“Αν η ιστορία, γραφόταν με …αν ”, Νίκος Δημ. Νικολαΐδης

νικολαιδης αν“Αν η ιστορία, γραφόταν με …αν ”
Νίκος Δημ. Νικολαΐδης

24grammata.com- free ebοok

[κατέβασέτο]

ISBN: 978-618-80048-1-8
Επίλεκτες Ψηφιακές Εκδόσεις: 24grammata.com
Σειρά: εν καινώ, Αριθμός σειράς: 101
Τόπος και Χρονολογία πρώτης έκδοσης: Αθήνα, 2014
Μέγεθος Αρχείου: 1,5 Mb
Σελίδες: 118
Μορφή αρχείου: pdf
Γραμματοσειρά: Times New Roman
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση δίχως την έγγραφη άδεια
του δημιουργού ή του εκδότη

Ο Νίκος Δημ. Νικολαΐδης γεννήθηκε στο Αιγάλεω, όπου και εργάζεται σαν ελεύθερος επαγγελματίας οδοντίατρος, από το 1991. Εκτός όμως από τον «τροχό» χειρίζεται και τη συγγραφική πένα, δια της οποίας δημιούργησε το πρώτο του αθλητικό βιβλίο στα 1998, με τίτλο «50 χρόνια Αιγάλεω» που αναφέρεται στην ιστορία της ομάδας ποδοσφαίρου της πόλης (έκδοση Δήμος Αιγάλεω). Το 2007 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Έμβρυο» την «Ιστορία του Αιγάλεω, από τις λαμαρίνες στα σαλόνια της Ευρώπης» και από τον «Περιοδικό Τύπο» η μελέτη του για τα εικονογραφημένα «Ο Μπλεκ και οι άλλοι, οι χάρτινοι ήρωες του Στέλιου Ανεμοδουρά»
Το 2008 εξέδωσε την ιστορία της ομάδας μπάσκετ ανδρών του Αιγάλεω A.O. «Απ’ τις αλάνες της ΕΣΚΑ στα παρκέ της Α1» («Έμβρυο»). Το 2011 συνέγραψε την ιστορία της Β΄ Εθνικής με τίτλο «Εκεί-εκεί, στη Β΄ Εθνική» και το «Αλφαβητάρι του Αιγάλεω-Μια πόλη, μια ιστορία» (έκδοση «Ιστορικό Λαογραφικό Οικομουσείο Αιγάλεω-Ι.Λ.Ο.Α.»).
Ακολούθησαν (2012) το πόνημα “’70s-’80s: Τα περιοδικά που αγαπήσαμε” (Έκδοση “Ι.Λ.Ο.Α.”) και η ψηφιακή αθλητική έκδοση “Απ΄ τη Γ΄ Εθνική στο Περιφερειακό, 1965-2012”. Παράλληλα ασχολείται με τα κόμικς ως συλλέκτης και δημιουργός του εικονογραφημένου αθλητικού περιοδικού «Πορτιέρο Μάκης Ροδίτης».
Το 1998 κέρδισε το δεύτερο βραβείο για άρθρο του σχετικά με το παγκόσμιο Κύπελλο ποδοσφαίρου, μετά από πανελλήνιο διαγωνισμό που διοργάνωσε η αθλητική εφημερίδα “Sportime” Για τη συνεισφορά του στην προβολή της ιστορίας του τόπου του έχει τιμηθεί από το Δήμο Αιγάλεω (1998), από το «Σύνδεσμο Βετεράνων Ποδοσφαιριστών Αθλητών και Παραγόντων Αιγάλεω Α.Ο.» (2005), από το Σύνδεσμο Φιλάθλων Αιγάλεω Α.Ο. «Θύρα 12» (2006) και από την Πανελλήνια Ένωση Ασσυρίων (2013).
Είναι παντρεμένος με τη Βανέσσα Καλλίτση και έχουν δυο παιδιά, την Άννα-Θωμαΐδα και το Δημήτρη-Νικόλα.

Τα «αν» της ιστορίας έχουν να κάνουν, κυρίως με αιτίες και όχι με αφορμές για την εκδήλωση αναμενόμενων λίγο-πολύ γεγονότων.
Μια τυχαία, απρόβλεπτη ή απρόοπτη κατάσταση ή πολλές μαζί, αν επισυμβούν σωρευτικά είναι δυνατό να οδηγήσουν σε σημαντικές εξελίξεις, που υπό άλλες συνθήκες θα είχαν πιθανότατα, αποτραπεί.
