O ποιητής Αλέξανδρος Παναγούλης

24grammata.com/ Λογοτεχνία

Για το αφιέρωμα του 24grammata.com στην σκοτεινή εφταετία 1967 – 1974 κλικ εδώ

Υπάρχουν στη γλώσσα μας δυο βιβλία που αποκαλύπτουν ένα μέρος από αυτό που υπήρξε ο Παναγούλης. Το ένα, η πιο σοβαρή και εμπεριστατωμένη μέχρι σήμερα δημοσιογραφική δουλειά για αυτόν, γράφτηκε από τον Κώστα Μαρδά (με τη στενή, όπως δηλώνεται, συνεργασία του αδελφού του Αλέκου Στάθη Παναγούλη) και κυκλοφόρησε το 1997 με τον τίτλο «Αλέξανδρος Παναγούλης – Πρόβες Θανάτου». Σε τούτο το βιβλίο γίνεται μια εξαιρετικά προσεκτική προσπάθεια να συγκεντρωθούν όσα περισσότερα ντοκουμέντα και στοιχεία για την παράφορη όσο και πολύτροπη ζωή του Παναγούλη. Ανάμεσα σε αυτά και ορισμένα κρίσιμα κείμενα του ίδιου του Παναγούλη: η απολογία του στο Στρατοδικείο της χούντας, ένα αυτοβιογραφικό κείμενο για την απόπειρα του κατά του δικτάτορα Παπαδόπουλο γραμμένο το 1974, η ιστορική συνέντευξη του στην Οριάνα Φαλάτσι που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Γιουροπέο στα 1973 κι αναδημοσιεύτηκε στις μεγαλύτερες εφημερίδες της Ευρώπης. Το βιβλίο του Μαρδά είναι ένα βιβλίο βάσης – και φυσικά (όπως κάθε τι που αναφέρεται στον Παναγούλη) μπορεί να διαβαστεί και ως μυθιστόρημα.

Ωστόσο, η Φαλάτσι είναι που έχει γράψει και το εμβληματικό μυθιστόρημα για τον Παναγούλη, αυτό που τον έκανε θρύλο σε ολόκληρο τον κόσμο. Το «Ένας άντρας», δημοσιευμένο το 1980, είναι ένα αναμφίβολο αριστούργημα (στα σίγουρα το σπουδαιότερο από τα λογοτεχνικά βιβλία της κάποτε εκπληκτικής από κάθε άποψη Φαλάτσι, που δυστυχώς στα τελευταία της γραπτά ξέπεσε σε μια απρόσμενη όσο και ρατσιστική αντιαραβική μισαλλοδοξία). Η Φαλάτσι έζησε με τον Παναγούλη έναν θυελλώδη έρωτα’ και, όσο κι αν μπορεί να αμφισβητηθεί η οπτική μιας τόσο παράφορα ερωτευμένης γυναίκας, καταφέρνει να γράψει ταυτόχρονα, κι αυτό είναι ενδεικτικό του επιτεύγματός της, ένα οριακό όσο και σπαρακτικό ερωτικό δράμα, ένα σκοτεινό πολιτικό θρίλερ και την βιογραφία ενός απόλυτα διονυσιακού ανθρώπου που τρεφόταν από την ίδια του την τραγωδία, από τον πόνο και τον κίνδυνο, που έπαιζε ελκόμενος με τον θάνατο και λαγγευόταν με το να στέκεται απέναντι σε κάθε ισχύ, να γυρεύει την καταστροφή του, να πηγαίνει από την άκρη του γκρεμού γελώντας, ενός ανθρώπου που δεν γινόταν να σταματήσει, να συμβιβαστεί, να υποχωρήσει, να νικηθεί. Η Φαλάτσι γράφει, όπως πάντοτε, την δική της ιστορία – μα είναι η μόνη φορά, και στα βιβλία της και στη ζωή της, που αυτή η τόσο εγωκεντρική και εγωίστρια έγινε κομπάρσος, μια πιστή Πηνελόπη που υποτάχτηκε στον άντρα που είχε μέσα του την αντάρα της θάλασσας – κι αυτό είναι ενδεικτικό της ντελιριακής μέθης στην οποία οδηγούσε τους γύρω του ο Παναγούλης, είτε αυτοί ήσαν φίλοι και συναγωνιστές, είτε βασανιστές, είτε η Φαλάτσι. Το «Ένας άντρας» είναι το βιβλίο του Παναγούλη – και το χρωστούμε στην Φαλάτσι.

