Επαμεινώνδας Παπαδόπουλος, «Nonda»

-woman-eating-fruit-1986iΜΙΚΡΗ ΔΟΚΙΜΗ
Επαμεινώνδας Παπαδόπουλος, «Nonda»

γράφει ο  Απόστολος Θηβαίος.

Διαβάστε όλες τις επιφυλλίδες του Απόστολου Θηβαίου στο 24grammata.com κλικ εδώ

Οι μουσικοί φτιαγμένοι από λάδι καταλάμβαναν μια σημαντικά εκτεταμένη περιοχή. Ο καμβάς στον τοίχο του μουσείου, οι χαμηλοί φωτισμοί, τα ικετευτικά πρόσωπα και ο τυφλός ακορντεονίστας με το ραβδί του ξεσήκωσαν θύελλες διαμαρτυριών. Ορισμένοι καταριούνταν τη γαλλική δημοκρατία με σθένος. Αυτοί οι τελευταίοι διασώθηκαν ως οι υπερασπιστές της καλλιτεχνικής ηθικής. Πολύ αργότερα αυτοί οι ίδιοι θα χειροκροτήσουν στις αρχές της νέας χιλιετίας την αναδρομική έκθεση του εικαστικού Επαμεινώνδα Παπαδόπουλου. Ο γλύπτης όμως υπήρξε τότε σοβαρά ασθενής και σ΄ελάχιστες μέρες θα εξέπνεε στερώντας απ΄την τέχνη μια γνήσια, ανανεωτική δύναμη.
Εντούτοις οι μουσικοί του προσέλκυσαν το ενδιαφέρον κοινού και κριτικών. Στην υπαίθρια έκθεση εντός των παροπλισμένων, βιομηχανικών κτιρίων, όλοι καταχειροκρότησαν αυτά τα πρόσωπα της ορχήστρας. Μορφές γυμνές, με τα όργανά τους μοναδική παραφωνία στο φύλλο τους. Οι μορφές τους παραμένουν ικετευτικές. Ειδικά, ο βιολιστής που με κοιτάζει ίσια στα μάτια φέρει το παραμορφωμένο προσωπείο της εποχής μας. Ο τυφλός ραβδοσκόπος του ταμπλώ αργά τις νύχτες εγκαταλείπει τον πίνακα και περιφέρεται στους σταθμούς του υπογείου.Νωρίς το πρωί, προτού ο ήλιος κατακάψει όλα τα εκθέματα του μουσείου εισέρχεται και πάλι ακέραιος, μ΄όλη του τη λύπη, γυρεύοντας τους ανθρώπους αυτής της εποχής. Πολλοί παραλήλισαν τον πίνακα με τις ξαφνικές, νυχτερινές μορφές μιας έρημης πόλης, θέλοντας να ισχυριστούν πως στον πίνακα δεν επιβεβαιώνεται παρά εκείνο το ατέρμονο, ανθρώπινο ταξίδι. Φωτογραφίες πρωτόγονων που μας κοιτούν ευθεία στα μάτια κάτω από φωτισμούς χαμηλούς και τις σπασμένες χορδές της ζωής. Όσοι τόνισαν την ασχήμια του έργου, διαψεύστηκαν χρόνια αργότερα όταν ταξίδεψαν στις ανατολικές επαρχίες, στους τόπους των πεθαμένων γλωσσών, εκεί που όλα σημαίνουν. Η κίνηση των σωμάτων, οι εκφραστικότητες, οι ανεξήγητες, φυσικές ευθύτητες, όπως τα βλέμματα.
Δεν άντεξαν το φορτίο αυτής της ζωγραφιάς σε διαστάσεις ενάμισι επί δυόμιση και γρήγορα τον αντικατέστησαν. Έξω στους δρόμους τα φορτηγά που αναχωρούν για την Αθήνα, ο ήλιος της Μεσογείου, ήλιος κάρβουνο απ΄τις καταιγίδες και τα μεσημέρια. Το ταμπλώ αφημένο στον μεσσαιωνικό τοίχο της αγοράς, σ΄ένα εγχείρημα πρωτοποριακό, απ΄αυτά που ανανέωνουν τους δεσμούς μας με την τέχνη. Η φυσική του θέση είναι στ΄ακατοίκητα τοπία των πόλεων, τις γέφυρες, τους τόπους σύμβολα. Ξανά και ξανά εκείνος ο βιολιστής μας συγκλόνισε, με το συμπιεσμένο του πρόσωπο, φορτωμένος ολόκληρο τον ουρανό, δίχως φύλλο, με τ΄άρρωστο όργανο, όλο και εγγύτερα στις ρίζες του. Ρωτούσαν τ΄όνομα του καλλιτέχνη. Η ταυτότητά του υπήρξε ελληνική, σχεδόν επαρχιακή, με την γνησιότητα αυτή που χάνεται ολότελα μες στις ξέφρενες πόλεις. Σήμερα, σπαρμένος σπασμένα βιολιά ετούτος ο κόσμος, τυφλούς δίχως τα όργανά τους, ικέτες. Τα όργανά τους είναι μοναξιά και τίποτε.
Ο Επαμεινώνδας Παπαδόπουλος περνά στην ιστορία. Έτσι θαμμένος είναι ασφαλέστερος και το έργο του, νομίζουμε πάντα γελασμένοι, ανώδυνο.

Τούτο το κείμενο βασίζεται στις τρεις απόκοσμες όψεις της τέχνης. Στους Μουσικούς που ικετεύουν καθώς τ΄άσβηστα, τα πρωτόγονα πάθη αυτού του κόσμου μαίνονται.