Ένα γράμμα για την Αν

ann 24γραμματαΈνα γράμμα για την Αν
Η Αν Σέξτον μπορεί να σε πληγώσει

γράφει ο Απόστολος θηβαίος

Διαβάστε όλες τις επιφυλλίδες του Απόστολου Θηβαίου στο 24grammata.com κλικ εδώ

Καμιά φορά συλλογίζομαι όλα αυτά τα κείμενα που επιζούν, μιλώντας για ποιητές, στίχους, στιγμές που κάτι έχουν αφήσει. Ο τρόπος που μετέφρασαν τον κόσμο υπήρξε πετυχημένος. Το πορτραίτο της ιδέας που τους απασχόλησε το απέδωσαν με τη μεγαλύτερη, δυνατή λεπτομέρεια. Άλλοι έζησαν στο περιθώριο, αντιμέτωποι με πάθη, μ΄άσχημες ψυχολογίες, μ΄αρρώστιες και εμπόλεμες εποχές. Όλοι αυτοί υπήρξαν ποιητές, παραχωρώντας στους εαυτούς τους το δικαίωμα να επιζήσουν του χρόνου. Ό,τι κατόρθωσαν το χρωστούν στα ποιήματα και τον κόσμο με τους αναρίθμητους καθρέφτες. Σ΄όλες τις κατευθύνσεις ταξίδεψαν οι ποιητές. Άλλοι μόνοι, άλλοι μες στο πλήθος, την ανάγκη του που συνιστά τη μόνη ηθική. Κάποιοι απ΄τους ποιητές ήταν στραμμένοι μια ζωή εντός, απόλυτα εξαντλημένοι. Δίχως τις ζωές τους, το σχήμα, τα χρώματα, τη σκληρή ατμόσφαιρά της τίποτε απ΄τα τραγούδια τους δεν θα ΄μοιαζε με μουσική. Ορισμένοι τους χαρακτηρίζουν μάρτυρες, το θάρρος τους υπήρξε παροιμιώδες. Επειδή κυρίως επέζησαν του εαυτού τους, ανακαλύπτοντας εκείνες τις χίμαιρες που ονομάζουν οδούς διαφυγής.

