Ένας ολόκληρος κόσμος, Εμπειρία και Πρακτική

“ο μόνος τρόπος για να εκφράσουμε ένα συναίσθημα
είναι να εντοπίσουμε την αντικειμενική συστοιχία,
τη φόρμουλα δηλαδή που θα εξασφαλίσει την ισορροπία
ανάμεσα στη μορφή και το περιχεόμενο,
τις ιδέες και τις λέξεις δηλαδή.”
Η φόρμουλα που θα αποκαλύψει μες στη λάμψη της την θαυμάσια,
ιστορική μας συνείδηση, την πρότυπη,
την ηθική
που καθορίζει το πιο δύσκολο και σεβάσμιο πράγμα ετούτου του κόσμου,
τις ρίζες.
εγγονοπουλος

γράφει ο Απόστολος Θηβαίος

Διαβάστε όλες τις επιφυλλίδες του Απόστολου Θηβαίου στο 24grammata.com κλικ εδώ

Στον αφιερωμένο προς τον φιλέλληνα Τεριάντ κατάλογο του μουσείο Θεόφιλου Χατζημιχαήλ, επισημαίνεται ένα απ΄τα βασικά χαρακτηριστικά της καλλιτεχνικής προσέγγισης του σπουδαίου Ελληνιστή. Ταγμένος στην πρωτοπορία της τέχνης και την επίτευξη της πολυπόθητης ενότητάς της, -ανάλογης προς εκείνη που πρέσβευε η πολυπρόσωπη, ελευσίνια πίστη-, ο Τεριάντ δεν στέκει αγκισρωμένος στις αυστηρές επιταγές της κριτικής θεώρησης, αλλά προβάλλει ως ζητούμενο της τέχνης τη νέα εμπειρία. Ως τέτοια προτείνει τη μίξη της λογοτεχνίας με τη ζωγραφική προκειμένου να επιτευχθεί μια καλλιτεχνική ολοκλήρωση, αντίστοιχη εκείνων των πρωτοποριών για τις οποίες μόνον οι πιστοί μύστες παραμένουν ικανοί. Ο ίδιος ο Τεριάντ επέβαλε το μέγεθος του κόσμου της εμπειρίας απέναντι στην πεπερασμένη επιρροή της κριτικής, εκείνης της ίδιας που αδυνατεί επίμονα να συντονιστεί με την εκάστοτε, πνευματική πρωτοπορία, ανιχνεύοντας με ρυθμούς αργούς τις νέες, καλλιτεχνικές τάσεις. Για τον Τεριάντ λοιπόν, δεν υπάρχουν παρά δυο κόσμοι. Εκείνος της κριτικής και ένας άλλος, διαρκώς ανανεούμενος, τροφοδοτούμενος από την εμπειρία που προάγει τα μέσα και τις ιδέες.
Η παραπάνω διάκριση, βασισμένη στη στάση ζωής ενός βαθύτατου λάτρη της αυθεντικότητας στην τέχνη στάθηκε η βασικότατη αφορμή για τούτο το σύντομο πόνημα. Παράλληλα θα μπορούσε να πει κανείς πως περιγράφει περιεκτικά δυο αντίθετους κόσμους, ικανούς για τη νωθρότητα της εγχώριας, καλλιτεχνικής παραγωγής, αλλά και την άφταστη πρωτοπορία, όπως εκφράστηκε από σπουδαίους δημιουργούς του περελθόντος. Εγγονόπουλος, Καρυωτάκης, Σεφέρης, Ελύτης, Ρίτσος, Καβάφης, Σολωμός, Μακρυγιάννης,-μ΄αυθαίρετη θεώρηση του χρόνου πάντα-, συνιστούν μερικές μόνο από τις προσωπικότητες εκείνες οι οποίες προερχόμενες από διαφορετικούς κόσμους συμπυκνώνουν τους ποικίλους δρόμους απ΄τους οποίους φθάνει η πρωτοπορία και ο μοντερνισμός.
Η διάλεξη του Γιώργου Σεφέρη στα μέσα του προηγούμενου αιώνα γύρω από τη γλώσσα και τη σημασία του έργου του στρατηγού Μακρυγιάννη, αλλά και η κριτική αποτίμηση του έργου του Διονυσίου Σολωμού από τον μέγιστο Κωστή Παλαμά, συνιστούν δυο πυλώνες που διαφοροποιούν την έννοια της κριτικής και της εμπειρίας. Διότι στο έργο του Μακρυγιάννη δεν εξιστορείται μόνον το δράμα της ελληνικής επαναστάσεως με του Εφιαλτές και τα σύμβολά της αλλά το είδος εκείνο της εμπειρίας που εξυψώνει στις μέρες μας την ένταση και το σφυγμό της αδάμαστης ελληνικής ψυχής. Απ΄την άλλη μεριά, ο Σολωμός με τη Γυναίκα της Ζάκυνθος αποκαλύπτει ξανά τα όρια του θάρρους και του σφρίγους που διέππουν ανέκαθεν την εγχώρια ιστορία, διατυπώνοντας διακριτικά και ανεπαίσθητα όσα φτωχαίνουν την ψυχή ετούτου του τόπου και των ανθρώπων του.