“Οι περιλειπόμενοι”

il-oiperΓιάννης Κ. Λαμπάκης

24grammata.com/ free ebook
[κατέβασέτο]

ISBN: 978-960-93-7405-7
Επίλεκτες Ψηφιακές Εκδόσεις: 24grammata.com
Σειρά: εν καινώ, Αριθμός σειράς: 135
Τόπος και Χρονολογία πρώτης έκδοσης: Ηράκλειο, 2015
Μέγεθος Αρχείου: 3,4 Mb
Σελίδες: 832
Μορφή αρχείου: pdf
Γραμματοσειρά: Times New Roman
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση δίχως την έγγραφη άδεια του δημιουργού ή του εκδότη.

24grammata.com/ free ebook
[κατέβασέτο]

Στον Κώστα, το Νίκο και τον Ιπποκράτη.

Στους αγαπημένους μας νεκρούς.

«ημείς οι ζώντες οι περιλειπόμενοι εις την παρουσίαν του Κυρίου»

( Α’ Θεσσαλονικείς 4: 15)
1.

Το φως που διαθλόταν από το παράθυρο έδειχνε πως είχε περάσει το μεσημέρι. Μέσα στη θολούρα των ματιών και του μυαλού του κατάλαβε πως έπρεπε να σηκωθεί και να περάσει από το πάρκο, μια διαδρομή που έκανε τα τελευταία τρία χρόνια. Βρήκε τις παντόφλες του κάτω από την καρέκλα κι ενώ τις έβαζε, χτύπησε το μικρό του δακτυλάκι στο πόδι της. Ο οξύς ήχος διαπέρασε τη ραχοκοκαλιά του κι απέμεινε μερικά λεπτά ακίνητος, διστάζοντας να κουνήσει. Μετά πέρασε τα δάχτυλα του από τα μαλλιά του και διαπίστωσε πως έσταζαν λάδι σαν βαρυφορτωμένη ελιά τον Δεκέμβριο. Θα έκανε έτσι κι αλλιώς μπάνιο.
Το σπίτι άδειο από καιρό. Κι επειδή ήταν μεγάλο φαινόταν ακόμα πιο άδειο. Οι τραβηγμένες κουρτίνες άφηναν το φως ανεμπόδιστα να κάνει πιο λαμπερούς τους λευκούς τοίχους. Από μια άλλη οπτική γωνία, έμοιαζε να παίρνει το πρωί και το απόγευμα μια δική του φωτιά, που έκαιγε τη μεγάλη τραπεζαρία απ’ άκρη σ’ άκρη. Με τις επισκέψεις να έχουν λιγοστέψει, είχε αφήσει λίγα έπιπλα: το μεγάλο τραπέζι με τέσσερεις καρέκλες και τον καναπέ με δυο πολυθρόνες. Η μεγάλη βιβλιοθήκη έμεινε μόνο να ρίχνει βαριά τη σκιά της, με τα βιβλία σκονισμένα, στριμωγμένα ακόμα και οριζόντια, πάνω από τα ήδη τοποθετημένα. Δεν τους έδινε τόση σημασία.
Το μόνο πράγμα που τραβούσε την προσοχή του ήταν οι δυο σειρές φωτογραφίες που κρέμονταν στον τοίχο δίπλα στο μεγάλο παράθυρο. Ένα φευγαλέο βλέμμα πάνω από μια νυφική φωτογραφία εκείνου και της γυναίκας του, άλλες δυο των παιδιών του, μερικές άλλες με μικρά παιδιά. Και στη μέση όλων, μια μεγάλη κορνίζα με ένα παλικάρι ντυμένο με κουστούμι και τα μάτια στο φακό. Όλοι τους είχαν φύγει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, από καιρό. Κι αυτές σκονισμένες.