Για να ΄μαστε ειλικρινείς, τους ποιητές κανείς δεν τους πιστεύει. Μ΄έναν τρόπο θρησκευτικό τους προσεγγίζουν, μ΄αγωνία εξετάζουν τους στίχους. Κάθε βράδυ παραχωρούν στους ποιητές μια διαφορετική σημασία.Κάθε βράδυ επιστρέφουμε στην αγκαλιά των ποιητών. Για εκείνη τη φράση που θα μπορούσε να μας λυτρώσει μες σ΄αυτό το ξέφρενο ναυάγιο τριάντα και βάλε χρόνων. Απόψε που θα μπορούσαμε να κάνουμε πράξη όλα τα θαύματα που υποννοούν οι ποιητές. Τα σώματά μας όταν πίνουν ρεύμα ηλεκτρικό, κουβαλώντας το σημάδι του κεραυνού, αυτή την τρομερή, ανθρώπινη πληγή που μας αναγκάζει να παλεύουμε το θάνατο, όπως κανένα άλλο μυστήριο αυτής της ζωής.Κάθε βράδυ επιστρέφουμε στην αγκαλιά των ποιητών, μαθαίνουμε τα τραγούδια τους απ΄την αρχή. Όμως ποτέ δεν τους παραδεχόμαστε και μες στο φως, όταν χτυπούνε οι καρδιές μας σαν πρώτα, παραδεχόμαστε πως ποτέ δεν τους πιστέψαμε. Περισσότερο θα θέλαμε να μας διασκεδάζουν, όμως η γριά Κασσάνδρα εδώ και χίλια χρόνια επέβαλε το βάρος της δικής της μοίρας.
Συχνά φαντάζομαι τους ποιητές, κλεισμένους στα δωμάτια, ολομόναχους να βγαίνουν απ΄τα σώματά τους, να περιφέρονται στην πόλη με την ευλιγισία ενός ανέμου, να φιλούν σηματοδότες, να κάνουν έρωτα σ΄όλόκληρο το κορμί αυτής και κάθε άλλης εποχής. Όμως αυτοί συνήθως δεν μιλούν σε κανέναν για τα ποιήματα. Μόνο ξαφνικά όταν ανατινάζονται στους εξώστες τους γίνονται άστρα και δικαιώνονται σ΄όσα απ΄τα παιδικά μάτια ακόμη φέγγουν. Κανείς δεν τους πιστεύει τους ποιητές. Είναι λίμνες, χαρακτήρες, γεγονότα, είναι το πολυφωνικό εκείνο ρεύμα της εποχής που κουβαλά το φορτίο τόσων και τόσων ημερών.Προσηλωμένοι σε μια αφαίρεση αυτού του κόσμου, πασχίζουν να συγκρατηθούν, όμως συγκινημένοι πλάθουν εκ νέου το πρόσωπο της εποχής τους, συντετριμένοι περιφέρονται μες στην υπερβολή. Η ζωντανή τους ποσότητα δεν αφορά ετούτο τον κόσμο. Η έννοια τους είναι απ΄αλλού, οι ίδιοι είναι οι πρεσβευτές ιδεών και θεαμάτων μιας άλλης ποιότητας. Έτσι όπως γνέφουν απ΄απόσταση, μοιάζει να χαράζουν θεωρήματα στον άνεμο, τα λαμπερά τους εκμαγεία, όλο αυστηρότητα επιβιώνουν χαρη στα μαγαζιά λαϊκής τέχνης, τ΄ άλση και ακόμη τις γυάλινες προθήκες που ακουμπάμε άσβηστη τη μνήμη μας. Οι ποιητές κάνουν παρελάσεις σε δρόμους ηττημένους, κατέχουν ολόκληρο το ιστορικό της αγωνίας, γίνονται μάρτυρες κατεδαφίσεων, αναπαρθανεύσεων αυτού εδώ του κόσμου. Όμως κανείς δεν τους πιστεύει. Οι φίλοι στα σύρματα, η σοδειά δυο ανθρώπων που εξανλτούνται στην Δράμα και αλλού όπως το εκμυστηρεύτηκε ο κύριος Νίκος, οι εξομολογήσεις, η μαύρη πεταλούδια του μοναστηριού του Πόρου, το πριονιστήριο, η αντοχή και η αξιπρέπεια, η μοναχική και λυρική διαδρομή.
Οι ποιητές μας σώζουν όταν μιλούν σε πρόσωπο πρώτο πληθυντικό. Ακατάσχετα αιτιολογούν, να μεταφράζουν τα μεσημβρινά σημάδια, έρποντας να συνεχίζουν προς μια προσωπική κατύθυνση, παρατηρώντας και αφήνοντας πίσω. Κανείς δεν θα πιστέψει τους ποιητές, τέτοιοι που είναι. Για τα σπουδαία και ακλόνητα πράγματα θα μιλούν πάντοτε οι ποιητές, γιατί είναι ήρωες, καταδικασμένοι στην αθωτότητα, την καλοσύνη, τις φαντασιώσεις της ελπίδας, σε χίλιες άλλες ακυρωμένες υποσχέσεις. Αφήνουν σημάδια για όσους ακολουθήσουν, διακριτικά να βρούν τους ίδιους δρόμους, όταν τίποτε δεν θ΄απομένει. Οι ποιητές ζουν για ν΄ανανεώνουν τα όνειρα, να υπενθυμίζουν τους εφιάλτες, να βρίσκουν κάθε τόσο την προσωπική, την πιο βαθιά φωνή τους. Οι ποιητές ζουν το θρίαμβό τους υψώνοντας σύμβολα που ποτέ και κανείς δεν μπορεί να φανταστεί.

