Ο εμβληματικός και επώδυνος ‘‘Κολοσσός’’ της Σύλβιας Πλαθ

pgσυλφια πλαθ

24grammata.com/ ιστορία της Λογοτεχνίας

Ο εμβληματικός και επώδυνος ‘‘Κολοσσός’’ της Σύλβιας Πλαθ

για την Σύλβια Πλαθ διαβάστε και εδώ

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη

Διαβάστε τα έργα του Γ. Σχορετσανίτη  στο 24grammata.com κλικ εδώ 

I shall never get you put together entirely,
Pieced, glued, and properly jointed.
Mule-bray, pig-grunt and bawdy cackles
Proceed from your great lips.
It’s worse than a barnyard.

Perhaps you consider yourself an oracle,
Mouthpiece of the dead, or of some god or other.
Thirty years now I have labored
To dredge the silt from your throat.
I am none the wiser.

Scaling little ladders with glue pots and pails of Lysol
I crawl like an ant in mourning
Over the weedy acres of your brow
To mend the immense skull-plates and clear
The bald, white tumuli of your eyes.

A blue sky out of the Oresteia
Arches above us. O father, all by yourself
You are pithy and historical as the Roman Forum.
I open my lunch on a hill of black cypress.
Your fluted bones and acanthine hair are littered

In their old anarchy to the horizon-line.
It would take more than a lightning-stroke
To create such a ruin.
Nights, I squat in the cornucopia
Of your left ear, out of the wind,

Counting the red stars and those of plum-color.
The sun rises under the pillar of your tongue.
My hours are married to shadow.
No longer do I listen for the scrape of a keel
On the blank stones of the landing.

Είναι μάλλον απαραίτητο και σωστό από δεοντολογικής σκοπιάς να ισχυρισθούμε ότι η μίζερη, κατά το μεγαλύτερο μέρος, ζωή της Σύλβιας Πλαθ είναι σχεδόν τόσο γνωστή με τους ασχολούμενους, όσο η ποίησή της. Ο αμφιταλαντευόμενος, για μεγάλο χρονικό διάστημα, γάμος της με τον ποιητή Τεντ Χιουζ και η αυτοκτονία της, υπήρξε για πολλές δεκαετίες το κέντρο μιας θύελλας πολυεπίπεδων συζητήσεων, υποψιών, διαφωνιών και ανάλογων βέβαια δημοσιεύσεων σε εφημερίδες, περιοδικά και βιβλία. Ολάκαιρη η ζωή της, είναι αλήθεια, σημαδεύτηκε από δυσάρεστα γεγονότα και καταστάσεις. Όταν ήταν οκτώ ετών, για παράδειγμα, ο πατέρας της, Ότο, πέθανε από τις επιπλοκές ενός αρρύθμιστου σακχαρώδους διαβήτη που τον σκότωνε ύπουλα, αργά αλλά σταθερά, χωρίς να γίνεται αντιληπτός από εκείνον ή τους πέριξ ευρισκόμενους συγγενείς και φίλους. Σε κάποια φάση το πόδι του έπρεπε να ακρωτηριαστεί λόγω της μακρόχρονα εγκαταστημένης διαβητικής αρτηριοπάθειας που οδήγησε σε γάγγραινα, και τελικά βέβαια πέθανε από τις επιπλοκές της μακράς νοσηλείας του, κατά τη διάρκεια της οποίας δεν ήταν ένα εύκολο πράγμα για ένα μικρό κορίτσι, τη Σύλβια Πλαθ, να ασχοληθεί με οποιοδήποτε, και ουσιαστικό κυρίως τρόπο, μαζί του. Σίγουρα το ποίημα αυτό και πολλά άλλα της Πλαθ είναι σκοτεινά, αλλά από την άλλη μεριά πρέπει να αναζητήσουμε την πηγή, από πού προήλθε δηλαδή όλο αυτό το σκοτάδι. Αν και η ζωή της ήταν σύντομη, δυσάρεστη αρκετές φορές και ταραγμένη, η Σύλβια Πλαθ έγραψε μεγάλο αριθμό αξιόλογων ποιημάτων και κέρδισε μια πραγματικά αξιοζήλευτη θέση ανάμεσα τους μεγάλους της αμερικανικής ποίησης.

