Τούτος ο τόπος πάντα μας προσμένει

Και αν μας χτυπάει
Με μανία και φωνάζει
Τη βάζουν άλλοι
Με συμφέρονται πολλά
Γ. Μαρκόπουλος, Λένγκω

OLYMPUS DIGITAL CAMERAΜικρές ιστορίες ναυτοσύνης
Τούτος ο τόπος πάντα μας προσμένει

γράφει ο Απόστολος Θηβαίος

Διαβάστε όλες τις επιφυλλίδες του Απόστολου Θηβαίου στο 24grammata.com κλικ εδώ

Θα΄θελα να γυρίσω, της είπε και έφυγε τρέχοντας προς τη σκάλα. Μονάχα μια φορά, γύρισε την είδε και τίποτε. Είπε, δεν μπορεί θα τον αντικρίσω στα ρέλια, μετανιωμένο.
Όμως ίσαμε που χάθηκε το φορτηγό στ΄αξημέρωτα νερά κανείς δεν φάνηκε. Μονάχα ο σηματωρός και δυο τεχνίτες πέρασαν απ΄το κατάστρωμα βιαστικοί. Μετά σκέφτηκε είναι οι ομίχλες των πορθμών, είναι τόσα πολλά που τον κρατούν μακριά μου.
Τι ωραία που ήταν όταν τελικά αποχωρούσε περήφανη εμπρός απ΄τα καφενεία. Τίποτε και κανείς δεν γνώριζε το δράμα που παιζόταν πίσω απ΄εκείνες τις καταπράσινες πόρτες.
 
Χρόνια και χρόνια εκείνος να δίνει ονόματα στα νησιά και τα λιμάνια. Ν΄αγαπά και να εγκαταλείπει αφοσιωμένες γυναίκες με πλατιά, γεφυρωμένα μάτια. Θα΄ταν κοντά στις ακτές της Βραζιλίας που είδε τ΄όνειρο μιας άπιαστης δύσης. Έτσι λυπημένος εξάντλησε τη ζωή του σ΄ανέμους, σε δοκιμασίες αφόρητες και χαρτογραφήσεις.
 
Μετά τέλειωνε την ιστορία. Άναβε το καντήλι της σώπαινε με τις ώρες εμπρός απ΄το θολό παράθυρο. Την έβλεπες, μέσα βαθιά, στη ρίζα του γυαλιού, να υψώνεται ως υδρία, με φορέματα και πτυχώσεις και πληγές και χιτώνες ξεσκισμένους. Τ΄ωραίο, το πικραμένο στεφάνι της δόξας στα ολόλευκα μαλλιά. Κάτι σαν τους τρωγλοδύτες στις ναϊφ ζωγραφιές των ελασσόνων ζωγράφων και κάτι σαν τα κορίτσια των στοών στη μεγάλη εξορία της ιστορίας.
Την άκουσα που του ζητούσε να γυρίσει. Ψιθυριστά, σαν προσευχή έλεγε τ΄όνομά του και έκλαιγε. Ολόκληρο το δωμάτιο έλαμπε, σαν να επέστρεφαν λέει, όλοι οι καθρέφτες της ζωής μας. Ψιθυριστά μ΄έναν τρόπο υποβλητικό έλεγε τ΄όνομά του και έφτιαχνε γράμματα αρχικά στο τζάμι. Και χάρτες σαν αυτούς που τον κρατήσαν μακριά της τόσα χρόνια. Θα γυρίσει, έλεγε, δεν μπορεί. Κρατώντας τα δώρα εκείνων των χωρών θα φανεί ξανά στο φτωχό λιμάνι μας. Και τότε όλα τα σπίτια θα΄ναι δικά του σπίτια και όλες οι μανάδες δικές του μανάδες. Και θα΄ναι τόση η χαρά του κόσμου και των γέρων και των νέων που θ΄αλλάξει για πάντα το χρώμα των ματιών τους, παίρνοντας εκείνες τις αποχρώσεις τις μυστικές της πολλής καρδιάς. Θα γυρίσει έλεγε, εδώ είναι το σπίτι του.
Της μήνυσαν πως επιστρέφει τ΄άλλο φεγγάρι.Θα του το χαρίσει, σαν έναν Έλληνα, αρχαίο, έναν Οδυσσέα του μύθου που δακρύζει καθώς σε πείσμα θεών και ανθρώπων πάντα γυρίζει στον ίδιο, εκείνο σεβάσμιο βράχο. Για να μετρήσει τον κόσμο ξανά και ξανά, να τον αφηγηθεί.
Έρχεται καιρός που πρέπει να επιστρέψουμε, είπε και ήταν χαμένη μες στα νερά. Η πληγωμένη καρδιά της κόρης χτυπούσε εκείνη τη βραδιά μες στα χέρια του Έλληνα. Ξέφρενη καρδιά, ελεύθερη που όλα τ΄αρνείται, όλα.
Θα την ξαναβρώ στο Πέραμα, στην Αμοργό, στους ανυποχώρητους, αρκαδικούς οικισμούς, ξανά και ξανά, προσμένοντας τα παιδιά της.