Περάστε την 21η του μηνός

ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΥγράφει ο  Απόστολος Θηβαίος.

Διαβάστε όλες τις επιφυλλίδες του Απόστολου Θηβαίου στο 24grammata.com κλικ εδώ

 

Κάθε φορά που του έλεγαν αυτήν την ιστορία έσκυβε το κεφάλι. Χαμήλωνε τα μάτια και μες σε λίγο χρόνο, κάπως αδέξια άλλαζε το θέμα. Εκεί, σ΄αυτά τα νησιά, στο βάθος κήπων κρεμαστών, κρύφτηκαν κάποτε παιδιά. Χειμώνες ολόκληρους να στέλνουν σήματα με τους καπνούς. Είμαι καλά και σ΄αγαπώ γραμμένα με τα βρεγμένα τους ξύλα, προσευχές που ψηλώνουν. Άμα ζύγωνε κάποιο καράβι οι καρδιές τους σφίγγονταν. Αυτοί οι τηλέγραφοι καρφωμένοι στα ρέλια της πλώρης είναι αδέρφια μας. Πάνω απ΄τα κεφάλια τους πετούν χαρταετοί, τ΄άσπρα τους μαντήλια που μπερδεύτηκαν μες στους αφρούς και χάθηκαν.
Έπειτα τέλειωνε τ΄όνειρο και ξεκινούσε μια εφ΄όλης της ύλης εξιστόρηση του μύθου που περιβάλλει την πόλη των Αθηνών. Τα καθεστώτα, οι σφαγές, η κατατομή των Πελασγών, το πώς και το γιατί της ιστορίας. Και ύστερα έδειχνε με το δάχτυλο σαν τους ποντοπόρους εξερευνητές τον Πειραιά και εξηγούσε πώς εκτυλισσόταν το τείχος. Μετά την αγορά των περίφημων, δημοσίων κτιρίων φυτρώνουν θλιβερές κάτι απόκοσμες περιοχές. Δραπετσώνα, Πειραιίκή, Μανιάτικα, Κοκκινιά, Β΄Μεραρχίας. Παράλληλα με αυτό το τείχος που κάθε τόσο χάνεται στη βάση των υψικαμίνων, -τόσα χρόνια που κοιμάσαι Περσεφόνη, πόσα πολλά αλλάξανε θα ΄θελα να σου πω-, εκτυλίσσονται τα μικρά και τα μεγάλα δράματα. Τον κυρριεύουν σκηνές απ΄τα παραλειπόμενα μιας ιστορίας λαϊκής και αυθεντικής. Και ο Πειραιάς να αστράφτει μες στο μεσημέρι με τα μετέωρα πλοία ίδια θαύματα, να αναλαμβάνονται πάνω απ΄ τα νερά. Δραπετσώνα, Πειραίκή, Β΄Μεραρχίας. Κάθε σπίτι ένα ηρώο με τις φωτογραφίες και τα καντήλια άρρηκτα δεμένα στην πορεία της ζωής. Οι άλλοι να τον ρωτούν επίμονα για τ΄όνομα της πόλης και εκείνος μες στις φωνές, με την ψυχή στο στόμα, σε μια συγκλονιστική αποκαθήλωση δεκαετιών, παλεύοντας μ΄άγνωστες μεραρχίες οπλισμένος με τα κουρέλια της ζωής του. Τότε είναι που τους εξηγεί με την αυθάδεια εκεινου που γνωρίζει σε βάθος ένα αίσθημα, πως έξω απ΄αυτόν τον τόπο και έξω απ΄αυτόν τον κύκλο ζει τ΄αμετάφραστο, το ανεπίδεκτο της τέχνης. Ένα προς ένα υψώνονται εντός του νήσοι θαυμάσιων κατοίκων, μέρες ευτυχισμένες του 1967 στις άγονες γραμμές με τον τριγμό του ανέμου και την τόση μοναξιά. Ένας προς ένας οι σκισμένοι του χάρτες, λάμπες πόλεων και θεάτρων γκρεμισμένων. Ειρήνη, Ηλίας, Γιώργος, Αρσινόη, Ηρακλής, Ορέστης. Σε σας που κοιμάστε στην αγκαλιά των βράχων, φαγωμένοι τόσα χρόνια απ΄τους ανέμους, με τη συνείδηση της στέρησης στα μπροστινά σας φανάρια, σε σας στέλνω τους χαιρετισμούς μου. Ετούτο το έργο πια κατέβηκε, καμιά σκηνή δεν το παίζει, κανένας θεατρώνης. Μόνο το κοινό που συνήθισε προσμένει απεγνωσμένο μια σκηνή, ένα απόσπασμα, ουρλιάζοντας μες στους γαλάζιους καθρέφτες του μεγάλου, του ωραίου και του αληθινού.
Εμείς, να ξέρεις είμαστε αυτό το κοινό. Το μέγα καθώς λένε πλήθος.