Η απώλεια κάποιου αγαπημένου προσώπου ή αντικειμένου, είναι σίγουρα ένα λυπηρό περιστατικό στη ζωή όλων των ανθρώπων. Η αφηγήτρια στον ‘‘Κολοσσό’’ της Σύλβιας Πλαθ, φαίνεται να έχει χάσει τον πατέρα της που συμβολίζεται από ένα γιγαντιαίο πεσμένο άγαλμα και ότι απλώς δεν μπορεί να βρει το συναισθηματικό της δρόμο στη δημιουργηθείσα κατάσταση. Φυσικά, ακόμη και αν το ποίημα είναι σκοτεινό, κι η αφηγήτρια δεν βλέπει διέξοδο από την προσκόλλησή της στο παρελθόν, αυτό δεν την εμποδίζει να έχει μια περίεργη και πικρόχολη αίσθηση του χιούμορ γι αυτό. Όταν πειράζει τον Κολοσσό του τίτλου σκεφτόμενη ότι είναι χρησμός, φαίνεται σαν να γελάει μόνη της, αφού ήταν κάτι που μάλλον ανέμενε. Ακούγοντας ο ακροατής, ή καλύτερα ο αναγνώστης, τους προβληματισμούς της, παραπέμπεται αυτόματα στους δικούς του κι αισθάνεται κάπως καλύτερα με τη σκέψη ότι και μερικοί άλλοι βρίσκονται σε παρόμοια θέση. Ίσως η αφηγήτρια δεν είναι η μόνη της οποίας οι ώρες είναι ‘‘παντρεμένες με την σκιά’’ (hours are married to shadow). Το ποίημα μας ταξιδεύει μέσα από ένα ολοήμερο ταξίδι στη ζωή ενός ατόμου που ξοδεύει το χρόνο του, για να φροντίζει ένα τεράστιο, γκρεμισμένο άγαλμα. Κάνει κάποιες δουλειές που αφορούν τον καθαρισμό του αγάλματος, αλλά ξέρει κατά βάθος ότι είναι εκ προοιμίου προσπάθεια απελπισίας και ανέφικτο έργο, χωρίς να έχει όμως τη δύναμη να σταματήσει. Σε όλο το ποίημα, υπάρχουν υπαινιγμοί για τη γυναίκα που ασχολείται με τη συναισθηματική ζημιά που προκλήθηκε από την απώλεια του πατέρα της. Γνωρίζει βεβαίως πολύ καλά την παθολογική φύση της κατάστασής της, αλλά φαίνεται παραιτημένη από τις λεπτομέρειες της καθημερινότητας.
Το συγκεκριμένο ποίημα της Σύλβιας Πλαθ, όπως προείπαμε, θεωρείται από τους περισσότερους κριτικούς ότι αναφέρεται στον πεθαμένο πατέρα της Πλαθ. ‘‘Ο Κολοσσός’’ έχει ως στόχο κάποιον απροσδιόριστης ταυτότητας ακροατή, ο οποίος υπάρχει όμως ως ένα τεράστιο άγαλμα. Η αφηγήτρια-ποιήτρια ξεκινά λοιπόν απευθυνόμενη σε κάποιο ‘‘άγνωστο άτομο’’ με τον ισχυρισμό ότι ποτέ δεν θα μπορέσει να το συναρμολογήσει όπως ήταν στην προγενέστερη κατάσταση:
‘‘Ποτέ δεν θα μπορέσω να σε συναρμολογήσω εξ ολοκλήρου,
Σωστά ενωμένο, συναρμολογημένο και κολλημένο’’.
(I shall never get you put together entirely/Pieced, glued, and properly jointed).
Μια ποικιλία από δυνατούς χοντροκομμένους θορύβους διαφόρων ζώων, εξέρχονται από τα μεγάλα χείλη του, και αναρωτιέται αν θεωρεί τον εαυτό του ένα μαντείο ή φερέφωνο των νεκρών. Έχει αγωνιστεί για τριάντα χρόνια για να καθαρίσει την λάσπη από το λαιμό του, αλλά δυστυχώς η δραστηριότητα αυτή δεν την έχει κάνει με οποιοδήποτε τρόπο σοφότερη. Ανεβαίνει σε σκάλες για να φτάσει πάνω στα φαρδιά του φρύδια, σαν ένα μυρμήγκι που πενθεί, ενώ ταυτόχρονα εκμεταλλεύεται το αντιβακτηριδιακό σπρέι για να απολυμάνει τα λευκά αναχώματα των τάφων από τα μάτια του. Ο μπλε ουρανός πάνω από την αφηγήτρια και το άγαλμα, θυμίζουν ελληνική τραγωδία. Ο πατέρας της παρατηρεί, φαίνεται ως μεστή, σθεναρή και ιστορική προσωπικότητα, όπως η πανάρχαια Ρωμαϊκή Αγορά. Μόλις ολοκληρώσει την ανάβασή της εκεί ψηλά, στρώνει για το γεύμα της σε ένα λόφο με μαύρα κυπαρίσσια. Τα οστά και τα μαλλιά του αγάλματος, είναι ριγμένα πέρα μακρυά στη γραμμή του ανοιχτού ορίζοντα με ένα άγριο και άναρχο τρόπο και σχολιάζει ότι ούτε ένα ισχυρό χτύπημα κεραυνού δεν θα μπορούσε να δημιουργήσει αυτό το είδος της καταστροφής. Τις νύχτες, η ομιλήτρια ζαρώνει και μαζεύεται στο αριστερό αυτί του αγάλματος για να αποφύγει τον άνεμο, διασκεδάζοντας τον εαυτό της μετρώντας κόκκινα αστέρια χρωματιστά σαν δαμάσκηνα. Ο ήλιος ανατέλλει το πρωί κάτω από το γείσο της γλώσσας του αγάλματος. Όλες οι ώρες της ομιλήτριας είναι ‘‘παντρεμένες με σκιά’’, και φαίνεται πως δεν ενδιαφέρεται πλέον για να ακούσει τον ήχο ενός μικρού πουλιού που τρίβεται πάνω στις γυμνές πέτρες δίπλα της.