Κανείς δεν τους πιστεύει, γι΄αυτό και μπορούν έτσι ελεύθερα να κινούνται, δίχως δικαιολογήσεις, κραδαίνοντας το ποτήρι τους σε μια φανταστική πρόποση, ενός δείπνου μυστικού, δύο χιλιάδες χρόνια μετά τη ζωγραφική. Κανείς δεν τους πιστεύει, όμως οι ποιητές βουτάν απ΄τις προβλήτες σαν πουλιά, ξεχύνονται στη θάλασσα ή τη ζωή ή την ιστορία, βρίσκουν ερωμένες, πίνουν όλο το φως, ζουν περισσότερο. Αργά. ίσως και ποτέ δεν θα μεταμορφωθούν.
Λοιπόν, βρήκα πώς θα ξεχωρίζουμε τους ποιητές μες στο σκοτάδι, πώς θα λέμε, αυτή η φωτογραφία είναι λείψανο παλιό, μιας υγείας που πέρασε.Αυτός τώρα κυλά, εδώ και χρόνια μες στον ποταμό και τίποτε δεν θυμάται απ΄το ζεστό καλοκαίρι, το ζεστό και δίκαιο σπίτι, τους θαυμάσιους και απαστράπτοντες φίλους που χειροκροτούν ανέμελοι, σε μια ανένδοτη μάχη. Όταν κάτι δικό μας λάμπει μες στην παράταξη των πραγμάτων, όταν επιτέλους γινόμαστε θεοί εδώδιμοι που αγαπάμε τις ζωγραφιές τότε κάποιος εξαργύρωσε τον κόσμο.
Όχι δεν χρειάζεται να παραδεχτεί κανείς τους ποιητές, τα παράξενα ρούχα, την αλλόκοτη γλώσσα τους, διάλεκτο των μοντέρνων και υστερικών πόλεων.Αρκεί να τους σκεφτούμε για λίγο μονάχα, με το νυχτερινό πυρεττό τους στη διαπασσών και την ολοκληρωτική άγνοια των κινδύνων.
Στην πόλη μου εδώ και αιώνες ζει ένα παράξενο είδος. Τους λένε ποιητές, κανείς δεν τους πιστεύει, η τροχιά τους διωκτική, πασχίζουν μ΄όλα αυτά τα αποθέματα της χθεσινής μέρας.
Τους ποιητές δεν τους πιστεύω Αν. Η ποίηση πληγώνει Αν.
Θα συνεχίσω μια άλλη φορά ετούτο το γράμμα Αν. Να προσέχεις με τα ποιήματα και τους ποιητές. Ανατρέφεις πυροκροτητές. Αν. Εσύ το είπες. Μην τους πιστεύεις. Αν σωθείς θα είναι μονάχα από γενναιοδωρία. Γιατί χάσαμε τη δυνατότητα να τα νιώθουμε τα ποιήματα. Και όλα τα εξηγούμε, σκοτώνοντας έναν έναν τους πιο καίριους στίχους, τα πιο ουσιώδη μηνύματα.