Οι αφορμές όμως, ακόμη κι αν εξέλειπαν δεν θεωρούνται καθοριστικές για την έκβαση των πραγμάτων, καθώς στη θέση τους, αργά ή γρήγορα κάποιες άλλες θα προέκυπταν…
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Πρόλογος……9
Ιωάννης Καποδίστριας 1831: Η χαμένη ευκαιρία……16
Γεώργιος Α΄ 1913: Μια ανεξιχνίαστη δολοφονία……..21
Μικρά Ασία 1921: Η καταστροφική απόφαση…………36
4η Αυγούστου 1936: Μια αινιγματική συγκυρία………50
Εκλογές 1946: Η ολέθρια επιλογή………………………….67
Κωνσταντίνος Γλύξμπουργκ 1967: Η δειλία……………80
Αλέκος Παναγούλης 1976: Η απώλεια του Ανδρός….93
Ανδρέας Παπανδρέου (1919-1996)……………………….96
Γιώργος Γεννηματάς 1994: Μια ελπίδα που χάθηκε….107
Δεκέμβριος 2008: Η εξέγερση της νεολαίας

ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Από τη γέννηση του σύγχρονου ελληνικού κράτους έως τις μέρες μας κύλησε διάστημα λίγο μικρότερο των δυο αιώνων, που, αν συγκριθεί με τις χιλιετίες ύπαρξης του ελληνικού πολιτισμού, μοιάζει αμελητέο. Ωστόσο, κατά τη διάρκειά του, ιδιαίτερα εκείνης της περιόδου που συμπίπτει με το πρώτο μισό του πολυτάραχου εικοστού αιώνα, συνέβησαν τέτοια τρομερά γεγονότα, τα οποία, χωρίς ίχνος υπερβολής, σημάδεψνικολαιδης αναν ανεξίτηλα την πορεία του.
Λίγα, ίσως ελάχιστα έθνη στον κόσμο έχουν να επιδείξουν τέτοια συγκλονιστική αλληλουχία συμβάντων, σε τόσο μικρό χρόνο. Το ανεξάρτητο μεν, αλλά ασφυκτικά περιορισμένο σε στενά γεωγραφικά όρια, δέσμιο της επιρροής των «προστάτιδων δυνάμεων» και οικονομικά επιβαρημένο από το βραχνά των «δανείων της επανάστασης» ελληνικό κρατίδιο, παρασάγγας απείχε από ότι είχαν οραματισθεί οι πρωτεργάτες της παλιγγενεσίας του. Πόσω μάλλον ο εθνεγέρτης του Ρήγας Βελεστινλής, όταν το περιέγραφε στα έργα του, τον έξοχο «Θούριο» και την περίφημη «Χάρτα» του.
Όμως, έστω και υπό εκείνες τις συνθήκες, το πρώτο σημαντικό βήμα είχε γίνει. Η Επανάσταση των «γραικών» είχε ευοδωθεί, ακόμη κι αν ο στόχος της απελευθέρωσης όλων των περιοχών όπου κατοικούσαν έλληνες, έδειχνε ακόμη πολύ μακρινός. Είχε αποφευχθεί η κατάπνιξη του «αποσχιστικού κινήματος», όπως χαρακτήριζε την ελληνική εξέγερση η σουλτανική διπλωματία, από την «Ιερά Συμμαχία», το φόβο και τον τρόμο των υπόδουλων λαών της Ευρώπης, κάτι το οποίο δεν συνέβη σε αντίστοιχες περιπτώσεις στην ιβηρική και στην ιταλική χερσόνησο.
Είχαν προσαρτηθεί στην ελληνική επικράτεια εδάφη με κυρίαρχο το χριστιανικό στοιχείο, κάτι που συνετέλεσε στην σταδιακή εμπέδωση αισθήματος ενιαίας συνείδησης, καθώς η θρησκεία αποτελούσε, εκείνους τους καιρούς, τη μοναδική προσδιοριστική παράμετρο μιας εθνικής ταυτότητας. Ας μη λησμονιέται το γεγονός, ότι ο 19ος αιώνας ήταν ο αιώνας των αυτοκρατοριών και όχι των εθνικών κρατών. Από την άποψη αυτή, η Ελλάδα είχε πετύχει κάτι πρωτοφανές.