Σε αυτό το ποίημα του 1959, που έδωσε και τον τίτλο στην πρώτη δημοσιευμένη ποιητική συλλογή της Πλαθ, η ποιήτρια προσπαθεί να καταπιαστεί με την κληρονομιά και τη μνήμη του πατέρα της. Το ποίημα όμως, σε γενικές γραμμές είναι δυσνόητο και περίπλοκο, αφήνει ανοικτή την πιθανότητα και δυνατότητα για εκατοντάδες ερμηνείες, αν και οι περισσότεροι από τους κριτικούς πιστεύουν ότι εστιάζεται στον απόντα πατέρα της και μάλιστα πολλοί το αναφέρουν και το σχολιάζουν σε συνδυασμό με το ποίημα ‘‘Daddy’’ με παρεμφερές θέμα. Οι επικριτές της, έχουν δει κάποιο αέρα ή ηχώ αιμομιξίας να αιωρείται στο ποιητικό κείμενο, το οποίο βέβαια δεν περιέχει καμία τέτοια υποψία και μάλιστα καθιστά σχεδόν τη φύση της σχέσης, πέρα ως πέρα, σαφή. Εκτός όμως από τα βαθύτερα συναισθήματα της ποιήτριας, τα αξιοσημείωτα στοιχεία του ποιήματος είναι οι έξοχες υποβλητικές εικόνες και η γενικότερη ψυχική διάθεσή της. Η αφηγήτρια σκύβει στο αυτί ενός γιγαντιαίου αγάλματος που βλέπει τον κόσμο, μια ομολογουμένως ισχυρή, πολυεπίπεδη και ανησυχητική εικόνα.
Ο τίτλος και το θέμα του ποιήματος παραπέμπουν στην αρχαία ελληνική ιδέα του Κολοσσού, το οποίο ήταν ένα άγαλμα που αντιπροσώπευε ένα νεκρό άτομο. Ο Κολοσσός είχε σκοπό να επικαλεστεί την παρουσία του ατόμου καθώς και την απουσία του, δημιουργώντας έτσι μια αίσθηση του ανοίκειου. Το ποίημα αποπνέει μια περίεργη παραδοξότητα και προτροπή τόσο για θρήνο, όσο και για γιορτή, δίπλα από τον Κολοσσό, με την μυστηριώδη και παράδοξη γοητεία του. Το ποίημα παραπέμπει επίσης στον Κολοσσό που βρισκόταν στο νησί της Ρόδου, έως ότου καταστράφηκε από σεισμό, το οποίο θεωρείται ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου. Στο ποίημα, η Πλαθ χρησιμοποιεί τον Κολοσσό στην προσπάθειά της να ανακατασκευάσει τη μορφή του πατέρα της, η απουσία του οποίου δεσπόζει διάπλατα μέσα στην ψυχή της. Συνδέοντας τον πατέρα της με ένα από τα μεγάλα θαύματα του κόσμου, ουσιαστικά αναγνωρίζει την εξουσία, το μεγαλείο και τη δύναμή του, δεν είναι σε θέση όμως να τον κάνει να μιλήσει, και ως εκ τούτου, τονίζει ταυτόχρονα την ανικανότητά του. Προσπαθεί να καθαρίσει, να στεγνώσει τις λάσπες από το λαιμό του, αλλά η μόνη του αντίδραση είναι κάποιοι τρομακτικοί και γελοίοι ταυτόχρονα ήχοι ζώων. Στη συνέχεια προσπαθεί να έρθει σε συμφωνία με τη μνημειακότητά του, ενώ αποδέχεται τους περιορισμούς του.
Στις πρώτες στροφές του ποιήματος, η Πλαθ φαίνεται εξοργισμένη, εκφράζοντας ευθέως και το φόβο της. Περαιτέρω, απορρίπτει την υποσημαινόμενη αυταρέσκεια στην επιθυμία του να φανεί ως μεγαλόσχημος χρησμός, τη στιγμή που το μόνο που μπορεί να παράξει είναι ο δυσάρεστος θόρυβος κάποιων ζώων. Λαμβάνοντας υπόψη τα συναισθήματα που εκτίθενται εδώ, είναι δυσνόητο γιατί μπαίνει στον κόπο να αναρριχηθεί στο άγαλμα. Ωστόσο, στο δεύτερο ήμισυ του ποιήματος, η ποιήτρια μετακινείται προς τη θέση του ικέτη που λατρεύει κάποιον έντονα, και η οποία φαίνεται εντελώς παντρεμένη με το πένθος της. Αν και έχει φαινομενικά θυσιάσει τη ζωή της σε μια προσπάθεια να ακούσει το άγαλμα να της μιλάει, να της απαντήσει, έρχεται σε επαφή και αποδέχεται την αμείλικτη πραγματικότητα της θυσίας. Το τέλος του