Η ζωή του Παναγούλη με λέξεις κλειδιά – δεν είναι τόσο εύκολο όσο νομίζει κανείς. Ημερομηνία γέννησης: 2 Ιουλίου του 1939. Αθήνα, σπίτι στη Γλυφάδα. Πατέρας του ο δημοκρατικός αξιωματικός Βασίλης Παναγούλης – πέθανε το 1970. Μητέρα του η Αθηνά Παναγούλη – πέθανε το καλοκαίρι του 1991. Αλλα δύο αδέλφια: ο μεγαλύτερος Γιώργος, υπολοχαγός των υποβρύχιων καταδρομών, ο οποίος, αμέσως μετά το πραξικόπημα του 1967, προσπαθησε να διαφύγει στο εξωτερικό για να οργανώσει αντίσταση μα δολοφονήθηκε από την χούντα στην οποία τον παρέδωσε το κράτος του Ισραήλ, και ο Στάθης (κι αυτός με ηρωική και πολύπλευρη δράση κατά της χούντας, φυλάκιση και ιδιαίτερα σκληρούς βασανισμούς, μετέπειτα βουλευτής και υφυπουργός). Σπουδές στο Πολυτεχνείο της Αθήνας. Ηγετικό στέλεχος της Ένωσης Κέντρου – ανένδοτοι αγώνες. 114 και 15%. Ξυλοδαρμοί από αστυνομικούς, προσωπική σχέση με τον Γεώργιο Παπανδρέου. Από το 1965 εμμονή στην ανάγκη προετοιμασίας ένοπλου αγώνα για την επερχόμενη δικτατορία. Με την έναρξη της δικτατορίας, τον Απρίλιο του 1967, λιποταξία από την μονάδα που υπηρετεί. Δημιουργία της οργάνωσης Ελληνική Αντίσταση, διαβίωση στην παρανομία, επαφές για να εξασφαλιστούν χρήματα, όπλα και υποστήριξη. Ταξίδια στο εξωτερικό. Κύπρος – υποστήριξη από τον εθνικιστή όσο και αινιγματικό Υπουργό Εσωτερικών Πολύκαρπο Γεωρκάτζη. Σχέδιο δολοφονίας του Παπαδόπουλου και ανατροπής του καθεστώτος. Ψευδώνυμο «Ανίκητος» – όχι τυχαία. Στις 13 Αυγούστου του 1968 αποτυχημένη απόπειρα να ανατινάξει το αυτοκίνητο του δικτάτορα στην λεωφόρο Αθηνών – Σουνίου. Σύλληψη και έναρξη βασανιστηρίων. Ιωαννίδης, Θεοφιλογιαννάκος, Μάλλιος, Μπάμπαλης. Πλήρης άρνηση οποιασδήποτε συνεργασίας. Τον Νοέμβριο του 1968 διπλή καταδίκη σε θάνατο από το χουντικό Στρατοδικείο – η ποινή δεν εκτελέστηκε μετά από τον ξεσηκωμό της διεθνούς κοινής γνώμης που ξεσηκώθηκε υπέρ του. Συνεχή βασανιστήρια, απεργίες πείνας, απόπειρες απόδρασης, εγκλεισμός σε ένα κελί τάφο στο Μπογιάτι. Ποιήματα που γράφονται με αίμα σε μικρά κομμάτια χαρτί, σε σπιρτόκουτα. Έξοδος από την φυλακή με την αμνηστία του Αυγούστου του 1973, παρά την πεισματική του άρνηση να υπογράψει αίτηση χάριτος. Συνάντηση με την Οριάνα Φαλάτσι, ερωτική σχέση. Διαφυγή στην Ιταλία, προσπάθεια εξασφάλισης υποστήριξης για ένοπλο αγώνα. Έκδοση των ποιημάτων του σε δίγλωσσες εκδόσεις – βραβεία και διακρίσεις. Πτώση της χούντας, επιστροφή στην Ελλάδα. Βουλευτής Αθήνας με την Ένωση Κέντρου. Μηνύσεις κατά χουντικών αξιωματικών. Μάρτυρας στις δίκες των βασανιστών. Ανοιχτή τοποθέτηση ενάντια στον τότε Υπουργό Εθνικής Άμυνας Ευάγγελο Αβέρωφ που τον θεωρεί ενδιαμεσο άνθρωπο της δικτατορίας. Έρευνα για τα αρχεία της ΕΣΑ. Συνεχείς απειλές κατά της ζωής του. Ανεξαρτητοποίηση από την Ένωση Κέντρου. Αρνητική στάση προς τον Αντρέα Παπανδρέου. Λίγο πριν από την δημοσιοποίηση των αρχείων της ΕΣΑ, δολοφονία του, καλυμένη με τον μανδύα ενός τροχαίο ατυχήματος. Ημερομηνία θανάτου: 1η Μαϊου του 1976.

Τι σημαίνουν όλα αυτά; Ας σκεφτούμε έναν σκελετό, έναν άψυχο ξύλινο σκελετό. Το κρίσιμο είναι η σάρκα και το αίμα – η λάμψη στα μάτια.

Το αίμα του Παναγούλη μπορεί να το βρει κανείς και στα ποιήματά του – στα ποιήματα για τα οποία προσπαθώ να μιλήσω σε τούτο το σημείωμα. Λέω προσπαθώ – γιατί στην περίπτωση του Παναγούλη είναι δύσκολο να διαλέξεις τι είναι ποίημα και τι δεν είναι. Ας πούμε, δεν είναι λίγοι αυτοί που λογαριάζουν για καλύτερο ποίημα την απολογία του στο Έκτακτο Στρατοδικείο, στις 8 Νοεμβρίου του 1968. Οι τελευταίες φράσεις ετούτης της απολογίας ανήκουν ήδη στη σφαίρα του θρύλου – είναι η η πιο χαρακτηριστική δημόσια δήλωση του Παναγούλη που έδειξε σε όλους πως ήταν για να πάει τα πράγματα μέχρι το τέλος:

(…) Γνωρίζω ποιες είναι οι ποινές που προβλέπονται από τον νόμο, και γνωρίζω και ότι αυτές οι ποινές που προβλέπονται από τον νόμο θα επιβληθούν, αλλά δεν υποχωρώ, διότι, κύριοι δικαστές, γνωρίζω ότι το ωραιότερο κύκνειο άσμα ενός πραγματικού αγωνιστή είναι ο επιθανάτιος ρόγχος του μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα μιας τυραννίας και αυτή τη θέση την αποδέχομαι.