Είχε διεκδικήσει –και κατορθώσει να κερδίσει- την ανεξαρτησία της και την κρατική της υπόσταση, παλεύοντας με πενιχρά μέσα, εναντίον της πανίσχυρης Οθωμανικής δυναστείας, ύστερα από σχεδόν τέσσερις εκατονταετίες σκλαβιάς. Κάτι, που ο γειτονικός ιταλικός λαός το γεύθηκε μισό αιώνα αργότερα, απέναντι στον έτερο καταπιεστή της εποχής, την Αυστροουγγαρία.
Ακόμη, οι έλληνες μπορούσαν να υπερηφανεύονται και για άλλα επιτεύγματά τους, όπως ήταν τα πρωτοποριακά Συντάγματα που θέσπισαν κατά την περίοδο του απελευθερωτικού τους αγώνα. Και που περιείχαν διατάξεις οι οποίες πρέσβευαν τις αρχές της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και της ισοπολιτείας. Εκφράζοντας με τον τρόπο αυτό, τις πανάρχαιες παραδόσεις του ελληνικού πνεύματος και διατρανώνοντας τον πόθο τους να ζήσουν ελεύθερα και δημοκρατικά στα πατρογονικά τους χώματα.
Δυστυχώς, οι αναγκαίοι συμβιβασμοί, οι συγκυρίες, αλλά και οι απαραίτητες διαπραγματεύσεις με τις ξένες «αυλές» προκειμένου να επιτευχθεί η ολοκλήρωση της πολυπόθητης Ανεξαρτησίας (και όχι Αυτονομίας, για την οποία πίεζε η άλλη πλευρά), συνέτειναν στο να παραμερισθούν αρκετές από τις καινοτόμες εκείνες ιδέες, που αν είχαν εφαρμοσθεί τελικά σε συνταγματικό επίπεδο, θα δημιουργούσαν ένα κράτος υπόδειγμα.
Στην Αρχή, ανήλθε ο Ιωάννης Καποδίστριας, ίσως ο πλέον κατάλληλος για αυτή τη θέση, βάσει της μόρφωσής του, της διπλωματικής του εμπειρίας και του ακατάβλητου πνεύματος που τον χαρακτήριζαν. Εργάσθηκε με αξιοθαύμαστη προσήλωση, συχνά νυχθημερόν, για την αναστήλωση μιας καταστραμμένης χώρας, εγκαθιδρύοντας θεσμούς, διοικητικές δομές και γενικά όλες τις θεμελιακές βάσεις που απαιτούνταν, έτσι ώστε η μετάβαση από τα φεουδαρχικά δεδομένα που επικρατούσαν έως τότε μέχρι τα ιδανικά πρότυπα ενός σύγχρονου ευρωπαϊκού οικοδομήματος, να είναι όσο το δυνατό πιο ομαλή.
Στην προσπάθειά του αυτή, υπέπεσε και σε σφάλματα. Ανέστειλε τις πολιτικές ελευθερίες, πιστεύοντας ότι ο λαός ήταν ακόμη ανώριμος για πλήρη δικαιώματα, αφού κατά τη γνώμη του προείχαν άλλες προτεραιότητες.
Χρησιμοποίησε για τη στελέχωση των δημοσίων θέσεων, έμπιστους μεν συνεργάτες του, αλλά ξένους και με διαφορετική νοοτροπία από εκείνη των γηγενών, συγκρούσθηκε με τους κοτζαμπάσηδες, μη αναγνωρίζοντάς τους μερίδιο στην κρατική εξουσία κι όλα αυτά τα έπραξε με αλαζονικό, διόλου μετριοπαθή τρόπο.
Δεν φρόντισε να κολακεύσει, να «χαϊδέψει αυτιά» όπως λέμε, ή να καλοπιάσει κανέναν. Τον είπαν «φωτοσβέστη», όταν αποφάσισε να μη προχωρήσει σε ίδρυση Πανεπιστημίου, αλλά μόνο Τεχνικών Σχολών. Τον είπαν Ρώσο «ανθύπατο», λόγω των δεσμών του με το Τσαρικό καθεστώς, στο οποίο είχε διατελέσει Υπουργός Εξωτερικών. Όμως ο ίδιος γνώριζε καλά την τεράστια ευθύνη που αναλάμβανε, να δώσει υπόσταση σε μια ανύπαρκτη έως τότε επικράτεια, χτίζοντας ευθύς εξ΄αρχής κρίσιμους και ευαίσθητους τομείς , όπως αυτούς της παιδείας, της δημόσιας διοίκησης, της δικαιοσύνης, της οικονομίας, του στρατού και της πρόνοιας.
