“ημερολόγια αποικίας” Amadeus Arenas

Αρενας 24γραμματα24grammata.com/ free ebook
[κατέβασέτο]
Επίλεκτες Ψηφιακές Εκδόσεις: 24grammata.com
Σειρά: εν καινώ, Αριθμός σειράς: 139
Τόπος και Χρονολογία πρώτης έκδοσης: Αθήνα, 2015
Μέγεθος Αρχείου: 2,1 Mb
Σελίδες: 260
Μορφή αρχείου: pdf
Γραμματοσειρά: Times New Roman
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση δίχως την έγγραφη άδεια
του δημιουργού ή του εκδότη
ΠΕΡΙΛΗΨΗ.

Στη μακρινή γαλλική αποικία του Βιετνάμ, ο Ναμ Τγιέν Μπάο μαζί με πλήθος χωρικών, ένα πρωί στέκεται μπροστά στο μπαλκόνι του επιτρόπου Φρανσουά Ντεκρουά για να του ανακοινώσει την κίνηση για ανεξαρτησία του λαού του από τον αποικιοκρατικό κλοιό. Ο Φρανσουά Ντεκρουά όταν είναι νέος αναγκάζεται να εγγραφεί σε στρατιωτική σχολή, απ’ όπου τελικά φεύγει μετακομίζοντας στη γενέτειρα της μητέρας του το χωριό Νισλουά, έπειτα από τον χωρισμό των γονιών του. Εκεί γνωρίζει την μικρή Κριστίν με την οποία μεγαλώνουν μαζί. Πηγαίνουν στο Παρίσι να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους και παντρεύονται στο ύψιστο επιστέγασμα του έρωτα τους. Τα χρόνια κυλούν ήρεμα, ο Φρανσουά δουλεύει στο δημαρχείο, ενώ ταυτόχρονα γεννιέται η μικρή τους κόρη Λενόρ. Λίγο πριν τον δεύτερο μεγάλο πόλεμο, η οικογένεια μετατίθεται στην χερσόνησο της Ινδοκίνας. Στα άγνωστα κατακτημένα εδάφη λοιπόν, περίπου τα ίδια χρόνια με τον Φρανσουά Ντεκρουά, γεννιέται ο Ναμ Τγιέν Μπάο. Γιος διδασκάλου, υψηλό για την εποχή αξίωμα, φοιτά στο καλύτερο σχολείο της πρωτεύουσας. Ο Ναμ φυγαδεύεται με πλοίο στη Νέα Υόρκη. Εκεί μένει κάποια χρόνια. Του γεννάται το αίσθημα για την ανεξαρτησία του λαού του και αποφασίζει να δραστηριοποιηθεί. Σαλπάρει για την Γαλλία όπου εγγράφεται στο Κομμουνιστικό Κόμμα και δικτυώνεται στον αγώνα. Με το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου διώκεται και φυγαδεύεται από τα μέλη του κόμματος στη Ρωσία. Η κατάρρευση του Τσαρικού καθεστώτος τον βρίσκει στη Μόσχα να ζητάει τη βοήθεια των ηγετών της Σοβιετικής Ένωσης για παροχή οπλισμού και στρατιωτικής εκπαίδευσης στον λαό του με σκοπό να εξεγερθούν ενάντια στους Γάλλους. Έπειτα από μία πολύχρονη περιπλάνηση ανά τον κόσμο, καταφέρνει να επιστρέψει στο Βιετνάμ όπου οργανώνει την ένοπλη πάλη ενάντια στους αποικιοκράτες. Εκεί συναντιέται για πρώτη φορά με τον κύριο Ντεκρουά στην επιθανάτια τελετή της πολυαγαπημένης του συζύγου Κριστίν. Μία μακρόχρονη σχέση σφραγίζεται ανάμεσα στους δυο άντρες η οποία συνεχίζεται μέχρι τον θάνατο τους στη γη του Βιετνάμ.

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ ΑΠΟΙΚΙΑΣ.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ.