Άλλοι πάλι, περισσότερο θεωρητικοί, πιστεύουν πως το καλύτερό του ποίημα είναι αυτό:

ΘΕΛΩ

Θέλω να προσευχηθώ
με την ίδια δύναμη που θέλω να βλαστημήσω

Θέλω να τιμωρήσω
με την ίδια δύναμη που θέλω να συγχωρήσω

Θέλω να προσφέρω
με την ίδια δύναμη πού ’θελα στο ξεκινήμα

Θέλω να νικήσω
αφού δεν μπορώ να νικηθώ

Ο τότε αυτοεξόριστος Βασίλης Βασιλικός προλογίζοντας στα 1971 το «Πρώτο Μπογιάτι», την πρώτη συλλογή ποιημάτων του τότε φυλακισμένου θανατοποινίτη Αλέκου Παναγούλη, έπιασε από την αρχή την κρίσιμη φράση: Σε αυτό το «δεν μπορώ να νικηθώ» συνοψίζεται όλη η τραγική μοίρα του Αλέκου. Είναι πραγματικά αξιοσημείωτη η κριτική ευστοχία του (γενικά βιαστικού) Βασιλικού – και μάλιστα σε έναν καιρό που παρόμοιες ψυχολογικές παρατηρήσεις έμοιαζαν περιττή πολυτέλεια. Πράγματι ο Παναγούλης ήταν κάποιος που δεν μπορούσε να νικηθεί – ήτανε τέτοια η φύση του και τέτοια η τραγωδία του. Το μόνο που είχε ήταν να πάει την τραγωδία μέχρι την έξοδο. Αλλιώς: αυτό που έγραψε ο Θεοδωράκης στα «Τραγούδια του Αγώνα»:

Όταν χτυπήσεις δυο φορές,
κι ύστερα τρεις και πάλι δυο, Αλέξανδρέ μου,
θα δω το πρόσωπό σου.

Σε βλέπω σε κελί στενό,
να σέρνεις πρώτος το χορό
πάνω στον θάνατό σου.

Ο Παναγούλης είναι ο μεγαλύτερος ήρωας της μεταπολεμικής Ελλάδας – για μένα και, φαντάζομαι, και για πολλούς άλλους. Τούτο, τουλάχιστον για την δική μου οπτική, είναι λογοτεχνική αίσθηση, και όχι επ ουδενί ιστορική αξιολόγηση – θαρρώ πως θα ήταν αδικαίωτη έπαρση να στήνουμε από την αναιδή μας ασφάλεια ζυγαριές ηρωϊσμού, για να απονείμουμε κάποιον τέτοιο τίτλο σε ανθρώπους σαν τον Παναγούλη, τον Λαμπράκη, τον Μουστακλή, τον Καράγιωργα, τον Μπελογιάννη, τον Πλουμπίδη και εκατοντάδες άλλους που γίναν παρανάλωμα για ιδέες, αξίες και ιδανικά. Απλώς κατάγράφω τούτη την αίσθηση: διαβάζω τα ποιήματα του Παναγούλη, τα όσα έχουν γραφτεί για αυτόν, βλέπω τις φωτογραφίες του, την ματιά του, τις λιγοστές τηλεοπτικές εικόνες του που απέμειναν, ακούω την τόσο χαρακτηριστική φωνή του και τον νιώθω να έρχεται απευθείας μέσα από τους στίχους του Αισχύλου και του Σοφοκλή. Ο Παναγούλης από την αρχή έσερνε τον χορό πάνω στον θάνατό του’ όποτε αυτός ματαιωνόταν, γέμιζε από μια παράξενη μελαγχολία:

ΕΚΠΛΗΞΕΙΣ

Κέρδιζα μια ζωή
Ένα εισιτήριο για το θάνατο
Και ταξιδεύω ακόμη
Κάποιες στιγμές
νόμισα πως έφτανα
στου ταξιδιού το τέλος.
Μα έκανα λάθος.
Εκπλήξεις ήταν μόνο
της διαδρομής.

Είναι δύσκολο να μιλήσεις όρους φιλολογικούς για ποιήματα που έχουν γραφτεί με το αίμα ενός ανθρώπου. Το σχεδόν αποκλειστικό σώμα των ποιημάτων του Παναγούλη έχουν γραφτεί μέσα στις φυλακές (η Φαλάτσι περιγράφει την εκ των υστέρων βασανιστική προσπάθειά του να ψαρέψει στίχους και ποιήματα που είχαν κατασχεθεί και καταστραφεί από τους δεσμοφύλακες). Τρεις συλλογές («Το πρώτο Μπογιάτι», «Το δεύτερο Μπογιάτι», «Μέσα από φυλακή σας γράφω στην Ελλάδα») αφού εκδόθηκαν σε δίγλωσσες εκδόσεις στο εξωτερικό (κυρίως στην Ιταλία) συγκεντρώθηκαν σε έναν τόμο από τον ίδιο τον Παναγούλη (αφιερωμένο Στην Αθηνά Παναγούλη και σε όλες τις Μητέρες που αγωνίζονται). Στον τόμο των εκδόσεων Παπαζήση συμπεριλαμβάνονται ένα κείμενο του Πιερ Πάολο Παζολίνι και τρία κείμενα του Βασίλη Βασιλικού για την ποίηση του Παναγούλη, γραμμένα στα χρόνια της χούντας, καθώς και το Γράμμα του 1969 του ίδιου του Παναγούλη προς το Συμβούλιο της Ευρώπης που περιγράφει τα φριχτά βασανιστήριά του. Στο σύνολο μετράω ενενήντα εννιά ποιήματα συχνά με υποσελίδια σχόλια του ποιητή τους (η πιο συχνή ένδειξη: Απομόνωση – πρωτογραφτηκε με αίμα)’ άλλο ένα ποίημα (κατά πάσα πιθανότητα το τελευταίο του) θα το βρει κάτω από το μαξιλάρι του η Φαλάτσι και θα το διασώσει στο βιβλίο της. Επομένως, σε μια νέα, φιλολογικά επιμελημένη τούτη τη φορά, έκδοση των ποιημάτων του Παναγούλη το σύνολο των ποιημάτων θα ανέβαινε στα εκατό’ ως επίμετρο (ή ως δεύτερο μέρος) θα μπορούσαν να τοποθετηθούν μαζί με το Γράμμα και τα τρία κείμενα του Παναγούλη που περιέχονται στο βιβλίο του Μαρδά (Απολογία, Κείμενο για πρώτες ώρες μετά την απόπειρα, Συνέντευξη στη Φαλάτσι), ενδεχομένως και κάποιες ακόμη συνεντεύξεις του και ορισμένα πολιτικά του κείμενα. Έτσι, μια τέτοια έκδοση θα σήμαινε και τα Άπαντα του Παναγούλη – και θα ήταν (έστω και καθυστερημένη) τιμή για όλους μας.

