

Πως ήταν ο Θόδωρας?

Να σου πω.

Παίρνουμε ένα Πιρς Μπρόσναν. Του βάζουμε κάνα πεντόκιλο, τον κατεβάζουμε ίσως ένα δύο πόντους, του βάζουμε ένα απλό τζινάκι ή ενίοτε παντελονάκι με τσάκιση ραφτάδικη, του φοράμε κάτι σε απλό από πάνω, αφήνουμε το ίδιο χαμόγελο και νάτος … έτοιμος!

Εγώ βέβαια, στα μέσα της δεκαετίας του 70 όταν τον γνώρισα, δεν είχα ιδέα περί Πιρς και πράσινα άλογα. Τότε άλλωστε το μόνο εν χρήσει πράσινο που έπαιζε ήταν το πράσινο στρατιωτικό τζάκετ που φορούσαν όλες και όλοι, ενώ είχε πολύ πλάκα όταν στο σταθμό Λαρίσης έβλεπες το φοιτηταριό να καβαλάει στο τραίνο για Θεσσαλονίκη.

Κάτι μάλλον σε επιστράτευση έφερνε το μελίσσι των τζάκετ παρά σε πάμε άλλη μία στα βόρεια για την όποια συνέχεια μέχρι επιτέλους να πάρουμε αυτό το ρημάδι πτυχίο.

-Κάθε που μπαίνω στο δωμάτιό σου νομίζω ότι μπαίνω στο Καραϊσκάκη ρε, του λέω. Όλα τα έπιπλα σε κόκκινο άσπρο. Δε ζαλίζεσαι?

-Όχι, μου λέει. Πρέπει όλα να ακολουθούν τη Θο.

-Και ποια είναι αυτή? Δεν κρατήθηκα να μη ρωτήσω. Άλλωστε ήμουν ψαρωμένος πρωτοετής και αυτός ήδη στο τρίτο έτος, περπατημένος και παλιός.

-Η κουβέρτα μου, μου λέει. Που οφείλει να είναι κόκκινη. Που οφείλει πάντα να είναι στρωμένη. Γιατί πάντα όποια κυρία έρχεται εδώ πρέπει να νιώθει άνετα. Και στο κρεβάτι ακόμη πιο άνετα. Ότι κι αν έχει ή ότι κι αν μεταξύ μας συμβεί. Κατάλαβες?

-Γι’ αυτό έχεις σε πρώτη μόστρα για χρήση κι αυτό το πικαπάκι Thorens?

-Ακριβώς, μου λέει. Όσα μάλιστα από αυτά κάνεις και συ στη μετέπειτα φοιτητική ζωή σου, θα καταλάβεις άμεσα γκομενικά τη σημασία του.

Είχε δίκιο.

Θα μου πεις, είχε και τάχωνε.

Λάθος. Ήταν ένα φτωχόπαιδο που μαζί με δύο τότε άλλους, το Μήτσο και το Γιώργο, Κυψελιώτες κι αυτούς, νοίκιαζαν ένα τριάρι στη Μάτση για 2500 δραχμές, ζούσε και σπούδαζε με ένα πεντακοσάρικο το μήνα, αλλά τον άρχοντα δεν το κάνουν τα λεφτά. Μπορεί ο αέρας του. Μπορεί και το πόσο κιμπάρης είναι. Ο Θόδωρας πάντως, ακροβατούσε ανάμεσα στην Καιτούλα και την Καιτάρα, μαθήτριες, φίλες και συμμαθήτριες στο Γυμνάσιο, ίσως επειδή ποτέ δε μπόρεσε να διαχωρίσει για τον εαυτό του αν ήθελε τόσο κοντά του την Αγγλική που σπούδαζε ή κάτι πιο Οριεντάλ που κατά βάθος αγαπούσε.

Τα υπόλοιπα ήταν λεπτομέρειες, γιατί μόλις η μαθητική ποδιά έφευγε, η Θο αγκάλιαζε το εκάστοτε θηλυκό γλυκά και τίμια σα να μην υπήρχε αύριο, σα να είχαν όλα τριγύρω χαθεί, σα να μην υπήρχε πια κάτι περισσότερο από αυτό το χαοτικό Thorens TD 150 να γυρνάει ατελείωτα σε κείνες τις ευπρόσδεκτες 33 στροφές και σε ήχους χυμένους απλόχερα σα Meddle, Dark side of the moon, ή Carpenters πίσω από τις κλειστές πόρτες και τα χάδια του Θόδωρα.

Έκανα ότι έκανε.

Απέκτησα και γω ένα Thorens TD 166.

