ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΑΜΠΑΝΕΛΗΣ (έφυγε από κοντα μας 29/03/2011)

κατάλογοςΙΑΚΩΒΟΣ ΚΑΜΠΑΝΕΛΗΣ
ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΜΑΣ ΤΣΙΡΚΟ, ΠΟΥ ΑΝΤΕΧΕΙ

γράφει ο Απόστολος θηβαίος

Διαβάστε όλες τις επιφυλλίδες του Απόστολου Θηβαίου στο 24grammata.com κλικ εδώ

Φάνηκε ξανά στο μέσον του καλοκαιριού. Στην αρχή ήταν μονάχα οι σκόρπιοι εργάτες που έφθαναν απ΄όλα τα μέρη της πόλης. Άλλο γηραιοί και κάποιοι νεότεροι, με το σφρίγος του πρωινού, κάτω απ΄τις αθάνατες λάμπες μιας νέας μέρας. Αυτοί έμελε να ορθώσουν ξανά το σπουδαίο, το αλησμόνητο, μεγάλο τσίρκο μας. Έθεσαν στο χώμα τις μεταλικές σφήνες, σίδερα παλιά από τα εργοστάσια της πάλαι ποτέ αξέχαστης Ιωνίας. Χρησιμοποίησαν όλη την τέχνη τους για να τεθεί το υλικό εκ νέου στα χέρια τους, με τη γνώριμη δυναμική τόσων αιώνων.Μια σκισμένη, πολύχρωμη τέντα, ένα πελώριο, θαλασσινό πανί υψώθηκε για πάντα στην πόλη και στις καρδιές μας. Εμείς χειροκροτούσαμε παράφοροι, μες στην παθογένεια του λυρισμού μας, καθώς εκείνοι απαθείς περιεργάζονταν τόσες δεκαετίες μετά την παλιά και ακλόνητη σημαία μας. Στην κορυφή τέθηκε ο μεταλλικός ανεμοδείκτης και τότε εξωφρενικά πήρε να σηματοδοτεί όλες ανεξαιρέτως τις κατευθύνσεις που συνεπάγεται η υπακοή στους ανέμους. Αργά τ΄απόγευμα ήταν όλα έτοιμα. Μια χούφτα φτερά παγωνιών στόλιζε τους δρόμους που οδηγούσαν στο υπέροχο αυτό οικόπεδο της ιστορίας. Αργά, σαν που αρμόζει σε ήρωες έβγαιναν οι θαμώνες του καιρού και πλησίαζαν. Ντυμένες με φουστάνια της εποχής οι κυρίες και οι άντρες όλο στάχτη με σημάδια απ΄όλμους και χνάρια χαμένων συνόρων, με σύμβολα και σημαίες για μάτια διέσχιζαν όλες τις ιστορικές πόλεις. Ελευσίνα, Σμύρνη, Αλεξάνδρεια, Αθήνα. Όταν το πλήθος είχε πια συγκεντρωθεί ακούστηκαν τα πολυβόλα απ΄τα τέρματα της ιστορίας, φάνηκαν οι πρώτες φωτιές, όπως τότε στο Άργος, πριν τους φόνους. Ε λοιπόν, τότε ένα εκκωφαντικό χειροκρότημα συγκλόνισε όλες τις σελίδες της ιστορίας. Η σκόνη απ΄την ελληνική αιωνιότητα σηκώθηκε και έκρυψε το πλήθος. Σε λίγο η τέντα ανέμιζε φανερώνοντας ένα οριακό σημείο. Οι εργάτες που δούλευαν ακούραστα όλα αυτά τα χρόνια ανέσυραν μέσα απ΄τον ασβέστη έναν τρελό, ολόχρυσο ήλιο. Τα κεραμεικά μου μάτια τίποτε άλλο δεν θα μπορούσαν να ζητήσουν αυτήν την ώρα, καθώς ο ένας μετά τον άλλο οι σχοινοβάτες εκτελούσαν τα παράτολμα νούμερά τους, δαπανώντας τις ζωές τους σε σκληρές και αδοκίμαστες ισορροπίες. Έτσι τέλειωσε εκείνο το βράδυ. Το επόμενο πρωινό ένα καραβάνι ευτυχισμένων ανθρώπων εγκατέλειπε την πόλη μας. Εκείνο το βράδυ απέμεινε σαν υπενθύμιση για την αύρα που επιστρέφει, για την ποίηση που υποκαθιστά μια ολόκληρη εποχή. Εκεί που υπήρξε κάποτε το μεγάλο μας τσίρκο υψώνονται τώρα παραπήγματα. Στις αυλές παίζουν μικροί, πολύχρωμοι κεραυνοί. Μας προσμένουν οι σεισμοί του καινούριου αιώνα, όμως στις καρδιές μας πάντα θα κοιμούνται τα πρόσωπα απ΄την ιστορία των οραμάτων.
Τέσσερα χρόνια μετά η ατμόσφαιρα που συνέλαβε ο Ιάκωβος Καμπανέλης παραμένει ακμαία. Το μεγάλο μας τσίρκο φλέγεται, οι επαναστάσεις και οι ζωές που ακυρώνονται και η φωνή μας, μικρού παιδιού αδέξιο τραγούδι ζητά να γίνει ξανά ποίημα στα χείλη μας.