Για χρόνια δεν μπορούσα να αξιολογήσω μέσα μου τα ποιήματα του Παναγούλη – προφανώς με λόγχιζε η υποψία πως τα αγαπούσα επειδή ήταν δικά του κι όχι επειδή με συγκλόνιζαν ως ποιήματα αυτά καθ’ αυτά. Χρειάστηκα δεκαπέντε χρόνια για να κατασταλάξω: ο Παναγούλης γράφει τα ποιήματα του για να βρει ηθικό και συναισθηματικό σημείο έναντι του οποίου μπορεί να σταθεί. Με άλλα λόγια: γράφει τα ποιήματά του για να επιβιώσει’ κι αυτά μοιραία ορίζονται από τις ανάγκες του – αν είναι το χαρτάκι μικρό θα βγουν μικρά, αν είναι μεγάλο θα βγουν μεγαλύτερα, αν τα γράφει με αίμα και σπιρτόξυλο θα αποφύγει τον μεγάλο στίχο, αν έχει μολύβι θα τον επιλέξει πιο εύκολα. Λένε πως οι μεγάλοι ποιητές είναι αυτοί που σβύνουν – ο Παναγούλης δεν είχε σβηστήρα, μήτε τη δυνατότητα να χαλαλίζει το μελάνι του. Το ύφος του είναι σαφώς ρητορικό – οι λέξεις που αρχίζουν με κεφαλαία γράμματα είναι αναμενόμενο καταφύγιο. Κάποτε εκφράζεται σχηματικά, κάνει ακροστιχίδες’ συχνότερα λειτουργεί με δυϊκά σχήματα. Κάποτε γίνεται απλοϊκός – κάποτε χάνεται σε εικόνες που δεν ολοκληρώνονται σε ποίημα. Άλλοτε πάλι καλοί στίχοι ναυαγούν σε ένα ρητορικό σύνολο. Κάμποσα από τα ποιήματά του είναι σημειώσεις που θα μπορούσαν να γίνουν ποιήματα. Ο έγκλειστος Παναγούλης χρησιμοποίησε τα ποιήματα του ως έναν καθρέφτη για να πειστεί πως υπάρχει, πως είναι εκεί.

Η ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΜΟΥ

Ένα σπιρτόξυλο για πέννα
αίμα χυμένο στο πάτωμα για μελάνι
το ξεχασμένο περιτύλιγμα της γάζας για χαρτί.
Μα τι να γράψω;
Τη Διεύθυνσή μου μονάχα ίσως προφτάσω
Παράξενο και πήζει το μελάνι
Μέσ’ από φυλακή σας γράφω
στην Ελλάδα

Όλα αυτά τα σημειώνω για να πω πως από τα εκατό ποιήματά του Παναγούλη μετράω εικοσιεφτά (και όσα παραθέτω ανήκουν σε αυτά), τα οποία (και μιλώ πάντοτε για μένα) δεν διστάζω να τα βάλω δίπλα στα ποιήματα του Μανόλη Αναγνωστάκη. Αυτό δεν είναι διόλου λίγο: λογαριάζω τον Αναγνωστάκη τον πιο σημαντικό από όσους μεταπολεμικούς ποιητές έχω διαβάσει, και δεν μιλώ μόνο για τους έλληνες μα και για τον Άλαν Γκίνσμπερκ και τον Ντίλαν Τόμας και τον Πολ Τσελάν και όσους από τους μεταφρασμένους ξένους έχουν πέσει στα χέρια μου – αν λοιπόν, βρίσκω εικοσιεφτά ποιήματα στον Παναγούλη που θα τα έβαζα κοντά σε αυτά του Αναγνωστάκη σημαίνει πως τον πιστεύω ως έναν από τους πιο κρίσιμους ποιητές της γλώσσας μας. Και για μια τέτοια εκτίμηση νομίζω εικοσιεφτά ποιήματα αρκούν – φαντάζομαι πως και ο Αναγνωστάκης, φαντάζομαι και ο Καβάφης, θα υπολόγιζαν για καλό έναν τέτοιο αριθμό.