Αυτή του την επιμονή, να προχωρά αταλάντευτα προς το ζητούμενο αγνοώντας άλλες παραμέτρους, την πλήρωσε τελικά με τη ζωή του. Και ας ήταν αυτός που είχε πετύχει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για τον καθορισμό της συνοριακής γραμμής του νέου κράτους, πέρα από τις ζώνες που είχαν ελευθερώσει με το αίμα τους τόσοι ικανοί οπλαρχηγοί. Που χάρις στους διπλωματικούς του χειρισμούς κατόρθωσε να πείσει τις Δυνάμεις για την ανάγκη ίδρυσης ανεξάρτητου και όχι αυτόνομου κράτους, υπό την επικυριαρχία του Σουλτάνου. Ο ίδιος που δεν δίστασε να παρουσιάσει ως ακριβώς ήταν, τη δραματική κατάσταση της χώρας στον γαλαζοαίματο «Λουδοβίκο των Σαξκοβούργων» (τον οποίο σκόπευαν οι ευρωπαίοι ηγεμόνες να φορτώσουν «πεσκέσι» στο λαό) και να τον αναγκάσει έτσι να υποχωρήσει άτακτα.
Εκεί λοιπόν, κάπου στις αρχές της τρίτης δεκαετίας του 19ου αιώνα, η μικρή Ελλάδα σύρθηκε σε μια αναγκαστική «λύση» που για την οριστική απαγκίστρωση απ΄τη μέγγενη της θα χρειαζόταν να περάσει ενάμισι αιώνας! Την έλεγαν μοναρχία. Τότε παίχθηκε -και χάθηκε- το πρώτο μεγάλο «στοίχημα» του νεοσύστατου κρατιδίου. Ακολούθησαν βεβαίως κι άλλα, κρίσιμα γεγονότα, που θα προδίκαζαν την τύχη του λαού. Εκείνο όμως, υπήρξε το πλέον καθοριστικό. Η δολοφονία του Κυβερνήτη οδήγησε σε περίοδο ανωμαλίας με αναπόφευκτη κατάληξη την de facto επιβολή μιας «ελέω Θεώ» μοναρχίας.
Η χαμένη ευκαιρία που έσβησε μαζί με τον Καποδίστρια στο Ναύπλιο στις 9 Οκτωβρίου 1931 (σύμφωνα με το νέο ημερολόγιο) , δεν θα παρουσιαζόταν ξανά, παρά 90 χρόνια αργότερα.
Κατά τη διάρκεια του επόμενου αιώνα, του εικοστού, σημειώθηκαν ανακατατάξεις τέτοιας έκτασης εξαιτίας των οποίων αν όχι ο παγκόσμιος, τουλάχιστον ο ευρωπαϊκός χάρτης μεταβλήθηκε άρδην. Ειδικά η Ελλάδα είδε τα σύνορά της να επεκτείνονται εντυπωσιακά, δέχθηκε στα εδάφη της ενάμισι εκατομμύριο πρόσφυγες της Μικρασιατικής γης, πέρασε μια απάνθρωπη ξένη κατοχή και γεύθηκε τις οδυνηρές συνέπειες ενός αδελφοκτόνου πολέμου.
Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί ποτέ, ότι μέσα σε διάστημα πενήντα ετών, η χώρα θα μπλεκόταν στη δίνη δέκα συγκρούσεων (Μακεδονικός αγώνας, Α΄ και Β΄ Βαλκανικοί πόλεμοι, Εθνικός Διχασμός, Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος, Μικρασιατικός πόλεμος, Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος, «Δεκεμβριανά», Εμφύλιος πόλεμος, πόλεμος της Κορέας), δυο δικτατοριών (Θεόδωρου Πάγκαλου 1925, Ιωάννη Μεταξά 1936), δέκα στρατιωτικών κινημάτων («Στρατιωτικού Συνδέσμου» στου Γουδή το 1909, «Εθνικής Αμύνης» στη Θεσσαλονίκη το 1916, Πλαστήρα-Γονατά-Φωκά στη Χίο το 1922, Λεοναρδόπουλου-Γαργαλίδη στην Αθήνα το 1923, Κονδύλη το 1926 και το 1935, Πλαστήρα το 1933, Βενιζέλου το 1935, Μέσης Ανατολής το 1943 και το 1944), ενώ θα γνώριζε τέσσερα δημοψηφίσματα (1920, 1924, 1935, 1946) και πολλαπλές κοινωνικές εντάσεις που σηματοδοτούσαν την αφύπνιση της εργατικής τάξης, αλλά και τη διαμόρφωση μιας αστικής συνείδησης σε μεγάλη μερίδα του πληθυσμού της.