Το μπάνιο ήταν το ίδιο λευκό με το υπόλοιπο σπίτι. Στο ποτήρι μπροστά στον καθρέπτη ήταν δυο οδοντόβουρτσες, μια δική του χρησιμοποιημένη και μία ακόμα στη πλαστική θήκη της. Στα ντουλαπάκια έβρισκες μόνο ένα σωληνάριο με αφρό ξυρίσματος, ένα «άφτερ σέιβ» και μερικές μπατονέτες για τα αυτιά. Το σαμπουάν και το αφρόλουτρο ήταν στη γωνιά της μπανιέρας. Η όψη του τον τρόμαξε. Τα γένια του είχαν μεγαλώσει πάλι, κάθε τρεις μέρες έμοιαζαν για βδομάδας, όλο παράταιρα χρώματα, αλλού καφέ, αλλού γκρι, άλλού ολότελα πορτοκαλί, σχεδόν κόκκινα. Αποφάσισε να ξυριστεί το επόμενο πρωί. Σήκωσε το χέρι του στο ύψος του αγκώνα και διαπίστωσε πως η σάρκα σε όλο το μήκος του είχε κρεμάσει , μια εύπλαστη μάζα μυών που κάποτε έσφυζαν από ζωντάνια και τεντώνονταν κάτω από το βάρος μιας μπάρας σε γυμναστήριο. Θα τον έκανε κανείς πάνω από εβδομήντα πέντε, παρόλο που πριν ένα μήνα είχε κλείσει τα εξηνταπέντε. Μεγάλο μέρος από τα μαλλιά του είχε αποφασίσει να τον εγκαταλείψει και συνήθιζε να φοράει καπέλο τον καλό καιρό και σκούφο το χειμώνα. Πάντως χαιρόταν που τα παιδιά του είχαν πάρει την πλούσια κώμη της μάνας τους.
Το νερό στη μπανιέρα αποδείχτηκε ευεργετικό και κόντεψε να τον πάρει ο ύπνος. Μια φορά είχε πράγματι ξεχαστεί και ξύπνησε τουρτουρίζοντας στις δύο τα ξημερώματα. Έλουσε με μπόλικο σαμπουάν τα λιγοστά του μαλλιά και μετά τύλιξε τη πετσέτα και βγήκε πιτσιλίζοντας το διάδρομο ως το δωμάτιο του. Τα ρούχα στη ντουλάπα του ήταν λιγοστά. Διάλεξε ένα καφέ σακάκι, ούτε πολύ λεπτό ούτε πολύ χοντρό, ένα λεπτό κασκόλ κι ένα κασκέτο, επίσης καφέ. Φόρεσε και ένα πουκάμισο και παντελόνι που τα είχε τοποθετήσει σαν σετ σε μια κρεμάστρα κι αποφάσισε να βγει την καθιερωμένη του βόλτα.
Το σπίτι απ’ έξω έμοιαζε εγκαταλειμμένο , έτσι απεριποίητο που ήταν. Πάντα σκεφτόταν να φωνάξει ένα γαμπρό μπογιατζή που είχε και πάντα το ανέβαλλε. Παλιά ο μεγάλος του κήπος ήταν γεμάτος λουλούδια, που, μάλιστα περιποιούνταν ο ίδιος. Τώρα είχε κρατήσει μερικές γλάστρες στη σκάλα, τις πότιζε το απόγευμα με ένα παλιό μεταλλικό ποτιστήρι, πρόσεχε το φύλλωμα και καθάριζε το χώμα τους. Βγαίνοντας πρόσεξε πως άντεχαν απότιστα μέχρι να γυρίσει. Θα έκανε μια αχνιστή κούπα καφέ και θα έβγαινε για τα καθημερινά γεωπονικά του καθήκοντα. Στην πίσω αυλή φύτρωναν ακόμα μερικά οπωροφόρα δένδρα, μηλιά, πορτοκαλιά, λεμονιά και σκεφτόταν να φυτέψει κάνα δυο ακόμα. Είχε χώρο. Παλιότερα, φύτευε και λαχανικά στην πέρα γωνία, αλλά είχε εγκαταλείψει καιρό την ιδέα. Όταν είχε την οικογένεια του όλη κοντά, κάνανε πότε πότε, καιρού επιτρέποντος, και τραπέζι με την ψησταριά να ευωδιάζει όλη τη γειτονιά.
Ένα ρίγος σήκωσε τις τρίχες στο σβέρκο του και τον έκανε να σαλέψει ολόκληρος. Δεν ήξερε αν ήταν από τις αναμνήσεις ή από το ψυχρό απογευματινό αεράκι που φυσούσε στον στενό δρόμο και μπέρδευε κίτρινα φύλλα και σκουπίδια στο διάβα του. Έσφιξε το σακάκι στο στήθος του και κατέβασε το κασκέτο του ως τα φρύδια σχεδόν. Η διαδρομή ήταν σχεδόν ίδια κάθε απόγευμα, λίγο παραλλαγμένη από το πρωί. Πέρασμα από σούπερ μάρκετ, κρεοπωλείο και μανάβικο κι ένα φιλοδώρημα για να φέρουν τα ψώνια σπίτι. Και μετά βόλτα και ανάπαυση στο πάρκο…24grammata.com/ free ebook
[κατέβασέτο]