Στον καθρέφτη των ποιημάτων του ο Παναγούλης είχε μονάχα το πρόσωπό του – συχνά θέλησε να υποδυθεί ρόλους, αυτό κάνουμε όλοι μπροστά στον καθρέφτη (ακόμη κι όταν δεν βρισκόμαστε στην απομόνωση)’ από την άποψη αυτή βρέθηκε ως προς την προθετικότητα (και μόνο ως προς αυτή) κοντά στον Κάλβο – μα δεν είχε την γλώσσα, μήτε τη λυρική τόλμη του Ζακυνθινού. Ωστόσο είχε έμπυρη ορμή: όταν κάποτε κοίταξε τον καθρέφτη δίχως να συλλογιστεί πως πρέπει να κρύψει την τραγωδία του, προκειμένου να γίνει καθολικότερος’ τότε έδωσε πραγματικά διαμάντια, ποιήματα παλίντονα και πυρωμένα που αν τα διαβάσεις δεν τα ξεχνάς ποτέ:

Τρία βήματα μπροστά
και τρία πίσω πάλι.
Χίλιες φορές την ίδια διαδρομή
Έξη χιλιάδες βήματα…
Ο σημερινός περίπατος με κούρασε
ίσως γιατί τα βήματα μετρούσα
Τώρα σταμάτησα
μα αύριο
αντίθετα θα αρχίσω να βαδίζω
(η ποικιλία ομορφαίνει τη ζωή)
και κάτι άλλο σκέφτομαι
μικρότερα τα βήματα αν κάνω
τέσσερα-τέσσερα μπορεί να τα μετρώ!
Καλά το σκέφτηκα
Πιο όμορφη να γίνει η διαδρομή!…

Η Διαδρομή είναι ένα από τα εικοσιεφτά κρίσιμα ποιήματα που έχω διαλέξει από τον Παναγούλη’ η Σκιά είναι ένα άλλο. Τα βάζω πλάι πλάι γιατί είναι δυο σπαρακτικά αριστουργήματα – και γιατί και τα δύο απαντούν με όρους υπαρκτικούς στον Καβάφη.

Αγάπησα το Φως πολύ
Ετσι κατόρθωσα ένα κερί ν’ ανάψω
και το θαμπό, το λιγοστό του φως, το κέρναγα

Μα πριν χαρά να νιώσω και γι’ αυτό
μ’ απελπισία είδα βαρύ
να ρίχνω αλλού και το σκοτάδι
Αφού το ίδιο φως που εγώ κρατούσα
με του κορμιού μου τη Σκιά
σκοτάδι γέμιζε τις στράτες που περνούσα.

Το τρίτο καβαφογενές ποίημα είναι η Ιθάκη από το «Δεύτερο Μπογιάτι»

Οδυσσέα σαν βγήκες στην Ιθάκη
τι δυστυχία θα νιωσες
Αφού κι άλλη ζωή μπροστά σου είχες
γιατί τόσο νωρίς να φτάσεις;

Χωρίς σκοπό έμεινες πια
από μεγάλος έμεινες μικρός
«Πιο μακρυνή ας ήταν η Ιθάκη»
πιστεύω πως ψιθύρισες
και πως δεν θέλησες
καινούρια πια Ιθάκη να ζητήσεις
γιατί φοβήθηκες
πως και σ’ αυτή νωρίς θα φτάσεις

Απ’ την αρχή έπρεπε
αλλιώτικη Ιθάκη να ζητούσες
Ιθάκη όμορφη και μακρυνή
που να τη φτάσει
δεν ζητά μονάχα ένας

Τέτοια δεν ήταν η δική σου
αφού μονάχος την ποθούσες
κι αν όμορφη την είδαν οι πολλοί
στην πέννα ενός Ομήρου το χρωστάει.

Αν κανείς συλλογιστεί την διαλεκτική αντιπρόταση του έγκλειστου Παναγούλη στον εμπειριστή Καβάφη, ίσως να νιώσει το γιατί μίλησα πρωτύτερα για τον Μανόλη Αναγνωστάκη – ιδίως τον Αναγνωστάκη των πρώτων Εποχών.

