Η δοκιμασία της Πέμπτης και της Παρασκευής

δοκιμασιαγράφει ο  Απόστολος Θηβαίος.

Διαβάστε όλες τις επιφυλλίδες του Απόστολου Θηβαίου στο 24grammata.com κλικ εδώ

Τον έσυραν στην ακτή. Δεν ήταν πια παρά ένα μισοπεθαμένο κουφάρι, κάπως πρησμένο απ΄ τον κόπο και τον φόβο. Δυο γυναίκες, παγωμένες αλυχτούσαν πάνω απ΄το προσκέφαλό του, λέγοντας προσευχές σε μια άγνωστη γλώσσα, χτυπώντας τα στήθη τους και κραδαίνοντας ένα μωρό παιδί σαν λάβαρο πάνω απ΄το λευκό του πρόσωπο. Γύρω κάποιοι άλλοι, με καλύτερη τύχη, προμηθεύονταν κουβέρτες και στεγνά ρούχα. Ένας νέος τους έδινε κατευθύνσεις, δείχνοντάς τους με τα χέρια του πώς να κρατηθούν ζωντανοί και πως στο τέλος του δρόμου που έζωνε το βουνό κατά το νότο έστεκε ακλόνητη και ελπιδοφόρα η νησιώτικη πολιτεία. Άμα χάθηκε το πλήθος, γυναίκες, -άντρες και παιδιά κάπως πρώιμα σκληραγωγημένα-, οι θρήνοι κάπως ησύχασαν και τα σταφύλια αποκοιμήθηκαν ξανά. Η πιο μεγάλη απ΄τις πιστές ιέρειες του ετοιμοθάνατου, μια γυναίκα με υδατογραφημένα κιονόκρανα, σειρήνες και φτερωτά βόδια στο μέτωπό της, πήρε να φροντίζει μ΄επιμέλεια ξεχωριστή την κάθιδρη μορφή του άντρα. Τότε ήταν που κάτι φτερούγισε ανεπαίσθητα και όλοι τους, ο νεκρός, οι γυναίκες και το μωρό αναλήφθηκαν εκείνη ακριβώς τη στιγμή προς τους ουρανούς. Σ΄όλα τα παρεκκλήσια σμήνη πουλιών ξεχύθηκαν απ΄τα παράθυρα και η Λέσβος το όνειρο που χάθηκε και πάει.