Από όλη αυτή την πολυτάραχη πορεία, η Ελλάδα βγήκε με βαριά τραύματα. Με ρημαγμένη την ύπαιθρο, καταστραμμένες τις βασικότερες υποδομές της και το λαό φριχτά διχασμένο, κλήθηκε να υποβληθεί σε νέες θυσίες, προκειμένου να ορθοποδήσει και να χαράξει μια νέα κατεύθυνση, προς το μέλλον.
Δέσμιο των πολιτικών του αγκυλώσεων και φοβιών, το μετεμφυλιακό κράτος αποδείχθηκε ιδιαίτερα εμπαθές προς τους εκπροσώπους της ηττημένης πλευράς, τουλάχιστον όσους έκαναν το λάθος να προκαλέσουν υποψίες με τη δράση τους.
Τα ξερονήσια γέμισαν πολιτικούς κρατουμένους, ενώ τα εκτελεστικά αποσπάσματα των εκτάκτων στρατοδικείων δε σίγησαν παρά τέσσερα ολόκληρα χρόνια μετά την επίσημη λήξη της σύρραξης.
Σα να μην έφταναν όσα είχαν προηγηθεί, σύντομα ήρθαν νέες περιπέτειες. Αφορμή για εκτεταμένες ταραχές που προκάλεσαν κλυδωνισμούς στις κυβερνήσεις Παπάγου και Καραμανλή στάθηκε ο απελευθερωτικός αγώνας των Κυπρίων αδελφών (1955-1959), στον οποίο η ελληνική κοινή γνώμη τάχθηκε με απερίφραστο τρόπο αλληλέγγυα.
Ακόμη, η άνοδος της διωκόμενης Αριστεράς με τον κοινοβουλευτικό μανδύα της Ε.Δ.Α. στις εκλογές του 1958 επέφερε τη σπασμωδική αντίδραση της κρατούσας πολιτικής τάξης. Κορύφωμα της συντηρητικής εκείνης «απάντησης» -στο ενδεχόμενο οι κομμουνιστές να διεκδικήσουν μέσω του κοινοβουλευτισμού την εξουσία- αποτέλεσε το σκάνδαλο της «βίας και νοθείας» του 1961, η προκλητική ανοχή του επίσημου κράτους στις εγκληματικές δραστηριότητες του παρακράτους και εντέλει η συνταγματική εκτροπή του Ιουλίου 1965, που ανέτρεψε τη νόμιμα εκλεγμένη κεντρώα κυβέρνηση και άνοιξε το δρόμο για τη δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967. Σε μια χρονική στιγμή όπου η υπόλοιπη Ευρώπη -και η υφήλιος-γνώριζαν σημαντικές κοινωνικές και πολιτικές εξάρσεις και μεταρρυθμίσεις (Παρισινός Μάης, γυναικεία χειραφέτηση, πρωτοποριακές καλλιτεχνικές τάσεις και ρεύματα, φούντωμα αντιπολεμικού κινήματος) η Ελλάδα θα πισωγύριζε για μια ακόμη φορά, πισθάγκωνα δεμένη στο άρμα μιας δράκας επίορκων αξιωματικών, οι οποίοι σχεδίαζαν το κίνημά τους από το 1952 για να το πραγματώσουν 15 χρόνια μετά, όταν όμως οι διεθνείς συνθήκες είχαν μεταβληθεί κατά πολύ.