Όταν ξαναδιάβασα προσεκτικά τα βασανιστήρια που έγιναν στον Παναγούλη (φαντάζομαι πως ελάχιστοι άνθρωποι στον εικοστό αιώνα έχουν υποστεί τόσο άγρια και ποικιλμένα σωματικά και ψυχολογικά βασανιστήρια επί τόσο μακρό χρονικό διάστημα – και το πιο εξωφρενικό, τα έχουν αντέξει) και προσπάθησα να τα συνδέσω με τα ποιήματα του (κάτι τέτοιο κάνει και ο Παζολίνι) και τα υπόλοιπα γραπτά του, διαπίστωσα (έκπληκτος έως έντρομος) πως μέσα στον πραγματωμένο εφιάλτη της ανάκρισης ο Παναγούλης χρησιμοποιούσε τον πόνο ως μέθοδο συναισθηματικής θωράκισης, την βεβαιότητα του θανάτου του ως υλικό αντίβαρο στον πόνο, την ανάγκη να μην νικηθεί ως ηθικό αντίβαρο στη βεβαιότητα του θανάτου. Έτσι, οδηγημένως από ένα απόλυτα εγκεφαλικό σχήμα, ο βασανιζόμενος έγκλειστος, μόνος απέναντι στους βασανιστές του, έπαιξε ένα ακραίο παιχνίδι πρόκλησης, ενδεικτικό μιας εξαιρετικά σπάνιας ευφυίας και μιας άνευ ορίων προμηθεϊκής ορμής: την ώρα που οι Θεοφιλογιαννάκος, Χατζηζήσης, Μάλλιος, Μπάμπαλης και κάμποσοι άλλοι, υπό την υψηλή καθοδήγηση του μετέπειτα αόρατου δικτάτορα Ιωαννίδη, του βάζαν πυρωμένες βελόνες στην ουρήθρα, του σβήνανε τσιγάρα στους όρχεις, του κάναν φάλαγγα, τον δέρναν ομαδικώς, του κάνανε εγχειρήσεις δίχως αναισθησία, του στερούσαν για μήνες τον ύπνο, τον κρατούσαν για μήνες σιδεροδέσμιο, τον δέρνανε ομαδικά, τον χτίζανε ζωντανό σε τάφους, εκείνος τους έβριζε, τους έλεγε «παπαδοπουλάκια», καμωνόταν πως δεν καταλάβαινε τον πόνο ή πως γαργαλιόταν, έκανε συνεχής μπλόφες, όποτε έβρισκε ευκαιρία τους χτυπούσε ή τους δάγκωνε για να τους αποσυντονίσει, απήγγειλε φανταστικές περιγραφές για το πώς τους είχε πηδήξει το προηγούμενο βράδυ ή πώς είχε πηδήξει τις γυναίκες τους. Μονάχα ένα περιστατικό – από τα δεκάδες μαρτυρημένα: μια μέρα, ενώ τον έδερναν ομαδικά, αυτός έξυνε με μανία τους αστραγάλους του’ όταν τον ρώτησαν γιατί τον ξύνουν οι αστράγαλοί του, αυτός απάντησε «δεν με ξύνουν οι αστράγαλοί μου, με ξύνουν τα αρχίδια μου που είναι μεγάλα και φτάνουν μέχρι τους αστραγάλους». Κι όταν τέλέιωναν όλοι αυτοί, αφήνοντας τον πεσμένο σαν έναν σάρκινο σάκο, αναλάμβανε ο επί των ψυχολογικών βασανιστηρίων Χατζηζήσης που τον προσφωνούσε ειρωνικά Ω Σωκρατες – ο ματωμένος και τσακισμένος Παναγούλης του απαντούσε άλλοτε ως εταίρος σε πλατωνικό διάλογο κι άλλοτε υποδυόμενος τον Ιησού Χριστό. Το αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να διαλύσει ψυχολογικά τους βασανιστές του, να τους οδηγήσει σε κατάρρευση, να κάνει τον Ιωαννίδη να κρεπάρει τάζοντας του «εγώ θα σε τουφεκίσω Παναγούλη», ενώ εκείνος του απαντούσε «δεν έχεις τα αρχίδια». Ενδεικτική είναι η δήλωση του Θεοφιλογιαννάκου στη δίκη των βασανιστών του 1975 (τότε που ο Παναγούλης είπε μονάχα τα απολύτως απαραίτητα, προτιμώντας να αντιπαρατεθεί με τον πρόεδρο του δικαστηρίου)’ στο τέλος μιας εμετικής απολογίας ο Θεοφιλογιαννάκος δήλωσε: «ο Παναγούλης είναι ο μόνος που δεν λύγισε ποτέ, ο υπ’ αριθμόν ένα αντιστασιακός. (…) Όταν του είπα, πως εγώ θα τον βοηθήσω να διαφύγει, αρκεί να παέι στο εξωτερικό και να μας αφήσει ήσυχους, μου απάντησε ‘Λάθος πόρτα χτύπησες, Θεοφιλογιαννάκο. Ο Παναγούλης θα δραπετεύσει και θα βγει’ (…). Αυτός είναι αντιστασιακός»

Μίλησα για τα βασανιστήρια του Παναγούλη, για να δείξω το πώς γράφτηκαν τα ποιήματά του – για να μιλήσω για τον τρόπο που αυτός ο παράφορος δεσμώτης γονιμοποιούσε τον πόνο και τον έκανε άνθος, έπαιρνε την φρίκη και την έκανε ποίημα. Να το πω αλλιώς: ο Παναγούλης αναγκάστηκε να κάνει την εντάφια ζωή ποίηση για να την αντέξει. Η Μπογιά θαρρώ πως είναι το πιο ακραίο δείγμα τούτης της ανάγκης – κι ούτε μπορώ να φανταστώ άλλο ανάλογο ποίημα. Αν το είχε γράψει ο Χέμιγουεϊ ή ο Τσε Γκεβάρα θα ήταν στα στόματα εκατοντάδων εκατομμυρίων σε όλον τον κόσμο.

Ζωντάνεψα τους τοίχους
φωνή τους έδωσα
πιο φιλική να γίνουν συντροφιά.
Κι οι δεσμοφύλακες ζητούσαν
να μάθουνε που βρήκα την μπογιά.

Οι τοίχοι του κελιού
το μυστικό το κράτησαν
κι οι μισθοφόροι ψάξανε παντού
Όμως μπογιά δεν βρήκαν

Γιατί στιγμή δεν σκέφτηκαν
στις φλέβες μου να ψάξουν

Έτσι έγραψε τα ποιήματά του ο Αλέκος Παναγούλης. Όταν βγήκε από τον τάφο ουσιαστικά έγραψε τρία καινούρια ποιήματα. Το τετράστιχο της προμετωπίδας του «Μέσα από φυλακή σας γράφω στην Ελλάδα», γραμμένο την μέρα της αποφυλάκισης του, το αναστάσιμο Αγάπης λέξεις ξεχασμένες / αναστημένες / με φέρνουν πάλι στη ζωή γραμμένο λίγες μέρες αργότερα, προφανώς μετά το πρώτο σμίξιμό του με την Φαλάτσι, και το τελευταίο ποίημα, εκείνο που αναγγέλει το τέλος του, την έξοδο από την τραγωδία: Το τέλος μου θα έρθει όπως το θέλουν / αυτοί που έχουν την Εξουσία.

Στην πραγματικότητα το τέλος του θα ερχόταν όπως το είχε προκαλέσει ο ίδιος. Όταν του κόβαν τα χέρια, θα δάγκωνε το πλοίο του Μεγάλου Βασιλιά, να το κρατήσει ένας μόνος του, με τα δόντια.

Έτσι ώστε: απάντηση να πάρουν πάλης βοή / για να βρουν ανάπαυση οι πρώτοι νεκροί.