Φιλικά,
Για την Αν

Η Αν Σέξτον γεννήθηκε το 1928 στο Νιούτον της Μασσαχουσέτης και φοίτησε στο κολλέγιο Γκάρλαντ. Εμφανίστηκε στην ποίηση στην ηλικία των 28 χρόνων. Είχε παρακολουθήσει τις τηλεοπτικές διαλέξεις του κριτικού Ρίτσαρντς. Στα τέλη του 1950 παρακολούθησε σεμινάρια ποίησης στην περιοχή της Βοστώνης. Στο ομώνυμο πανεπιστήμιο παρακολούθησε τις παραδόσεις του Ρόμπερτ Λόουελ. Μία απ΄τις συμφοιτήτριές της υπήρξε και η Σύλβια Πλαθ, στην οποία αφιερώνει ένα ποίημά της με αφορμή την αυτοκτονία της πρώτης.
Αν και σύντομη η καρριέρα της, η Σέξτον τιμήθηκε με πολλά και υψηλά βραβεία, με αποκορύφωμα το βραβείο Πούλιτζερ για το κινηματογραφικό της “Ζήσε ή Πέθανε.” Οδηγήθηκε στην αυτοκτονία μετά απο διαδοχικές, συναισθηματικές καταρρεύσεις.
Το πρώτο βιβλίο της Αν Σέξτον εκδίδεται σε μια περίοδο που η έννοια του συμβατικού αφορά περισσότερο τα αυτοβιογραφικά ποιήματα, απ΄εκείνα που πραγματεύονται τον αμερικανικό τρόπο ζωής. Παρά το γεγονός πως η ίδια είχε απαρνηθεί τον Καθολικισμό, με βάση τον οποίο είχε ανατραφεί, τα ποιήματά της μοιάζουν να ενσωματώνουν την ένταση μιας προετοιμασίας για τη δικαίωση της πίστης. Οι εξομολογήσεις της υπήρξαν αρκούντως πιο εντυπωσιακές και αυθάδεις απ΄ότι προέβλεπε η νεανική ανατροφή της. Σκοπός των ποιημάτων της δεν ήταν να κριτικάρει ή να παρουσιάσει συγκεκριμένα μοντέλα συμπεριφοράς, αλλά να συλλάβει τον παλμό, το συνειρμό που γεννά ένα ποίημα.Κάτι ανάλογο με τον Αμερικάνο ζωγράφο Μαρκ Ρόθκο όταν αναφέρει πως δεν ενδιαφέρεται για τα αρχαϊκά σύμβολα περισσότερο απ΄ότι για την ουσία που τ΄αναδεικνύει, την βαθύτερη αφορμή της ύπαρξής τους. Η Σέξτον έγραψε ποιήματα επικεντρωμένα στην καρδιά των τραγουδιών, στο υποσυνείδητο και τη φαντασίωση, δύο συγγενικά πεδία ασκήσεων για την ίδια την ποιήτρια. Η Αν Σέξτον έγραψε για θέματα όπως οι σχέσεις των φύλλων, η ενοχή, η παράνοια, η αυτοχειρία. Κατέληξε το 1974.

Έναστρη Νύχτα
Τίποτε δεν θα μπορούσε ν΄αποτελέσει εμπόδιο
γι΄αυτήν την τρομερή,
-ας μου επιτραπεί ο όρος-, ανάγκη για πίστη.
Εκείνη ακριβώς, λοιπόν τη στιγμή,
Βγαίνω και εγώ στην ύπαιθρο,
να ζωγραφίσω τ΄αστέρια.
(Βίνσεντ Βαν Γκογκ)

Η πόλη δεν υπήρξε ποτέ στ΄αλήθεια,
Πέρα απ΄εκείνο το μελαχρινό δέντρο
Που γλιστρά στον ουρανό
Πνιγμένη, γυναικεία μορφή.
Η πόλη είναι σιωπηλή.
Η νύχτα ανάβει μ΄έντεκα άστρα
Ω, έναστρη νύχτα
Έτσι ακριβώς θέλω να΄ναι όταν θα πεθαίνω.

Ο ουρανός κινείται.
Όλα είναι ολοζώντανα.
Ακόμη και το φεγγάρι πασχίζει
Μες στα πορτοκαλιά του φράγματα
Να δώσει γέννα, όπως ο θεός έκανε κάποτε μέσα απ΄τα μάτια του.
Το αρχαίο ερπετό που ποτέ και κανείς δεν είδε
Γεύεται τ΄άστρα
Ω, έναστρη νύχτα
Έτσι ακριβώς θέλω να΄ναι όταν θα πεθαίνω

Μες σ΄αυτό το βιαστικό κτήνος που λέγεται νύχτα
Αρπαγμένη απ΄τον σπουδαίο αυτό δράκο,
Να χωρίζομαι απ΄τη ζωή μου
Δίχως σημαία,
Δίχως σώμα
ή δάκρυ.
(Το ποίημα, “The Stary Night”, δημοσιεύθηκε το 1962 και περιλαμβάνεται στο βιβλίο “The Norton Anthology of American Literature”, Third Edition, Vol. 3 των ομώνυμων εκδόσεων)

“Η ποίηση θα ΄πρεπε ν΄αποτελεί μια έκπληξη για τις αισθήσεις. Η ποίηση οφείλει να πληγώνει.” Είχες δίκιο Αν. Αντίο.