ποιήματος, στη συνέχεια, υπαινίσσεται ότι η κόρη είναι ευχαριστημένη με τα υπολείμματα του Κολοσσού, ακόμη και αν αυτό σημαίνει ότι πρέπει να απέχει σε μια άλλη ζωή. Έχει σταματήσει πια να αναμένει για διάσωση ή αλλαγή της περιρρέουσας κατάστασης: ‘‘No longer do I listen for the scrape of a keel/On the blank stones of the landing’’. Δεν αφουγκράζεται πια για το τρίξιμο της καρίνας πάνω στις γυμνές πέτρες της αποβάθρας, και έχει αντ’ αυτού μεταφερθεί πίσω στο ‘‘κέρας της Αμάλθειας’’ του πατέρα της. Βρίσκεται σε πλήρη σύντηξη με αυτό το ανθρώπινο ερείπιο που της προσφέρει όμως ένα ζωντανό καταφύγιο από τις απρόβλεπτες καταστάσεις και δυσμενείς συνθήκες της κοσμικής ύπαρξης. Ακόμα κι αν την αφοσίωσή της στο άγαλμα σημαίνει ότι πρέπει να χάσει την ατομικότητα και την προσωπικότητά της, αυτό σημαίνει ότι είναι απαλλαγμένη από τις δυσκολίες και τους φόβους που έρχονται απρόβλεπτα στον κόσμο και πρέπει να αντιμετωπίσει.
Μερικοί βλέπουν το ποίημα μέσα από ένα φεμινιστικό πρίσμα, αλλά εκείνη ως φως που έρχεται μέσα από την ψυχή μιας γυναίκας, όπως αυτή διαμορφώθηκε από την πατριαρχική κουλτούρα. Οι πολλές αναφορές της Πλαθ στην Ορέστεια και την ελληνική τραγωδία, ίσως να φανερώνουν ότι η αφηγήτρια βρίσκεται σε δισταγμό για το αν θα πρέπει να μένει ακόμα στη σκιά της πατρικής φιγούρας, ενώ παραμένει απελπισμένη αφού το ερώτημα αν θα της μιλήσει παραμένει αναπάντητο. Δεν μπορεί να δηλώσει την ατομικότητά της, στο πλαίσιο αυτό, και ακόμη δεν μπορεί να συγκεντρώσει την απαιτούμενη δύναμη για να κάνει μια αλλαγή, είτε την επιθυμεί είτε όχι. Από την άποψη αυτή, το ποίημα δεν προσφέρεται απλώς για εξερεύνηση του προσωπικού και οικογενειακού παρελθόντος του συγγραφέα, αλλά και για πιο καθολική ματιά και κριτική. Άλλοι επικριτές της, υποστηρίζουν ότι το ποίημα δεν αναφέρεται στον πραγματικό πατέρα της Πλαθ, αλλά μάλλον σε ένα πρόσωπο, ιδεατό ίσως, δημιούργημα του πατέρα της. Η θεωρία αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι το πνεύμα του πίνακα Ouija, γνωστότερου ως πίνακα των πνευμάτων, από τον οποίο η Πλαθ και ο Χιουζ, έλαβαν υποδείγματα και ιδέες θεμάτων για ποιήματα, ισχυριζόταν ότι ο θεός της οικογένειας, ο Κολοσσός, του έδωσε τις περισσότερες πληροφορίες. Ο Κολοσσός, με την ίδια λογική στη συνέχεια, μπορεί να είναι ο ιδιωτικός θεός της ποίησης της Πλαθ, η μούσα που ήθελε να κάνει αρσενική να την προσκυνήσει και να την παντρευτεί. Το σκηνικό του στόματος (the dredging of the silt, the oracle) υποστηρίζει αυτόν τον ισχυρισμό. Λαμβάνοντας υπόψη αυτή την ερμηνεία, η αίσθηση της απογοήτευσης, της παράλυσης και της ήττας θα μπορούσε να εξαντλήσει την Πλαθ δημιουργικά, αντί να της προκαλέσει κατάθλιψη για το παρελθόν της.
Ο Κολοσσός εκδόθηκε για πρώτη φορά στη συλλογή ‘‘Ο Κολοσσός και άλλα ποιήματα’’ (The Colossus and Other Poems), το 1960. Το 1982, δεκαεννέα χρόνια μετά το θάνατο της Πλαθ, που αυτοκτόνησε το 1963, ο πρώην σύζυγός της, Τεντ Χιουζ, δημοσίευσε τα συγκεντρωτικά ποιήματα ‘‘Collected Poems’’ της συζύγου του. ‘‘Ο Κολοσσός’’, όπως και τα πολλά άλλα ποιήματα της συλλογής θεωρούνται μερικά από τα πιο τρομακτικά και όμορφα κείμενα στην ιστορία της αμερικανικής ποίησης.