Έτος κανονικό. Οι αναρίθμητες ομορφιές της φύσης, τα τρεχούμενα νερά από τις κορυφές των πανύψηλων, δίχως ίχνος χιονιού, βουνών, μονάχα με μια φρεσκάδα τροπικού φορεμένη πάνω τους, οι λίμνες κρυσταλλωμένες απ’ την ακινησία της άπνοιας και τα δέντρα που άλλοτε ο ξένος τα έβλεπε για φοίνικες κι άλλοτε για βελανιδιές, θαρρούν ότι βρισκόμαστε στα ανεμοδαρμένα ύψη της Αμερικανικής ηπείρου ή στα κοραλλιογενή ηφαιστειακά κοινωνικά στρώματα της Ασίας. Η πραγματικότητα από τη μεριά της έγκειται κάπου στη γη της Ινδοκίνας. Κάπου ανάμεσα στον πόνο και τη γοητεία ενός λαού, ο οποίος από τότε που θυμάται την ιστορία του παλεύει για ανεξαρτησία. Ο εχθρός άλλοτε άλλαζε συχνά κι άλλοτε ξεχνούσε να φύγει ή να εκδιωχθεί, μα πάντοτε ήταν ο ίδιος. Η ανθρώπινη απληστία.
Ο ήλιος έπεφτε βαθύς τις ανυπόφορες ώρες του μεσημεριού κι ο άνθρωπος τον ακολουθούσε. Έκαιγε τα δέρματα εκείνα που δεν είχαν από γεννησιμιού τους συνηθίσει τις κοφτερές του αχτίδες, κι εκείνα που προσπαθούσαν ανέλπιστα να τον τιθασεύσουν με όπλα και σπαθιά. Οι άντρες ήταν ήρεμοι παρ’ όλες τις δυσκολίες της ζωής. Μιλούσαν λίγο μα γελούσαν πολύ. Τα βόδια όργωναν τη γη όλη μέρα, με την ευγενική συνοδεία των αφεντικών τους, μέχρι να πέσει η νύχτα και να περπατήσουν τα στενοσόκακα των σύγχρονων παλαιωμένων αποικιοπόλεων. Τα χωριά των ανύνδρων κατά τη περίοδο της ξηρασίας πεδιάδων, παρακολουθούσαν ανέκφραστα τα αγαπημένα τέκνα τους να διδάσκονται τις τέχνες των πατεράδων τους, για να μπορέσουν κι αυτά κάποια μέρα να ακολουθήσουν το μοναδικό ικανό επάγγελμα να τους χαρίσει ένα εισόδημα που θα τους κρατούσε στο χωριό. Ο πλανόδιος πωλητής ακούγονταν κάθε χάραμα πριν το ξύπνημα των ανθρώπων, πουλώντας οτιδήποτε προλάβαινε να χώσει στα καλάθια του. Έσπρωχνε το δίτροχο κάρο του που πάνω του στοιβάζονταν λογής λογής αγαθά. Από φρούτα και λαχανικά, μέχρι τόμπολες για τα παιδιά. Άλλη μια βιαστική μέρα συνήθιζε να περνάει όσο πιο αργά όριζε γι’ αυτή ο χρόνος.