Ο Παναγούλης ήταν πολύ μεγαλύτερος από τον καιρό του, πολύ μεγαλύτερος από τα δικά μας μέτρα και σταθμά, πολύ μεγαλύτερος από τις μεταπολιτευτικές μας ανάγκες και προσδοκίες. Για αυτό και τον τυλίγουμε με την αμηχανία μας, για αυτό και τον παραδίνουμε στη σιωπή. Τον εξωθούμε στο περιθώριο του νου μας γιατί δεν τον αντέχουμε, τον διώχνουμε από μέσα μας γιατί δειλιάζουμε να τον συλλογιστούμε’ είναι η ίδια μοναξιά εκείνων των παλιών ηρώων του Σοφοκλή – σκέψου τον Οιδίποδα, την Αντιγόνη, τον Φιλοκτήτη, τον Ηρακλή. Ο Παναγούλης κάμποσες φορές στα σύντομη ζωή του βίωσε τούτη την τραγική μοναξιά: όταν το 1969 δραπέτευσε από την φυλακή μαζί με τον δεσμοφύλακά του Γιώργο Μωράκη δίχως κανένας να του δώσει καταφύγιο· στις εκλογές του 1974, όταν εκείνος ο παγκοσμίου φήμης τυραννοκτόνος και μάρτυρας της χούντας ψηφίστηκε μόλις στην έκτη θέση και εκλέχτηκε βουλευτής με τη Β’ κατανομή· το 1976, όταν έβλεπε να μένει όλο και πιο μόνος του στην υπόθεση της αποκάλυψης των αρχείων της ΕΣΑ – φυσικά και αυτήν την πήγε μέχρι το τέλος, δηλαδή μέχρι το τέλος του το ξημέρωμα εκείνης της Πρωτομαγιάς που αιμορραγεί.

Ο Παναγούλης πέθανε. Άφησε πίσω του πράξεις και ποιήματα, αιμάτινη ιστορία, λαχανιάσματα, παραφορά, σπασμούς που αναταράζουν το νου και την καρδιά όσων των γνώριζαν. Άφησε πίσω του την προμηθεϊκή λαχτάρα του για ανθρώπινες κοινωνίες, ανθρώπινες αξίες, ανθρώπινες ευαισθησίες. Για αντίσταση σε κάθε αφέντη, μεγάλο τιμονιέρη, πιστολά πρόεδρο, ορθολογισμένο τραπεζίτη. Ο Παναγούλης άφησε πίσω του το τραγικό του άλμα – την παράφορη βεβαιότητα ότι θα πάει τούτο το άλμα του μέχρι το τέλος.

ΝΑ ΤΟ ΠΟΤΙΣΕΙΣ

Μη κλαις για μένα
ας ξέρεις πως πεθαίνω
να με βοηθήσεις δε μπορείς
Μα δες εκείνο το λουλούδι
για κείνο που μαραίνεται σου λέω.
Να το ποτίσεις.

Αυτό για μένα είναι το καλύτερό του ποίημα.

Από την Πρωτομαγιά του 1976 πέρασαν εικοσιοχτώ χρόνια’ οι αξίες για τις οποίες αγωνίστηκε ο Παναγούλης πήγαν στην άκρη. Εκλογές γίνονται τακτικά – ωστόσο οι Αμερικάνοι βομβαρδίζουν όποια πόλη επιθυμούν. Όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι – μα οι άνθρωποι της Δύσης πλουταίνουν με την πείνα των υπολοίπων ίσων συνανθρώπων τους. Οι πρώτοι νεκροί δεν πήραν απάντηση πάλης βοή, μα βόμβο τηλεοράσεων και συνθήματα κομματικών νεολαιών για παντοτινούς πρωθυπουργούς. Αν δώσεις το όνομα του Παναγούλη στις μηχανές αναζήτησης του internet, βρίσκεις ξεκούδουνες αναφορές, ονόματα σε καταλόγους γιατρών, φαρμακοποιών – στην ουσία τίποτε. Στα ελληνικά σχολικά βιβλία δεν θα διαβάσεις ούτε ένα από τα ποιήματα του. Το βιβλίο του πια το βρίσκεις σε ελάχιστα βιβλιοπωλεία. Μήτε μια έκδοση από το Υπουργείο Παιδείας ή το Υπουργείο Πολιτισμού – έστω από την Βουλή των Ελλήνων ή την Προεδρία της Δημοκρατίας. Μήτε μια φωτογραφία του στα στρατόπεδα – κι ας είναι αυτός που, μαζί με τον χαμένο αδελφό του και μερικούς άλλους, έσωσαν την τιμή του ελληνικού στρατού. Ο αναγνώστης απορεί – μα γιατί τούτες οι παραλήψεις;