Το χουντικό καθεστώς, υπό το πρόσχημα μιας δήθεν «επαναστατικής» ιδεοληψίας, είχε άριστα εκμεταλλευτεί την πολιτική αστάθεια, την αγανάκτηση της πλειοψηφίας του κόσμου για την αδυναμία των αστικών κομμάτων να συνεννοηθούν μεταξύ τους, την απαράδεκτη νοοτροπία του νεαρού άνακτα και του αυλικού του περιβάλλοντος να αναμειγνύονται στη διακυβέρνηση του τόπου και την –ανύπαρκτη, όπως γρήγορα αποδείχθηκε- απειλή μιας κομμουνιστικής συνωμοσίας στο στράτευμα, για να αρπάξει τα ηνία του κράτους, φορτώνοντας στις πλάτες του λαού μια επτάχρονη περίοδο τυραννίας.
Ήταν μια ανερμάτιστη κατάσταση, που χαρακτηρίσθηκε από ασφυκτική λογοκρισία, απηνείς διώξεις αντιφρονούντων, μεσαιωνικού τύπου βασανιστήρια, άφρονα εξωτερική πολιτική αλλά και άκρατο λαϊκισμό, που εξέφραζαν οι πομπώδεις τελετές, η ακατάσχετη χρήση συμβόλων και η φορτική προπαγάνδα, που διαστρέβλωνε τα ελληνοχριστιανικά ιδεώδη και το αρχαιοελληνικό πνεύμα.
Ολοκλήρωσε δε, η χούντα, το καταστρεπτικό της έργο με την ανήκουστη επέμβασή της, μέσω πειθήνιων οργάνων, στην κυπριακή μεγαλόνησο και την τραγωδία που ακολούθησε άμεσα, από την εισβολή του τουρκικού στρατού, την κατοχή έκτοτε του 42% των προσφορότερων εδαφών της, αλλά και το ξερίζωμα εκατοντάδων χιλιάδων ελληνοκυπρίων από τις εστίες τους.
Σα να κατατρύχεται από μια σκληρότατη μοίρα που δεν της επιτρέπει να απολαμβάνει σχεδόν ποτέ αγαλλίαση αλλά μόνο περιόδους έντασης και αντιπαλότητας οι οποίες πάντοτε καταλήγουν σε μοιραίες περιπέτειες, η Ελλάδα πέτυχε να απαλλαχθεί οριστικά από κάθε σκιά εθνικής καταστροφής, μόλις στα τέλη της δεκαετίας του ΄70. Οι δημοκρατικοί της θεσμοί έδειχναν επιτέλους να εδραιώνονται, η λήθη στο παρελθόν γινόταν σιγά-σιγά πραγματικότητα και σημαντικά στρώματα του λαού αποκτούσαν την ευκαιρία να συμμετάσχουν στην κοινωνική ζωή, την παραγωγική διαδικασία και την πολιτική κονίστρα.
Τα σαράντα χρόνια που απέχουμε πια από τη Μεταπολίτευση, εντούτοις, δεν στάθηκαν, καθώς φαίνεται, αρκετά ώστε να εμπεδωθεί μια συλλογική, αληθινά πατριωτική συνείδηση, που θα οδηγούσε λαό και κυβερνώντες στον ελπιδοφόρο ορίζοντα της προκοπής και της σταθερότητας. Κοιτώντας πίσω, όλη αυτή την προϊστορία, από τη στιγμή που έπαψε ο αχός των όπλων του «21» μέχρι την ώρα που ανακοινώθηκε η υπαγωγή της σύγχρονης Ελλάδας στις απαιτήσεις της οικονομικής «τρόικα», αναρωτιόμαστε εύλογα: Εάν, λέμε εάν, κάτι από όσα συνέβησαν δεν είχε συμβεί; Ή αν, στον αντίποδα, είχε συμβεί ακριβώς το αντίθετο από ότι έγινε, μήπως τότε τα πράγματα είχαν εξελιχθεί πολύ διαφορετικά; Προς όφελος του κοινού συμφέροντος και της κοινωνίας μας; Για το καλό των πολλών, την ειρήνευση, την ηρεμία, την εξομάλυνση των παθών, την ομαδική δουλειά και την επίτευξη κλίματος ομοψυχίας και αδελφοσύνης;
Η ιστορία, έχει ειπωθεί, δεν γράφεται με τα αν… Μα δεν ισχυρίζομαι ότι είμαι ιστορικός αναλυτής, ένας ρομαντικός αιθεροβάμων είμαι, που διατηρώ το δικαίωμα στο όνειρο. Για μια πατρίδα που θα μπορούσε να είναι αρκετά διαφορετική και που δεν της αξίζει η διεθνής καταφρόνια.
Αλλά, ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά τους…