Δεν έκανα ποτέ το δωμάτιό μου βέβαια Καραϊσκάκη, όπως και ποτέ δε με απασχόλησε κάποια Θο, που θεώρησα ότι μάλλον σα πατέντα ανήκε αλλού. Ας πούμε ότι ήμουνα σαν τύπος και πιο συνηθισμένος. Η θεωρία πάντως του Θόδωρα είχε όντως αποτέλεσμα. Όπως και εκείνη η τελετουργία καθαρισμού της πίπας κάθε τόσο, όσο και της μυρωδιάς που άφηνε στο φοιτητικό δωματιάκι, σα μια δόση παραπάνω φιλοσοφίας ή στιγμιαίας ενδεχομένως καλοπέρασης σε κάποιο «ανάμεσα».

-Δίνω γλωσσολογία, την περνάω και παίρνω πτυχίο, μου είπε ένα βράδυ. Θα μας φιλοξενήσεις μαζί με το Μήτσο στο δυάρι σου με το συγκάτοικο φάντασμα?

-Και το συζητάς? Του είπα. Είσαστε ευπρόσδεκτοι πάντα. Τόσα χρωστάω στους δυό σας.

Μείνανε μαζί στο άλλο δωμάτιο. Δώσανε και οι δύο το τελευταίο μάθημά τους την ίδια μέρα.

Ο Μήτσος, ξέροντας ότι το περνάει κάλεσε την τότε καλή του που φώναζε τον εαυτό της «Η ωραία της Περαίας», για ένα τελευταίο. Ήρθε με κάτι τσάντες γεμάτες προχωρημένα γυναικεία εσώρουχα. Μόλις θα έφευγε ο Μήτσος βλέπεις, είχε βγάλει εισιτήρια για Αμερική να παντρευτεί ένα βλαχοαμερικάνο που της είχαν κανονίσει εξ αποστάσεως.

Όταν βγήκε με το Μήτσο από το διπλανό μετά την τελευταία τους, βρήκε όλα τα εσώρουχα κρεμασμένα από το ταβάνι, τους τοίχους , τις αφίσες, τα φωτιστικά του δωματίου μου και το Θόδωρα μαζί με μένα να καπνίζουμε τις πίπες μας και να ποντάρουμε στο ποιο ζεύγος θα ήταν καλύτερο για το βλάχο στην πρώτη τους συνεύρεση.

Νομίζω ότι και μετά από 3 πλυσίματα ο Clan με το Flying Dutchman θα είχαν αφήσει επαρκές χαρμάνι για να φχαριστηθεί διπλά και ο βλάχος.

Τη μέρα που έφυγε ο Μήτσος, βγήκαν τα αποτελέσματα και του Θόδωρα. Το είχε περάσει.

-Πάμε Βάγγο, μου λέει. Θα κεράσω το τελευταίο μπιφτέκι στη Θεσσαλονίκη. Το αξίζεις.

-Καιτούλα? Καιτάρα? Καμία μαζί μας? Τον ρώτησα.

-Καμία, μου λέει. Όχι ότι δεν το αξίζουν. Το αξίζουν και με το παραπάνω. Εγώ δεν θα το αντέξω. Κλείνει ο κύκλος Σαλόνικα και θα πιούμε για το τέλος μόνοι. Θα μου πεις και για τη δική σου Καιτούλα που γουστάρεις τρελλά πανάθεμά σε, αλλά είναι γκόμενα φίλου σου.

Πήγαμε στην ταβέρνα του Βάγγου οι δυό μας. Αυτή που ήταν σκαρφαλωμένη πάνω σε κείνη την ανηφόρα για κατσίκια μετά το τέρμα των λεωφορείων στις Σαράντα Εκκλησιές.

Αυτή που τιμούσαμε σπάνια, όταν υπήρχαν χαρές και φράγκα.

Εκεί φύγαν οι ρετσίνες σα νερό, χάθηκα, χάθηκε, λίγα πράγματα θυμάμαι, μέθυσα, στο κατέβασμα πείραξα δύο μετέπειτα φίλες τη Μαρία και την Αφροδίτη που κάνανε Φυσικό, έφαγα μια μπάτσα από το Θόδωρα που τους ζήτησε συγνώμη αλλά η κατάσταση ήταν εξ ορισμού βλαμμένη, εκείνες μας πήγαν σπίτι τους για καφέ να με συνεφέρουν και εγώ λύγισα σε ένα κλάμα φεύγει ο Θόδωρας, γιατί ρε Καιτούλα, συγνώμη κορίτσια, από αύριο να μάθεις να είσαι και συ πια μόνος…

Την επομένη το πρωί, πήγα στο δωμάτιο που τον κοίμιζα.