Μην ξεγελιέσαι – δεν είναι παραλήψεις: ο Παναγούλης ενοχλεί – ως μνήμη, ως ανθρώπινο σήμα, ως πολιτικό αίτημα, ως τραγικό άλμα. Ναι, ο Παναγούλης ενοχλεί και θα ενοχλεί για πάντα τους Μεγάλους Αδελφούς, τους Μεγάλους Βασιλιάδες, τους Μεγάλους Αρχηγούς κι όλους τους ρουφιάνους τους, όσους λογαριάζουν τους ανθρώπους για υπηκόους, για σκλάβους, για υποτελείς, για καύσιμο της Ιστορίας. Ο Παναγούλης ενοχλεί γιατί τα αρχίδια του έφταναν ως τον αστράγαλο, γιατί δεν σκεπάζεται από τα ψέματά τους, τις φενάκες τους, τους οπορτουνισμούς τους, τις δημαγωγίες τους, τις Νέες Εποχές τους, ενοχλεί γιατί δεν λογάριαζε μήτε το Μπογιάτι, μήτε το Κολοσσαίο, μήτε το Γκουαντανάμο, μήτε τις νυχτερινές περιπόλους των φιλήσυχων πολιτών, μήτε καν το διάλειμμα για τις διαφημίσεις. Ο Παναγούλης ενοχλεί γιατί δεν ήταν ελέγξιμος, διαπραγματεύσιμος, συζητήσιμος, λελογισμένος, προβλεπόμενος, ανταλλάξιμος, ενοχλεί γιατί δεν φοβότανε τίποτε και κανέναν, μήτε τα φλογοβόλα, μήτε τους παπάδες, μήτε τον διαλεκτικό ιστορισμό, γιατί ζωντάνευε τους τοίχους του τάφου του μοναχός του, κι όταν οι βασανιστές του βάζαν πυρωμένες βελόνες στην ουρήθρα εκείνος γελούσε και τους έφτυνε. Ο Παναγούλης ενοχλεί γιατί δεν μπορεί να ελεγχθεί, να οριοθετηθεί, να γίνει ηρωικό παρελθόν, γλυκιά συναίνεση, Κυριακή Προσευχή, Σύμβολο της Πίστεως, γιατί δεν σταματιέται με τίποτε και με κανέναν, παράφορο αίμα μέσα στις φλέβες, χαλάει την σύμπνοια των ιδεών, χουγιάζει τους χωροφύλακες, ακυρώνει τα πολυβόλα των τυράννων. Ο Παναγούλης ενοχλεί γιατί δεν αποσύρεται, δεν γίνεται πεπρωμένο, άγαλμα, διαφημιστική αφίσα, σύνθημα της ένδοξης πλειοψηφίας, πακέτο προς διανομή’ ο Παναγούλης ενοχλεί γιατί δεν τελειώνει – γιατί παραμένει λαχάνιασμα, πυρωμένη ματιά, μοναχική αποκοτιά, ερωτικός σπασμός και πιρουέτα θανάτου.

Εξάλλου, λένε, η παλιά μάχη τέλειωσε. Πλέον κανένας μεγάλος βασιλιάς δεν έχει προηγούμενα με κανέναν. Τώρα πια ζούμε τον καιρό της ειρήνης – έτσι λένε.

Γι αυτό, λοιπόν: ξεχάστε τον Παναγούλη κι ανοίξτε την τηλεόραση. Θα σας δείξουμε ημέρες λελογισμένα ηλιόλουστες, όσες και όσο χρειάζεται για να μην διαμαρτυρηθεί κανένας για τη βαρυχειμωνιά, σφυγμομετρημένους ψεύτες, εμπόρους του προσώπου τους, φτηνούς δημαγωγούς, χαμογελαστούς φασίστες που θα σας εξηγήσουν την αναγκαιότητα της Χιροσίμα, οργανικούς διανοούμενους που θα τάξουν άφθονη Ιστορία για όποιον συμφωνεί – γενικότερα: ομορφιές, ρόδινα ακρογιάλια, δωμάτια με θέα, καουμπόιδες που καθαρίζουν τους κακούς, χαρούμενες γιορτές των χορτάτων, χάρτινο ουρανό και χάρτινη θάλασσα, υποκατάστατα ψωμιού και υποκατάστατα αγάπης, καλούς Θεούς που αγαπούν τα υπάκουα παιδιά, κακούς διαβόλους για να κρατούν τα γκέμια, και πολλούς πολλούς εφιάλτες για να γεμίσουν την χαρούμενη μοναξιά σας.

Μα κάπου στα βάθη της νυχτερινής απελπισίας, μέσα στην αφόρητη ερημία ενός πλήθους που έμαθε να πλαγιάζει με μικρές υπογλώσσιες δόσεις «προσαρμοσμένης λογικής» (όπου οι πλούσιοι ζούνε και οι φτωχοί πεθαίνουν), μέσα στα σπίτια με τα ενισχυμένα κουφώματα, τα διπλά τζάμια, τις τριπλές κλειδαριές, τα τετραπλά τηλεκοντρόλ, ένας παλιός σπασμός λογχίζει τον νου μας, βάνει φωτιά στα δήθεν όνειρά μας, καταστρέφει τη νύχτα μας. Οι πεινασμένοι, οι βασανισμένοι, οι εξόριστοι, οι μετανάστες, οι απόκληροι και καταφρονεμένοι του πάντοτε θαυμαστού καινούριου κόσμου στέκουν εκεί έξω και περιμένουν. Όσοι πηγαίνουν στο παράθυρο, κάποτε βλέπουν τους θαμπούς ίσκιους τους. Και κάποιος, εικοσιοχτώ χρόνια πεθαμένος, χνωτίζει το τζάμι:

Εμπρός και πάλι
για ένα καινούριο ξεκίνημα
από τον ίδιο Δρόμο
για τον ίδιο Σκοπό.
(Δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή, στις 13-4-2004.) Για την αντιγραφή:blogthea.gr

Στίχοι: Αλέκος Παναγούλης
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Πρώτη εκτέλεση: Μαρία Φαραντούρη

Πάλης ξεκίνημα
νέοι αγώνες
οδηγοί της ελπίδας
οι πρώτοι νεκροί.

Όχι άλλα δάκρυα
κλείσαν οι τάφοι
λευτεριάς λίπασμα
οι πρώτοι νεκροί.

Λουλούδι φωτιάς
βγαίνει στους τάφους
μήνυμα στέλνουν
οι πρώτοι νεκροί.

Απάντηση θα πάρουν
ενότητα κι αγώνα
για νά ‘βρουν ανάπαυση
οι πρώτοι νεκροί.

Comments are closed.