ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ, Σύλβια Πλαθ

sylvia-plathΚΑΘΡΕΦΤΗΣ

Σύλβια Πλαθ

 

Είμαι ασημένιος κι ακριβής. Χωρίς προκαταλήψεις.
Ό,τι κι αν δω, αμέσως το ρουφάω
Έτσι όπως είναι, χωρίς να με θαμπώνει αγάπη ή απέχθεια.
Δεν είμαι σκληρός, μονάχα φιλαλήθης…
Το μάτι ενός μικρού θεού, με τέσσερις γωνίες.
Τον περισσότερο καιρό στοχάζομαι τον τοίχο απέναντί μου.
Ροζ με κηλίδες είναι. Τον κοιτάζω τόσον καιρό τώρα
Που μου φαίνεται κομμάτι της καρδιάς μου. Μα τρεμοπαίζει.
Πρόσωπα και σκοτάδι μάς χωρίζουν ξανά και ξανά.
Τώρα είμαι λίμνη. Μια γυναίκα σκύβει πάνω μου,
Ψάχνοντας στα νερά μου το τι στ’ αλήθεια είναι.
Έπειτα στρέφεται σε κείνους τους ψεύτες, τα κεριά ή το φεγγάρι.
Βλέπω τη ράχη της, και την αντανακλώ πιστά.
Με δάκρυα μ’ ανταμείβει και μια τρικυμία από χέρια.
Της είμαι σημαντικός. Έρχεται και ξανάρχεται.
Κάθε πρωί το πρόσωπό της του σκοταδιού παίρνει τη θέση.
Μέσα μου πνίγηκε, νεαρό κορίτσι, και μέσα μια γριά
Μέρα τη μέρα αναδύεται προς το μέρος της, σαν ψάρι τρομερό.

[Πρωτοδημοσιεύτηκε το 1961] [Μετάφραση: Παναγιώτης Αλεξανδρίδης]

Εσύ δεν γνωρίζεις πόσα θυμάται εκείνη η αντίκα στο κλεισμένο σπίτι. Ένας καθρέφτης με σχέδια τύπου μπαρόκ απ΄τον κόσμο της μυθολογίας. Με μπρούτζινο πλαίσιο, ένα ακλόνητο υλικό που ακτινοβολεί. Όμως εμένα με τρομάζουν εκείνοι οι υδράργυροι που χύνονται στο σώμα του και που συνιστούν την εξαίσια αφορμή μιας καθιέρωσης. Γι΄αυτό το λόγο ανοίγει επιτέλους μια θέση στον τοίχο, μια θέση στον κόσμο για τις λαμπρές παρελάσεις τόσων και τόσων ανθρώπων από αρχαίες εποχές. Μονάχα εκείνη, ένα κορίτσι στην κόχη του κόσμου μια ζωή, μονάχα μια πτητική περίπτωση σαν εκείνη θα μπορούσε ν΄αποδώσει ολόψυχα τις τιμές που του αρμόζουν. Μιλούμε για τους καθρέφτες, φτιαγμένους από χυτές, κρυμμένες πεταλούδες που ανατινάζονται κάθε λίγο, στο τελευταίο καρέ ενός προσώπου. Η Σύλβια όταν μιλά για τον ακριβή και φιλαλήθη καθρέφτη, όταν υπαινίσεται τόσα και τόσα στίγματα θυσιάζοντας τον εαυτό της για τον απέναντι κόσμο, προσέρχεται με το σεβασμό ενός προσκυνητή. Η ίδια υπάρχει σ΄έναν άλλο χρόνο, σ΄ένα άλλο βάθος, δίχως παραμορφώσεις και αυταπάτες, στην πιο σκληρή εκδοχή του εαυτού της. Μια συνήθεια που την εμποδίζει να την παραδεχτεί, που την καθιστά απλά μια γυναίκα, έξω απ΄το ποίημα και τους καθρέφτες, ένα τρίτο πρόσωπο που απαντά στις κραυγές των πιο θυελλωδών ανέμων παιδιών. Στ΄απομακρυσμένα παρατηρητήρια απαγγέλουν τα ποιήματά της με σήματα γυαλιού στ΄αναμμένο μεσημέρι, έτσι που η ίδια να κρύβεται μ΄επιμέλεια όπως πάντα επιθυμούσε, σπάζοντας την καρδιά της, τραγουδώντας μια μεγάλη μοναξιά. Εδώ ζουν οι μύθοι μετά το θάνατό τους, Εδώ γυρεύει κανείς το πνιγμένο κορίτσι με το γερασμένο πρόσωπο, στο φόντο ενός κόσμου πανομοιότυπου. Η Σύλβια, γελά ακριβώς όπως και στις φωτογραφίες. Σ΄όλες τις εκδοχές μπορεί και υπάρχει, εξωφρενική,ασυμβίβαστη, κατάλοιπο που δεν αντέχει ετούτος ο αφθονος κόσμος. Μονάχα η ποίηση θα παραχωρήσει λίγη συγχώρεση και γαλήνη στην επιτάφια όψη της.
Η Σύλβια πρέπει να σωθεί. Η προοπτική της στο παραπάνω ποίημα, οι πολλαπτές θεάσεις ενός κόσμου που φθείρεται μες στην αγωνία, ολοένα και λιγότεροι άνθρωποι όπως μακραίνουν στα διάφορα πόστα.
Μα ναι, τώρα θυμάμαι ποια ήταν η Σύλβια Πλαθ. Ήταν ένα κορίτσι στη σκιά ενός γίγαντα, που δεν αγάπησε ποτέ τον εαυτό της και έτσι μπόρεσε και έδωσε ένα μυθικό τέλος στον εαυτό της. Αυτός ο τελευταίος χωρά σ΄ολόκληρη την ατμόσφαιρα. Εννοώντας τη Σφίγγα και την ιστορία, ένα αλησμόνητο πεδίο σαν αυτό του Μπόρχες, εφάμιλο, φερμένο από άλλο δρόμο. Η Σύλβια ήταν εμπνευσμένη απ΄τον Θεό, μια μοναχική ερωμένη.

[φιλαρέσκεια: πιθανός τρόπος για να χωρέσει η Πλαθ μες στην ολοκαίνουρια περιουσία που μας κληροδοτεί]Bottom of Form