-Φεύγω. Έχω εργαστήριο. Σου φτιάχνω καφέ. Όταν θα γυρίσω θάχεις φύγει. Πριν την κάνεις θέλω μια χάρη από σένα. Πάνω στο πικάπ θα βρεις εκείνο το δίσκο που μούφερε ο Τσονίδης απ’ την ΥΕΝΕΔ των 10cc. Θέλω να μου γράψεις όλα τα λόγια από το I am not in love. Της Αγγλικής φιλολογίας είσαι πιά, ξέρεις να το κάνεις. Εμένα μου διαφεύγουν κάποια σημεία και θα τόθελα ολόκληρο.

-Φύγε. Θα γίνει, μου είπε και γω κατέβασα με χίλια ζόρια το πτώμα μου προς τη ΦΜΣ και τα εργαστήρια που περίμεναν.

Όταν γύρισα, αργά το απόγευμα, βρήκα την πόρτα μου μοναχικά ξεκλείδωτη.

Μια άδεια μυρωδιά από ξεθυμασμένο καπνό πίπας με κοκκάλωσε. Πάνω στο πικάπ με τους 10cc ακόμη στο πλατώ, υπήρχε ένα χειρόγραφο σημείωμα και πάνω τα δεύτερα κλειδιά μου που του είχα αφήσει.

Ήταν τα λόγια που είχα ζητήσει.

Αφήνοντας επιπλέον ένα κενό μετά, στα ελληνικά έγραφε :

«Καιτούπολη, Χαραλαμπιδούπολη για μένα πια τέλος. Ένας κύκλος έκλεισε, ένας άλλος ανοίγει. Σου αφήνω παρακαταθήκη ότι μπορώ να σου αφήσω και ξέρω πως αξίζεις. Διπλωμένη και από καθαριστήριο θα βρεις στο κρεβάτι μου τη Θο. Σε ευχαριστώ για όλα. Καλές επιτυχίες παντού».

Θα ήταν άτιμο να κρύψω ότι έκλαψα.

Ναι ρε, έκλαψα πολύ.

Για το πόσο όμορφο μπορεί να γίνει το τώρα, η στιγμή, όταν ξέρεις να ζήσεις με λίγα, να μεγαλώνουν οι στιγμές,  να πονάς και να το δείχνεις, ή ακόμη να πονάς και επειδή δεν το θες να μη φαίνεται τίποτε.

Η ανάσα της στιγμής αλλά που έζησα.

Η γοητεία του έχασα αλλά εγώ θα διαλέξω το πως.

Ή κάπως έτσι.

Τον ξαναείδα από τύχη μάλλον, χρόνια μετά.

-Δε μετάνιωσες ρε για την Καιτούλα τουλάχιστον, δεν κρατήθηκα να μην τον ρωτήσω.

-Δεν θα σου απαντήσω μου είπε.

Και δεν απάντησε κάτι περισσότερο πέρα απ’ την περισυλλογή του και ίσως ένα βλέμμα του που έστειλε τεχνηέντως αλλού.

Κούνησα αμίλητος το κεφάλι πάνω κάτω.

Όταν βγήκε ο πάπυρος του πτυχίου πήγα και τον πήρα για πάρτη του.

Έτσι είχα μάθει κι έτσι έπρεπε.

Από την άλλη η Θο θάπρεπε να συνεχίσει το έργο της.

Δεν ήταν όμως γραφτό της.

Το βράδυ του σεισμού της Θεσσαλονίκης, αχρησιμοποίητη και από το καθαριστήριο του Θόδωρα, την έδωσα στο Γιώργο και τη Βάνα που συνάντησα στο ΑΧΕΠΑ και η Βάνα τουρτούριζε μέσα στο κατακαλόκαιρο με δυο κατάγματα στα πόδια.

Ο Γιώργος τη σκέπασε και γω έφυγα με την εικόνα της ζεστασιάς και της αγάπης αυτών των παιδιών σε μια νύχτα που πόναγε, αλλά και τα Καρέλια είχαν ξεχυθεί ποτάμια από τα περίπτερα. Όχι, ο καπνός της πίπας είχε χαθεί, αλλά το γέλιο του Θόδωρα θαρρώ ακόμα κρατούσε σε ένα ντεγκαντάνς από γέρνω πράσινα, κίτρινα ή κόκκινα δικέ μου και αν δεν προσέξεις την έβαψες άσχημα.

Στο τελευταίο μου βλέμμα, η Θο, με γερμένα τα κρόσσια στους ώμους της Βάνας,  μου έκλεινε το μάτι νομίζω.

-Έκανες το σωστό, μου φάνηκε πως είπε και γω χάθηκα σε κείνη τη νύχτα, που κούναγε κίτρινα, κούναγε κόκκινα, αλλά τόσοι φίλοι κάπου κει στα γρασίδια της Βιβλιοθήκης με περίμεναν να φτάσουμε σε μια άλλη αυγή μαζί….

https://www.youtube.com/watch?v=ln86-fteBOc