Μα όλο το ζουμί σε τούτη τη χώρα ήταν τα κορίτσια της. Γλυκά σα γεύση καραμέλας, θηλυκά σαν αναδυόμενες Αφροδίτες από τις τόσες λίμνες με το χάραμα. Είχαν τα μάτια τους σχιστά σαν δυο αμύγδαλα του τροπικού, βαλμένα από το πινέλο κάποιου ζωγράφου που δεν γνώριζε να ξεχωρίζει τη φαντασία απ’ τη πραγματικότητα, βλέμματα που σκλάβωναν για πάντα με τα πανάρχαια μάγια τους. Αθώα ελκυστικά, γλυκά και ντροπαλά. Σε κοίταζαν ανυποψίαστα και σου χαμογελούσαν μ’ αυτή την ευγένεια που χαρακτηρίζει το λαό τους. Περπατούσαν αέναα, λεπτές σαν καλαμιές στρογγυλεμένες όπου απαιτούνταν, μα ο άνεμος δεν τις παρέσυρε ποτέ, τις αγαπούσε. Τις συνόδευε σε κάθε τους βήμα για να τις προστατεύει από τους καυτούς αγέρηδες, τους βλαβερούς για τις ψυχές τους τις φρεσκοφερμένες. Οι φορεσιές τους ήταν κίτρινες, κόκκινες, μωβ, τριανταφυλλί, χρυσαφένιες, θαλασσιές. Σε κάθε μια τους πήγαινε όποιο χρώμα κι αν φορούσε, λες και τούτα τα πλάσματα είχαν γεννηθεί για να ταιριάζουν μ’ όλα τα χρώματα της γης. Με τη φύση ταίριαζαν τα λυγερά κορμιά τους που θύμιζαν τους γλυκούς ήχους των χελιδονοφωλιών της άνοιξης σε κάθε τους πέρασμα. Τα αγόρια κοιτούσαν με μάτια φλογισμένα τις εκστασιασμένες ομορφιές τους, μα ήταν κρίμα γιατί τα νιάτα τους θα τα ‘παιρνε ο πόλεμος. Ήταν όλες τους μελαχρινές και τα μαλλιά τους, οι πιο ντροπαλές από δαύτες, τα έκαναν κότσο στρογγυλό, σα λουστραρισμένη πέτρα του γιαλού στο πίσω μέρος του κρανίου. Άλλες πάλι τα άφηναν να πέφτουν μακριά κάτω απ’ τους ώμους ως τους αστραγάλους, για να κρύβουν τα μικρά αυτάκια τους που κοκκίνιζαν από ντροπή σα τα κοιτούσε κανένας μορφονιός. Το πρωί όταν σηκώνονταν, πάντοτε πολύ νωρίς για να βοηθήσουν στην ετοιμασία του πρωινού, κείνα τα λεπτά λουλούδια έπιναν καφέ ψημένο στο μαγκάνι ανακατεμένο με αυγό και ζάχαρη, για να προστατεύει το δέρμα τους από τον βλαβερό ήλιο του τροπικού.
Μέχρι κι η γλώσσα τούτων των ανθρώπων έμοιαζε με κελαΐδισμα νεογέννητου πουλιού κάτω απ’ τις φτερούγες της μητέρας του. Μιλούσαν πάντοτε σε τρίτο πρόσωπο. Δε λέγανε ποτέ σ’ αγαπώ. Οι γυναίκες έλεγαν στους αγαπημένους τους «η μικρή αγαπάει τον άντρα», ενώ οι άντρες από τη μεριά τους «ο άντρας αγαπάει τη μικρή». Οι προσωπικές αντωνυμίες αποφεύγονταν υποσυνείδητα ως εγωπαθείς και με τα χρόνια διαγράφονταν από το λεξιλόγιο τους. Τώρα όμως οι πιο ωραίες της φυλής ήταν για τους μεγαλοπιασμένους, εκείνους που έφτασαν απρόσκλητοι και προσπαθούσαν μανιωδώς να επιβάλλουν την ανοησία τους, μα δεν τους έβγαινε. Είχε δύναμη και νεύρο τούτους ο λαός. Ρίζες βαθιά φυτρωμένες είχε ο πολιτισμός τους, ο οποίος φυλάσσονταν αυστηρά απ’ το καθένα τους ξεχωριστά. Ένα ποίημα ήταν τούτοι οι άνθρωποι, ένα ποίημα γραμμένο σε θεού τεφτέρι φυλαγμένο σε τσέπη εσωτερική. Ποτισμένη με μελάνι από το νέκταρ των αιώνων που εμείς οι άνθρωποι στερούμε απ’ την θέαση των ματιών μας, μα που τούτος ο λαός είχε γεμίσει τη ζωή του, μα δυστυχώς όχι τη μοίρα του. Μόνον ο χρόνος και ο θάνατος περνούσαν από κει, μα πάλι φεύγανε δίχως τίποτα να καταφέρουν ν’ αλλάξουν. Μον’ άφηναν πίσω τους αιώνες.24grammata.com/ free ebook
[κατέβασέτο]