Και οι δύο δημιουργοί, διαφορετικής φυσικά εντάσεως και ταλέντου κατορθώνουν εντούτοις να μεταδώσουν με ακρίβεια το ελληνικό έπος όπως εξακολουθεί, σαν τάχα εκείνος ο Οδυσσέας ποτέ να μην επέστρεψε στην Ιθάκη του.
Με άλλα λόγια τα δυο εκείνα ημισφαίρια που επισήμανε ο Τεριάντ, αναγνωρίζοντας στο έργο του Θεόφιλου τον χαμένο κρίκο της ελληνικής εμπειρίας, τυγχάνουν ενός άφταστου συγχρονισμού στις περιπτώσεις του Σολωμού και του Μακρυγιάννη.Πολύ περισσότερο αφού η λογοτεχνική κριτική εμφανίζεται φτωχή και ανήμπορη να εντάξει τα δυο πολύ σπουδαία έργα σε ρεύματα και καλλιτεχνικούς κύκλους, αναγνωρίζοντας έμεσα, μα δίχως αμφιβολία τη σημασία της εμπειρίας στην εκτίμηση του ιστορικού αποτελέσματος και ακόμη σ΄εκείνη την δίχως προηγούμενο αυθεντικότητα την οποία και τα δυο έργα προτείνουν ίσαμε τις μέρες μας.
Λαμβάνοντας κανείς υπόψη τη διατύπωση του Gerdrars για τη γλώσσα που διαφθείρει, παθιάζει, μορφοποιεί και παραμορφώνει, μπορεί να πει κανείς με αυτοπεποίθηση πως στην περίπτωση των Σολωμού και Μακρυγιάννη η γλώσσα καθίσταται σημαίνουσα, ικανή να κρατήσει ολοζώντανο εκείνο το νεύρο που πεθαίνει και με τον κεραυνό ανασταίνεται.Πάει να πει πως αυτή η γλωσσική πληρότητα, ετούτο το απέθαντο στίγμα του λαϊκού δεν υποκύπτει σε τίποτε το επίπλαστο, αλλά τυχαίνει να συναντά εκείνο τ΄οριακό σημείο όπου η κριτική και η εμπειρία ταυτίζονται, για να σκιαγραφήσουν μ΄όλο το απαραίτητο αίσθημα τους διαχρονικούς όρους της ανθρωπιάς και της ελληνικότητας. Είναι η απλή, η λαϊκή μυθολογία, τ΄ολοζώντανο ταμπλώ της ιστορίας με το φόντο και την έντασή της που ξεπερνά την λογοτεχνική κριτική για να επικυρώσει την έννοια του αισθήματος, του απερίγραπτου, με τη συγκεκριμένη του ηθική, τη βαθιά του συνείδηση.
Ίσως η αφετηρία ετούτου του κειμένου ν΄αντλεί το περιεχόμενό της από μια ειδικευμένη εκτίμηση της κριτικής και της εμπειρίας. Όμως τόσο στην περίπτωση του Τεριάντ, όσο και στη γενικότερη άσκηση της καλλιτεχνικής πρακτικής η πιο στέρεη φιλοδοξία έγκειται στη μίξη ετούτων των δύο εννοιών, έξω και πέρα απ΄τη μονομέρεια της τέχνης, σ΄εκείνα τα υπόγεια περάσματα μες στα οποία ωριμάζει η λαϊκή ιστορία και καθίσταται μύθος και συνείδηση.
Συγχωρήστε μου λοιπόν το λογικό ετούτο άλμα μια και σκοπός της τέχνης δεν είναι άλλος από την απόρριψη της εξειδικευμένης όρασης του κόσμου και τη εγκαθίδρυση εκ νέου, ολόκληρου ενός προσώπου. Οι πόροι μιας κυκλαδικής κόρης, η πεταλούδα της Κνωσού και η άλλη, η μαύρη του Πόρου ενός σπουδαίου απογόνου, οι χαροκαμένες Μεσολογγίτισες και η ελληνική ψυχή ως εμπειρία μες στο χαμό του πολέμου μπορούν να συνυπάρχουν επιβάλοντάς μας τα πρότυπα και τις συνθήκες που ξεπερνούν εν πολλοίς τις ειδικευμένες κριτικές και την αποσπασματική εμπειρία και τελικά μας καθορίζουν.