“Συναξάρια” / “Μικροί Εσπερινοί” Απόστολος Θηβαίος

συναξαρια θηβαιος 24γραμματαΦωτογραφία εξωφύλλου: Γιώργος Πρίμπας

24grammata.com- free ebook

[κατέβασέτο]
ISBN: 978-618-81318-6-6
Επίλεκτες Ψηφιακές Εκδόσεις: 24grammata.com
Σειρά: εν καινώ, Αριθμός σειράς: 147
Τόπος και Χρονολογία πρώτης έκδοσης: Αθήνα, 2016
Μέγεθος Αρχείου: 1,3 Mb
Σελίδες: 24
Μορφή αρχείου: pdf
Γραμματοσειρά: cambria
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση δίχως την έγγραφη άδεια
του δημιουργού ή του εκδότη

 

να διαβαστούν
με τη συνοδεία των 15 εσπερινών του Μ. Χατζιδάκι,
καθώς σ’ αυτό το πνεύμα γράφτηκαν,
κάτω από τις πιο αισθηματικές εκδοχές
των χαμένων αυτοκρατοριών
που μπορούν ακόμη και προκύπτουν,
αποκαθιστώντας τη σχέση του ενστίκτου
και ποιήματος.
Άλλωστε τ’ όνειρο
Θέλει την απαραίτητη αποφασιστικότητα,
Θέλει τροχιές σ’ απόλυτη ακμή
Και αλήθεια που αφοπλίζει

Ένας εσπερινός τελειώνει. Τα λαϊκά κορίτσια της Νίκαιας, της Ελευσίνας, οι χωρικές της Αταλάντης χάνονται στα μέσα δωμάτια, σε νύχτες τόσο απελπιστικές, σε υποθέσεις τόσο προσωπικές. Ανά-βουν τα μικρά φανάρια τους, ανάβουν τα αισθήματα και οι επιθυμίες. Όμως έτσι είναι η ζωή στην Ατα-λάντη, έτσι είναι η ζωή στην Ελευσίνα και όπου συμβαίνουν θαύματα.
Τα μάτια της ήταν εσπερινοί. Ήταν ναΐσκοι μιας μικρής, αδικημένης πολίχνης, ήταν βροχές, ωραίες πυρκαγιές παλιών λειμώνων. Πλησίασε αργά μες στη διακριτική μας νύχτα. Σαν αγία διέσχισε τις αγορές, ξεσήκωσε θύελλες, χύθηκε μες στα νερά, ορκίστηκε πίστη και δέος σ’ αμπελουργούς και πολιτείες.
Εκείνη την Κυριακή στο τέλος του εσπερινού φάνηκε στον προθάλαμο του ναού. Μ’ ενδύματα στρατιωτικά, με σημάδια στο πρόσωπο από τις ανατινάξεις, με μνήμες από στρατώνες και φρουραρχεία. Είχε ένα ξύλινο ποδάρι, είχε μια ολόκληρη θλίψη, μας έδειχνε τους γαλάζιους ουρανούς που κάποτε ονειρευτήκαμε. Ορισμένοι εκτίμησαν όλα τα παραπάνω σαν φτηνούς ρομαντισμούς. Εμείς οι άλλοι που θυμόμασταν το ποίημα βουρκώσαμε. Ευθύς αμέσως στείλαμε ένα μικρό αγόρι στο πατρικό του σπίτι. Γύρισε τρομαγμέ-νο, σύρθηκε στο ναό. Αργότερα, στην Τρίτη του ηλικία μας εμπιστεύτηκε το μυστικό. Είδε λέει, στην αυλή μια γυναίκα και έναν άγγελο και γεράνια ολο-ζώντανα καταμεσής του χειμώνα.
Ο νεωκόρος σφράγισε το ναό. Άφησε μόνο τη λυχνία στα πόδια του Χριστού και χάθηκε μες στην ολοσκότεινη γειτονιά. Εν τω μεταξύ στο ναό κατέβηκαν τα φρέσκα, χερουβείμ και οσιομάρτυρες, τυφλές γυναίκες, ο γέρος, ακριβές αντίγραφο εκείνου του διαδεδομένου πίνακα με τον τίτλο ο γέρος και η θάλασσα, η Αγία Άννη μετά της πιστής ακολουθίας της, επίσκοποι του Σινά. Οι παίδες εν καμίνω διδάσκονταν το σκληρό άθλημα της ανθρωπιάς, οι λέοντες φυλούσαν καθώς πάντα τις πύλες. Και ένας Χριστός απ’ την Παλαιστίνη, τη Δαμασκό ή την Αθήνα, ρακένδυτος, με την αγκαλιά του γεμάτη παιδιά και σκοτωμένους, ένας γνήσιος Χριστός προσευχόταν για τους εργάτες που σε λίγες ώρες θα κατακλύσουν τις στάσεις των λεωφορείων. Για τις καινούριες, τις σκληρές βάρδιες που ξανά θα αρχί-σουν.
Ο Ελπήνορας φάνηκε τότε στο περιστύλιο. Δυσκολευτήκαμε να τον γνωρίσουμε, είναι η αλήθεια, έτσι που γέρασε. Ύστερα πλησιάσαμε και τον ρωτήσαμε αν ήταν στ’ αλήθεια ο παλιός μας σύντροφος. Τίποτε δεν μας είπε. Μονάχα προχώρησε σαν να ‘ταν απ’ άλλο τόπο, προχώρησε σέρνοντας πίσω του νερά, ωκεανούς ολόκληρους, θλιμμένα ναυάγια πελασγικών μύθων. Προσευχηθήκαμε μ’ όλη μας την καρδιά για τον καλό μας φίλο που κοιμάται εδώ και αιώνες σ’ αρχαίες αμμουδιές…[κατέβασέτο]